Το προπολεμικό χρέος: Η Ελλάδα παραδίδεται στους ξένους δανειστές
Οι κρίσιμες συζητήσεις για το ελληνικό δημόσιο χρέος, αλλά και οι έρευνες για τον χαρακτήρα του, όπως αυτές στη Βουλή για τον λογιστικό έλεγχο και τα μνημόνια, θυμίζουν κάποιες ανάλογες καταστάσεις πριν από μισό αιώνα. Oχι και τόσο γνωστές σήμερα, παρά το γεγονός ότι η ιστορία των δημοσιονομικών της χώρας διανύει μια «χρυσή εποχή».
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 η Ελλάδα βρισκόταν ακόμη αποκλεισμένη από τις διεθνείς χρηματαγορές, λόγω του προπολεμικού χρέους της. Ο εξωτερικός δανεισμός είναι περιορισμένος σε μεμονωμένα διακρατικά πλαίσια (ΗΠΑ και Δυτική Γερμανία).
Οι κεφαλαιακές αγορές, αλλά και οι διεθνείς οργανισμοί (Παγκόσμια Τράπεζα, ΔΝΤ) είναι κλειδωμένες. Καθώς αυτή την περίοδο διακόπτεται η αμερικανική βοήθεια, Αγγλοι, Αμερικανοί και άλλοι ομολογιούχοι του παρελθόντος (από την εποχή Τρικούπη ακόμη!) εκβιάζουν για «ρυθμίσεις» των παλαιών χρεών. Το ζήτημα τίθεται μάλιστα ως προϋπόθεση για την υπογραφή της συμφωνίας σύνδεσης της χώρας με την τότε ΕΟΚ των «έξι».
Αλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά, σημειώνοντας εκ προοιμίου ότι μεταπολεμικά η Ελλάδα ξεκίνησε την ανόρθωση μ’ ένα δυσβάσταχτο και εν πολλοίς «παράνομο» εξωτερικό χρέος. Το οποίο, μάλιστα, μόλις πρόσφατα και λίγο πριν από το ξέσπασμα της τρέχουσας κρίσης ξεπλήρωσε μέχρι και το τελευταίο σεντ! Σε αντίθεση, με όσα τις χρωστούσαν άλλοι (πολεμικές αποζημιώσεις, κατοχικό δάνειο), με πρώτη και καλύτερη τη Γερμανία.
Ο Γ. Παπανδρέου και ο Κ. Μητσοτάκης έδωσαν «γη και ύδωρ» στους Αγγλους και σε άλλους ξένους δανειστές. Μέχρι το 2009 πλήρωνε η χώρα για τα ανύπαρκτα χρέη που αναγνώρισαν!
Μετά την πτώχευση του 1932 είχε ξεκινήσει ένας μαραθώνιος διαβουλεύσεων με τους δανειστές του ελληνικού Δημοσίου για την αναδιάρθρωση του χρέους, όπως θα λέγαμε σήμερα.
Εγιναν ορισμένες συμφωνίες, με τα διάφορα «λόμπι» των ομολογιούχων μέχρι το 1938. Οπως ήταν φυσικό, για την Ελλάδα και όλες τις χώρες, τοκοχρεολύσια σταμάτησαν να καταβάλλονται, καθώς ξεσπούσε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Μετά το τέλος του Εμφυλίου και ειδικά από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, οι δανειστές – ομολογιούχοι επανήλθαν δριμύτεροι. Πρόβαλαν απαιτήσεις, οι οποίες ήταν νομικά και ηθικά διάτρητες. Εκτός από τις συνήθεις πολιτικές πιέσεις χρησιμοποιήθηκε και το πιο αποτελεσματικό μέσο: ο αποκλεισμός της χώρας από τις διεθνείς χρηματαγορές.
Η κοινοτική ηγεσία κατά την υπογραφή της Τελωνειακής Σύνδεσης το 1961, η ΕΟΚ (η νυν ΕΕ) των «έξι» έθετε ως προϋπόθεση της συμφωνίας σύνδεσης με την Ελλάδα την "ρύθμιση" των προπολεμικών χρεών.
Πίεση από ξένους ομολογιούχους.
Πρόκειται για άλλη μια μελανή σελίδα της διεθνούς τραπεζικής πολιτικής, όπως τη χαρακτηρίζει ο Άγγελος Αγγελόπουλος. Επανειλημμένα, προτείνοντας την αναδιάρθρωση του χρέους με ελληνική πρωτοβουλία, έθετε το ζήτημα ως εξής:
«Ο πρώτος μεταπολεμικός δανεισμός, περιορισμένης κλίμακας, αρχίζει μόνο στις αρχές του 1960, γιατί μέχρι τότε οι ξένες τράπεζες, ακόμη και η Διεθνής Τράπεζα, της οποίας η Ελλάς ήταν από τα ιδρυτικά μέλη, ηρνούντο να χορηγήσουν δάνεια στην Ελλάδα. Υπό την πίεση των ξένων ομολογιούχων, έθεταν ως προϋπόθεση τη ρύθμιση του προπολεμικού χρέους, που είχε συναφθεί υπό ληστρικούς όρους…
Ετσι, παρά τις τεράστιες θυσίες που υπέστη, παρά τη μεγάλη της συμβολή στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρά το ότι οι Αρχές Κατοχής αξίωσαν και πέτυχαν πιστώσεις υπό τη μορφή δανείων… που αρπάχτηκαν από το υστέρημα του ελληνικού λαού, η Ελλάς στα πρώτα μεταπολεμικά έτη δεν μπορούσε να συνάψει δάνεια, των οποίων είχε τόση ανάγκη για την ανασυγκρότηση και την ανάπτυξη της οικονομίας της, λόγω της αντιδράσεως των ξένων ομολογιούχων…».
(Σημ. Αντίλογου: Δηλ. των Ρότσιλντς και Ροκφέλερς, που "μυστηριωδώς" αποφεύγουν να κατονομάζουν σχεδόν όλοι οι αναλυτές...)
Επί μία δεκαετία οι ελληνικές κυβερνήσεις αντιστέκονταν. Οι επανειλημμένες διαβουλεύσεις τα χρόνια 1955-1960 δεν είχαν οδηγήσει σε συμφωνία. Το παράδοξο είναι ότι η Ελλάδα, όπως ήταν το φυσιολογικό, δεν διεκδίκησε όλα αυτά τα χρόνια διαγραφή αυτών των χρεών. Ούτε και συμψηφισμό τους με οικονομικές απαιτήσεις (σημ. Αντίλογου: Εννοεί τις τεράστιες γερμανικές οφειλές για την κρατική μας ληστεία με το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο και τις επιδικασμένες προς εμάς γερμανικές αποζημιώσεις) που είχε η χώρα προς τρίτους.
Τελικά, το 1962 η κυβέρνηση Κ. Καραμανλή παρέδωσε τα όπλα (νομικά και ηθικά). Όπως ομολογούσε ο ίδιος ο πρωθυπουργός, η ρύθμιση ήταν «αναγκαία προϋπόθεση» για την «ολοκληρωτικήν αποκατάστασιν της διεθνούς πίστεως της χώρας».
Η ικανοποίηση των ομολογιούχων άρχισε με τα αμερικανικά δάνεια σε δολάρια. Η οριστική διευθέτηση φαίνεται ότι ολοκληρώθηκε με την επίσκεψη του αντιπροέδρου των ΗΠΑ τον Αύγουστο εκείνης της χρονιάς στην Ελλάδα.
Λίγες μέρες πριν από την άφιξη του Λ. Τζόνσον στην Αθήνα, ο Κ. Καραμανλής είχε απευθύνει στον Αμερικανό πρόεδρο Τζ. Κένεντι μια δακρύβρεχτη, μάλλον, επιστολή. Εκεί χρησιμοποιούσε το προπολεμικό χρέος ως παράδειγμα αγνόησης ή μη κατανόησης των ελληνικών συμφερόντων από τις ΗΠΑ. Οχι για το χρέος αυτό καθαυτό, αλλά για μια ρύθμιση που θα μπορούσε να τον βλάψει πολιτικά τόσο τον ίδιο όσο και τη συντηρητική – αντικομμουνιστική παράταξη.
«Από ετών, έγραφε, προσπαθώ να τακτοποιήσω το εξωτερικόν δημόσιον χρέος. Εφθάσαμεν μετά μακράς και επιπόνους διαπραγματεύσεις εις συνεννόησιν με το συμβούλιον των Αμερικανών ομολογιούχων επί των οικονομικών όρων, αλλ’ εξακολουθεί, παρά τας πολλαπλάς υποχωρήσεις μας, η εκκρεμότης, διότι οι ομολογιούχοι επιμένουν να διαφωνούν εις έναν όρον καθαρώς πολιτικής σημασίας.
Δεν δέχονται ούτε την επιφύλαξιν υπέρ της Ελλάδος του δικαιώματος, όπως επιζητήση διαπραγματεύσεις διά καλυτέρους όρους, αν παραχωρήσουν τοιούτους εις γειτονικάς μας χώρας».
(Εννοούσε τις βαλκανικές και ειδικά τη Γιουγκοσλαβία). Σημ. Αντίλογου: Ο Τίτο της Γιουγκοσλαβίας, έχοντας συγκρουστεί πολιτικά με την ΕΣΣΔ,έγινε, όπως και ο Τσαουσέσκου αργότερα, το χαίδεμένο παιδί των ΗΠΑ...
«Ανιση μεταχείριση». Ο Καραμανλής επέμενε στη ρήτρα αυτή «διότι ο ελληνικός λαός, έχων και άλλους λόγους πικρίας, θα θεωρήση αδικαιολόγητον το ότι κομμουνιστικαί χώραι τυγχάνουν καλυτέρας μεταχειρίσεως των πιστών χωρών(...) Ενώ όμως τόσον σοβαρόν λόγον έχω διά να επιμένω επί του σημείου αυτού και ενώ άπαντες οι οικονομικοί όροι συνεφωνήθησαν, η ρύθμισις του εξωτερικού δημόσιου χρέους μου προβάλλεται από τας περισσοτέρας κυβερνήσεις της Δύσεως ως όρος διά την σύστασιν ικανοποιητικού κονσόρτσιουμ ενισχύσεως της οικονομικής ανορθώσεως…».
Αυτή ήταν η τελευταία «γραμμή αντίστασης». Το αίτημα Καραμανλή όχι μόνο δεν θα γίνει δεκτό. Αντί να εξασφαλίσει τη ρήτρα του πλέον ευνοούμενου οφειλέτη, θα υποχρεωθεί να δεχθεί ακριβώς το αντίθετο.
Η ΣΚΑΝΔΑΛΩΔΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΟΥ 1962
Ατακτη υποχώρηση με παρέμβαση του Λύντον Τζόνσον
Τον Οκτώβριο του 1962 και μετά το ταξίδι του Λ. Τζόνσον στην Αθήνα, η κυβέρνηση της ΕΡΕ (υπουργός Οικονομικών ο Σπ. Θεοτόκης και Συντονισμού ο Π. Παπαληγούρας) υποχωρεί άτακτα. Αποδέχεται όλους σχεδόν τους όρους των ομολογιούχων.
Αναλαμβάνει να ξεπληρώσει το χρέος σε δολάρια, αναγνωρίζοντας το σύνολο του ονομαστικού προπολεμικού κεφαλαίου, αλλά και την κεφαλαιοποίηση μέρους των καθυστερούμενων τόκων!
Αν και όλα τα αμερικανικά δάνεια είχαν συναφθεί υπό το άρτιο (η ονομαστική αξία ήταν αισθητά κατώτερη της πραγματικής, λόγω προμηθειών και διαθέσεων των δανείων).
Ευνοούμενοι πιστωτές.
Οι βασικές κατηγορίες των Αμερικανών που ικανοποιούνταν ήταν κάτοχοι ομολογιών από δάνεια του 1924-1925. Οσον αφορά τη διεκδίκηση της ρήτρας του πλέον ευνοούμενου οφειλέτη το αποτέλεσμα ήταν κάτι παραπάνω από αρνητικό.
Το «Συμβούλιο Προστασίας κατόχων ξένων ομολογιών στη Νέα Υόρκη» απέσπασε ουσιαστικά τη ρήτρα του πλέον ευνοούμενου πιστωτή.
Σύμφωνα με τη ρύθμιση «εάν η ελληνική κυβέρνηση ήθελε οποτεδήποτε (έως το 1967) μετά την παρούσαν συμφωνίαν, επιφυλάξει εις τους κατόχους ομολογιών οιουδήποτε άλλου προπολεμικού της εξωτερικού δανείου μεταχείρησιν ευνοϊκοτέραν της προσφερομένης εις τους κατόχους ομολογιών εις δολλάρια, η ελληνική κυβέρνησις δέχεται να παραχωρήση εξ ίσου ευνοϊκήν μεταχείρησιν εις τους κατόχους των ομολογιών εις δολάρια»!
Η Ελλάδα καλούνταν να καταβάλλει ετησίως και για μια περίοδο 42-45 χρόνων ένα σχετικά τεράστιο ποσό για τις δυνατότητες του προϋπολογισμού της.
Ο ακριβής προσδιορισμός του ποσού είναι δυσχερής. Μια κατά προσέγγιση εκτίμηση μπορεί να γίνει για τη συνολική επιβάρυνση του δημόσιου χρέους, μετά και τη ρύθμιση με τους Αγγλους ομολογιούχους (1964).
Με τις τότε ισοτιμίες, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, ανερχόταν σε 4.368 εκατ. δραχμές. Συνιστούσε περίπου το 15% του συνολικού δημόσιου χρέους εκείνης της περιόδου!
Ετσι ανάμεσα στο 1963 και το 1965 η Ελλάδα βρέθηκε να χρωστά και να καταβάλλει υπέρογκα τοκοχρεολύσια για ένα «παράνομο χρέος»: περίπου 80 εκατ. λίρες (20 εκατ. οι αμερικανικές ομολογίες(σημ. Αντίλογου: Ροκφέλερς κυρίως) και 60 εκατ. οι αγγλικές (σημ. Αντ: Ρότσιλντς...) τις οποίες ουδέποτε είχε εισπράξει στο σύνολό τους (λόγω της χρεοκοπίας του 1932)!
Στην παγκόσμια οικονομική ιστορία δεν υπάρχει, μάλλον, ανάλογο προηγούμενο. Να αναγνωρίζεις, με τους πιο δυσβάσταχτους όρους, ένα χρέος που νομικά και κυρίως ηθικά έπρεπε να παραγραφεί!
Πρόκειται για απολύτως σκανδαλώδη συμφωνία, που εξηγείται αποκλειστικά στο πλαίσιο της πολιτικής υποτέλειας που ακολουθείται την ευρύτερη περίοδο.
Συγχαρητήρια από ΔΝΤ και Βρετανούς.
«Ευτυχής» ο Κ. Μητσοτάκης για τη «δουλική» διευθέτηση:
«Η Ελλάς απεκατέστησε και τυπικώς την πίστιν της εις το εξωτερικό πλήρως και απέδειξεν δι’ άλλην μίαν φοράν ότι παρά τας οικονομικάς δυσχερείας της, γνωρίζει να σέβεται την υπογραφήν της και τις διεθνείς υποχρεώσεις της».
Με τα λόγια αυτά ο υπουργός Οικονομίας Κ. Μητσοτάκης στην κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου ανήγγειλε (Ιούλιος 1964) τη συμφωνία για τη ρύθμιση των προπολεμικών ελληνικών δανείων. Με αυτή συμπληρωνόταν η «αναρύθμισις», που είχε ξεκινήσει η κυβέρνηση Κ. Καραμανλή πριν από δύο χρόνια.
Δεκατέσσερα προπολεμικά εξωτερικά δάνεια της περιόδου 1881-1931 ρυθμίζονταν με επαχθέστατους όρους με τη συμφωνία μεταξύ της κυβέρνησης Παπανδρέου και ομολογιούχων (σημ.Αντ:δηλ. των Ρότσιλντς) στο Λονδίνο.
Η ελληνική προσφορά.
Η συμφωνία έγινε μετά από μακρές διαπραγματεύσεις (1962-1964) της ελληνικής αντιπροσωπείας (επικεφαλής ο υποδιοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Ν. Γαζής) και επιτροπής των ομολογιούχων. Υπογράφηκε στις 15 Ιουνίου 1964. Η επίσημη ελληνική προσφορά έγινε έναν χρόνο αργότερα (10 Μαΐου 1965) και έληγε στο τέλος του 1967 (οριστικοποιήθηκε ένα εξάμηνο πριν από την εκπνοή της προθεσμίας). Σύμφωνα με τους επίσημους υπολογισμούς, το συνολικό ονομαστικό κεφάλαιο ανερχόταν σε 56.239.518 λίρες. Με την προσθήκη των κεφαλαιοποιημένων τότε έφτανε τα 62.072.114 αγγλικές λίρες ή 173.801.919 δολάρια ή 5.214.057.576 δραχμές. Το ονομαστικό κεφάλαιο αναγνωριζόταν στο ακέραιο και η εξυπηρέτησή του άρχιζε αναδρομικά από το 1963. Στο τέλος της προσφοράς προσκομίστηκαν για αναγνώριση ομολογίες που αντιπροσώπευαν το 96% του ονομαστικού κεφαλαίου.
Οι όροι και των δύο συμφωνιών-μαμούθ (1962 και 1964) ήταν σχεδόν όμοιοι κατά γενική ομολογία. Αν και στην πρώτη περίπτωση, ως αντιπολίτευση η Ενωση Κέντρου, προεξάρχοντος του Κ. Μητσοτάκη, είχε κατακεραυνώσει τη «δουλική» συμφωνία, ως κυβέρνηση μετά από δύο χρόνια, εμφανιζόταν «ευτυχής» για τη ρύθμιση.
Επειδή, όπως υποστήριζε ο υπουργός Οικονομικών, «οι όροι διακανονισμού είναι ανάλογοι με τους ισχύσαντες και διά το ρυθμισθέν υπό της προκατόχου πολιτικής κυβερνήσεως εξωτερικού δημοσίου ομολογιακού χρέους εις δολάρια υπήρξαν οι καλύτεροι δυνατοί υπό τας δημιουργηθείσας συνθήκας»!
Η ρύθμιση χαιρετίστηκε δημοσίως τόσο από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο όσο και από τη βρετανική κυβέρνηση. Η τελευταία, μάλιστα, έκανε ως «δώρο» στην ελληνική κυβέρνηση την καταβολή του ποσού στον προϋπολογισμό του ΝΑΤΟ, ως προς το σκέλος που αφορούσε την Ελλάδα για τη στρατιωτική ενίσχυσή της...
Η άποψη των μελετητών
Νομικά διάτρητα τα δάνεια
Μάταια πολλοί διαμαρτύρονται και πολλοί μελετητές καταγγέλλουν, τεκμηριώνοντας με επίσημα στοιχεία, ότι ουσιαστικά ζήτημα προπολεμικού ελληνικού χρέους, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, δεν υφίσταται. Τόσο επειδή η Ελλάδα είχε προσφέρει τόσα στον αντιφασιστικό αγώνα («ξεπλήρωσε και με το παραπάνω» είναι η χαρακτηριστική έκφραση) όσο και επειδή είχε ήδη καταβάλει τεράστια ποσά.
Ο καθηγητής Στ. Μπαμπανάσης, επικαλούμενος διάφορες πηγές, περιγράφει αυτή τη μεγάλη εικόνα ως εξής: Στην εκατονταετή περίοδο 1830-1932 το σύνολο των δημόσιων δανείων που συνομολογήθηκαν με το εξωτερικό ανήλθαν στα 3 δισ. χρυσά φράγκα. Στην περίοδο 1879-1914 τα δάνεια ήταν της τάξης του 1.117 εκατ., ενώ έφθασαν στα 1.715 εκατ. τα χρόνια 1915-1932.
Στην πραγματικότητα η χώρα εισέπραξε πολύ λιγότερα από τα 3 δισ. μέχρι το 1932, που σταμάτησε, λόγω της στάσης πληρωμών ο εξωτερικός δανεισμός.
Με τις διευθετήσεις, που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια και μέχρι την αναστολή της καταβολής τοκοχρεολυσίων λόγω του πολέμου, η Ελλάδα εμφανιζόταν να χρωστά το 1939-40 το ίδιο ποσό συν τους τόκους της οκταετίας!
(Αναδημοσίευση από https://www.mikrometoxos.gr/ ethnos.gr 28/6/2015)
Αλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά, σημειώνοντας εκ προοιμίου ότι μεταπολεμικά η Ελλάδα ξεκίνησε την ανόρθωση μ’ ένα δυσβάσταχτο και εν πολλοίς «παράνομο» εξωτερικό χρέος. Το οποίο, μάλιστα, μόλις πρόσφατα και λίγο πριν από το ξέσπασμα της τρέχουσας κρίσης ξεπλήρωσε μέχρι και το τελευταίο σεντ! Σε αντίθεση, με όσα τις χρωστούσαν άλλοι (πολεμικές αποζημιώσεις, κατοχικό δάνειο), με πρώτη και καλύτερη τη Γερμανία.
Ο Γ. Παπανδρέου και ο Κ. Μητσοτάκης έδωσαν «γη και ύδωρ» στους Αγγλους και σε άλλους ξένους δανειστές. Μέχρι το 2009 πλήρωνε η χώρα για τα ανύπαρκτα χρέη που αναγνώρισαν!
Πίεση από ξένους ομολογιούχους.
Πρόκειται για άλλη μια μελανή σελίδα της διεθνούς τραπεζικής πολιτικής, όπως τη χαρακτηρίζει ο Άγγελος Αγγελόπουλος. Επανειλημμένα, προτείνοντας την αναδιάρθρωση του χρέους με ελληνική πρωτοβουλία, έθετε το ζήτημα ως εξής:
«Ο πρώτος μεταπολεμικός δανεισμός, περιορισμένης κλίμακας, αρχίζει μόνο στις αρχές του 1960, γιατί μέχρι τότε οι ξένες τράπεζες, ακόμη και η Διεθνής Τράπεζα, της οποίας η Ελλάς ήταν από τα ιδρυτικά μέλη, ηρνούντο να χορηγήσουν δάνεια στην Ελλάδα. Υπό την πίεση των ξένων ομολογιούχων, έθεταν ως προϋπόθεση τη ρύθμιση του προπολεμικού χρέους, που είχε συναφθεί υπό ληστρικούς όρους…
Ετσι, παρά τις τεράστιες θυσίες που υπέστη, παρά τη μεγάλη της συμβολή στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρά το ότι οι Αρχές Κατοχής αξίωσαν και πέτυχαν πιστώσεις υπό τη μορφή δανείων… που αρπάχτηκαν από το υστέρημα του ελληνικού λαού, η Ελλάς στα πρώτα μεταπολεμικά έτη δεν μπορούσε να συνάψει δάνεια, των οποίων είχε τόση ανάγκη για την ανασυγκρότηση και την ανάπτυξη της οικονομίας της, λόγω της αντιδράσεως των ξένων ομολογιούχων…».
(Σημ. Αντίλογου: Δηλ. των Ρότσιλντς και Ροκφέλερς, που "μυστηριωδώς" αποφεύγουν να κατονομάζουν σχεδόν όλοι οι αναλυτές...)
Επί μία δεκαετία οι ελληνικές κυβερνήσεις αντιστέκονταν. Οι επανειλημμένες διαβουλεύσεις τα χρόνια 1955-1960 δεν είχαν οδηγήσει σε συμφωνία. Το παράδοξο είναι ότι η Ελλάδα, όπως ήταν το φυσιολογικό, δεν διεκδίκησε όλα αυτά τα χρόνια διαγραφή αυτών των χρεών. Ούτε και συμψηφισμό τους με οικονομικές απαιτήσεις (σημ. Αντίλογου: Εννοεί τις τεράστιες γερμανικές οφειλές για την κρατική μας ληστεία με το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο και τις επιδικασμένες προς εμάς γερμανικές αποζημιώσεις) που είχε η χώρα προς τρίτους.
Τελικά, το 1962 η κυβέρνηση Κ. Καραμανλή παρέδωσε τα όπλα (νομικά και ηθικά). Όπως ομολογούσε ο ίδιος ο πρωθυπουργός, η ρύθμιση ήταν «αναγκαία προϋπόθεση» για την «ολοκληρωτικήν αποκατάστασιν της διεθνούς πίστεως της χώρας».Δεν δέχονται ούτε την επιφύλαξιν υπέρ της Ελλάδος του δικαιώματος, όπως επιζητήση διαπραγματεύσεις διά καλυτέρους όρους, αν παραχωρήσουν τοιούτους εις γειτονικάς μας χώρας».
(Εννοούσε τις βαλκανικές και ειδικά τη Γιουγκοσλαβία). Σημ. Αντίλογου: Ο Τίτο της Γιουγκοσλαβίας, έχοντας συγκρουστεί πολιτικά με την ΕΣΣΔ,έγινε, όπως και ο Τσαουσέσκου αργότερα, το χαίδεμένο παιδί των ΗΠΑ...
Αυτή ήταν η τελευταία «γραμμή αντίστασης». Το αίτημα Καραμανλή όχι μόνο δεν θα γίνει δεκτό. Αντί να εξασφαλίσει τη ρήτρα του πλέον ευνοούμενου οφειλέτη, θα υποχρεωθεί να δεχθεί ακριβώς το αντίθετο.
Ατακτη υποχώρηση με παρέμβαση του Λύντον Τζόνσον
Αν και όλα τα αμερικανικά δάνεια είχαν συναφθεί υπό το άρτιο (η ονομαστική αξία ήταν αισθητά κατώτερη της πραγματικής, λόγω προμηθειών και διαθέσεων των δανείων).
Οι βασικές κατηγορίες των Αμερικανών που ικανοποιούνταν ήταν κάτοχοι ομολογιών από δάνεια του 1924-1925. Οσον αφορά τη διεκδίκηση της ρήτρας του πλέον ευνοούμενου οφειλέτη το αποτέλεσμα ήταν κάτι παραπάνω από αρνητικό.
Σύμφωνα με τη ρύθμιση «εάν η ελληνική κυβέρνηση ήθελε οποτεδήποτε (έως το 1967) μετά την παρούσαν συμφωνίαν, επιφυλάξει εις τους κατόχους ομολογιών οιουδήποτε άλλου προπολεμικού της εξωτερικού δανείου μεταχείρησιν ευνοϊκοτέραν της προσφερομένης εις τους κατόχους ομολογιών εις δολλάρια, η ελληνική κυβέρνησις δέχεται να παραχωρήση εξ ίσου ευνοϊκήν μεταχείρησιν εις τους κατόχους των ομολογιών εις δολάρια»!
Η Ελλάδα καλούνταν να καταβάλλει ετησίως και για μια περίοδο 42-45 χρόνων ένα σχετικά τεράστιο ποσό για τις δυνατότητες του προϋπολογισμού της.
Συγχαρητήρια από ΔΝΤ και Βρετανούς.
«Ευτυχής» ο Κ. Μητσοτάκης για τη «δουλική» διευθέτηση:
«Η Ελλάς απεκατέστησε και τυπικώς την πίστιν της εις το εξωτερικό πλήρως και απέδειξεν δι’ άλλην μίαν φοράν ότι παρά τας οικονομικάς δυσχερείας της, γνωρίζει να σέβεται την υπογραφήν της και τις διεθνείς υποχρεώσεις της».
Με τα λόγια αυτά ο υπουργός Οικονομίας Κ. Μητσοτάκης στην κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου ανήγγειλε (Ιούλιος 1964) τη συμφωνία για τη ρύθμιση των προπολεμικών ελληνικών δανείων. Με αυτή συμπληρωνόταν η «αναρύθμισις», που είχε ξεκινήσει η κυβέρνηση Κ. Καραμανλή πριν από δύο χρόνια. Δεκατέσσερα προπολεμικά εξωτερικά δάνεια της περιόδου 1881-1931 ρυθμίζονταν με επαχθέστατους όρους με τη συμφωνία μεταξύ της κυβέρνησης Παπανδρέου και ομολογιούχων (σημ.Αντ:δηλ. των Ρότσιλντς) στο Λονδίνο.
Η συμφωνία έγινε μετά από μακρές διαπραγματεύσεις (1962-1964) της ελληνικής αντιπροσωπείας (επικεφαλής ο υποδιοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Ν. Γαζής) και επιτροπής των ομολογιούχων. Υπογράφηκε στις 15 Ιουνίου 1964. Η επίσημη ελληνική προσφορά έγινε έναν χρόνο αργότερα (10 Μαΐου 1965) και έληγε στο τέλος του 1967 (οριστικοποιήθηκε ένα εξάμηνο πριν από την εκπνοή της προθεσμίας). Σύμφωνα με τους επίσημους υπολογισμούς, το συνολικό ονομαστικό κεφάλαιο ανερχόταν σε 56.239.518 λίρες. Με την προσθήκη των κεφαλαιοποιημένων τότε έφτανε τα 62.072.114 αγγλικές λίρες ή 173.801.919 δολάρια ή 5.214.057.576 δραχμές. Το ονομαστικό κεφάλαιο αναγνωριζόταν στο ακέραιο και η εξυπηρέτησή του άρχιζε αναδρομικά από το 1963. Στο τέλος της προσφοράς προσκομίστηκαν για αναγνώριση ομολογίες που αντιπροσώπευαν το 96% του ονομαστικού κεφαλαίου.
Επειδή, όπως υποστήριζε ο υπουργός Οικονομικών, «οι όροι διακανονισμού είναι ανάλογοι με τους ισχύσαντες και διά το ρυθμισθέν υπό της προκατόχου πολιτικής κυβερνήσεως εξωτερικού δημοσίου ομολογιακού χρέους εις δολάρια υπήρξαν οι καλύτεροι δυνατοί υπό τας δημιουργηθείσας συνθήκας»!
Η ρύθμιση χαιρετίστηκε δημοσίως τόσο από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο όσο και από τη βρετανική κυβέρνηση. Η τελευταία, μάλιστα, έκανε ως «δώρο» στην ελληνική κυβέρνηση την καταβολή του ποσού στον προϋπολογισμό του ΝΑΤΟ, ως προς το σκέλος που αφορούσε την Ελλάδα για τη στρατιωτική ενίσχυσή της...
Η άποψη των μελετητών
Νομικά διάτρητα τα δάνεια
(Αναδημοσίευση από https://www.mikrometoxos.gr/ ethnos.gr 28/6/2015)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου