Εμένα μού μπεψεν ο θιος, το νού μου ταξιδιάρη.
Άσπρα πουλιά οι σκέψεις μου κι αφρολουσμένοι γλάροι...
(Μόνο η παραπάνω είναι δική μου οι άλλες, πολλών και διάφορων ή άγνωστων
μαντιναδολόγων, δεν αναγράφω ονόματα γιατί δεν τα ξέρω...)
Ξύπνα κι ο ήλιος καρτερεί, να βγείς, να βγεί κι εκείνος!
Ν΄ανοίξει το τραντάφυλλο και να μυρίσει ο κρίνος.
Ζωγράφε που ζωγράφισες τση θάλασσας το χρώμα,
ζωγράφισέ με να φιλώ τσ΄ αγάπης μου το στόμα!
Χαρώ τα εγώ τ μάθια σου πώς χαμηλοκοιτούνε!
Πώς λαχταρούνε το φιλί, μα δεν το ΄μολογούνε...
Χαρώ τα εγώ τα μάθια σου πώς τά ΄χεις μαθημένα,
να κάνουν πως κοιτούν αλλού μ΄αυτά θωρούν εμένα...
Τα μάθια σου μου ρίχνουνε σαϊτες ασημένιες,
που μου τρυπούνε την καρδιά και βγαίνου΄ματωμένες.
Δε μοιάζουνε τα μάθια σου, στα μάθια τ΄ άλλου κόσμου!
Εξάνοιξά* τα μια φορά κι επήρανε το φώς μου!
*Εξάνοιξα=εκοίταξα, ξανοίγω/κοιτάζω, παρατηρώ
Σαν τη γλυκιά σου τη μαθιά, αλλού ποθές* δεν είδα!
Να δίνει στ΄ όνειρο ζωή και στη ζωήν ελπίδα!
*ποθές=πουθενά
Δε θέλω ψεύτικη καρδιά κι όμορφα νά ΄ν΄τα μάθια!
Είν΄ όμορφη κι η ροδαριά, μά ΄ναι γεμάτη αγκάθια...
Κόκκινο τριαντάφυλλο κι άσπρε λεμονανθέ μου!
Σε αμαρτία βάζεις με, θέ΄μου συχώρεσέ μου...
Φεγγαρολαμπυρούσα μου , κρουσταλοβραχιονάτη!
Κάνεις τσι πέτρες τρίμματα, μονάχα με το μάτι!
Μοναξιά μονάχα νιώθεις, κι είν΄αβάσταχτος ο πόνος,
όταν ζεις μαζί μ΄ανθρώπους και θαρρείς πως είσαι μόνος.
Φωθιά π΄ανάβει με νερό πώς γίνεται να σβήσει;
Πληγή π΄ανοίγει ο έρωντας πώς ημπορεί να κλείσει;
Δεν είναι κρίμα κι άδικο, η βρύση νά ΄ναι ομπρός μου,
κι εγώ να μη μπορώ να πιώ για να ΄γραθεί ο λαιμός μου;
Εγώ ΄λεγα βρυσούλα μου πως έτρεχες για μένα,
μα εσύ ΄τρεχες κι επότιζες ούλα τα διψασμένα!...
Την ώρα τ΄αποχωρισμού, με τα φτερά σπασμένα,
έπεσα σαν τον Ίκαρο, σε κύματ΄ αφρισμένα.
Ήσουν ο ήλιος πού ΄φεγγε στση σκέψης μου τη χώρα.
Γιαυτό ο κόσμος σκοτεινός είναι για μένα τώρα.
Εις του σεβντά* τον αργαλειό ΄φαίνω* τη ζωγραφιά σου
και με τα δάκρυα κεντώ τα μάτια τα δικά σου...
*φαίνω=υφαίνω, σεβντάς =έρωτας
Ούλα του κόσμου τα νερά, ποτάμι να γινούνε,
τη λαύρα πού ΄χω στην καρδιά, να σβήσου΄ δε μπορούνε!
Ανέ με δεις στη στράτα σου, χαρές να διακονούμαι*,
να μη δακρύσεις και ΄γραθούν τα ρόδα που θυμούμαι...
*διακονούμαι=ζητιανεύω, διακονιάρης=ζητιάνος
Μοίρα και δώσ΄μου δύναμη κι υπομονή στο χρόνο,
για να μπορώ του έρωντα τα πάθη να πληρώνω...
Η κάμπια τρώει τον α(ν)θό κι η πέρδικα τη βιόλα.
Ό,τι κι αν κάνει ο ά(ν)θρωπος, επά πληρώνονται όλα.
Είσαι χρυσή είσ΄ αργυρή είσαι μαλαματένια!
Λεβεντοβεργολυγερή και μαργαριτένια!
Τα δυο σου μάθια κοπελιά, μοιάζουνε με μαγνήτη!
Μ΄επιάσαν και με σέρνουνε κι εμένα από τη μύτη...
Γή (ή) αγάπα με γή μίλα μου, γή πες των αμαθιώ΄* σου,
να μη με σαϊτεύγουνε* όντε περνώ από μπρος σου!
*αμαθιώ(ν) =ματιών, σαϊτεύ(γ)ω =ρίχνω σαϊτα (βέλος) του τόξου
Εχάρηκα μια ροδαυγή, θέλω δε θέλω φτάνει.
Όνειρο που βαστά πολύ, την ομορφιά του χάνει...
Έζησα μόνο μιαν αυγή, όμως αυτό μου φτάνει!
Ρόδο που ζει πολύ καιρό, την μυρωδιά του χάνει...
ΛΕΒΕΝΤΙΑΣ-ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΕΣ
Δε θέλω να με βάλουνε σε τάφο σά΄ πεθάνω!
Γιατ΄αγαπώ τη Λευτεριά κι εκειά κλειστός δε΄κάνω!...
Όσο κι αν είναι καταχνιά και σκοτεινιά μεγάλη,
θα τηνε βρει την περασιά ο ήλιος να προβάλει!
Στο μετερίζι τσ΄αθρωπιάς και στση τιμής το χρέος,
εκειά θα στέκω όρθιος κι ας είμ΄ ο τελευταίος...
Τα όρη τα ψηλά βουνά τον έχουν τον αέρα.
Η νιότη και η λεβεντιά δεν είναι κάθε μέρα...
Και πληγωμένος ο αετός πάντα ψηλά καθίζει,
μα η πέρδικα κι αν κελαηδεί στη στράτα στραταρίζει...
Όποιος γυρεύει Λευτεριά, πρέπει καλά να ξέρει,
πως θέλει αρμάτων ταραχή και δίκοπο μαχαίρι...
Δίχως νεκρούς η Λευτεριά, ζάλο* μπροστά δεν κάνει!
Γιατί η παντέρμη βρίσκεται στου ντουφεκιού την κάνη...
*ζάλο =βήμα (από το ρήμα σαλεύω/σάλο/ζάλο)
Χέρια που δεν αρπάξανε, δίκιο αλλουνού να φάνε,
αυτά κρατούνε την τιμή,όσο βαριά και νά ΄ναι...
Και μια άνω των 300 ετών, που μου είχε πει η Ρουματιανή γιαγιά μου, για ψευτονοικοκυρές μα κυρίως για ψευτοπαλικαράδες παλιούς και σύγχρονους, που παίζουνε σε γλέντια και κρασοπαρέες μπόλικες ...μπαλωτές τ΄αέρα ενώ όταν κι όπου κοινωνικός, αντιβασικός, εθνικοανεξαρτησιακός-πατριωτικός αγώνας, είναι πάντα κρυμμένοι σα λαγοί στα σπιτάκια και στις μπεκροσαχλοπαρέες τους:
Όσες πατούνε αργαλείο κι ανυφαντούδες είναι ;
Κι όσοι κρατούσιν άρματα πολεμιστάδες είναι;...
Κ.Ντ.
Άσπρα πουλιά οι σκέψεις μου κι αφρολουσμένοι γλάροι...
(Μόνο η παραπάνω είναι δική μου οι άλλες, πολλών και διάφορων ή άγνωστων
μαντιναδολόγων, δεν αναγράφω ονόματα γιατί δεν τα ξέρω...)
Ξύπνα κι ο ήλιος καρτερεί, να βγείς, να βγεί κι εκείνος!
Ν΄ανοίξει το τραντάφυλλο και να μυρίσει ο κρίνος.
Ζωγράφε που ζωγράφισες τση θάλασσας το χρώμα,
ζωγράφισέ με να φιλώ τσ΄ αγάπης μου το στόμα!
Χαρώ τα εγώ τ μάθια σου πώς χαμηλοκοιτούνε!
Πώς λαχταρούνε το φιλί, μα δεν το ΄μολογούνε...
Χαρώ τα εγώ τα μάθια σου πώς τά ΄χεις μαθημένα,
να κάνουν πως κοιτούν αλλού μ΄αυτά θωρούν εμένα...
Τα μάθια σου μου ρίχνουνε σαϊτες ασημένιες,
που μου τρυπούνε την καρδιά και βγαίνου΄ματωμένες.
Δε μοιάζουνε τα μάθια σου, στα μάθια τ΄ άλλου κόσμου!
Εξάνοιξά* τα μια φορά κι επήρανε το φώς μου!
*Εξάνοιξα=εκοίταξα, ξανοίγω/κοιτάζω, παρατηρώ
Σαν τη γλυκιά σου τη μαθιά, αλλού ποθές* δεν είδα!
Να δίνει στ΄ όνειρο ζωή και στη ζωήν ελπίδα!
*ποθές=πουθενά
Δε θέλω ψεύτικη καρδιά κι όμορφα νά ΄ν΄τα μάθια!
Είν΄ όμορφη κι η ροδαριά, μά ΄ναι γεμάτη αγκάθια...
Κόκκινο τριαντάφυλλο κι άσπρε λεμονανθέ μου!
Σε αμαρτία βάζεις με, θέ΄μου συχώρεσέ μου...
Φεγγαρολαμπυρούσα μου , κρουσταλοβραχιονάτη!
Κάνεις τσι πέτρες τρίμματα, μονάχα με το μάτι!
Μοναξιά μονάχα νιώθεις, κι είν΄αβάσταχτος ο πόνος,
όταν ζεις μαζί μ΄ανθρώπους και θαρρείς πως είσαι μόνος.
Φωθιά π΄ανάβει με νερό πώς γίνεται να σβήσει;
Πληγή π΄ανοίγει ο έρωντας πώς ημπορεί να κλείσει;
Δεν είναι κρίμα κι άδικο, η βρύση νά ΄ναι ομπρός μου,
κι εγώ να μη μπορώ να πιώ για να ΄γραθεί ο λαιμός μου;
Εγώ ΄λεγα βρυσούλα μου πως έτρεχες για μένα,
μα εσύ ΄τρεχες κι επότιζες ούλα τα διψασμένα!...
Την ώρα τ΄αποχωρισμού, με τα φτερά σπασμένα,
έπεσα σαν τον Ίκαρο, σε κύματ΄ αφρισμένα.
Ήσουν ο ήλιος πού ΄φεγγε στση σκέψης μου τη χώρα.
Γιαυτό ο κόσμος σκοτεινός είναι για μένα τώρα.
Εις του σεβντά* τον αργαλειό ΄φαίνω* τη ζωγραφιά σου
και με τα δάκρυα κεντώ τα μάτια τα δικά σου...
*φαίνω=υφαίνω, σεβντάς =έρωτας
Ούλα του κόσμου τα νερά, ποτάμι να γινούνε,
τη λαύρα πού ΄χω στην καρδιά, να σβήσου΄ δε μπορούνε!
Ανέ με δεις στη στράτα σου, χαρές να διακονούμαι*,
να μη δακρύσεις και ΄γραθούν τα ρόδα που θυμούμαι...
*διακονούμαι=ζητιανεύω, διακονιάρης=ζητιάνος
Μοίρα και δώσ΄μου δύναμη κι υπομονή στο χρόνο,
για να μπορώ του έρωντα τα πάθη να πληρώνω...
Η κάμπια τρώει τον α(ν)θό κι η πέρδικα τη βιόλα.
Ό,τι κι αν κάνει ο ά(ν)θρωπος, επά πληρώνονται όλα.
Είσαι χρυσή είσ΄ αργυρή είσαι μαλαματένια!
Λεβεντοβεργολυγερή και μαργαριτένια!
Τα δυο σου μάθια κοπελιά, μοιάζουνε με μαγνήτη!
Μ΄επιάσαν και με σέρνουνε κι εμένα από τη μύτη...
Γή (ή) αγάπα με γή μίλα μου, γή πες των αμαθιώ΄* σου,
να μη με σαϊτεύγουνε* όντε περνώ από μπρος σου!
*αμαθιώ(ν) =ματιών, σαϊτεύ(γ)ω =ρίχνω σαϊτα (βέλος) του τόξου
Εχάρηκα μια ροδαυγή, θέλω δε θέλω φτάνει.
Όνειρο που βαστά πολύ, την ομορφιά του χάνει...
Έζησα μόνο μιαν αυγή, όμως αυτό μου φτάνει!
Ρόδο που ζει πολύ καιρό, την μυρωδιά του χάνει...
ΛΕΒΕΝΤΙΑΣ-ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΕΣ
Δε θέλω να με βάλουνε σε τάφο σά΄ πεθάνω!
Γιατ΄αγαπώ τη Λευτεριά κι εκειά κλειστός δε΄κάνω!...
Όσο κι αν είναι καταχνιά και σκοτεινιά μεγάλη,
θα τηνε βρει την περασιά ο ήλιος να προβάλει!
Στο μετερίζι τσ΄αθρωπιάς και στση τιμής το χρέος,
εκειά θα στέκω όρθιος κι ας είμ΄ ο τελευταίος...
Τα όρη τα ψηλά βουνά τον έχουν τον αέρα.
Η νιότη και η λεβεντιά δεν είναι κάθε μέρα...
Και πληγωμένος ο αετός πάντα ψηλά καθίζει,
μα η πέρδικα κι αν κελαηδεί στη στράτα στραταρίζει...
Όποιος γυρεύει Λευτεριά, πρέπει καλά να ξέρει,
πως θέλει αρμάτων ταραχή και δίκοπο μαχαίρι...
Δίχως νεκρούς η Λευτεριά, ζάλο* μπροστά δεν κάνει!
Γιατί η παντέρμη βρίσκεται στου ντουφεκιού την κάνη...
*ζάλο =βήμα (από το ρήμα σαλεύω/σάλο/ζάλο)
Χέρια που δεν αρπάξανε, δίκιο αλλουνού να φάνε,
αυτά κρατούνε την τιμή,όσο βαριά και νά ΄ναι...
Και μια άνω των 300 ετών, που μου είχε πει η Ρουματιανή γιαγιά μου, για ψευτονοικοκυρές μα κυρίως για ψευτοπαλικαράδες παλιούς και σύγχρονους, που παίζουνε σε γλέντια και κρασοπαρέες μπόλικες ...μπαλωτές τ΄αέρα ενώ όταν κι όπου κοινωνικός, αντιβασικός, εθνικοανεξαρτησιακός-πατριωτικός αγώνας, είναι πάντα κρυμμένοι σα λαγοί στα σπιτάκια και στις μπεκροσαχλοπαρέες τους:
Όσες πατούνε αργαλείο κι ανυφαντούδες είναι ;
Κι όσοι κρατούσιν άρματα πολεμιστάδες είναι;...
Αναστορήθηκα και μοιράζομαι μαζί σας καμπόσες ακόμα μαντινάδες παλαιικού ΄πιτήδειου λόγου.
(αναστορούμαι=θυμάμαι, πιτήδειος=επιτήδειος,επιδέξιος)
Ανθίζουν κάμποι και βουνά, μοσχοβολούν οι τόποι,
σαν αγαπιούνται αληθινά και σμίγουν οι ανθρώποι!
Σε κάθε στάλα τση βροχής, το σ΄αγαπώ έχω μπέψει! (πέμψει)
Και καρτερώ κατακλυσμό να κάμει να σε βρέξει!...
Μην το θαρρείς για προσβολή, ανέ τρελό σε πούνε.
Τα όνειρα τω΄ γνωστικώ΄ οι κουζουλοί τα ζούνε...
γνωστικός=λογικός
Η λεβεντιά κι η γι αρχοντιά, όντεν ανταμωθούνε,
τα δέντρα γονατίζουνε και τα χαράκια σπούνε!
Άντρας απού ΄ν΄ευαίσθητος, πού και φορά δακρύζει
και με το δάκρυ τσ΄αθρωπιάς τα μάθια του στολίζει.
Θεριό δεν εγεννήθηκα, μα με θεριά τα βάνω
και πάντα μου θα μάχομαι, κι ανέ νικώ, κι ά΄χάνω...
Ξοπίσω από τη πλάτη μου κάποιοι με σχολιάζου΄,
όμως τσι κότες οι αετοί ποτέ δε λογαριάζου΄...
Εγώ δε μοιάζω του κισσού και το χοχλιό δε κάνω...
Στέκω γερά στα πόδια μου, ψηλά πηδώ και φτάνω.
Κ.Ντ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου