Γιάννης Ρίτσος
(απόσπασμα από το «Οι γειτονιές του κόσμου»)
“…Έτσι τέλειωσε ο Δεκέμβρης. Έριξε ο Λαός τον μπόγο του στον ώμο
κι έφυγε ο Λαός. Δεν τον σηκώνει ο τόπος.
Όπου δεν είναι λευτεριά δεν τον σηκώνει ο τόπος.
Τραβάει πιο πάνου να στήσει τοπ ταμπούρι του.
Έτσι τέλειωσε ο Δεκέμβρης. Η Αθήνα απόμεινε έρημη.
Κλεισμένα τα γραφεία του κόμματος, κλεισμένα τα γραφεία του ΕΑΜ
Κλεισμένα τα σπίτια, κλεισμένα τα στόματα, κλεισμένες οι καρδιές.
Κατέβηκαν οι σημαίες απ’ τα μπαλκόνια.
Κι η οδός Σταδίου μετονομάστηκε σε οδό Τσώρτσιλ.
…Οι γειτονιές είναι έρημες. Είναι γυμνές οι γειτονιές
Τα σπίτια είναι καμένα. Κείνο το ηρώο με τις ασβεστωμένες πέτρες
που κουβάλαγαν οι γριούλες έγινε στάχτη τώρα. Τον ξύλινο σταυρό
με τα πολλά ονόματα των λαϊκών ηρώων τον κάψαν στην πλατεία.
Μονάχα το κράνος το ελασίτικο δεν έλιωσε στη φλόγα-
απόμεινε πεταμένο στο δρόμο της έρημης γειτονιάς.
Μα εμείς θυμόμαστε τα ονόματα… Έβαλε ο Λαός τούτα τα ονόματα
στην καρδιά του… Έτσι νικήσαμε, Τομ, τους Γερμανούς-
με τούτα τα χέρια της κυρα- Λένης, με τούτη τη φούστα της κυρα- Καλής
με τούτα τα θλιμμένα αστέρια του Αλέκου, με τούτα τα γαλάζια μάτια του Βάσου
με τούτη τη στάχτη της Ηλέκτρας, με τούτο το χωνί, με τούτο το τραγούδι
με τούτο το χελιδόνι, με τούτα τα αγκάθια, με τούτη την ελπίδα των συντρόφων…
έτσι θα σας νικήσουμε και σας, τους τελευταίους εχθρούς μας
για να ανασάνει ο ήλιος μας μέσα στις γειτονιές του κόσμου…
δεν κάναμε τίποτα κ. Τσώρτσιλ. Τι να σκοτώσεις; Πόσους να σκοτώσεις;
Τούτη η πολιτεία δε χαμπαρίζει το θάνατο…”!
(Γ. Ρίτσος, Ποιήματα, τ. 5ος, εκδ. Κέδρος)
Οδυσσέας Ελύτης, «1944»
«… Εδώ, στο σπίτι όπου έχουμε καταφύγει ο αδελφός μου κι εγώ, οι συνθήκες επιτρέπουν τη διαφυγή σε ώρα κινδύνου. Με το πρώτο ύποπτο χτύπημα του κουδουνιού θ’ ανεβούμε από την ανεμόσκαλα στην ταράτσα, κι από κει, συνεννοημένοι με τους διπλανούς που μας τοποθέτησαν ένα τραπέζι για να πατήσουμε, θα πηδήξουμε στη γειτονική ταράτσα και θα ξεφύγουμε.
Σήμερα όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Όλες οι πληροφορίες μας από τις υπηρέτριες, που πηγαινοέρχονται στην αγγλοκρατούμενη ζώνη για να προμηθευτούνε καμιά κονσέρβα, βεβαιώνουν ότι τα μέτρα έχουν χαλαρώσει, κυρίως μετά την είδηση ότι φτάνει στην Αθήνα ο Τσώρτσιλ. Πρέπει να επωφεληθούμε, υποστηρίζει ο αδερφός μου, κι έχει δίκιο. Δεν μπορεί να βαστάξει επ’ άπειρον αυτή η κατάσταση. Μια απόφαση χρειάζεται: ή Κρώρα ή στην ελευθερία.
Δοκιμάζω μπροστά στον καθρέφτη μια παλιά ρεμπούμπλικα και το φθαρμένο πανωφόρι. Τα χάλια μου έχω. Πιο αξιοθρήνητος ακόμη ο αδελφός μου: έχει μείνει χωρίς γραβάτα, κι έχει ματώσει τα ούλα με το βουρτσάκι των δοντιών. Θα κρατάει μπροστά στο στόμα του ένα μαντίλι ματωμένο, τάχα ότι έπαθε αιμόπτυση, θα τον πηγαίνω σε γιατρό ή στην πλησιέστερη κλινική για πρώτες βοήθειες.
Το σπίτι όπου κρυβόμαστε βρίσκεται στην οδό Μηθύμνης. Αρχινά η έξοδος. Με το που βγαίνουμε στην Πατησίων, τα πράγματα ζορίζουν. Οι σφαίρες περνούν σφυρίζοντας ή χτυπούν στις πλάκες των πεζοδρομίων και εποστρακίζονται. Ο δρόμος έρημος. Ακούγονται από μακριά εκρήξεις όλμων. Καραδοκώ την κατάλληλη στιγμή και δίνω το σύνθημα: δυο τρία άλματα, και περνάμε στ’ απέναντι πεζοδρόμιο- δόξα τω Θεώ. Τώρα πρέπει από ένα δαίδαλο μικρών παρόδων να βγούμε ως την οδό της 3ης Σεπτεμβρίου, που έχω ακούσει ότι δε βάλλεται σχεδόν καθόλου. Πραγματικά, όταν φτάνουμε, βρίσκουμε πολύ πιο ήρεμη την ατμόσφαιρα. Κυκλοφορούν μερικοί άνθρωποι σιωπηλοί, άκρη άκρη, σχεδόν κολλητά στους τοίχους, κι όλοι τους με κατεύθυνση προς το κέντρο. Οι περισσότεροι έχουν ύφος μυστηριώδες, είναι τυλιγμένοι με κασκόλ και φοράνε μαύρα γυαλιά. Τη δική μας τη δουλειά κάνουν κι αυτοί, συλλογίζομαι- αλλά ως πότε; Ως πότε θα μας αφήνουν; Υπάρχουν εδώ κι εκεί Εαμίτες στις γωνιές, όλοι τους με γενειάδα, φυσεκλίκια κι αυτόματα στο χέρι, που μας κοιτάν με περιέργεια. Θα ‘θελαν πολύ να μας σταματήσουν, υποθέτω, αλλά δεν υπάρχει ανώτερος να τους δώσει την εντολή. Καλά πάμε. Τους κοιτάω κατάματα, δείχνω να υποβαστάζω με δυσκολία τον αδελφό μου, και με βήματα ομαλά προχωρούμε. Μακριά οι εκρήξεις εξακολουθούν να ακούγονται. Κάποτε και μερικές ριπές πλησιέστερα. Η πιο δύσκολη στιγμή βρίσκεται τώρα μπροστά μας: ν’ ανεβούμε από τις καθέτους και να φτάσουμε ως την Κλινική Σμπαρούνη, στη γωνία Χαριλάου Τρικούπη και Σόλωνος, απέναντι στο Χημείο. Μας τα έχουν εξηγήσει αυτά. Εκεί βρίσκονται γα σύνορα.
Προχωρούμε, υπάρχει ένα τελευταίο, λοξό δρομάκι, που ανεξήγητα βάλλεται πολύ, βροχή πέφτουν οι σφαίρες οι άτιμες, έτσι που αναγκαζόμαστε να πιάνουμε τοίχο με την πλάτη, και την κατάλληλη στιγμή να επιχειρούμε άλματα διαδοχικά.
Λίγο ακόμη, λίγο ακόμη και φτάσαμε. Δεν υπάρχει ψυχή γύρω μας. Σε κάποια στιγμή παρατηρώ μια πόρτα μισάνοιχτη, και δεν ξέρω πώς μου ‘ρχεται, και τη σπρώχνω να δω- πού ξέρεις; Υπάρχει μια εσωτερική αυλή, εγκαταλειμμένη βέβαια, και μια παλιά, ετοιμόρροπη σκάλα, που αρχινάω να την ανεβαίνω με προσοχή, παρά τις αντιρρήσεις του αδελφού μου, που διστάζει ν’ ακολουθήσει. “Τι θέλετε;”, ακούω ξαφνικά να ρωτά ένας γεράκος που βρίσκεται στο κεφαλόσκαλο. “Το γιατρό”, λέω αμέσως “που δουλεύει στην κλινική, το γιατρό Χρύσανθο”. “Περάστε από δω”, μου αποκρίνεται, ενώ η καρδιά μου χτύπαγε δυνατά. Τον ακολουθούμε. Σε ένα σημείο του σπιτιού βλέπω να έχουν ρίξει τον τοίχο, τα χώματα είναι σωρός τριγύρω, και απ’ αυτό το άνοιγμα καταλαβαίνω πως επικοινωνούνε με το διπλανό κτίριο, που είναι και η κλινική. Μπαίνουμε πλέον σε πλατείς διαδρόμους, κόσμος κυκλοφορεί, γυναίκες, άντρες, νοσοκόμες, γιατροί- σωθήκαμε. Ο γιατρός Χρύσανθος, οικογενειακός φίλος μας αγκαλιάζει: “Έχουμε δικό μας άνθρωπο, που θα σας περάσει από τους φρουρούς”, λέει, “μη σας νοιάζει. Πιέστε πρώτα έναν καφέ, να συνέλθετε”. Από το παράθυρο βλέπω τα πλήθη που συνωστίζονται μπρος από τη διαχωριστική γραμμή.»
(Οδυσσέας, Ελύτης, Εν λευκώ,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου