του
Κώστα Ντουντουλάκη
«Αν ένα πουλί μπορούσε να πει με ακρίβεια, τι τραγουδάει,
γιατί τραγουδάει, και τι είναι που το κάνει να τραγουδάει, δεν θα τραγούδαγε.»
«Παραλλάζοντας τα παραπάνω λόγια του Πωλ Βαλερύ», λέει ο Γιώργος Παυλόπουλος, "αν ένας ποιητής μπορούσε
να πει με ακρίβεια τι γράφει, γιατί γράφει, και τι είναι αυτό που τον κάνει να
γράφει, δεν θα έγραφε."
«Κι εγώ», συνεχίζει, «δεν ξέρω τώρα να σας πω τι είναι
ποίηση και γιατί γράφω ποιήματα. Πολύ περισσότερο δεν ξέρω να σας πω σε τι μας βοηθάει
η ποίηση και ποιος είναι ο σκοπός της. Το μόνο που ξέρω είναι πως ο ποιητής
ήταν πάντα ένας αφοσιωμένος της Ζωής. Είτε τον γεμίζει χαρά είτε τον θλίβει η
Ζωή, είτε τον πάει στον Ουρανό, είτε τον κατεβάζει στην Κόλαση, αυτός μένει
πάντα ο αφοσιωμένος της! Τη μυστήρια αγάπη του για την Ζωή δεν έχει άλλον τρόπο
να την εκφράσει. Γράφει ποιήματα.
Νομίζω ότι προσπαθεί να εκφράσει κυρίως αυτό που κρύβει η Ζωή.
Όπως ο Έρωτας κρύβει αυτό που μας κάνει ερωτευμένους.»
Διαβάζοντας κανείς απόψεις σαν τις παραπάνω, του μεγάλου Γάλλου
φιλόσοφου ποιητή Πωλ Βαλερί και του σύγχρονου, ανάλογα φιλοσοφούντος Έλληνα ποιητή Γιώργου Παυλόπουλου αναρωτιέται:
Είναι λοιπόν η ποίηση, ερωτική πράξη; Ή μήπως, πράξη απόγνωσης;
Ή μήπως και τα δύο;…
Όλοι οι ποιητές, καθένας με την δική του οπτική, προσπάθησαν
να διατυπώσουν ή μάλλον να προσεγγίσουν έναν κάποιον, κατά πολλούς ειδήμονες ανέφικτο,
ορισμό ή κατ΄αυτούς στόχο της ποίησης:
«Η ποίηση δεν είναι ο
τρόπος να μιλήσουμε, αλλά ο καλύτερος τρόπος να κρύψουμε το πρόσωπό μας» (Αναγνωστάκης)
«Η ποίηση μας δημιουργεί την εντύπωση, όχι πως ανακαλύψαμε
κάτι καινούργιο, αλλά πως θυμηθήκαμε κάτι που είχαμε ξεχάσει» (Μπράντλεϋ)
«Η ποίηση είναι αναζήτηση του ανεξήγητου» (Στήβενς)
«Η ποίηση είναι το καταφύγιο που φθονούμε!» (Καρυωτάκης)
«Η ποίηση δεν είναι ένα ελευθέρωμα της συγκίνησης, αλλά απόδραση
από την συγκίνηση» (Έλιοτ)
«Η ποίηση είναι η πιο πυκνή μορφή προφορικής έκφρασης» (Πάουντ)
«Εμείς αδερφέ μου, δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε απ΄ τον
κόσμο. Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο» (Ρίτσος)
-Ο μέγας Μπρεχτ, στα ποιήματά του, συνήθως σε κάνει εκεί που
συγκινείσαι, ξαφνικά να εξεγείρεσαι, και ενώ θυμώνεις, ταυτόχρονα να
παρασύρεσαι από τον οίκτο για την ίδια την ζωή σου, σε τοποθετεί μπροστά σ΄ έναν
καθρέφτη που ίσως αγνοείς ίσως αποφεύγεις
, ώσπου ν΄αποφασίσεις ν΄ανοίξεις τα
μάτια σου και ν΄αντικρύσεις για πρώτη σου ή για πολλοστή φορά την γυμνή
αλήθεια. Την κρυμμένη εντός και γύρω σου αλήθεια .
Εάν αυτή δεν σου αρέσει, σε βάζει μπρος στην δική σου ευθύνη
ν΄αγωνιστείς να την μετατρέψεις από πικρή σε γλυκειά…
-Όσοι οι ποιητές, άλλες τόσες κι οι απόψεις για την ποίηση.
Μα, όπως σημειώνει ο Φερνάντο Πεσσόα:
«Ο άνεμος φυσάει,
έτσι όπως τον άκουσε ο Όμηρος, ακόμα κι αν δεν υπήρξε ποτέ!»
Διαβάζοντας τα ποιήματα του Μανόλη Λεφάκη, διαπιστώνω πόσο της
ταιριάζουν, άλλες πιότερο, άλλες εν μέρει, δεν έχει σημασία, όλες οι παραπάνω
προσεγγίσεις του τι ή πώς είναι ή δεν είναι και τι εκφράζει η ποίηση!
Μας αποκαλύπτεται εξαρχής στο εύστοχα επιλεχθέν από αυτόν ως
«Προοιμιακό» εισαγωγικό του ποίημα στην νέα του Συλλογή «Νόστος Εαρινός»:
«Πάλι μου κλείνει το μάτι
η ακοίμητη μούσα
κι εγώ
κοιτώντας το πορτραίτο
της λύπης,
αφήνω λίγες σταγόνες
πάνω σε φύλλα ημερολογίων.
Γιατί η χαρά σταμάτησε από καιρό
να μου φέρνει τραγούδια.
Και ξανά μου μαγνητίζει το χέρι
η μάγισσα των λέξεων
κι αφήνομαι στη γαλήνη του βυθού.
Χιλιάδες χρώματα, όνειρα,
σκοτάδι και φως.
Πάρε με κύμα της άνοιξης
και ταξιδευτή μέτοικο πήγαινέ με
στις μαγικές σου σπηλιές,
με καινούργια φορέματα να ντύσω
τα παλιά μου αγάλματα…
Με τον Μανόλη υπήρξαμε συμφοιτητές, καλοί φίλοι και
συγκάτοικοι στα χρόνια φοίτησής μας στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου. Εποχές
μεγάλης φτώχειας μα περίσσιας ανθρωπιάς . Ξεχώριζε από τότε για την ευγένεια, σωφροσύνη, συναισθηματισμό, φιλομάθεια κι
εργατικότητα, τις πνευματικές του αναζητήσεις, την κριτική του αντίληψη, το ερευνητικό
του πνεύμα, για το ήθος του προπαντός.
Ιδιότητες σμιλεμένες μέσα από συνήθη τότε στους πλείστους μας,
αλλά πιο έντονα σ΄ αυτόν προσωπικά βιώματα δύσκολων παιδικών κι εφηβικών χρόνων, οκογενειακών
συνθηκών στέρησης, σκληρής βιοπάλης, μα
και μεγαλόψυχης αξιοπρέπειας, φιλοτιμίας,
κοινωνικής συνειδητοποίησης κι
ανθρωπιάς.
Έτσι, χωρίς την
αλλοτριωτική ιδεοληπτική χειραγώγηση από τα σημερινά ΜΜΕ και προβαλλόμενες
(απ)αξίες ζωής σμιλεύονταν τα
χαρακτηριστικά των απλών ανθρώπων του λαού μας τότε.
Εκείνης της φτωχολογιάς την οποία τόσο εξύμνησε με τα
τραγούδια του για τις αξίες και στάση ζωής της ο μεγάλος μας Μίκης Θεοδωράκης.
Για την οποία μιλούσαν και όλες σχεδόν οι τότε ελληνικές απλοϊκές μα τόσης
ανθρωπιάς ταινίες, σε αντίθεση με τα σημερινά σαχλοσήριαλ και ταινίες που
(καθόλου τυχαία… ) μιλούν κυρίως για τις σάπιες αξίες, τα βίτσια και τα πάθη της αριστοκρατίας και
των κυνηγών καρριέρας, εξουσίας και χρήματος…
Κάπως έτσι, κατάντησε η αρετή της «Λαϊκότητας», των λαϊκών
αξιών, η εξυμνούμενη από τόσους πνευματικούς
δημιουργούς κάποτε, να λοιδωρείται σήμερα ως «λαϊκισμός» από πονηρά - από πράγματι λαϊκίζοντα στην συστηματική κοινωνική
και ιδεολογική προπαγάνδα τους - κέντρα.
-Εμφορούμενος από τέτοια βιώματα και αξίες, παραπέρα καλλιεργημένα εξ ιδιοσυγκρασίας από τον ίδιο,
ο Μανόλης Λεφάκης, ολοένα και πιο ανήσυχο
και δημιουργικό πνεύμα, αφότου διοριστήκαμε ως δάσκαλοι της δημόσιας παιδείας, μελετούσε
κι έγραφε κείμενα και ποιήματα, συνέχισε
παραπέρα σπουδές, πήρε πτυχία Φιλοσοφικής,
Μετεκπαίδευσης στην Ειδική Αγωγή, Παιδαγωγικού Τμήματος.
Υπηρέτησε σε ολιγοθέσια και πολυθέσια σχολεία Γενικής και
Ειδικής Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, επιλέχθηκε αξιοκρατικά ως προϊστάμενος του
ΚΔΑΥ -μετέπειτα ΚΕΔΔΥ και τέλειωσε την πολύτιμη εκπαιδευτική του προσφορά ως
Σχολικός Σύμβουλος.
Σ΄αυτό το διάστημα εξέδωσε κατ΄αρχήν -το 1987 την ποιητική
συλλογή
«Νοθευμένη Άνοιξη»,
στην οποία εξομολογείται, στον πρόλογο:
«Γράφω για δυο λόγους:
Πρώτα γιατί αυτό με ευχαριστεί, μου πληρώνει μιαν ανάγκη ζωτική, γιατί μιλώ για κάτι που αντανακλάται μέσα
μου και ζητά οπωσδήποτε να βγει έξω.
Κι ύστερα, γιατί πρέπει να μιλήσω σε κάποιον γι αυτό το κάτι
….. μια φωνή μοναξιάς κι απελπισίας από τη μια κι αναζήτησης της ομορφιάς και της
ελπίδας από την άλλη…
…Η ποίηση πρέπει να τρέχει σαν το νερό της πηγής….να είναι
απλή, για να είναι αληθινή, όμορφη ποίηση…. Σαν τέτοια την πίστεψα και σαν
τέτοια έγινε συνυπαρξιακό μου στοιχείο…»
-Δεύτερό του βιβλίο, το 2002, ήταν η «Μετοικεσία του Ονείρου».
Μετά, το 2010, γράφει το τρίτο του βιβλίο με τίτλο:
«Όταν ήσουν δάσκαλος-κοινωνικοεκπαιδευτικά
δρώμενα στον Ι. Κονδυλάκη».
Τέταρτο βιβλίο του η παρουσιαζόμενη σήμερα, Μάρτιο του 2019, ποιητική
συλλογή «Νόστος Εαρινός».
Από το πρώτο του, πριν το προαναφερθέν «Προοιμιακό» του
ποίημα, το οποίο τιτλοφορεί
«Αρχαίο σήμαντρο», μας εξομολογείται τι είναι κατ΄ αυτόν η
ποίηση και τι αποζητά ο ίδιος:
«Σε ζήτησα
ως το τέρμα της ξενιτιάς μου.
Σ΄αγάπησα
Ως το βάθος της ερημιάς μου.
Και τώρα που σταμάτησε
Το καθημερινό κυνήγι του σύννεφου,
Ο καθρέπτης βρήκε ξανά το χρόνο του.
Όμως καθώς πλησιάζει αθόρυβα το τούνελ
Αναζητώ μια καινούργια ανατολή
να την περπατήσω.
Για νά ΄ρθω ξανά με το αρχαίο σήμαντρο
να χτυπήσω την χειμωνιάτικη πόρτα σου.
Επειδή η ποίηση είναι
το παραμύθι της φυλακής μας.
Σεργιανώντας στα γραφτά του Μανόλη, τα παλιότερα και τα
τωρινά, συναπαντιέμαι με τόση και τέτοια λεπτότητα κι ομορφιά αισθημάτων, ποιότητα και
βάθος νοημάτων, περιεκτικότητα, περιγραφική δύναμη, γλαφυρότητα ύφους και σπανιότητα ήθους, που νομίζω πως ο καλύτερος
επίλογός μου σ΄αυτή την σύντομη παρουσίαση
είναι το παμπάλαιο σοφό εκείνο ταιριαστό στην περίσταση δίστιχο, άγνωστου όσο κι αν έψαξα, κρητικού ριμαδόρου:
«Σα΄σού ΄παντήξει
ομορφιά, στάσου καμάρωσέ τη.
Σα΄σού ΄παντήξει
αθρωπιά, στάσου, προσκύνησέ τη!»
Κώστας Σ. Ντουντουλάκης, συντ. δάσκαλος
(Το κείμενο αυτό διαβάστηκε εκ μέρους μου στην παρουσίαση της
παραπάνω ποιητικής συλλογής του Μανόλη Λεφάκη στο Πνευματικό Κέντρο Χανίων στις
13 Μαρτίου 2019)