|
Το κοσμολογικό πρότυπο της Μεγάλης Έκρηξης (Big Bang) είναι αποτέλεσμα μιας φανερής παρεξήγησης των εμπειρικών ενδείξεων εξαιτίας της προκατάληψης, ότι το Σύμπαν πρέπει να έχει μια αρχή ύπαρξης και της επιπόλαιας ερμηνείας του φαινομένου Doppler. Η αξιοπιστία του έχει αμφισβητηθεί από γνωστούς φυσικούς και από πολλούς φιλόσοφους και γίνονται προσπάθειες να ξεπεραστούν τα αδιέξοδα με νεότερες παραλλαγές της (με τις αποκαλούμενες θεωρίες του πληθωριστικού Σύμπαντος).
Όταν θεωρούμε, πως έχει μια αρχή δημιουργίας ή εξέλιξης σαν σύνολο μέσα στο χρόνο και ότι πριν από αυτήν την αρχή δεν υπήρχε -ή τουλάχιστον έτσι όπως το γνωρίζουμε- τότε με έναν πρωτοφανή αντιεπιστημονικό τρόπο το απομονώνουμε σαν ένα μέρος. Καταστρέφουμε την έννοια του χρόνου και ορίζουμε παράλογα, ότι το Σύμπαν δεν είναι το σύνολο όλων των πραγμάτων και απ’ όλους τους χρόνους. Κάνουμε αυτό, το οποίο ο Σπινόζα ονόμαζε «αναγωγή εις την άγνοια».
Είναι αδιανόητο να ονομάζουμε Σύμπαν το σύνολο των πραγμάτων ως ένα όριο του χρόνου ή του χώρου και πέρα από εκείνο το όριο να το θεωρούμε εκτός Σύμπαντος (ή σαν μια τελείως διαφορετική πραγματικότητα, χωρίς κοινά στοιχεία με τη δική μας). Με αυτήν την έννοια του Σύμπαντος, βέβαια, η επιστήμη δε θα μπορούσε να εξηγήσει την ανυπαρξία του πριν από τη στιγμή της δημιουργίας του!
Η απλή λογική μας οδηγεί να αναγνωρίσουμε ότι το Σύμπαν δεν έχει αρχή σαν σύνολο ή ότι πριν από την αρχή υπήρχε μια άλλη πραγματικότητα που αποτελεί μέρος του και όχι ένα άλλο Σύμπαν. Αν αμφισβητούμε αυτήν την απλή λογική των εννοιών, τότε να μην αποδεχόμαστε ότι ορισμένα στοιχεία της πιο άμεσης περιβάλλουσας πραγματικότητας αποτελούν κοινά γνωρίσματα μιας πολύ ευρύτερης πραγματικότητας μέσα στο χώρο και στο χρόνο (και για ένα μεγαλύτερο αριθμό πραγμάτων από εκείνα που έχουμε αντιληφθεί). Γιατί, όμως, η επιστήμη έφθασε σε αυτό το άτοπο μέσα από την εμπειρική γνώση, που η αξιοπιστία και η συνέπειά της είναι αποδεδειγμένη;
Ο αποπροσανατολισμός τροφοδοτήθηκε από τις συνέπειες της επαναστατικής θεωρίας της σχετικότητας (της περιορισμένης και της γενικής), την οποία διατύπωσε ο Alb. Einstein (1879-1955). Σύμφωνα με την πρώτη, η ταχύτητα του φωτός καθορίστηκε αξιωματικά σαν αξεπέραστο όριο και σταθερή ανεξαρτήτως των σχετικών κινήσεων μέσα στο χώρο. Επομένως, προέβλεψε τους όρους, με τους οποίους αυτό επιτυγχάνεται ανεξάρτητα από τις σχετικές κινήσεις και ειδικά στις πολύ μεγάλες ταχύτητες, στις οποίες οι προηγούμενες θεωρίες της κίνησης αποτύγχαναν. Η οριακή ταχύτητα του φωτός και οι προηγούμενοι νόμοι της κίνησης έπρεπε να είναι τα ίδια για όλους (τους αδρανειακούς παρατηρητές όπως τους αποκαλούν), ανεξαρτήτως της σχετικής κίνησης του ενός προς το άλλο. Αλλά αυτό μπορούσε να γίνεται χωρίς να χρειάζεται ένας κοινός χρόνος για όλες τις σχετικές κινήσεις και χωρίς τον υπολογισμό μίας απόστασης ανεξάρτητης από την κίνηση. Έτσι, η έννοια του χρόνου έπαψε να εκφράζει μία σταθερή ή μία κοινή πραγματικότητα και δε βρέθηκε κανένα σημείο αναφοράς, σε σχέση με το οποίο να μπορεί να προσδιοριστεί η κίνηση, η ταχύτητα και η απόσταση, ανεξάρτητα από τις κινήσεις των άλλων πραγμάτων. Παρέμεινε, όμως, η ταχύτητα του φωτός (c = 2,9979245 x108 m/sec) σαν η μοναδική κίνηση που γίνεται με σταθερή ταχύτητα για όλους και αυτό δεν έπρεπε να προσπεραστεί αδιάφορα.
Έχει ενδιαφέρον να διαβάσουμε μερικά αποσπάσματα από τις σκέψεις του Χαίκελ (ή Χέκελ, Ernest Haeckel 1834-1919) που αγγίζουν το γενικότερο ζήτημα της δημιουργίας του κόσμου, για να αντιληφθούμε πόσο εύκολο ήταν να γίνουν ορισμένες φιλοσοφικές σκέψεις από έναν φυσιοδίφη, που λίγο αργότερα απορρίφτηκαν εύκολα και στο χώρο της φυσικής επικράτησαν οι αντίθετες απόψεις.
Στην εποχή του Χαίκελ :
Το 1887, οι Άλμπερτ Μάικελσον (Albert Michelson) και Έντουαρντ Μόρλεϋ (Edward Morley) πραγματοποίησαν το πείραμα που απόδειξε τη σταθερότητα της ταχύτητας του φωτός και οδήγησε στην απόρριψη ενός λεπτεπίλεπτου μέσου, μίας αόρατης ουσίας, την οποία ονόμαζαν "αιθέρα".
Το 1888, ο Χερτς παρήγαγε ραδιοκύματα και απόδειξε την ύπαρξη τους, όπως την είχε προβλέψει θεωρητικά ο Μάξγουελ το 1865.
Ο Νικόλα Τέσλα εκείνα τα χρόνια πειραματιζόταν με τα ραδιοκύματα και το εναλλασσόμενο ρεύμα και επινοούσε συσκευές για την αξιοποίηση των ηλεκτρομαγνητικών φαινομένων.
Το 1901, ο Γκουλιέλμο Μαρκόνι επέτυχε την πρώτη ραδιοτηλεγραφική σύνδεση μεγάλης εμβέλειας.
Η Ειδική Θεωρία της Σχετικότητας του Einstein διατυπώθηκε το 1905 και η Γενική Θεωρία της Σχετικότητα το 1916.
" Ο πολύ λεπτός και ελαφρός, αλλά όχι και αστάθμητος αιθέρας, παράγει με τις κυματοειδείς κινήσεις του όλα τα φαινόμενα του φωτός και της θερμότητας, του ηλεκτρισμού και του μαγνητισμού. Όταν τον παίρνουμε είτε σαν ουσία συνεχή που γεμίζει το ενδιάμεσο διάστημα ανάμεσα στα άτομα ή και σαν ν' αποτελείται επίσης από ξεχωριστά μόρια, θα πρέπει ν' αποδώσουμε σ' αυτά τα άτομα του αιθέρα, μια εσωτερική δύναμη απώθησης σε αντίθεση με την έμφυτη στα άτομα της σταθμητής ύλης δύναμη της έλξης. Με την έλξη των τελευταίων και την απώθηση των πρώτων, θάπρεπε με τη διαδοχή να εξηγηθεί μια για πάντα ο μηχανισμός της παγκόσμιας ζωής. Μπορούμε επίσης να αναγάγουμε "την ενέργεια του παγκόσμιου διαστήματος", σύμφωνα με τον καθηγητή Schlesinger, στους κραδασμούς του παγκόσμιου αιθέρα (...)
Οι πρόοδοι που επιτεύχθηκαν με την επίγνωση του αιθέρα αποτελούν μεγάλη ωφέλεια για την μονιστική φιλοσοφία. Και πραγματικά, μ' αυτές τις προόδους, οι εσφαλμένες υποθέσεις για το κενό διάστημα και τις από απόσταση ενέργειες των σωμάτων ανατράπηκαν. Το άπειρο διάστημα του σύμπαντος, παρ' όλο που τα άτομα με βάρος, η σταθμητή ύλη δεν καταλαμβάνουν αυτό ολότελα, ωστόσο είναι γεμάτο απ' τον αιθέρα. Η συνειδητή γνώση του χρόνου και του διαστήματος είναι κάθε άλλο παρά αυτή που πριν ένα αιώνα εξαγγέλθηκε απ' τον Καντ (...)
Με ποιο τρόπο προσφέρεται ο παγκόσμιος ελαφρός, ο ενεργών αυτός αιθέρας στη βαριά και αδρανή μάζα αυτής της σταθμητής ύλης, την οποία εξετάζουμε χημικά και την οποία μπορούμε να υποθέσουμε μοναχά σαν ν' αποτελείται από άτομα; (...) Εδώ όμως συναντάμε αυτό το νέο μεγάλο ζήτημα: πώς καθορίζονται οι σχέσεις της αρχικής αυτής ύλης με τον αιθέρα; Αυτές οι δύο αρχικές ουσίες βρίσκονται σε ουσιαστική και αιώνια αντινομία; Ή μήπως ο εν δράσει ευρισκόμενος αιθέρας προηγήθηκε και παρήγαγε την σταθμητή μάζα; ". (22-26)
|
Η συνέπεια της σχετικότητας του χρόνου -λόγω της εξάρτησης του χρόνου από την κίνηση, την απόσταση και από την ύπαρξη ανώτερης οριακής ταχύτητας- δεν ανέτρεψε τη δυνατότητα ενός κοινού χρόνου. Όπως δεν ανέτρεψε την ύπαρξη ενός κοινού χώρου και μιας χρονικής προτεραιότητας ανεξάρτητης από άλλες. Αντιθέτως, έβαλε αιτιολογημένα και υπολογισμένα ένα όριο στη γενική χρήση της έννοιας του χρόνου και διόρθωσε μια υπεραπλουστευμένη θεώρηση της αλλαγής και της σταθερότητας. Μια πλάνη, η οποία δημιουργείται όταν χρησιμοποιούμε την αφηρημένη έννοια του χρόνου αποσπασμένη από τα πράγματα, ενώ αυτή δεν έχει νόημα παρά μόνο όταν υπάρχουν πράγματα που αλλάζουν το ένα σε σχέση με το άλλο.
Είναι αξιοπρόσεχτο πως μεγάλοι επιστήμονες έχουν πέσει σαν τυφλοί στην παγίδα τέτοιων μεγάλων λαθών και έχουν συμπαρασύρει πολλούς άλλους, εξαιτίας της απρόσεκτης σημασιοδότησης των αφηρημένων εννοιών στην απόπειρά τους να διατυπώσουν τις γενικές σχέσεις των πραγμάτων. Κοινός εξωτερικός χρόνος θα σήμαινε, βέβαια, ότι ένα πράγμα και ένα γεγονός υπάρχουν στην ίδια στιγμή με όλα τα άλλα, ανεξαρτήτως του τρόπου που συνδέονται και μια επίδραση πάνω σ’ ένα πράγμα θα έπρεπε να είναι ταυτοχρόνως μια επίδραση και στα άλλα. Όταν, όμως, ένα πράγμα επενεργεί πάνω σ’ ένα άλλο, αυτό είναι ένα γεγονός που μοιράζονται τουλάχιστον αυτά τα δύο και αυτή η επενέργεια δεν υπάρχει για τα άλλα πράγματα παρά μόνο στη διάνοιά τους και όταν αντιλαμβάνονται. Υπήρξαν φιλόσοφοι, όπως ο Ντεκάρτ, ο Λάιμπνιτς και ο Μπέρκλεϋ, οι οποίοι απέφυγαν με τον τρόπο τους να δώσουν μια τέτοια αφηρημένη σημασία στο χρόνο.
Ωστόσο, καλό είναι να προσέξουμε ότι ο κοινός εξωτερικός χρόνος δεν είναι μια τυχαία διανοητική σύλληψη ή μια αυταπάτη, χωρίς κανένα νόημα για την πραγματικότητα. Μπορούμε να θεωρούμε πως τα πράγματα βρίσκονται σ’ έναν κοινό εξωτερικό χρόνο υπό τον όρο, ότι στην ίδια στιγμή δεν υπάρχουν και δε συνδέονται όλα ταυτόχρονα (με όλους τους δυνατούς τρόπους) και ότι ταυτοχρόνως θα επέλθουν πολλές αλλαγές. Αυτή την άποψη για τον κοινό χρόνο που συνυπάρχει με τους ιδιαίτερους χρόνους των επιμέρους μεταβολών, την είχε σκεφτεί ήδη ο Αριστοτέλης.*
Η ύπαρξη κοινού εξωτερικού χρόνου για πολλά πράγματα και αλλαγές και η ύπαρξη του χώρου, αυτά από μόνα τους δείχνουν την ανεπάρκεια της θεωρίας της περιορισμένης σχετικότητας. Διότι ΑΝ Η ΣΧΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΚΑΙ Η ΙΔΙΑ ΣΧΕΤΙΚΗ, ΤΟΤΕ Η ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΘΑ ΗΤΑΝ ΑΝΕΞΗΓΗΤΑ ΚΑΙ ΤΥΧΑΙΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ.
Ακόμα και με τον πιο αφηρημένο τρόπο μπορούμε να πούμε πως αν ο χρόνος εξαρτιόταν και καθοριζόταν μόνο έτσι σχετικά και έμμεσα από τις κινήσεις των εξωτερικών πραγμάτων, αυτό θα σήμαινε πως η πραγματικότητα είναι ευρύτερη εκ τύχης ή ότι η συνύπαρξη πολλών συσχετισμένων κινήσεων είναι σχετική και θα μπορούσαν να μη συνυπάρχουν αλληλεξαρτημένες σαν ένα σύνολο! Δεν υπάρχει 'αιθέρας', δεν υπάρχει 'απόλυτη' κίνηση, 'απόλυτο' σύστημα αναφοράς, μόνο 'σχετικές' κινήσεις 'ειδικών' παρατηρητών διακήρυξε ο Αϊνστάιν και κυριολεκτικά από τότε μας έχουν ζαλίσει για να το αποδεχτούμε με την επίκληση του “θεού” των μαθηματικών. Παρόλα αυτά, η σχετικότητα του χρόνου και του μήκους στο χώρο της φυσικής δεν τους εμπόδισε να αναφέρονται συνολικά στα πράγματα, να μετράνε τις αποστάσεις των γαλαξιών και την ηλικία του Σύμπαντος.
Την ανεπάρκεια της περιορισμένης σχετικότητας -ακριβώς λόγω του περιορισμού της στις ευθύγραμμες σταθερές κινήσεις- διαπίστωσε πολύ εύστοχα και ο ίδιος ο Αϊνστάιν, όταν πρόσθεσε μέσα στην επιστημονικά αφηρημένη έννοιά του για τα πράγματα τις μεταβαλλόμενες κινήσεις και την ενότητα των φαινομένων, που αντιλαμβανόμαστε σαν χώρο και ενεργητική σαν βαρύτητα, που επηρεάζει την ευθύγραμμη κίνηση των πραγμάτων. Να ο κοινός χρόνος: είναι ο ισότροπος χώρος, με το κοινό όριο της μέγιστης απόστασης και της ταυτόχρονης ενέργειας για την ύλη, με την ενέργεια του οποίου διατηρείται η ύλη (σαν εξωτερική παρουσία), με τα ίδια όρια μίας μέγιστης και μίας ελάχιστης απομάκρυνσης, με τον ίδιο ταχύτατο τρόπο και πάντα σε αλληλεπίδραση εντός των ίδιων μέγιστων χρονικών ορίων, ανεξάρτητα από τον όποιο σχετικό τρόπο αλληλεπίδρασης.
Γι’ αυτό, ο Αϊνστάιν με τη συνέπεια του επιστήμονα και μαζί με τη φιλοσοφική καχυποψία του προχώρησε ένα άλμα πιο πέρα και διατύπωσε τη " Γενική Θεωρία της Σχετικότητας " εξίσου επαναστατική και εκπληκτική. Εκεί, η ελκτικότητα έπαψε να περιγράφεται με τους όρους της Νευτώνειας φυσικής, σαν μία δράση εξ αποστάσεως, που εξασκείται από τα πράγματα ταυτόχρονα επάνω στα άλλα μ’ έναν απεριόριστο τρόπο. Αφού η βαρύτητα “απλώνεται” παντού, θεωρήθηκε σαν ιδιότητα που έχει ο χώρος (και ο χρόνος) λόγω της καμπυλότητάς του και της τοπικής παραμόρφωσής του από τα υλικά πράγματα. Ο Einstein από μία άμεση και φιλοσοφική αντίληψή του για την ενότητα, την ομοιοτροπία και την κανονικότητα της ευρύτερης πραγματικότητας προέβλεψε και υποστήριξε την πεπερασμένη (χωρίς σταθερά όρια) και σφαιροειδή μορφή του χώρου. Από τις εξισώσεις της θεωρίας της γενικής σχετικότητας προέκυπτε ένας υλικός κόσμος σε κίνηση και όχι στατικός. Όπως είναι γνωστό, ο ίδιος προσπάθησε ν’ αποφύγει αυτή τη συνέπεια της θεωρίας του με την εισαγωγή μίας κοσμολογικής σταθεράς, την οποία μετά απέρριψε σαν ένα μεγάλο λάθος του.
Η αστρονομική ανακάλυψη της ερυθράς μετάλλαξης του φωτός (της ελάττωσης της συχνότητάς του, redshift), που έρχεται από τους μακρινούς γαλαξίες και η εκπληκτική παρατήρηση από τον Έντουιν Χάμπλ (Edwin P. Hubble 1889-1953), ότι η μετάλλαξη είναι τόσο περισσότερη όσο πιο μακρινούς γαλαξίες παρατηρούμε, “πυροδότησε” τη θεωρία για την ομοιότροπη απομάκρυνση ανάμεσα στα υποσύνολα των γαλαξιακών μαζών του Σύμπαντος, εξ' αιτίας της διαστολής του χώρου, που κατά τη λογική τους έπρεπε να έχει ξεκινήσει από ένα αρχικό σημείο. Αυτή η ερμηνεία με παρεξηγημένο το φαινόμενο Doppler δεν ήταν αντίθετη στους υπολογισμούς της θεωρίας της γενικής σχετικότητας. Οι μετέπειτα αστροφυσικές ανακαλύψεις (ιδιαίτερα η ανίχνευση της προβλεπόμενης μικροκυματικής ακτινοβολίας υποβάθρου CMB, το 1964 από τους A. Penzias και R. Wilson) ενίσχυσαν την αντίληψη μίας συνολικής εξέλιξης του Σύμπαντος. Ωστόσο, τα αναπάντητα ερωτήματα και ορισμένες νεότερες παρατηρήσεις που δεν εξηγούνται από την αρχική θεωρία του Big Bang, οδήγησαν σε διάφορες παραλλαγές της θεωρίας της Μεγάλης Έκρηξης.
Το αρχικό μοντέλο της Μεγάλης Έκρηξης άφησε αναπάντητες απορίες και εκκρεμή προβλήματα, τα κυριότερα από τα οποία είναι τα εξής:
• Το Σύμπαν φαίνεται το ίδιο στις αντίθετες πλευρές του ουρανού. Άρχισαν να διαστέλλονται όλα ταυτόχρονα; Εάν ναι, τότε πώς μπόρεσαν όλα τα διαφορετικά μέρη του σύμπαντος να συγχρονίσουν το ξεκίνημα της διαστολής τους και να εξελίσσονται σε κάθε κατεύθυνση έτσι όπως χρειάζεται ώστε να αποτελούν ενιαίο σύνολο μαζί με τις εξελίξεις του προς τις άλλες κατευθύνσεις; Αυτό το ονομάζουν "πρόβλημα του ορίζοντα".
• Τι υπήρχε πριν από τη στιγμή της Μεγάλης Έκρηξης, η οποία συμπίπτει με αρχή του χρόνου και του χώρου, και έχει νόημα ένα τέτοιο ερώτημα; Υπήρχαν προηγουμένως οι νόμοι που ρυθμίζουν τις εξελίξεις του Σύμπαντος ή οι νόμοι αποκτήθηκαν μετά;
• Παρατηρώντας το Σύμπαν σε τεράστιες αποστάσεις και σε παρελθόντα χρόνο μερικών δισεκατομμυρίων ετών, το Σύμπαν φαίνεται να λειτουργεί και να σχηματίζεται με τους ίδιους νόμους και η ύλη να μοιράζεται ομοιόμορφα, όπως προβλέπεται με τη λογική της διαστολής του χώρου. Όμως σε τοπικές διαστάσεις δεν λείπουν οι σημαντικές αποκλίσεις, οι ιδιαιτερότητες και οι διαδικασίες που δημιουργούν νέες δομές.
• Μελετώντας τις κινήσεις των Γαλαξιών, προκύπτει ότι η παρατηρούμενη μάζα του Σύμπαντος είναι πολλές φορές μικρότερη από αυτή που υπολογίζουμε ότι χρειάζεται για να διατηρούν οι Γαλαξίες τη δομή τους. Αυτό είναι γνωστό σαν πρόβλημα της μάζας που λείπει ή της αθέατης ύλης.
• Το Σύμπαν εμφανίζεται επίπεδο, παρά την έκταση που το παρατηρούμε, ενώ θεωρητικά ο χώρος θα μπορούσε να είναι κυρτός σε πολύ μικρή απόσταση. Οι προβλέψεις και οι θεωρητικοί υπολογισμοί απέχουν αρκετά από τις παρατηρήσεις.
• Οι φυσικές σταθερές εμφανίζονται ακριβώς με την αριθμητική τιμή που χρειάζεται για να είναι ο κόσμος αυτός που ζούμε, ενώ με την ελάχιστη απόκλιση δεν θα υπήρχαν τα περιθώρια να εμφανιστεί η ζωή. Με τέτοιες ανεξήγητες φυσικές σταθερές και με δεδομένο ότι ζούμε σε έναν τετραδιάστατο κόσμο, αναγκάζονται στα θεωρητικά μοντέλα να εισάγουν περισσότερες διαστάσεις και φαινόμενα που δεν μπορούμε να παρατηρήσουμε.
• Ενώ η θεωρία προβλέπει την ύπαρξη των λεγόμενων μαγνητικών μονοπόλων, ακόμα δεν έχει παρατηρηθεί κανένα.
• Από τις νεότερες παρατηρήσεις και υπολογισμούς, προέκυψε, ότι η αποκαλούμενη Διαστολή του Σύμπαντος είναι επιταχυνόμενη και όχι επιβραδυνόμενη, όπως αναμενόταν σαν πιο συνεπές.
• Ο ρόλος της βαρύτητας και η σχέση της με τις υπόλοιπες φυσικές δυνάμεις (ιδιαίτερα με την πυρηνική και την ηλεκτρομαγνητική) που καθορίζουν την τύχη και τη δομή της ύλης παντού μέσα στο Σύμπαν, παραμένει σκοτεινός.
|
Το Σύμπαν (στο σύνολό του) δεν ξεκίνησε από κάποια Μεγάλη Έκρηξη, αντιθέτως υπήρχε ανέκαθεν και ήταν το ίδιο! Όπως έχω εξηγήσει, ο σχετικός χρόνος δεν αποκλείει να υπάρχει ένας κοινός. Παρόμοια, όπως οι διαφορετικές απόψεις ενός πράγματος δεν προέρχονται κατ’ ανάγκην από τη δική του αστάθεια και δεν αποκλείουν την περίπτωση, το πράγμα αυτό να είναι συγχρόνως με πολλούς τρόπους και με όλες τις διαφορετικές απόψεις, που εμείς προσέχουμε σε διαφορετικές στιγμές, από διαφορετικές θέσεις και με διάφορους τρόπους.
Τελικά έχει ή δεν έχει μια αρχή στο χρόνο το Σύμπαν; Σε αυτό έχουμε απαντήσει καθαρά ότι το Σύμπαν σαν σύνολο υπήρχε ανέκαθεν και με την ίδια ποιότητα. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία γι’ αυτό. Όμως δε λείπουν οι μικρότερες στιγμές της ύπαρξής του και γίνεται ταυτοχρόνως σε πολλές μικρότερες στιγμές σαν έμμεσο. Δεν λείπουν ποτέ όλες μαζί, όπως δεν του λείπει ποτέ η ποιότητα ή η μορφή.
Ένα Σύμπαν «άπειρα μικρό», με «μηδενικές διαστάσεις», με «άπειρη θερμοκρασία, πίεση και πυκνότητα», με κάποιον ανεξήγητο τρόπο δημιουργείται από μια συμπυκνωμένη ποσότητα ενέργειας. Από το τίποτε αρχίζει να υπάρχει ο χρόνος και ο χώρος και να δημιουργείται ποιότητα και μορφή από τυχαίες και ανεξήγητες ποσοτικές αλληλεπιδράσεις. Αυτή είναι η πασίγνωστη κοσμολογική θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης. Διατυπωμένη με μαθηματικά, αλλά με τη στενόμυαλη περιφρόνηση προς τη φιλοσοφική ανάλυση και το συσχετισμό των γενικών εννοιών, τις οποίες ωστόσο χρησιμοποιούν με υπερβολική άνεση για να υπερβούν την προσγειωμένη εμπειρία τους.
Από την άλλη, έχουμε μια θεωρία διατυπωμένη με τις πιο κοινές έννοιες του κόσμου και εδώ χωρίς αριθμητικές σχέσεις. Εξηγεί και συμπεραίνει ένα μεγάλο αριθμό φαινομένων και τι σύμπτωση, μπορεί να τα περιγράφει με λίγες και τις ίδιες λέξεις! Χωρίς να μεταθέσει το πρόβλημα στο άπειρο, σε αποκομμένους κόσμους ή στην προσωπική επιθυμία ξεκινάει από τη λογική αρχή ενός Σύμπαντος αυτοτελούς, το οποίο προϋπήρχε ανέκαθεν με μια σταθερή ποιότητα και όχι από το μηδέν ούτε μόνο σαν ποσότητα. Συνταυτίζει το Σύμπαν με το χρόνο και προκύπτει το πρόβλημα της συνύπαρξης του ταυτόχρονου με το ετερόχρονο, της σταθερότητας με την αλλαγή και της ύπαρξης της ενέργειας. Από την πιο πέρα λογική ανάλυση, προκύπτει μόνιμη αλληλεπίδραση μεταξύ του κενού χώρου και του παρόντος υλικού σύμπαντος, σε μικροσκοπικές διαστάσεις. Ποιο πρόβλημα είναι πιο λογικό και πιο πιθανό να επιλυθεί εύστοχα; Ποιο έχει διατυπωθεί πιο σωστά και πιο αξιόπιστα; Ακόμα και αν αγνοούσαμε τη σωστή φυσική ερμηνεία, η περίπτωση της δημιουργίας όλου του κόσμου και του χώρου από έναν άλλο τελείως διαφορετικό κόσμο ή από κάποιο Θεό φαίνεται πιο δυσεπίλυτη για το χώρο της επιστήμης.
Στον επιστημονικό χώρο της φυσικής επέλεξαν να αποδεχτούν, να ανεχθούν και να προβάλλουν σαν μεγάλο επίτευγμα το μεγαλύτερο παραλογισμό όλων των εποχών. Στις φιλοσοφικές θεωρίες του J. Fichte και του Berkeley μπορούμε να βρούμε πιο λογικές και πιο έξυπνες σκέψεις για την απόρριψη της υλικής πραγματικότητας. Βολεύτηκαν με το μεγάλο αδιέξοδο της Μεγάλης Έκρηξης και δεν ντράπηκαν να αποδεχτούν τον παραλογισμό, διότι το “θεό” των μαθηματικών δεν τον αμφισβητεί κανένας. Όποιος τον επικαλείται εξασφαλίζει την προστασία του και δεν φοβάται ούτε ντρέπεται να ισχυριστεί οτιδήποτε.
| |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου