Δυο γιους είχες μανούλα μου
δυο δέντρα, δυο ποτάμια,
δυο κάστρα Βενετσιάνικα,
δυο δυόσμους, δυο λαχτάρες.
Ένας για την ανατολή
κι ο άλλος για τη δύση
κι εσύ στη μέση μοναχή
μιλάς, ρωτάς, μιλάς, ρωτάς
τον ήλιο.
Ήλιε που βλέπεις τα βουνά,
που βλέπεις τα ποτάμια
όπου θωρείς τα πάθη μας
και τις φτωχές μανούλες.
Αν δεις τον Παύλο φώναξε
και τον Ανδρέα πες μου.
Μ’ έναν καημό τ’ ανάστησα
μ’ έναν λυγμό τα γέννου.
Μα κείνοι παίρνουνε βουνά
διαβαίνουνε ποτάμια
ο ένας τον άλλο ψάχνουνε
για ν’ αλληλοσφαγούνε.
Κι εκεί στο πιο ψηλό βουνό,
στην πιο ψηλή ραχούλα
σιμά κοντά πλαγιάζουνε
κι όνειρο ί κι όνειρο ίδιο βλέπουν.
Στης μάνας τρέχουνε κι οι
δυο το νεκρικό κρεβάτι.
Μαζί τα χέρια δίνουνε της
κλείνουνε τα μάτια.
Και τα μαχαίρια μπήγουνε
βαθιά μέσα στο χώμα.
Κι απέκει ανέβλυσε νερό
να πιεις να ξε να πιεις να ξεδιψάσεις.
δυο δέντρα, δυο ποτάμια,
δυο κάστρα Βενετσιάνικα,
δυο δυόσμους, δυο λαχτάρες.
Ένας για την ανατολή
κι ο άλλος για τη δύση
κι εσύ στη μέση μοναχή
μιλάς, ρωτάς, μιλάς, ρωτάς
τον ήλιο.
Ήλιε που βλέπεις τα βουνά,
που βλέπεις τα ποτάμια
όπου θωρείς τα πάθη μας
και τις φτωχές μανούλες.
Αν δεις τον Παύλο φώναξε
και τον Ανδρέα πες μου.
Μ’ έναν καημό τ’ ανάστησα
μ’ έναν λυγμό τα γέννου.
Μα κείνοι παίρνουνε βουνά
διαβαίνουνε ποτάμια
ο ένας τον άλλο ψάχνουνε
για ν’ αλληλοσφαγούνε.
Κι εκεί στο πιο ψηλό βουνό,
στην πιο ψηλή ραχούλα
σιμά κοντά πλαγιάζουνε
κι όνειρο ί κι όνειρο ίδιο βλέπουν.
Στης μάνας τρέχουνε κι οι
δυο το νεκρικό κρεβάτι.
Μαζί τα χέρια δίνουνε της
κλείνουνε τα μάτια.
Και τα μαχαίρια μπήγουνε
βαθιά μέσα στο χώμα.
Κι απέκει ανέβλυσε νερό
να πιεις να ξε να πιεις να ξεδιψάσεις.
Το έργο ''Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού'' είναι μια κατανυκτική λαϊκή τραγωδία , εμπνευσμένη από τον εμφύλιο αλληλοσπαραγμό που ξέσπασε μετά από την εθνική εποποιία κατά του φασισμού.
Εχει βασιστεί στο αρχαίο έργο «Θηβαΐς», ένα εκ των τεσσάρων χαμένων επών της αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας.
Στη «Θηβαΐδα» εξιστορείται ο εμφυλιος πόλεμος μεταξύ του Ετεοκλή και του Πολυνίκη, γιων του Οιδίποδα , και η αποτυχημένη εκστρατεία του δεύτερου κατά της πόλης τους ,της Θήβας , με άλλους έξι ηγέτες (οι "Επτά επί Θήβας"), κατά την οποία σκοτώνονται και ο Ετεοκλής και ο Πολυνίκης.
Παρουσιάστηκε για πρώτη φόρα στις 15 Οκτωβρίου 1962, στο θέατρο ''Καλουτά'' από το Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη σε σκηνοθεσία Πέλου Κατσέλη. Πρωταγωνιστούσαν οι Μάνος Κατράκης, Βέρα Ζαβιτσάνου, Νίκος Ξανθόπουλος, Μαρία Κωνσταντάρου, Μπέτυ Αρβανίτη και Δέσποινα Μπεμπεδέλη.
Από αυτήν την πρώτη ηχογράφηση έλειπε το τραγούδι «Αλυσίδα», το οποίο έκοψε η λογοκρισία της εποχής.Η αιτία ήταν αυτά τα λόγια:
«Την αλυσίδα τη βαριά
την κάνω χελιδόνι
τη φυλακή τη σκοτεινή
την κάνω ξαστεριά» !!!
-Ο εμφύλιος πόλεμος της περιόδου 1946 – 1949 αποτέλεσε για το Μίκη Θεοδωράκη ένα κομβικό σημείο, το οποίο άμεσα ή έμμεσα, έχει επηρεάσει το σύνολο της καλλιτεχνικής – και όχι μόνο – πορείας του. Όντας φοιτητής του Ωδείου Αθηνών, και ενώ «ταξιδεύει» από εξορία σε εξορία με πολλά προβλήματα υγείας, αρχίζει να σχεδιάζει την Πρώτη του Συμφωνία το 1948 στη Δάφνη Ικαρίας, κατά την κρισιμότερη φάση του εμφυλίου. Ο ίδιος περιγράφει αρκούντως λογοτεχνικά τη στιγμή της έμπνευσης σε συνδυασμό με όσα βίωνε: «Εκεί, μια νύχτα (σ.σ. Ιούνιος 1948) – μαζί με τους πρώτους ίσκιους που μας έστελνε το Δυτικό Αιγαίο – μας ήλθε και η είδηση για τον θάνατο του ανθυπολοχαγού Μάκη Καρλή από νάρκη, κάπου έξω από τη Θεσσαλονίκη. Ο αγαπημένος μου παιδικός φίλος – ο πρώτος μεγάλος μου φίλος – εξαφανίστηκε, διαλύθηκε, σκορπίστηκε σαν ψιλή βροχή από σάρκες και από αίμα πάνω στο Μακεδονικό κάμπο. Το ίδιο βράδυ – εγώ, ο παθολογικά δειλός στο σκοτάδι – τριγυρνούσα στην τύχη ανάμεσα στις ελιές της Μεσαριάς, συντροφιά με τα φαντάσματα της νύχτας του Ιουλίου, γιατί αισθανόμουν μια απέραντη ντροπή να γδυθώ και να πέσω στο ξύλινο κρεβάτι μου ζωντανός, ζεστός, ακέραιος – και να αναπαυτώ και να ονειρευτώ και να ξυπνώ και να πεινώ. Σαν ύστατη λύτρωση μπροστά σ' αυτά τα άδικα ερωτήματα, που η μοίρα του ανθρώπου, και αν υπάρχει, δεν δίνει απόκριση, ήρθε με τα χαράματα μαζί και η λειτουργία της μουσικής. Νομίζω ότι ουσιαστικά εκείνη τη νύχτα είχε χαραχθεί στο υποσυνείδητό μου το μεγαλύτερο μέρος του έργου».
Το τραγούδι του νεκρού αδελφού είναι μία σύγχρονη λαϊκή τραγωδία.
Δύο ημέρες μετά ύστερα από το χαμό του Μάκη Καρλή, ο Μίκης έμαθε για το θάνατο ενός ακόμη επιστήθιου φίλου του, του Βασίλη Ζάννου, ο οποίος εκτελέστηκε ύστερα από απόφαση του Στρατοδικείου Αθηνών. Με το Βασίλη Ζάννο είχαν γνωριστεί το 1944 στο Παλαιό Φάληρο, αλλά δέθηκαν περισσότερο το 1947 στην Ικαρία. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος στον οποίο τραγούδησε ένα προς ένα τα τραγούδια που είχε γράψει για το συμφωνικό του έργο, «Ελληνική Αποκριά». Όπως θυμάται ο μουσικοσυνθέτης: «πήρα το Βασίλη παράμερα, κάτσαμε στο πεζούλι της εκκλησίας του Χριστού (χωριό της Ικαρίας) και του τα τραγούδησα ένα προς ένα. Σηκώθηκε και με φίλησε από χαρά και από τότε χαθήκαμε». Όσο για το χαμό του φίλου του, για τον οποίο ο θαυμασμός του ήταν ανυπολόγιστος αφού τον είχε «παραδεχτεί για καλύτερό του και αυτό είναι πολύ δύσκολο όταν είσαι 22 ετών και εγωιστής».
Ο Μίκης έγραψε αρχικά την «Ελεγεία και θρήνος στο Βασίλη Ζάννο», και όταν ολοκλήρωσε την Πρώτη συμφωνία, την αφιέρωσε εξ’ ολοκλήρου στους δυο σκοτωμένους φίλους του.
Αυτά τα δύο γεγονότα, στάθηκαν αφορμή ώστε να γεννηθεί στο μυαλό του, η βασική ιδέα που αργότερα θα αναδείκνυε μέσα από το «Τραγούδι του νεκρού αδελφού».
«Αν και σε αντίμαχα στρατόπεδα, ο ανθυπολοχαγός ο Μάκης και ο επαναστάτης Βασίλης έδιναν (στη σκέψη μου) τα χέρια – γίνονταν φίλοι και οσιομάρτυρες της ίδιας μεγάλης ιδέας, της Ελλάδας, που έχανε τα καλύτερά της παιδιά – ανήμπορη και βαρυπενθούσα».
Η αρχή της σύνθεσης: Από τον Επιτάφιο στο τραγούδι του νεκρού αδελφού
Το 1959 ευρισκόμενος στο Παρίσι, ο Μίκης Θεοδωράκης αρχίζει να συνθέτει τα τραγούδια από τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου. Η ποιητική συλλογή του Ρίτσου γράφτηκε για το θρήνο της μάνας στο χαμό του γιου της, με αφορμή τη φωτογραφία που δημοσιεύτηκε στις 10 Μαΐου 1936 στην Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», όπου απεικόνιζε τον 25χρονο αυτοκινητιστή Τάσο Τούση που έπεσε νεκρός από αστυνομικές σφαίρες την προηγούμενη μέρα, κατά τη διάρκεια μίας μεγάλης απεργίας και εργατικής συγκέντρωσης στη Θεσσαλονίκη. Ο νεκρός ξαπλωμένος σε μια ξύλινη πόρτα, από πάνω του η μάνα του τον θρηνούσε.
Ένα έργο που σχεδόν ολόκληρο στήθηκε στο μυαλό του Μίκη, περιμένοντας ένα απόγευμα μέσα στο αυτοκίνητο, τη γυναίκα του Μυρτώ, να ψωνίσει. Όπως έχει πει ο ίδιος, είδε τον «Επιτάφιο» σαν κίνηση, ολόκληρο στημένο.
Αφότου έγραψε τα 8 τραγούδια της σειράς του «Επιταφίου», είδε πως καθένα «είχε μία προέκταση που μόνο ο ΛΟΓΟΣ, είτε η ΚΙΝΗΣΗ θα μπορούσε να συμπληρώσει», διαλέγοντας από όλα τα ποιήματα της συλλογής, εκείνους τους στίχους που «γεφύρωναν οργανωτικότερα τα τραγούδια αναμεταξύ τους». Έτσι, λοιπόν, εμμέσως, ο «Επιτάφιος» δεν είναι μόνο ένα μουσικό έργο που άλλαξε άρδην την πορεία του νεοελληνικού τραγουδιού αλλά αποτέλεσε και τον προπομπό για το «Τραγούδι του νεκρού αδελφού», αφού γεννήθηκε στο συνθέτη η ανάγκη για «ένα έργο, που θα στηριζότανε πάνω στα τραγούδια – όπως στηρίζουμε μια γέφυρα πάνω στα τόξα».
Τα τρία βασικά στοιχεία που ενέπνευσαν το συνθέτη κατά τη διάρκεια της δημιουργίας ήταν:
• Η σύγχρονη νεοελληνική ιστορία με τους δικούς της μύθους και σύμβολα.
• Οι αρχαίοι τραγικοί.
• Και το δημοτικό και λαϊκό τραγούδι.
Έτσι, προέκυψε το πρώτο τραγούδι που ονόμασε «Το όνειρο». Ένα τραγούδι που κατέστησε το έργο «“τελειωμένο” μέσα στο λόγο, στη μουσική και στην κίνηση αυτού του τραγουδιού. Από αυτό το βασικό τραγούδι προέκυψαν τα πρόσωπα με τα ονόματά τους, την κοινωνική τους σειρά, τις ιδέες, τα πάθη, τις αντιθέσεις τους». Η δράση των ηρώων πηδάει από τραγούδι σε τραγούδι αποτυπώνοντας τις συγκρούσεις τους, την αλληλεπίδρασή τους. Το τραγούδι, «παίρνει όχι μονάχα συμβολικό αλλά και οργανικό χαρακτήρα».
https://www.youtube.com/watch?v=Ycg4TavmJCw&list=RDYcg4TavmJCw&index=1
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου