Βασίλης Φίλιας, Κοινωνικά συστήματα
[έκδοση Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ, τεύχος α’, 1978, σελίδες 27-32].
Εκείνο που χαρακτηρίζει όλες τις αγροτικές κοινωνίες του ασιατικού τρόπου παραγωγής είναι το στοιχείο δυϊσμού με την έννοια ότι υπάρχει μια ανάμειξη της ατομικής κατοχής με την συλλογική ιδιοκτησία. Υπάρχει δυϊσμός γιατί το κάθε μέλος τής κοινωνίας αυτού του τύπου είναι ιδεατός, αφηρημένος συνιδιοκτήτης του εδάφους πού ανήκει σέ όλους, ταυτόχρονα όμως σάν άμεσος καλλιεργητής είναι υλικός κάτοχος του τμήματος εκείνου τής γής, πού του είχε παραχωρηθεί γιά καλλιέργεια. Θεωρητικά λοιπόν όλη η γη ανήκει σέ όλους, αλλά στην πράξη είναι κατανεμημένη ανάμεσα σέ καλλιεργητές-κατόχους, οί οποίου επομένως είναι ταυτόχρονα συνιδιοκτήτες καί συγκάτοχοι. Σ’ αυτή τήν άξεχώριστη συνύπαρξη των δυό ιδιοτήτων συνίσταται ό δυϊσμός του ασιατικού τρόπου παραγωγής, δεδομένου ότι δέν υπάρχει ένα τμήμα τής γής πού νά βρίσκεται στά χέρια των ατομικών παραγωγών, καί ένα άλλο, ξεχωριστό καί διακεκριμένο, πού νά αποτελεί τή συλλογική ιδιοκτησία.
Στό δεύτερο στάδιο του βαρβαρισμού, όπως τό ονόμαζε ό Morgan, πού συνδέεται μέ τή χρήση του ορείχαλκου, η οποία καί επιτρέπει τή δημιουργία καί τή στερέωση τών μεγάλων διοικητικών στρατιωτικών ενοτήτων του τύπου τής ανατολικής δεσποτείας, ό ασιατικός τρόπος παραγωγής παραμένει αμετάβλητος. Οί ανατολικές δεσποτείες στηρίζονται στην ισχύ μιας διοικητικό-στρατιωτικής μηχανής πού επιβάλλεται έκ τών άνω καί αφήνει εντελώς ανέπαφο τό οίκονομικο-κοινωνικό υπόβαθρο, πού εξακολουθεί νά ρυθμίζεται σ’ όλη τή γραμμή άπό τόν ασιατικό τρόπο παραγωγής. Τό θέμα διχάζεται άν οί μεγάλες εξουσιαστικές ενότητες, τά μεγάλα αγροτικά «κράτη» του τύπου τής Ανατολικής Δεσποτείας, προϋπήρξαν τών μεγάλων κρατών πού δημιούργησαν οί νομάδες κτηνοτρόφοι. Τό πιθανότερο είναι ότι ό σχηματισμός τών αγροτικών «κρατών» του ανατολικού τρόπου παραγωγής προηγήθηκε. Υπάρχει ωστόσο καί η πιθανότητα νά σχηματίστηκαν σχεδόν ταυτόχρονα μέ ορισμένες πρωτόλειες εξουσιαστικές μορφοποιήσεις στην περιοχή τών νομαδικών λαών.
Οι κτηνοτροφικοί λαοί σέ μιά μεγάλη φάση πρίν νά διαμορφωθούν σέ ευρύτερες αρθρωμένες ενότητες, κινούνται στις παρυφές του μεγάλου αγροτικού χώρου, στον οποίο ενσκήπτουν κατά καιρούς γιά δήωση καί κατάκτηση. Τό στοιχείο αυτό τους δίνει ένα έντονο παρασιτικό χαρακτήρα, ό όποίος είναι συνακόλουθο τής αστάθειας καί τής κινητικότητας, πού διακρίνει τόν τρόπο αντιμετώπισης τών αναγκών τους επιβίωσης.
Ιδιαίτερη σημασία έχει τό γεγονός ότι στους κτηνοτροφικούς στρατιωτικούς αυτούς νομάδες λαούς αναπτύσσεται πολύ νωρίς μιά μορφή δημοκρατίας, πού οί ερευνητές ονόμασαν «δημοκρατία βοσκών». Η ιδιότυπη αυτή πρωτόγονη δημοκρατία έχει πολύ μεγάλη σημασία γιά τίς εξελίξεις εκείνες, πού οδηγούν αργότερα στή γέννηση τής ελληνικής πόλης-κράτους. Γιά πρώτη φορά στους λαούς αυτούς, πού τά μέλη τους είναι ταυτόχρονα κτηνοτρόφοι καί πολεμιστές, διαμορφώνεται: α) ένα είδος γενικής συνέλευσης, καί β) ένα βουλευόμενο σώμα δίπλα στον ηγεμόνα βασιλιά πού είναι ταυτόχρονα καί στρατιωτικός αρχηγός. Πώς όμως καί γιατί; Ό βασικός λόγος είναι ότι στις νομαδικές αυτές φυλές τό κάθε μέλος τους δέν είναι μόνο παραγωγός, αλλά μετέχει καί σέ μιά συλλογική αποστολή, πού είναι ό πόλεμος καί η λαφυραγωγία. Δέν είναι επομένως όπως καί στην περιοχή του ανατολικού τρόπου παραγωγής άβουλος, άμεσος παραγωγός, απλός υπήκοος, άλλά καί ένοπλος πολεμιστής, ισότιμο μέλος τής κοινότητας τών πολεμιστών τής φυλής. Από καθαρά οικονομική άποψη δέν υπάρχει στους λαούς αυτούς τό στοιχείο τοϋ δυϊσμού πού αναλύσαμε παραπάνω. Καί τούτο, γιατί από τό ένα μέρος έχουμε τό βασικό ατομικό οικονομικό στοιχείο, πού είναι η αγέλη, η οποία ανήκει πέρα άπό κάθε αμφισβήτηση ατομικά στόν κάθε κτηνοτρόφο, από τό άλλο μέρος έχουμε τήν κοινή γή τών βοσκοτόπων, λειμώνων κ.λ.π., η οποία ανήκει στό σύνολο καί χρησιμοποιείται από όλους. Δέν υπάρχει λοιπόν σύμμειξη του στοιχείου τής ιδιοκτησίας καί τής κατοχής, όπως στον ανατολικό τρόπο παραγωγής. Εδώ έχουμε δυό εντελώς διακεκριμένες μεταξύ τους οντότητες. Τήν αγέλη, πού είναι ατομική, καί τή γή, πού είναι συλλογική. Τό στοιχείο τής συλλογικότητας είναι λοιπόν πολύ πιό ευδιάκριτο καί καθόλου αφηρημένο καί ιδεατό στους κτηνοτροφικούς λαούς. Τό γεγονός, ότι ό ατομικός κτηνοτρόφος είναι καί «ιδιοκτήτης» μιας κατοικίας καί ενός μικροτεμάχίου γής γιά διάφορες μικροκαλλιέργειες, είναι οριακής σημασίας καί δεν αλλάζει ουσιαστικά τίποτα στή βασική αυτή σχέση. Στό σημείο αυτό πρέπει νά σημειωθεί ότι κάθε φορά, πού οί νομαδικοί αυτοί λαοί σπάνε τά σύνορα τής περιοχής του αγροτικού κόσμου, εισβάλλουν καί εγκαθίστανται εκεί, αφομοιώνονται στον ανατολικό τρόπο παραγωγής μέ αποτέλεσμα γιά αιώνες τό σύστημα αυτό νά μένει στάσιμο καί δεσπόζον σ’ όλο τό χώρο τών μεγάλων ιστορικών μετεξελίξεων τοϋ προκλασσικοϋ αρχαίου κόσμου.
Όμως στους νομάδες λαούς, πού ζουν στην περιφέρεια του ασιατικού τρόπου παραγωγής επωάζονται οί διαφοροποιητικοί εκείνοι συντελεστές πού οδηγούν στο ιστορικό ρήγμα, πού αντιπροσωπεύει η εμφάνιση της πόλης-κράτους στον Ελλαδικό χώρο. Οι πρώτες νομαδικές φυλές πού κατακτούν τήν Ελλάδα είναι οί Αχαιοί, οι όποίοι καί αυτοί παραμένουν μέσα στον ανατολικό τρόπο παραγωγής παρ’ όλο πού διατηρούν μιά σειρά από θεσμούς τής «δημοκρατίας τών βοσκών», πού αναφέρονται στον τρόπο άσκησης τής εξουσίας. Η ανάμειξη αυτή στοιχείων τής «δημοκρατίας τών βοσκών» μέ τά βασικά δομικά χαρακτηριστικά τής ανατολικής δεσποτείας («ανακτορική οικονομία», φόρου υποτελείς αγροτικές κοινότητες κ.λ,π.), δημιουργεί μιά νόθα κατάσταση πού προετοιμάζει τή μεγάλη τομή πού γίνεται μέ τήν κάθοδο τών Δωριέων. Οι Δωριείς πέρα άπ’ τό ότι διατηρούν στην καθαρή τους μορφή τά στοιχεία τής «δημοκρατίας τών βοσκών» — «στρατιωτική δημοκρατία», όπως τήν ονόμασαν, στην ολοκληρωμένη της μορφή — χρησιμοποιούν σιδερένια όπλα καί εργαλεία.
Τό σίδερο ήταν ήδη γνωστό στους Χιττίτες, πού δέν τό χρησιμοποίησαν, γιατί ήθελαν νά τό κρατήσουν μυστικό. Τό τεράστιο κράτος τους κτηνοτροφικό — νομαδικού χαρακτήρα καί όχι του τύπου τής ανατολικής δεσποτείας αποσυντίθεται καί καταλύεται γύρω στά 2000 π.Χ. σάν συνέπεια τών μεγάλων μετακινήσεων καί αλλεπάλληλων εισβολών άλλων νομαδικών λαών στήν κεντρική καί πρόσω Ασία, στους οποίους περιλαμβάνονται καί οί Δωριείς. Οί Δωριείς, οί οποίοι αργότερα μετακινούνται προς τήν Βαλκανική, ανήκουν στους νομάδες εκείνους λαούς, πού χρησιμοποιούν πρακτικά τό σίδερο, του οποίου η επεξεργασία γίνεται ευρύτερα γνωστή μετά τήν κατάρρευση του Χιττιτικού κράτους. Η στρατιωτική υπεροχή, πού εξασφαλίζουν τά σιδερένια όπλα σέ συνδυασμό μέ τό γεγονός ότι στρέφονται προς τόν σχετικά περιορισμένο Ελλαδικό χώρο, πού η ορεινή του διαμόρφωση δέν έχει επιτρέψει νά σχηματιστεί μιά ενιαία Ανατολική Δεσποτεία, αλλά μιά σειρά κρατιδίων, τους δίνει τή δυνατότητα νά δράσουν κυριολεκτικά καταλυτικά πάνω στίς προϋφιστάμενες δομές καί νά μήν αφομοιωθούν μέσα στην πελώρια χοάνη του ανατολικού τρόπου παραγωγής. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι μέ τήν «κάθοδο» τους δέν δίδουν απλά ένα νέο εξουσιαστικό στρώμα, άλλα ανατρέπουν ριζικά τίς δομές στά αχαϊκά κρατίδια πού καταλαμβάνουν τό ένα μετά τό άλλο, επιβάλλοντας στην καθαρή τους μορφή τους δικούς τους νομαδικούς θεσμούς. Όπως αναφέρθηκε ήδη, οί θεσμοί αυτοί τής δημοκρατίας τών κτηνοτρόφων είναι: βασιλιάς-πολέμαρχος, πού εκλέγεται ή επανεκλέγεται περιοδικά (συνήθως κάθε εννέα χρόνια), «βουλή»—συμβούλιο τών γερόντων καί «αγορά»—γενική συνέλευση τών πολεμιστών.
Τό χαρακτηριστικό στους νομάδες λαούς είναι ότι, ενώ εσωτερικά είχε πραγματοποιηθεί μιά κατάσταση ελευθερίας καί ανεξαρτησίας, πού επέτρεπε στά μέλη τής φυλής νά λειτουργούν σάν ισότιμοι σύν-κοινωνοί καί όχι σάν υποταγμένοι καί άβουλοι υπήκοοι, όπως στην ανατολική δεσποτεία, δημιουργούν ακριβώς στή βάση αυτών τών θεσμών πολιτικής συμμετοχής τίς προϋποθέσεις γιά νά διαμορφωθεί η ομάδα σέ όργανο κατάκτησης καί υποδούλωσης προς τά έξω, σέ βάρος άλλων λαών. Ποια είναι τά διαρθρωτικά στοιχεία τής στρατιωτικής οργάνωσης τών νομαδικών λαών στην περίοδο τής καθόδου τών Δωριέων στην Ελλάδα;
Στην επιστημονική ορολογία χρησιμοποιείται ό όρος Claen σάν ύποδηλωτικός μιας ομάδας συγγενών. Στά κελτικά ό όρος claen σημαίνει «παιδιά» καί φαίνεται ότι ετυμολογικά η ρίζα είναι κοινή στους ίνδοευρωπαίους λαούς. Αρχικά δηλαδή, τό claen θά ήταν η ευρεία οικογένεια καί η ευρεία αυτή οικογένεια στους νομαδικούς λαούς αποτελούσε μιά στρατιωτικά οργανωμένη μονάδα. Τό μεγάλο ερώτημα πού απασχόλησε τους ερευνητές είναι τό αν τό γένος (gens) είναι απλώς μιά μεγάλη οικογένεια ή κάτι διαφορετικό. Ό Morgan υποστήριζε ότι στή φάση του σιδήρου, πού ό ίδιος ονομάζει «ανώτατο στάδιο του βαρβαρισμού», τό γένος δέν υποδηλώνει παρά τήν κοινή καταγωγή, δέν προϋποθέτει, δηλαδή μιά υπαρκτή, «παρούσα» συγγένεια αίματος. Τό γεγονός αυτό σημαίνει ότι τό «γένος» αντιπροσωπεύει μιά μορφή οργάνωσης ανώτερου επιπέδου, η οποία δέν βασίζεται στον δεσμό του αίματος, αλλά λειτουργεί σάν ένα «άντικειμενικοποιημένο» διοικητικό στοιχείο στό πλαίσιο τής φυλής.
Σημειώθηκε ήδη ότι καί στην αγροτική περιοχή παρατηρείται, μέ τή δημιουργία τής δευτερογενούς άγροτοκαλλιεργητικής κοινότητας, τό ξεπέρασμα καί ό παραμερισμός του στοιχείου τής έξ αίματος συγγένειας. Όμως στην περίπτωση τών νομάδων, φαίνεται ότι ό παραμερισμός του στοιχείου τής συγγένειας μεταβάλλει τελείως τήν έννοια τού γένους, τό οποίο από πολύ νωρίς μετατρέπεται σέ «αντικειμενικό» στοιχείο κοινωνικής κατάταξης.
Η ανατολική δεσποτεία δεδομένου ότι στηρίζεται στον ανατολικό τρόπο παραγωγής, έχει σάν μονάδα βάσης τήν αγροτική κοινότητα. Η αγροτική αυτή κοινότητα δέν βασίζεται πιά στους έξ αίματος συγγενείς, δέν οδηγεί όμως καί σέ ανώτερες κοινωνικές μορφοποιήσεις. Τό καινούργιο στοιχείο τών νομάδων είναι ότι δημιουργούν ομαδοποιήσεις ευρύτερες, πιό ευκίνητες, ανωτέρου επιπέδου, του τύπου τών γενών. Καί γένος — αυτό είναι τό μεγάλο εύρημα του Morgan — δέν ταυτίζεται εννοιολογικά μέ τή μεγάλη οικογένεια. Συνέπεια πρωταρχικής σημασίας: από άποψη βασικής κοινωνικής οργάνωσης τό πλαίσιο του χώρου του ασιατικού τρόπου παραγωγής παραμένει καί λειτουργεί στή βάση πολύ πιό μικρών ομαδοποιήσεων άπ’ ό,τι τελικά συνέβη με τους μεγάλους κτηνοτροφικούς λαούς.
Ένα δεδομένο πού δημιουργεί συγχύσεις είναι ότι εμφανίζονται ορισμένα μορφώματα στην τελευταία φάση τής ανατολικής δεσποτείας πού πλησιάζουν προς τήν πόλη-κράτος. (Φοινικική περιοχή). Η ηγετική όμως ομάδα μέσα σ’ αυτές τίς φοινικικές πόλεις δέν ήταν άμεσοι καλλιεργητές. Δέν ήταν οί πλούσιοι γαιοκτήμονες, αλλά ήταν κατά βάση ένα εμπορικό, μεσολαβητικό, πλουτοκρατικό στρώμα. Αντίθετα τό χαρακτηριστικό τών Ελληνικών πόλεων ήταν, όπως θά αναλυθεί στά επόμενα, ότι ό σύνδεσμος πού έπαιρνε στά χέρια του τήν πόλη αποτελείτο αρχικά από γαιοκτήμονες άμεσους καλλιεργητές του εδάφους, πού ταυτόχρονα αναλαμβάνουν δημόσιες λειτουργίες καί τή στρατιωτική υπεράσπιση τής πόλης. Σέ πόλεις αντίθετα όπως π.χ. η Καρχηδόνα πού συνυπήρξε μέ τίς πόλεις-κράτη του αρχαίου ελληνικού κόσμου, δέν αναπτύσσεται σύνδεσμος πολιτών καί μορφές αυτοδιοίκησης, αλλά ιδιόρρυθμες μορφές σατραπείας του τύπου τής ανατολικής δεσποτείας, έστω κι άν υπάρχουν ορισμένα βουλευόμενα σώματα, τά οποία όμως διαδραματίζουν ένα παράπλευρο καί επιβοηθητικό ρόλο.
Οι κτηνοτροφικοί λαοί σέ μιά μεγάλη φάση πρίν νά διαμορφωθούν σέ ευρύτερες αρθρωμένες ενότητες, κινούνται στις παρυφές του μεγάλου αγροτικού χώρου, στον οποίο ενσκήπτουν κατά καιρούς γιά δήωση καί κατάκτηση. Τό στοιχείο αυτό τους δίνει ένα έντονο παρασιτικό χαρακτήρα, ό όποίος είναι συνακόλουθο τής αστάθειας καί τής κινητικότητας, πού διακρίνει τόν τρόπο αντιμετώπισης τών αναγκών τους επιβίωσης.
Ιδιαίτερη σημασία έχει τό γεγονός ότι στους κτηνοτροφικούς στρατιωτικούς αυτούς νομάδες λαούς αναπτύσσεται πολύ νωρίς μιά μορφή δημοκρατίας, πού οί ερευνητές ονόμασαν «δημοκρατία βοσκών». Η ιδιότυπη αυτή πρωτόγονη δημοκρατία έχει πολύ μεγάλη σημασία γιά τίς εξελίξεις εκείνες, πού οδηγούν αργότερα στή γέννηση τής ελληνικής πόλης-κράτους. Γιά πρώτη φορά στους λαούς αυτούς, πού τά μέλη τους είναι ταυτόχρονα κτηνοτρόφοι καί πολεμιστές, διαμορφώνεται: α) ένα είδος γενικής συνέλευσης, καί β) ένα βουλευόμενο σώμα δίπλα στον ηγεμόνα βασιλιά πού είναι ταυτόχρονα καί στρατιωτικός αρχηγός. Πώς όμως καί γιατί; Ό βασικός λόγος είναι ότι στις νομαδικές αυτές φυλές τό κάθε μέλος τους δέν είναι μόνο παραγωγός, αλλά μετέχει καί σέ μιά συλλογική αποστολή, πού είναι ό πόλεμος καί η λαφυραγωγία. Δέν είναι επομένως όπως καί στην περιοχή του ανατολικού τρόπου παραγωγής άβουλος, άμεσος παραγωγός, απλός υπήκοος, άλλά καί ένοπλος πολεμιστής, ισότιμο μέλος τής κοινότητας τών πολεμιστών τής φυλής. Από καθαρά οικονομική άποψη δέν υπάρχει στους λαούς αυτούς τό στοιχείο τοϋ δυϊσμού πού αναλύσαμε παραπάνω. Καί τούτο, γιατί από τό ένα μέρος έχουμε τό βασικό ατομικό οικονομικό στοιχείο, πού είναι η αγέλη, η οποία ανήκει πέρα άπό κάθε αμφισβήτηση ατομικά στόν κάθε κτηνοτρόφο, από τό άλλο μέρος έχουμε τήν κοινή γή τών βοσκοτόπων, λειμώνων κ.λ.π., η οποία ανήκει στό σύνολο καί χρησιμοποιείται από όλους. Δέν υπάρχει λοιπόν σύμμειξη του στοιχείου τής ιδιοκτησίας καί τής κατοχής, όπως στον ανατολικό τρόπο παραγωγής. Εδώ έχουμε δυό εντελώς διακεκριμένες μεταξύ τους οντότητες. Τήν αγέλη, πού είναι ατομική, καί τή γή, πού είναι συλλογική. Τό στοιχείο τής συλλογικότητας είναι λοιπόν πολύ πιό ευδιάκριτο καί καθόλου αφηρημένο καί ιδεατό στους κτηνοτροφικούς λαούς. Τό γεγονός, ότι ό ατομικός κτηνοτρόφος είναι καί «ιδιοκτήτης» μιας κατοικίας καί ενός μικροτεμάχίου γής γιά διάφορες μικροκαλλιέργειες, είναι οριακής σημασίας καί δεν αλλάζει ουσιαστικά τίποτα στή βασική αυτή σχέση. Στό σημείο αυτό πρέπει νά σημειωθεί ότι κάθε φορά, πού οί νομαδικοί αυτοί λαοί σπάνε τά σύνορα τής περιοχής του αγροτικού κόσμου, εισβάλλουν καί εγκαθίστανται εκεί, αφομοιώνονται στον ανατολικό τρόπο παραγωγής μέ αποτέλεσμα γιά αιώνες τό σύστημα αυτό νά μένει στάσιμο καί δεσπόζον σ’ όλο τό χώρο τών μεγάλων ιστορικών μετεξελίξεων τοϋ προκλασσικοϋ αρχαίου κόσμου.
Όμως στους νομάδες λαούς, πού ζουν στην περιφέρεια του ασιατικού τρόπου παραγωγής επωάζονται οί διαφοροποιητικοί εκείνοι συντελεστές πού οδηγούν στο ιστορικό ρήγμα, πού αντιπροσωπεύει η εμφάνιση της πόλης-κράτους στον Ελλαδικό χώρο. Οι πρώτες νομαδικές φυλές πού κατακτούν τήν Ελλάδα είναι οί Αχαιοί, οι όποίοι καί αυτοί παραμένουν μέσα στον ανατολικό τρόπο παραγωγής παρ’ όλο πού διατηρούν μιά σειρά από θεσμούς τής «δημοκρατίας τών βοσκών», πού αναφέρονται στον τρόπο άσκησης τής εξουσίας. Η ανάμειξη αυτή στοιχείων τής «δημοκρατίας τών βοσκών» μέ τά βασικά δομικά χαρακτηριστικά τής ανατολικής δεσποτείας («ανακτορική οικονομία», φόρου υποτελείς αγροτικές κοινότητες κ.λ,π.), δημιουργεί μιά νόθα κατάσταση πού προετοιμάζει τή μεγάλη τομή πού γίνεται μέ τήν κάθοδο τών Δωριέων. Οι Δωριείς πέρα άπ’ τό ότι διατηρούν στην καθαρή τους μορφή τά στοιχεία τής «δημοκρατίας τών βοσκών» — «στρατιωτική δημοκρατία», όπως τήν ονόμασαν, στην ολοκληρωμένη της μορφή — χρησιμοποιούν σιδερένια όπλα καί εργαλεία.
Τό σίδερο ήταν ήδη γνωστό στους Χιττίτες, πού δέν τό χρησιμοποίησαν, γιατί ήθελαν νά τό κρατήσουν μυστικό. Τό τεράστιο κράτος τους κτηνοτροφικό — νομαδικού χαρακτήρα καί όχι του τύπου τής ανατολικής δεσποτείας αποσυντίθεται καί καταλύεται γύρω στά 2000 π.Χ. σάν συνέπεια τών μεγάλων μετακινήσεων καί αλλεπάλληλων εισβολών άλλων νομαδικών λαών στήν κεντρική καί πρόσω Ασία, στους οποίους περιλαμβάνονται καί οί Δωριείς. Οί Δωριείς, οί οποίοι αργότερα μετακινούνται προς τήν Βαλκανική, ανήκουν στους νομάδες εκείνους λαούς, πού χρησιμοποιούν πρακτικά τό σίδερο, του οποίου η επεξεργασία γίνεται ευρύτερα γνωστή μετά τήν κατάρρευση του Χιττιτικού κράτους. Η στρατιωτική υπεροχή, πού εξασφαλίζουν τά σιδερένια όπλα σέ συνδυασμό μέ τό γεγονός ότι στρέφονται προς τόν σχετικά περιορισμένο Ελλαδικό χώρο, πού η ορεινή του διαμόρφωση δέν έχει επιτρέψει νά σχηματιστεί μιά ενιαία Ανατολική Δεσποτεία, αλλά μιά σειρά κρατιδίων, τους δίνει τή δυνατότητα νά δράσουν κυριολεκτικά καταλυτικά πάνω στίς προϋφιστάμενες δομές καί νά μήν αφομοιωθούν μέσα στην πελώρια χοάνη του ανατολικού τρόπου παραγωγής. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι μέ τήν «κάθοδο» τους δέν δίδουν απλά ένα νέο εξουσιαστικό στρώμα, άλλα ανατρέπουν ριζικά τίς δομές στά αχαϊκά κρατίδια πού καταλαμβάνουν τό ένα μετά τό άλλο, επιβάλλοντας στην καθαρή τους μορφή τους δικούς τους νομαδικούς θεσμούς. Όπως αναφέρθηκε ήδη, οί θεσμοί αυτοί τής δημοκρατίας τών κτηνοτρόφων είναι: βασιλιάς-πολέμαρχος, πού εκλέγεται ή επανεκλέγεται περιοδικά (συνήθως κάθε εννέα χρόνια), «βουλή»—συμβούλιο τών γερόντων καί «αγορά»—γενική συνέλευση τών πολεμιστών.
Τό χαρακτηριστικό στους νομάδες λαούς είναι ότι, ενώ εσωτερικά είχε πραγματοποιηθεί μιά κατάσταση ελευθερίας καί ανεξαρτησίας, πού επέτρεπε στά μέλη τής φυλής νά λειτουργούν σάν ισότιμοι σύν-κοινωνοί καί όχι σάν υποταγμένοι καί άβουλοι υπήκοοι, όπως στην ανατολική δεσποτεία, δημιουργούν ακριβώς στή βάση αυτών τών θεσμών πολιτικής συμμετοχής τίς προϋποθέσεις γιά νά διαμορφωθεί η ομάδα σέ όργανο κατάκτησης καί υποδούλωσης προς τά έξω, σέ βάρος άλλων λαών. Ποια είναι τά διαρθρωτικά στοιχεία τής στρατιωτικής οργάνωσης τών νομαδικών λαών στην περίοδο τής καθόδου τών Δωριέων στην Ελλάδα;
Στην επιστημονική ορολογία χρησιμοποιείται ό όρος Claen σάν ύποδηλωτικός μιας ομάδας συγγενών. Στά κελτικά ό όρος claen σημαίνει «παιδιά» καί φαίνεται ότι ετυμολογικά η ρίζα είναι κοινή στους ίνδοευρωπαίους λαούς. Αρχικά δηλαδή, τό claen θά ήταν η ευρεία οικογένεια καί η ευρεία αυτή οικογένεια στους νομαδικούς λαούς αποτελούσε μιά στρατιωτικά οργανωμένη μονάδα. Τό μεγάλο ερώτημα πού απασχόλησε τους ερευνητές είναι τό αν τό γένος (gens) είναι απλώς μιά μεγάλη οικογένεια ή κάτι διαφορετικό. Ό Morgan υποστήριζε ότι στή φάση του σιδήρου, πού ό ίδιος ονομάζει «ανώτατο στάδιο του βαρβαρισμού», τό γένος δέν υποδηλώνει παρά τήν κοινή καταγωγή, δέν προϋποθέτει, δηλαδή μιά υπαρκτή, «παρούσα» συγγένεια αίματος. Τό γεγονός αυτό σημαίνει ότι τό «γένος» αντιπροσωπεύει μιά μορφή οργάνωσης ανώτερου επιπέδου, η οποία δέν βασίζεται στον δεσμό του αίματος, αλλά λειτουργεί σάν ένα «άντικειμενικοποιημένο» διοικητικό στοιχείο στό πλαίσιο τής φυλής.
Σημειώθηκε ήδη ότι καί στην αγροτική περιοχή παρατηρείται, μέ τή δημιουργία τής δευτερογενούς άγροτοκαλλιεργητικής κοινότητας, τό ξεπέρασμα καί ό παραμερισμός του στοιχείου τής έξ αίματος συγγένειας. Όμως στην περίπτωση τών νομάδων, φαίνεται ότι ό παραμερισμός του στοιχείου τής συγγένειας μεταβάλλει τελείως τήν έννοια τού γένους, τό οποίο από πολύ νωρίς μετατρέπεται σέ «αντικειμενικό» στοιχείο κοινωνικής κατάταξης.
Η ανατολική δεσποτεία δεδομένου ότι στηρίζεται στον ανατολικό τρόπο παραγωγής, έχει σάν μονάδα βάσης τήν αγροτική κοινότητα. Η αγροτική αυτή κοινότητα δέν βασίζεται πιά στους έξ αίματος συγγενείς, δέν οδηγεί όμως καί σέ ανώτερες κοινωνικές μορφοποιήσεις. Τό καινούργιο στοιχείο τών νομάδων είναι ότι δημιουργούν ομαδοποιήσεις ευρύτερες, πιό ευκίνητες, ανωτέρου επιπέδου, του τύπου τών γενών. Καί γένος — αυτό είναι τό μεγάλο εύρημα του Morgan — δέν ταυτίζεται εννοιολογικά μέ τή μεγάλη οικογένεια. Συνέπεια πρωταρχικής σημασίας: από άποψη βασικής κοινωνικής οργάνωσης τό πλαίσιο του χώρου του ασιατικού τρόπου παραγωγής παραμένει καί λειτουργεί στή βάση πολύ πιό μικρών ομαδοποιήσεων άπ’ ό,τι τελικά συνέβη με τους μεγάλους κτηνοτροφικούς λαούς.
Ένα δεδομένο πού δημιουργεί συγχύσεις είναι ότι εμφανίζονται ορισμένα μορφώματα στην τελευταία φάση τής ανατολικής δεσποτείας πού πλησιάζουν προς τήν πόλη-κράτος. (Φοινικική περιοχή). Η ηγετική όμως ομάδα μέσα σ’ αυτές τίς φοινικικές πόλεις δέν ήταν άμεσοι καλλιεργητές. Δέν ήταν οί πλούσιοι γαιοκτήμονες, αλλά ήταν κατά βάση ένα εμπορικό, μεσολαβητικό, πλουτοκρατικό στρώμα. Αντίθετα τό χαρακτηριστικό τών Ελληνικών πόλεων ήταν, όπως θά αναλυθεί στά επόμενα, ότι ό σύνδεσμος πού έπαιρνε στά χέρια του τήν πόλη αποτελείτο αρχικά από γαιοκτήμονες άμεσους καλλιεργητές του εδάφους, πού ταυτόχρονα αναλαμβάνουν δημόσιες λειτουργίες καί τή στρατιωτική υπεράσπιση τής πόλης. Σέ πόλεις αντίθετα όπως π.χ. η Καρχηδόνα πού συνυπήρξε μέ τίς πόλεις-κράτη του αρχαίου ελληνικού κόσμου, δέν αναπτύσσεται σύνδεσμος πολιτών καί μορφές αυτοδιοίκησης, αλλά ιδιόρρυθμες μορφές σατραπείας του τύπου τής ανατολικής δεσποτείας, έστω κι άν υπάρχουν ορισμένα βουλευόμενα σώματα, τά οποία όμως διαδραματίζουν ένα παράπλευρο καί επιβοηθητικό ρόλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου