ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΝΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ ΤΩΝ ΚΑΘΕΣΤΩΤΙΚΩΝ «ΠΗΓΩΝ»
ή αλλιώς, «ρώτα και τον φίλο μου τον ψεύτη»
του Βλάση Ρασσιά*
ή αλλιώς, «ρώτα και τον φίλο μου τον ψεύτη»
του Βλάση Ρασσιά*
«Τους ευαγγελιστάς εφευρέτας ουχ ίστορας των περί τον Ιησούν γεγενήσθαι πράξεων»
(«Οι ευαγγελιστές είναι επινοητές και όχι εξιστορητές των όσων διαδραματίσθησαν γύρω από τον Ιησού»)
Πορφύριος.
(«Οι ευαγγελιστές είναι επινοητές και όχι εξιστορητές των όσων διαδραματίσθησαν γύρω από τον Ιησού»)
Πορφύριος.
Στην δεύτερη έκδοση της «Ιστορίας της Χριστιανικής Επικρατήσεως» κρίθηκε σκόπιμο να είναι επαυξημένη, μετατραπέντος του αρχικού σύντομου, ψυχρού και ασχολίαστου χρονολογικού πίνακα σε εκτενέστερη ιστορική αφήγηση λόγω του αμετανόητου των οπαδών της καταγγελλόμενης καθεστωτικής κοσμοαντίληψης, που αντί να συμμαζέψουν την μισαλλοδοξία και αλαζονεία τους ή να ζητήσουν έμπρακτα συγνώμη για τα όσα έχουν διαπράξει οι πνευματικοί τους πρόγονοι, αυτοί έκριναν σωστό να καταφύγουν αντίθετα σε όλως άθλιες, οικείες τους ωστόσο, μεθόδους και συμπεριφορές.
Το πιο εντυπωσιακό είναι δε ότι πέραν των αλλεπάλληλων απειλών ακόμη και κατά της ζωής του γράφοντος, διάφορες παρα-εκκλησιαστικές και περι-εκκλησιαστικές συμμορίες κατέφυγαν και στο κόλπο της «αόρατης» και ανώνυμης δυσφήμισης τόσο του εν λόγω βιβλίου όσο και του συγγραφέα με κύρια αιχμή ότι τάχα το πρώτο δεν αποτελεί τίποτε περισσότερο από άκριτη μεταφορά στοιχείων από ξένους αντιχριστιανούς συγγραφείς και δεν στηρίζεται σε πραγματικές… «πηγές».
Το ελάχιστο επώνυμο τμήμα αυτής της γελοίας «μαύρης» προπαγάνδας απαντήθηκε βέβαια ήδη με το κείμενο του γράφοντος «Περί Απατεώνων» που ήδη δημοσιεύθηκε δίκην Παραρτήματος στο βιβλίο του «Επίτομος Ιστορία των Σπαρτιατών», κρίνεται όμως αναγκαίο να γίνει εδώ και μία διαπαντός καταγγελία της υποτιθέμενης υποχρέωσης του ελευθερόφρονα ιστορικού να χρησιμοποιεί σώνει και καλά τις αναξιόπιστες και χαλκευμένες «πηγές» του όποιου καθεστώτος για να ασκήσει την στοιχειώδη εναντίον του κριτική.
Στ’ αλήθεια δεν υπάρχει τίποτε πιο ατιμωτικό, τόσο για έναν πραγματικό ιστορικό όσο και για την ίδια την ιστορική αλήθεια, από το να σύρεται κανείς σε τάχα «υποχρεωτική» χρήση των αναξιόπιστων, υποκειμενικών, προπαγανδιστικών ή εμφανώς ψευδών «πηγών» της όποιας καθεστωτικής πλευράς που ελέγχεται για κακουργηματική δραστηριότητα και είναι απορίας άξιο το γεγονός ότι σοβαροί κατά τα άλλα ιστορικοί των δικών μας καιρών δεν έχουν συνειδητοποιήσει κάτι τόσο πολύ απλό, ότι δηλαδή αυτοπαγιδεύονται στην χαλκευμένη αφήγηση τής εν λόγω πλευράς.
Κλασικό παράδειγμα δηλαδή αυτού που λέμε «ρώτα και τον φίλο μου τον ψεύτη».
Ίσως αυτό να οφείλεται στο ότι οι εν λόγω ιστορικοί δεν έχουν προφανώς ξεριζώσει από μέσα τους τα μολύσματα της "χριστιανικής" ανατροφής τους και ενδόμυχα αισθάνονται ότι ελέγχουν κάτι το ιερό (άρα… αμαρτάνουν!), διότι αν δεν ισχύει αυτό, τότε είναι εντελώς ανεξήγητο το ότι δεν συναντάμε ανάλογο φαινόμενο και όταν λ.χ. παρουσιάζεται η Ιστορία του Ναζισμού, όπου βέβαια ουδείς σκέπτεται να χρησιμοποιήσει ως «αξιόπιστες» «πηγές» τα πάμπολλα διασωθέντα φυλλάδια της εθνικοσοσιαλιστικής προπαγάνδας της δεκαετίας του 30.
Όντας όμως υποχρεωμένοι, είτε λόγω της «μαύρης» προπαγάνδας των ολίγων είτε λόγω της βλακείας των πολλών, να εξηγούμε εδώ πράγματα που θα έπρεπε κανονικά να ήσαν ΑΥΤΟΝΟΗΤΑ, δηλώνουμε με πάσα σαφήνεια ότι από πλευράς μας οι μόνες έγκυρες πηγές για την συγγραφή της όποιας «Ιστορίας της Χριστιανικής Επικρατήσεως» εκτός των προς έκθλιψη «πηγών» είναι τα ελάχιστα σε παγκόσμιο επίπεδο διασωθέντα κείμενα νομοθεσιών, τα επίσης ελάχιστα αρχαιολογικά σχετικά στοιχεία, αλλά, κυρίως, όλες οι προηγούμενες συγγραφές, αναλύσεις και κρίσεις από μη χριστιανούς ή ουδέτερους ή, έστω, από αντικειμενικούς τουλάχιστον «τύποις χριστιανούς» ιστορικούς της εποχής μας, καθώς εκ των πραγμάτων είναι ελάχιστες οι διασωθείσες αναφορές από συγγραφείς της ηττηθείσας πλευράς.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα ότι για τον πολύ καθοριστικό όσο και τρομερό 4ο αιώνα είμαστε υποχρεωμένοι να αντλούμε στοιχεία από κόλακες ή προπαγανδιστές συγγραφείς της χριστιανικής πλευράς, όταν έχει απωλεσθεί σε κάποιες από τις ύστερες χριστιανικές πυρές (αφού την είχε διαβάσει ο Φώτιος, ο οποίος μάλιστα προβαίνει και στους αναπόφευκτους για έναν χριστιανό που διαβάζει μη ομόδοξες απόψεις χαρακτηρισμούς: «…στον πρώτο τόμο προσβάλλει την καθαρή πίστη ημών των χριστιανών και εξυμνεί την ειδωλολατρική πλάνη και κάνει πολλές επιθέσεις στους (sic) ευσεβείς μας αυτοκράτορες…») η σημαντικότατη «Ιστορία» του Εθνικού συγγραφέα Ευναπίου των Σάρδεων, ο οποίος συνέχιζε από το έτος 270, επί Κλαυδίου Γοτθικού έως τουλάχιστον τους χρόνους του Αρκαδίου, την αφήγηση του γνωστού Αθηναίου ιστορικού και πολιτικού Δέξιππου (Lieu – Montserrat, σελ. 9 -10).
Αυτές λοιπόν είναι οι δικές μας πηγές, ;aσχeτα εάν, εν γνώσει μας, παρουσιάζουν εν τέλει ένα απειροστημόριο μόνον της πραγματικής φρίκης και κακουργίας.
Όλες οι άλλες «πηγές» είναι εντελώς αναξιόπιστες και χρησιμοποιούνται μόνον εξ ανάγκης, όταν ουδεμία άλλη πληροφορία υπάρχει για κάποιο γεγονός, και βέβαια πάντοτε «λιωμένες» στις μυλόπετρες της αυστηρής λογικής μας κρίσης και την ευρύτερης γνώσης μας για το εν γένει πολιτισμικό, εθιμικό και ιστορικό πλαίσιο της κάθε εποχής.
Έστω όμως και ως ένα απειροελάχιστο εκείνου που συνέβη πραγματικά, η καταγραφή μάς ικανοποιεί, γιατί αν μη τι άλλο τουλάχιστον επαρκεί στο να καταδείξει αυτό που πρέπει να καταδειχθεί, δηλαδή την πραγματική φύση των εχθρών του Ανθρώπου που ήρθαν εντελώς απρόσκλητοι να παραστήσουν τους «θεόθεν» «σωτήρες» του.
Εμείς αρνούμαστε να προσπεράσουμε πονηρά τις παραπάνω απαραίτητες προϋποθέσεις για την μελέτη γεγονότων και ιστορικών εποχών κατά τις οποίες, όπως προείπαμε, η ελεύθερη έκφραση ήταν πλήρως απαγορευμένη ή δεν υπήρχε καν ως ιδέα στα ανθρώπινα μυαλά, γιατί τότε θα πρέπει να παπαγαλίζουμε απλώς και εμείς τα περί «αγγέλων Κυρίου» που φονεύουν τους «ασεβείς», για «πλανημένους» που αίφνης είδαν το… «φως το αληθινό» και αποκήρυξαν ανενδοίαστα το παρελθόν τους αλλά και όλους τους προγόνους τους, και έτερα τέτοια «λογικά» και «ιστορικά» πράγματα.
Βέβαια τότε θα ήμασταν όλως αρεστοί στους κρατούντες και ούτε προσβολές θα δεχόμασταν, ούτε απειλές κατά της ζωής μας.
Επειδή γνωρίζουμε καλά ότι όταν οι «πηγές» αυτού του συρφετού αναφέρονται σε «αγγέλους Κυρίου» που φονεύουν, στην πραγματικότητα αναφέρονται σε σφαγές ανθρώπων από ανθρώπους και μόνον από ανθρώπους, έτσι θα ερμηνεύουμε τις περιλάλητες «πηγές» και έτσι θα γράφουμε την υπέρ αδικηθέντων, ηττηθέντων, κακοποιηθέντων και εξαφανισθεντων Ιστορία μας.
Ποτέ δεν θα συρθούμε στο να «τεκμηριώσουμε» ότι το φεγγάρι δεν είναι τρίγωνο επειδή μόνο και μόνο εκατομμύρια απατεώνες ή ψυχοπαθείς καταναλωτές παραμυθιών αρέσκονται να υποστηρίζουν μανιωδώς κάτι τέτοιο, και ποτέ δεν θα σκύψουμε τον αυχένα εμπρός στο ομολογουμένως τρομακτικό μέγεθος της προέλασης αυτών που απειλητικά κραδαίνουν το ξίφος και τον σταυρό.
Θα υπερασπιζόμαστε εσαεί τον φυσιολογικό και ελεύθερο άνθρωπο, το μόνο μέτρο για τις δικές μας επιλογές και προτεραιότητες, είτε με τα δικά του μόνον κείμενα (όσα τουλάχιστον έχουν διασωθεί), την δική του Φιλοσοφία, Θρησκεία και κώδικα αξιών, είτε με επίπονη «έκθλιψη» των γελοίων «πηγών» που οι εχθροί έχουν το θράσος να επισείουν ως τάχα μόνες έγκυρες και σοβαρές.
Το πιο εντυπωσιακό είναι δε ότι πέραν των αλλεπάλληλων απειλών ακόμη και κατά της ζωής του γράφοντος, διάφορες παρα-εκκλησιαστικές και περι-εκκλησιαστικές συμμορίες κατέφυγαν και στο κόλπο της «αόρατης» και ανώνυμης δυσφήμισης τόσο του εν λόγω βιβλίου όσο και του συγγραφέα με κύρια αιχμή ότι τάχα το πρώτο δεν αποτελεί τίποτε περισσότερο από άκριτη μεταφορά στοιχείων από ξένους αντιχριστιανούς συγγραφείς και δεν στηρίζεται σε πραγματικές… «πηγές».
Το ελάχιστο επώνυμο τμήμα αυτής της γελοίας «μαύρης» προπαγάνδας απαντήθηκε βέβαια ήδη με το κείμενο του γράφοντος «Περί Απατεώνων» που ήδη δημοσιεύθηκε δίκην Παραρτήματος στο βιβλίο του «Επίτομος Ιστορία των Σπαρτιατών», κρίνεται όμως αναγκαίο να γίνει εδώ και μία διαπαντός καταγγελία της υποτιθέμενης υποχρέωσης του ελευθερόφρονα ιστορικού να χρησιμοποιεί σώνει και καλά τις αναξιόπιστες και χαλκευμένες «πηγές» του όποιου καθεστώτος για να ασκήσει την στοιχειώδη εναντίον του κριτική.
Στ’ αλήθεια δεν υπάρχει τίποτε πιο ατιμωτικό, τόσο για έναν πραγματικό ιστορικό όσο και για την ίδια την ιστορική αλήθεια, από το να σύρεται κανείς σε τάχα «υποχρεωτική» χρήση των αναξιόπιστων, υποκειμενικών, προπαγανδιστικών ή εμφανώς ψευδών «πηγών» της όποιας καθεστωτικής πλευράς που ελέγχεται για κακουργηματική δραστηριότητα και είναι απορίας άξιο το γεγονός ότι σοβαροί κατά τα άλλα ιστορικοί των δικών μας καιρών δεν έχουν συνειδητοποιήσει κάτι τόσο πολύ απλό, ότι δηλαδή αυτοπαγιδεύονται στην χαλκευμένη αφήγηση τής εν λόγω πλευράς.
Κλασικό παράδειγμα δηλαδή αυτού που λέμε «ρώτα και τον φίλο μου τον ψεύτη».
Ίσως αυτό να οφείλεται στο ότι οι εν λόγω ιστορικοί δεν έχουν προφανώς ξεριζώσει από μέσα τους τα μολύσματα της "χριστιανικής" ανατροφής τους και ενδόμυχα αισθάνονται ότι ελέγχουν κάτι το ιερό (άρα… αμαρτάνουν!), διότι αν δεν ισχύει αυτό, τότε είναι εντελώς ανεξήγητο το ότι δεν συναντάμε ανάλογο φαινόμενο και όταν λ.χ. παρουσιάζεται η Ιστορία του Ναζισμού, όπου βέβαια ουδείς σκέπτεται να χρησιμοποιήσει ως «αξιόπιστες» «πηγές» τα πάμπολλα διασωθέντα φυλλάδια της εθνικοσοσιαλιστικής προπαγάνδας της δεκαετίας του 30.
Όντας όμως υποχρεωμένοι, είτε λόγω της «μαύρης» προπαγάνδας των ολίγων είτε λόγω της βλακείας των πολλών, να εξηγούμε εδώ πράγματα που θα έπρεπε κανονικά να ήσαν ΑΥΤΟΝΟΗΤΑ, δηλώνουμε με πάσα σαφήνεια ότι από πλευράς μας οι μόνες έγκυρες πηγές για την συγγραφή της όποιας «Ιστορίας της Χριστιανικής Επικρατήσεως» εκτός των προς έκθλιψη «πηγών» είναι τα ελάχιστα σε παγκόσμιο επίπεδο διασωθέντα κείμενα νομοθεσιών, τα επίσης ελάχιστα αρχαιολογικά σχετικά στοιχεία, αλλά, κυρίως, όλες οι προηγούμενες συγγραφές, αναλύσεις και κρίσεις από μη χριστιανούς ή ουδέτερους ή, έστω, από αντικειμενικούς τουλάχιστον «τύποις χριστιανούς» ιστορικούς της εποχής μας, καθώς εκ των πραγμάτων είναι ελάχιστες οι διασωθείσες αναφορές από συγγραφείς της ηττηθείσας πλευράς.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα ότι για τον πολύ καθοριστικό όσο και τρομερό 4ο αιώνα είμαστε υποχρεωμένοι να αντλούμε στοιχεία από κόλακες ή προπαγανδιστές συγγραφείς της χριστιανικής πλευράς, όταν έχει απωλεσθεί σε κάποιες από τις ύστερες χριστιανικές πυρές (αφού την είχε διαβάσει ο Φώτιος, ο οποίος μάλιστα προβαίνει και στους αναπόφευκτους για έναν χριστιανό που διαβάζει μη ομόδοξες απόψεις χαρακτηρισμούς: «…στον πρώτο τόμο προσβάλλει την καθαρή πίστη ημών των χριστιανών και εξυμνεί την ειδωλολατρική πλάνη και κάνει πολλές επιθέσεις στους (sic) ευσεβείς μας αυτοκράτορες…») η σημαντικότατη «Ιστορία» του Εθνικού συγγραφέα Ευναπίου των Σάρδεων, ο οποίος συνέχιζε από το έτος 270, επί Κλαυδίου Γοτθικού έως τουλάχιστον τους χρόνους του Αρκαδίου, την αφήγηση του γνωστού Αθηναίου ιστορικού και πολιτικού Δέξιππου (Lieu – Montserrat, σελ. 9 -10).
Αυτές λοιπόν είναι οι δικές μας πηγές, ;aσχeτα εάν, εν γνώσει μας, παρουσιάζουν εν τέλει ένα απειροστημόριο μόνον της πραγματικής φρίκης και κακουργίας.
Όλες οι άλλες «πηγές» είναι εντελώς αναξιόπιστες και χρησιμοποιούνται μόνον εξ ανάγκης, όταν ουδεμία άλλη πληροφορία υπάρχει για κάποιο γεγονός, και βέβαια πάντοτε «λιωμένες» στις μυλόπετρες της αυστηρής λογικής μας κρίσης και την ευρύτερης γνώσης μας για το εν γένει πολιτισμικό, εθιμικό και ιστορικό πλαίσιο της κάθε εποχής.
Έστω όμως και ως ένα απειροελάχιστο εκείνου που συνέβη πραγματικά, η καταγραφή μάς ικανοποιεί, γιατί αν μη τι άλλο τουλάχιστον επαρκεί στο να καταδείξει αυτό που πρέπει να καταδειχθεί, δηλαδή την πραγματική φύση των εχθρών του Ανθρώπου που ήρθαν εντελώς απρόσκλητοι να παραστήσουν τους «θεόθεν» «σωτήρες» του.
Εμείς αρνούμαστε να προσπεράσουμε πονηρά τις παραπάνω απαραίτητες προϋποθέσεις για την μελέτη γεγονότων και ιστορικών εποχών κατά τις οποίες, όπως προείπαμε, η ελεύθερη έκφραση ήταν πλήρως απαγορευμένη ή δεν υπήρχε καν ως ιδέα στα ανθρώπινα μυαλά, γιατί τότε θα πρέπει να παπαγαλίζουμε απλώς και εμείς τα περί «αγγέλων Κυρίου» που φονεύουν τους «ασεβείς», για «πλανημένους» που αίφνης είδαν το… «φως το αληθινό» και αποκήρυξαν ανενδοίαστα το παρελθόν τους αλλά και όλους τους προγόνους τους, και έτερα τέτοια «λογικά» και «ιστορικά» πράγματα.
Βέβαια τότε θα ήμασταν όλως αρεστοί στους κρατούντες και ούτε προσβολές θα δεχόμασταν, ούτε απειλές κατά της ζωής μας.
Επειδή γνωρίζουμε καλά ότι όταν οι «πηγές» αυτού του συρφετού αναφέρονται σε «αγγέλους Κυρίου» που φονεύουν, στην πραγματικότητα αναφέρονται σε σφαγές ανθρώπων από ανθρώπους και μόνον από ανθρώπους, έτσι θα ερμηνεύουμε τις περιλάλητες «πηγές» και έτσι θα γράφουμε την υπέρ αδικηθέντων, ηττηθέντων, κακοποιηθέντων και εξαφανισθεντων Ιστορία μας.
Ποτέ δεν θα συρθούμε στο να «τεκμηριώσουμε» ότι το φεγγάρι δεν είναι τρίγωνο επειδή μόνο και μόνο εκατομμύρια απατεώνες ή ψυχοπαθείς καταναλωτές παραμυθιών αρέσκονται να υποστηρίζουν μανιωδώς κάτι τέτοιο, και ποτέ δεν θα σκύψουμε τον αυχένα εμπρός στο ομολογουμένως τρομακτικό μέγεθος της προέλασης αυτών που απειλητικά κραδαίνουν το ξίφος και τον σταυρό.
Θα υπερασπιζόμαστε εσαεί τον φυσιολογικό και ελεύθερο άνθρωπο, το μόνο μέτρο για τις δικές μας επιλογές και προτεραιότητες, είτε με τα δικά του μόνον κείμενα (όσα τουλάχιστον έχουν διασωθεί), την δική του Φιλοσοφία, Θρησκεία και κώδικα αξιών, είτε με επίπονη «έκθλιψη» των γελοίων «πηγών» που οι εχθροί έχουν το θράσος να επισείουν ως τάχα μόνες έγκυρες και σοβαρές.
Όσο έγκυρη και σοβαρή μπορεί να θεωρείται από λογικό άνθρωπο και η… ανάσταση εκ νεκρών!
Βλάσης Γ. Ρασσιάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου