Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2019

ΕΘΝΟΣ ΤΑΞΕΙΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ

Κείμενα-Απόψεις-Αναλύσεις: 
1. Βικιπαίδεια,υποστηρικτές και πολέμιοι 
2. α)Τάκης Φωτόπουλος - β)Περιεκτική Δημοκρατία
3. α)Κομμουνιστική β)Επιθεώρηση
4.Leslie Sklair




1.  Βικιπαίδεια

Ξεκάθαρη εικόνα της παγκοσμιοποίησης στην επικοινωνία είναι το ίντερνετ. Στο σχήμα διακρίνονται οι υπερπόντιες διασυνδέσεις στην υφήλιο.
Παγκοσμιοποίηση ή διεθνοποίηση είναι η αυτονόμηση όλων εκείνων των παραμέτρων (οικονομίαεπικοινωνία κλπ) οι οποίες μέχρι πρόσφατα (μερικές δεκαετίες) επεδίωκαν να έχουν σύνορα μέσα σε ένα κράτος - προστάτη. Παράμετροι που τείνουν να ελευθερώνονται και να διαχέονται, ακολουθώντας την παγκοσμιοποίηση, είναι το εμπόριο, η κοινωνική δομή, η τεχνολογία, η κουλτούρα, το πολιτικό σύστημα, η γνώση κλπ. Ο όρος συχνά χρησιμοποιείται στην επιχειρηματολόγηση για την ανάγκη μιας νέας καθολικού τύπου ηγεμονίας στον κόσμο. Ο όρος χρησιμοποιείται τουλάχιστον από το 1944 και ο πρώτος που τον χρησιμοποίησε σε οικονομικό πλαίσιο ήταν ο Θήοντορ Λέβιτ.[1]
Ορισμός Ένας τυπικός, αν και περιοριστικός, ορισμός είναι αυτός που δίνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ο οποίος δίνει έμφαση στην αυξανόμενη οικονομική αλληλεξάρτηση των χωρών παγκόσμια μέσω του αυξανόμενου όγκου και ποικιλίας διεθνών συναλλαγών αγαθών και υπηρεσιών, της ελεύθερης ροής κεφαλαίου διεθνώς, και της γρήγορης και ευρείας διάχυσης της τεχνολογίας. Παρόλο που η παγκοσμιοποίηση είναι ένα ιδιαίτερα περίπλοκο σύμπλεγμα φαινομένων και σχέσεων, εντούτοις μπορεί κάποιος να διαχωρίσει διάφορες πτυχές της:
  • βιομηχανική παγκοσμιοποίηση - η ενίσχυση και επέκταση των πολυεθνικών εταιρειών
  • χρηματοπιστωτική παγκοσμιοποίηση - η ανάδυση παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών αγορών και η πιο εύκολη πρόσβαση σε εξωτερικές χρηματοδοτήσεις για εταιρικούς και κρατικούς δανειζόμενους
  • πολιτική παγκοσμιοποίηση - η επέκταση των πολιτικών συμφερόντων σε περιοχές και χώρες που δεν γειτνιάζουν με τα πολιτικά ισχυρά κράτη
  • παγκοσμιοποίηση της πληροφόρησης - αύξηση της ροής πληροφόρησης μεταξύ γεωγραφικά μακρινών περιοχών
  • πολιτισμική παγκοσμιοποίηση - ανάπτυξη διαπολιτισμικών επαφών και δημιουργία μιας παγκόσμιας κουλτούρας.
Σύμφωνα με τον Ισμαήλ Σαρίφ, η παγκοσμιοποίηση είναι η παγκόσμια διαδικασία ομογενοποίησης τιμών, προϊόντων, απολαβών, τόκων, και κερδών.[2] Η ανάπτυξη της παγκοσμιοποίησης έγκειται σε τρεις παράγοντες: στον ρόλο της μετανάστευσης ανθρώπων, στο διεθνές εμπόριο, και στις γρήγορες μετακινήσεις κεφαλαίων και την ολοκλήρωση των χρηματοπιστωτικών αγορών.

Χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


KFC (παλαιότερα "Kentucky Fried Chicken") στο Κουβέιτ.
Η παγκοσμιοποίηση ταυτίζεται με διάφορες τάσεις οι οποίες έκαναν την εμφάνισή τους ή ενισχύθηκαν σημαντικά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτές περιλαμβάνουν την αυξημένη διεθνή κινητικότητα αγαθών, χρημάτων, πληροφοριών και ανθρώπων, καθώς και την ανάπτυξη της τεχνολογίας, των οργανισμών, των νομικών συστημάτων και των υποδομών που συνέβαλαν σε αυτή την κινητικότητα. Όμως αμφισβητείται το κατά πόσο αυτές οι τάσεις υπάρχουν πραγματικά.

Έλεγχος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι τεχνολογίες (Web 2.0μεταφορές) κάνουν πλέον σήμερα την παγκόσμια διάχυση αναπόφευκτη σε πολλά επίπεδα. Η παγκοσμιοποίηση χαλιναγωγείται κυρίως σε οικονομικό επίπεδο, σε επίπεδο ανταλλαγής ανθρώπινων πληθυσμών, διάχυσης πανίδας και τέλος με απαγόρευση πληροφόρησης που ενδέχεται να συμβαίνει εντός ή εκτός κάποιων συνόρων. Το ενδιαφέρον είναι πως οι παράμετροι αυτές δεν ελέγχονται κοινωνικά αλλά από τις ηγεσίες που τις διαχειρίζονται.

Υποστηρικτές της παγκοσμιοποίησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι υποστηρικτές της δημοκρατικής παγκοσμιοποίησης θεωρούν ότι η πρώτη φάση, η οποία αφορά τις αγορές, πρέπει να ολοκληρωθεί με τη δημιουργία πολιτικών θεσμών που θα εκφράζουν τη θέληση των παγκόσμιων πολιτών. Η διαφορά τους με άλλους γκλομπαλιστές είναι ότι δεν καθορίζουν εκ των προτέρων κάποια ιδεολογία που να συγκεκριμενοποιεί αυτή τη θέληση, η οποία θα πρέπει να αφεθεί στην ελεύθερη επιλογή των πολιτών μέσω δημοκρατικών διαδικασιών.
Οι υποστηρικτές του ελεύθερου εμπορίου επισημαίνουν ότι οι οικονομικές θεωρίες για συγκριτικό πλεονέκτημα υποδεικνύουν ότι το ελεύθερο εμπόριο οδηγεί σε πιο αποτελεσματική κατανομή του πλούτου, με όφελος για όλες τις χώρες που μετέχουν στο εμπόριο. Γενικά, αυτό οδηγεί σε χαμηλότερες τιμές, χαμηλότερη ανεργία και υψηλότερη αποδοτικότητα.
Οι φιλελεύθεροι και άλλοι υποστηρικτές του laissez-faire καπιταλισμού ισχυρίζονται ότι περισσότερη πολιτική και οικονομική ελευθερία υπό τη μορφή δημοκρατίας και καπιταλισμού στον ανεπτυγμένο κόσμο είναι αυτοσκοπός, αλλά παράγει ταυτόχρονα και περισσότερο υλικό πλούτο. Βλέπουν την παγκοσμιοποίηση ως την ωφέλιμη επικράτηση της ελευθερίας και του καπιταλισμού.
Πολλοί ισχυρίζονται ότι το κίνημα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση παρουσιάζει μη εμπεριστατωμένα επιχειρήματα και ότι οι διεθνείς στατιστικές υποστηρίζουν σθεναρά την παγκοσμιοποίηση:
  • Το ποσοστό των ανθρώπων που ζουν σε αναπτυσσόμενες χώρες με ημερήσιες απολαβές κάτω του ενός δολαρίου ΗΠΑ (προσαρμοσμένο για πληθωρισμό και αγοραστική αξία) έχει πέσει στο μισό σε διάστημα είκοσι ετών,[3] αν και κάποιοι υποστηρίζουν ότι πρέπει να ληφθούν υπ' όψη άλλοι παράγοντες μέτρησης της φτώχειας.[4]
  • Το προσδόκιμο ζωής στον αναπτυσσόμενο κόσμο έχει σχεδόν διπλασιαστεί μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και η ψαλίδα, σε σχέση με τον αναπτυγμένο κόσμο όπου η αύξηση ήταν μικρότερη, έχει μικρύνει κάπως. Η παιδική θνησιμότητα έχει μειωθεί σε όλες τις αναπτυσσόμενες περιοχές του κόσμου,[5] ενώ η εισοδηματική ανισότητα ανά τον κόσμο μειώνεται.[6]
  • Η δημοκρατία είχε εντυπωσιακή αύξηση, όπου σχεδόν σε κανένα κράτος δεν υπήρχε δικαίωμα ψήφου για όλους το 1900, σε σύγκριση με 62.5% όλων των κρατών το 2000.[7]
  • Η αναλογία του ανά τον κόσμο πληθυσμού που ζει σε χώρες όπου η κατά κεφαλή προμήθεια τροφίμων ανά ημέρα είναι κάτω από 2.200 θερμίδες (9,200 kilojoule) μειώθηκε από 56% στα μέσα της δεκαετίας του 1960 σε κάτω από 10% τη δεκαετία του 1990.[8]
  • Μεταξύ του 1950 και του 1999 ο αλφαβητισμός στον κόσμο αυξήθηκε από 52% σε 81%. Ο αλφαβητισμός των γυναικών ως ποσοστό σε σχέση με τους άντρες αυξήθηκε από 59% το 1970 σε 80% το 2000.[9]
  • Το ποσοστό παιδιών στο εργατικό δυναμικό μειώθηκε από 24% το 1960 σε 10% το 2000.[10]
  • Υπάρχει αυξητική τάση για παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, αυτοκίνητα, ραδιόφωνα και τηλέφωνα κατά κεφαλή, καθώς και για ποσοστό πληθυσμού με πρόσβαση σε πόσιμο νερό.[11]
Παρ' όλα αυτά, μερικές από αυτές τις βελτιώσεις πιθανόν να μην οφείλονται στην παγκοσμιοποίηση, ή να ήταν δυνατές σε κάποιον βαθμό χωρίς τη σημερινή μορφή της παγκοσμιοποίησης ή των αρνητικών συνεπειών τις οποίες επικαλούνται τα κινήματα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση.
Μερικοί υπέρμαχοι του καπιταλισμού τηρούν κριτική στάση έναντι στην Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για διεφθαρμένους γραφειοκρατικούς οργανισμούς που ελέγχονται και χρηματοδοτούνται από κράτη και όχι από εταιρείες. Πολλά δάνεια έχουν δοθεί σε δικτάτορες που ποτέ δεν υλοποίησαν μεταρρυθμίσεις τις οποίες υποσχέθηκαν, αφήνοντας αντ' αυτού τον λαό να πληρώσει αργότερα τα χρέη. Θεωρούν ότι ο καπιταλισμός σήμερα είναι πολύ λίγος και όχι υπερβολικός. Επισημαίνουν επίσης ότι αντίσταση στην παγκοσμιοποίηση φέρνουν διάφορες ομάδες με ειδικά συμφέροντα, όπως συντεχνίες σε χώρες του Δυτικού Κόσμου. Ο Χοσέ Μποβέ, ένας από τους ηγέτες του κινήματος ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, εκπροσωπεί επίσης τους Γάλλους αγρότες, οι οποίοι προστατεύονται από τον ανταγωνισμό με χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου με ψηλούς εισαγωγικούς δασμούς και μεγάλες επιχορηγήσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Άλλοι, όπως ο Καναδός γερουσιαστής Ντάγκλας Ρος, βλέπουν την παγκοσμιοποίηση ως απλώς αναπόφευκτη και υποστηρίζουν τη δημιουργία θεσμών όπως μια Κοινοβουλευτική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, η οποία θα εκλέγεται απευθείας από τους πολίτες και θα επιβλέπει τη λειτουργία διεθνών φορέων των οποίων η διοίκηση δεν εκλέγεται.
Οι υποστηρικτές της παγκοσμιοποίησης ασκούν έντονη κριτική σε αρκετές υφιστάμενες πολιτικές, ιδιαίτερα στις πολύ ψηλές επιχορηγήσεις για τη γεωργία στον αναπτυγμένο κόσμο και τους σχετικούς προστατευτικούς δασμούς. Για παράδειγμα, σχεδόν ο μισός προϋπολογισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης πάει σε αγροτικές επιχορηγήσεις, κυρίως σε μεγαλοαγρότες και αγροεπιχειρήσεις, οι οποίοι αποτελούν ένα ισχυρό λόμπι.[12] Το 2005 η Ιαπωνία έδωσε 47 δισ. δολάρια σε επιχορηγήσεις του αγροτικού της τομέα,[13] σχεδόν τέσσερις φορές περισσότερα χρήματα από τη συνολική βοήθεια που έδωσε σε άλλες χώρες.[14] Οι ΗΠΑ δίνουν 3,9 δισ. δολάρια κάθε χρόνο για να στηρίξουν τον τομέα καλλιέργειας βαμβακιού, ο οποίος περιλαμβάνει 25.000 καλλιεργητές, τρεις φορές φορές περισσότερο από τον προϋπολογισμό της USAID για τα 500 εκατομμύρια Αφρικανούς.[15] Αυτό εξαντλεί τα έσοδα του κράτους από φορολογία και αυξάνει τις τιμές για τους καταναλωτές στον αναπτυσσόμενο κόσμο, μειώνει τον ανταγωνισμό και την αποτελεσματικότητα, αποτρέπει τις εξαγωγές από περισσότερο ανταγωνιστικούς αγροτικούς και άλλους τομείς στον αναπτυσσόμενο κόσμο λόγω των εμποδίων, και υποδαυλίζει τους τομείς στους οποίους οι αναπτυσσόμενες χώρες έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα.[16]

Πολέμιοι της παγκοσμιοποίησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι επικριτές της οικονομικής πτυχής της παγκοσμιοποίησης υποστηρίζουν ότι δεν είναι, όπως δηλώνουν οι υποστηρικτές της, μια αναπόφευκτη διαδικασία η οποία πηγάζει φυσικά από τις οικονομικές ανάγκες όλων. Οι επικριτές συνήθως επισημαίνουν ότι η παγκοσμιοποίηση είναι μια διαδικασία που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των πολυεθνικών εταιρειών, και αντιτάσσουν τη δυνατότητα καθιέρωσης εναλλακτικών θεσμών και πολιτικών, οι οποίοι θα αντιμετωπίσουν τις επιθυμίες των φτωχών και εργατικών τάξεων στον κόσμο, καθώς και τα περιβαλλοντικά θέματα, με πιο δίκαιο και σωστό τρόπο.[17] Το κίνημα είναι πολύ ευρύ και περιλαμβάνει εθνικοαπελευθερωτικές ομάδες, αριστερά κόμματα, αναρχικούςοικολόγους, αγροτικές συντεχνίεςαντιρατσιστικές οργανώσεις, θρησκευτικές οργανώσεις, κλπ. Κάποιοι ζητούν μεταρρυθμίσεις (για ένα «πιο ανθρώπινο» είδος καπιταλισμού), ενώ άλλοι έχουν πιο επαναστατική προσέγγιση (υποστηρίζοντας εναλλακτικές προτάσεις στον καπιταλισμό) και άλλοι αντιδρούν θεωρώντας την παγκοσμιοποίηση ως καταστροφική για τη βιομηχανία και την απασχόληση της χώρας τους.
Αναφορικά με το φλέγον θέμα της παγκόσμιας μετανάστευσης, η διαμάχη εκτυλίσσεται γύρω από τις αιτίες (σε τι βαθμό είναι εθελοντική ή υποχρεωτική, απαραίτητη ή όχι), αλλά και τις συνέπειες (κατά πόσο είναι ωφέλιμη ή όχι, αν συμφέρει κοινωνικά ή περιβαλλοντικά). Οι υποστηρικτές θεωρούν τη μετανάστευση απλά σαν μια διαδικασία κατά την οποία μέλη του εργατικού δυναμικού μπορούν να πάνε από μία χώρα σε άλλη για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, ενώ οι επικριτές δίνουν έμφαση στις αρνητικές συνέπειες, όπως την οικονομική, πολιτική και περιβαλλοντική ανασφάλεια, και επισημαίνουν τον συσχετισμό μεταξύ μετανάστευσης και της τεράστιας ανάπτυξης φτωχών συνοικιών σε πόλεις του αναπτυσσόμενου κόσμου. Σύμφωνα με το The Challenge of Slums, έκθεση που εξέδωσε ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών το 2003, «η κυκλική φύση του καπιταλισμού, η αυξημένη ζήτηση για ειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό σε σχέση με το ανειδίκευτο, και οι αρνητικές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης — και ιδιαίτερα οι απότομες βελτιώσεις και επιδεινώσεις της οικονομίας ανά τον κόσμο που συμβάλλουν στην ανισότητα και τη μη ομοιόμορφη κατανομή του νέου πλούτου — συμβάλλουν στην τεράστια ανάπτυξη των φτωχογειτονιών».[18]
Διάφορες πτυχές της παγκοσμιοποίησης θεωρούνται ζημιογόνες από πολλές ομάδες ακτιβιστών, καθώς και από εθνικιστές. Έτσι, περί τα τέλη της δεκαετίας του '90 σφυρηλατήθηκε ένα ετερόκλητο, διεθνές κίνημα το οποίο έγινε γνωστό κυρίως από τις αναταραχές, τις διαδηλώσεις και τις συγκρούσεις που ξέσπασαν το 1999 στο Σιάτλ των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Παρόμοιες συγκρούσεις επαναλήφθηκαν το 2001 στη Γένουα της Ιταλίας, στην 27η Σύνοδο των G8. Το κίνημα αυτό, το οποίο χαρακτηρίζεται κυρίως από έναν σοσιαλιστικό και οικολογικό χαρακτήρα, δεν έχει συγκεκριμένο όνομα. Ο όρος ενάντια στην παγκοσμιοποίηση ή κατά της παγκοσμιοποίησης χρησιμοποιείται συχνά από τα ΜΜΕ, αλλά μπορεί να οδηγήσει σε σύγχυση, καθώς πολύ συχνά οι ακτιβιστές αντιτίθενται σε συγκεκριμένες πτυχές της παγκοσμιοποίησης και όχι σε ολόκληρο το φαινόμενο. Ακτιβιστές όπως ο Νόαμ Τσόμσκι είπαν ότι ο όρος αυτός δεν έχει νόημα, αφού στόχος του κινήματος είναι η παγκοσμιοποίηση της δικαιοσύνης[19] (βλ. Κίνημα Παγκόσμιας Δικαιοσύνης). Πολλοί ακτιβιστές έχουν ως σύνθημα το «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός», το οποίο έχει δώσει ονόματα όπως το altermondialisme στα γαλλικά.
Υπάρχουν πολλά είδη «αντι-παγκοσμιοποίησης». Σε γενικές γραμμές, οι πολέμιοι ισχυρίζονται ότι τα αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης δεν ήταν αυτά που προβλέφθηκαν όταν ξεκίνησαν οι προσπάθειες για απελευθέρωση του εμπορίου και ότι πολλοί οργανισμοί που είναι αναμεμιγμένοι στο σύστημα της παγκοσμιοποίησης δεν λαμβάνουν υπ' όψη τα συμφέροντα των φτωχότερων χωρών, της εργατικής τάξης και του φυσικού περιβάλλοντος.
Στο επίπεδο της οικονομίας, θεωρητικοί που υποστηρίζουν το δίκαιο εμπόριο δηλώνουν ότι το ελεύθερο εμπόριο χωρίς περιορισμούς ευνοεί τους πλούσιους σε βάρος των φτωχών. Ορισμένοι πολέμιοι της παγκοσμιοποίησης βλέπουν το φαινόμενο ως την προώθηση των συμφερόντων των εταιρειών, με πρόθεση να περιοριστούν οι ατομικές ελευθερίες στο όνομα του κέρδους. Υποστηρίζουν επίσης ότι η αυξανόμενη αυτονομία και δύναμη των εταιρειών καθορίζει την πολιτική των κρατών.
Η οικονομική κρίση που ξέσπασε στην ανατολική Ασία το 1997, ξεκινώντας από την εύθραυστη οικονομία της Ταϊλάνδης για να εξαπλωθεί γρήγορα στη Μαλαισία, την Ινδονησία και τη Νότια Κορέα και σιγά σιγά έγινε αισθητή σε όλο τον κόσμο, έδειξε τους νέους κινδύνους και την αστάθεια των ευμετάβλητων παγκοσμιοποιημένων αγορών. Η εκχώρηση χρημάτων που ακολούθησε από το ΔΝΤ ήταν υπό όρους για πολιτικές αλλαγές, κάτι οι πολέμιοι της παγκοσμιοποίησης είδαν ως νεοαποικιακό πλήγμα στην εθνική κυριαρχία των κρατών.
Η κύρια αντίδραση είναι στη νεοφιλελεύθερη πτυχή της παγκοσμιοποίησης, βασικοί εκφραστές της οποίας θεωρούνται κυβερνήσεις και άλλοι φορείς με μεγάλη δύναμη (όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα), οι οποίοι - σύμφωνα με τους πολέμιους - δεν ενδιαφέρονται για τους λαούς, αλλά για τα συμφέροντα των εταιρειών. Πολλά συνέδρια και συναντήσεις μεταξύ υπουργών εμπορίου και οικονομικών των ισχυρών χωρών συνοδεύτηκαν από διαμαρτυρίες, καμιά φορά βίαιες, από ομάδες που αντιτίθενται στην εταιρική παγκοσμιοποίηση. Ορισμένοι έχουν εκφράσει την άποψη ότι η παγκοσμιοποίηση είναι ταυτόχρονα αναπόφευκτη συνέπεια αλλά και αιτία του νεοφιλελευθερισμού, η οποία συνίσταται κυρίως στην απελευθέρωση των αγορών κεφαλαίου και στην κατάργηση δασμών και ρυθμιστικών ελέγχων στις διεθνείς αγορές, με αποτέλεσμα την υπερσυγκέντρωση πλούτου στα χέρια των πιο ανταγωνιστικών πολυεθνικών εταιρειών εις βάρος των επί μέρους τοπικών κοινωνιών.
Ακτιβιστές που είναι εναντίον της παγκοσμιοποίησης αντιδρούν επίσης στο γεγονός ότι η τρέχουσα παγκοσμιοποίηση παγκοσμιοποιεί το κεφάλαιο και τις επιχειρήσεις, αλλά όχι τους ανθρώπους και τις συντεχνίες, υποδεικνύοντας τους αυστηρούς ελέγχους μετανάστευσης σε όλες σχεδόν τις χώρες και την απουσία εργατικών δικαιωμάτων σε πολλές χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου.
Μερικές ομάδες που τάσσονται εναντίον ισχυρίζονται ότι η παγκοσμιοποίηση είναι ιμπεριαλιστική, και είναι ένας από τους παράγοντες που οδήγησαν στον πόλεμο του Ιράκ και συμβάλλουν στην εισροή κεφαλαίων στις ΗΠΑ αντί στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Έτσι, από μία άποψη, η «παγκοσμιοποίηση» είναι άλλος ένας όρος για την «αμερικανοποίηση», καθώς κάποιοι υποστηρίζουν ότι οι ΗΠΑ είναι μια από τις πολύ λίγες χώρες που πραγματικά επωφελούνται από την παγκοσμιοποίηση.
Μία πιο συντηρητική παράταξη που αντιτίθεται στην παγκοσμιοποίηση είναι οι εθνικιστές που υποστηρίζουν ένα ισχυρό κράτος και οι οποίοι φοβούνται ότι η παγκοσμιοποίηση συρρικνώνει τον ρόλο των εθνικών κρατών στη διεθνή πολιτική, καθώς και ότι οι μη κυβερνητικές οργανώσεις τα αποδυναμώνουν. Παραδείγματα αυτής της αντίληψης είναι ο Πατ Μπιουκάναν και ο Ζαν Μαρί Λεπέν.
Πολλοί έχουν επικρίνει την έλλειψη ενότητας και προσανατολισμού του κινήματος, αν και άλλοι, όπως ο Νόαμ Τσόμσκι έχουν δηλώσει ότι αυτή η απουσία συγκέντρωσης μπορεί να είναι και ένα δυνατό σημείο.

Δείκτες παγκοσμιοποίησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μέτρηση της οικονομικής παγκοσμιοποίησης συνήθως επικεντρώνεται σε στοιχεία της εμπορικής δραστηριότητας μιας χώρα, όπως το ΑΕΠ, επενδύσεις, και εισόδημα ανά κεφαλή. Ωστόσο άλλοι δείκτες προσπαθούν να απεικονίσουν την παγκοσμιοποίηση μιας περιοχής λαμβάνοντας υπόψιν και άλλους παράγοντες πολιτικοκοινωνικής, πολιτιστικής και περιβαλλοντολογικής φύσεως.[20]



Βιβλιογραφία

Στα αγγλικά

  • Thomas L. Friedman, The World Is Flat. Farrar, Straus and Giroux, 2006. ISBN 0-374-29279-5
  • Alex MacGillivray, A Brief History of Globalization: the Untold Story of our Incredible Shrinking Planet. Carroll & Graf, 2006. ISBN 0-7867-1710-6
  • Manfred Steger. Globalization: A Very Short Introduction. Oxford University Press, 2003. ISBN 0-19-280359-X
  • Joseph E. Stiglitz. Making Globalization Work. New York : W.W. Norton, 2006. ISBN 0-393-06122-1
  • Joseph E. Stiglitz. Globalization and Its Discontents. New York : W.W. Norton, 2002. ISBN 0-393-32439-7

Μεταφρασμένη στα ελληνικά













2α ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Ομιλία σε συνέδριο του Πανεπιστημίου Πειραιά τον Μάη του 2003)

Οι Αντιτιθέμενες Απόψεις για την Παγκοσμιοποίηση και ο Μύθος του Τέλους της Παγκοσμιοποίησης


1. Η έννοια της παγκοσμιοποίησης
Πριν να συζητήσω το θέμα των αντιτιθέμενων απόψεων για την παγκοσμιοποίηση θα έπρεπε να κάνω μια μικρή εισαγωγή για να ξεκαθαρίσουμε τις έννοιες παγκοσμιοποίησης και διεθνοποίησης γιατί πολλή σχετική σύγχυση υπάρχει ακόμη και με την ορολογία. Οι περισσότεροι άνθρωποι όταν μιλούν για παγκοσμιοποίηση έχουν βέβαια κατά νου την οικονομική παγκοσμιοποίηση που είναι μόνο μία όψη (ή μία συνιστώσα) μολονότι βέβαια η κύρια της παγκοσμιοποίησης. Όμως, θα μπορούσε κανείς να μιλήσει ακόμη για τεχνολογική, πολιτική, πολιτιστική και κοινωνική παγκοσμιοποίηση.
Έτσι, η τεχνολογική παγκοσμιοποίηση αναφέρεται στις νέες τηλεπικοινωνιακές τεχνολογίες, και στην επανάσταση της πληροφορικής (το ιντερνετ, για παράδειγμα αποτελεί μια από τις κύριες εκφράσεις αυτής της παγκοσμιοποίησης).
Η πολιτική παγκοσμιοποίηση αναφέρεται στην παρακμή του έθνους-κράτους (τουλάχιστον σε ότι αφορά την οικονομική κυριαρχία). Αναφέρεται όμως και στην άτυπη πολιτική διακυβέρνηση σε παγκόσμιο επίπεδο που έχει ήδη δημιουργηθεί με την ανάδυση μιας υπερεθνικής ελίτ, η οποία αποτελεί την συμπληρωματική πολιτική έκφραση της οικονομικής παγκοσμιοποίησης
Η πολιτιστική παγκοσμιοποίηση αναφέρεται στην παρούσα ομογενοποίηση της κουλτούρας, όπως εκφράζεται για παράδειγμα από το γεγονός ότι σχεδόν οι πάντες στο σημερινό «παγκόσμιο χωριό» βλέπουν πάνω-κάτω τις ίδιες τηλεοπτικές σειρές και τις ίδιες βίντεο-ταινίες, καταναλώνουν ή ποθούν να καταναλώνουν τα ίδια προϊόντα κ.ο.κ.
Τέλος, η κοινωνική παγκοσμιοποίηση αναφέρεται στην ομογενοποίηση του σημερινού τρόπου ζωής ο οποίος βασίζεται σε μια ατομικιστική και καταναλωτική κουλτούρα.
Μολονότι αυτές οι όψεις (ή συνιστώσες) της παγκοσμιοποίησης είναι σε μεγάλο βαθμό αλληλένδετες, ωστόσο, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι είναι η οικονομική παγκοσμιοποίηση που καθορίζει τις άλλες συνιστώσες της. Πράγμα βέβαια αναμενόμενο εφόσον σε μια οικονομία της αγοράς το οικονομικό στοιχείο είναι το κυρίαρχο στοιχείο στην κοινωνία ένα γεγονός που δεν αποκλείει όμως την αυτονομία των άλλων στοιχείων. Με άλλα λόγια, η σχέση ανάμεσα στα διάφορα στοιχεία είναι μια σχέση αυτονομίας και αλληλεξάρτησης. Έτσι, σε αυτήν την προβληματική, υπάρχει μια διαδικασία αλληλεπίδρασης, στην οποία η οικονομική παγκοσμιοποίηση προωθείται από την τεχνολογική παγκοσμιοποίηση αλλά επίσης την ενισχύει, η πολιτική παγκοσμιοποίηση είναι το αναγκαίο συμπλήρωμα της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, ενώ η κοινωνική και η πολιτιστική παγκοσμιοποίηση είναι οι αναπόφευκτες συνέπειες της οικονομικής παγκοσμιοποίησης.
Είναι λοιπόν φανερό ότι όταν μιλούν πολλοί για τα καλά της παγκοσμιοποίησης και αναφέρονται σε τεχνολογικές εξελίξεις όπως π.χ. το ιντερνετ, που μπορούν να το χρησιμοποιούν σήμερα οι ομάδες που μετέχουν στο κίνημα της αντιπαγκοσμιοποιησης για τον συντονισμό της δράσης τους, απλώς συγχέουν την οικονομική παγκοσμιοποίηση, η οποία έχει βασικά μόνο αρνητικά αποτελέσματα, με τις άλλες μορφές της. Θεωρώντας λοιπόν δεδομένο ότι η κύρια συνιστώσα, ή όψη, της παγκοσμιοποίησης είναι η οικονομική, ας δούμε τι εννοούμε με τον όρο αυτό γιατί και εδώ καλλιεργείται, ηθελημένα ή από άγνοια, μεγάλη σύγχυση είτε γιατί μερικοί θέλουν ν' αρνηθούν το φαινόμενο ως χίμαιρα ή ιδεολόγημα, είτε γιατι προτιμούν να το προσπεράσουν ως συνομωσία και κακή πολιτική.
Αρχικά, θα πρέπει να κάνουμε την βασική διάκριση μεταξύ της οικονομικής παγκοσμιοποίησης και της διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς.
Η «παγκοσμιοποίηση» αναφέρεται στην περίπτωση μιας παγκόσμιας οικονομίας χωρίς σύνορα, στην οποία ο οικονομικός εθνικισμός έχει εξαλειφθεί και η ίδια η παραγωγή έχει διεθνοποιηθεί με την έννοια ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν γίνει α-κρατικά σώματα που εμπλέκονται σε έναν ενιαίο εσωτερικό καταμερισμό της εργασίας ο οποίος καλύπτει πολλές χώρες. Από την άλλη μεριά, η «διεθνοποίηση» αναφέρεται στην περίπτωση όπου οι αγορές μεν έχουν διεθνοποιηθεί, με την έννοια των ανοιχτών συνόρων για την ελεύθερη διακίνηση του κεφαλαίου και των εμπορευμάτων (και, εντός των οικονομικών μπλοκ όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, ακόμη και της εργασίας) αλλά τα έθνη-κράτη εξακολουθούν να υπάρχουν και να μοιράζονται την εξουσία με τις πολυεθνικές επιχειρήσεις, σε ένα σύστημα στο οποίο ο ρόλος του κράτους περιορίζεται προοδευτικά στο να εξασφαλίζει ένα σταθερό πλαίσιο για την οικονομικά αποτελεσματική λειτουργία της αγοράς. Είναι συνεπώς προφανές ότι η σημερινή μορφή της οικονομίας της αγοράς δεν μπορεί να περιγραφεί ως μια «παγκόσμια» οικονομία, εφόσον η παγκοσμιοποίηση, με την έννοια που ανάφερα, και κυρίως με την έννοια της παγκοσμιοποίησης της παραγωγής είναι ακόμη περιορισμένη. Γι' αυτό και σωστότερα θα έπρεπε να μιλάμε για την «διεθνοποίηση» παρά για την «παγκοσμιοποίηση» της οικονομίας της αγοράς.
Ωστόσο, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι η σημερινή οικονομία της αγοράς είναι πολύ διαφορετική από αυτήν του περασμένου αιώνα, ακόμη και από αυτήν που επικρατούσε μόλις πενήντα χρόνια πριν. Όπως θα επιχειρήσω να δείξω στη συνέχεια, η νέα μορφή της οικονομίας της αγοράς που έχει εγκαθιδρυθεί στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα περίπου, αντιπροσωπεύει μια δομική αλλαγή, την μετάβαση σε μια νέα μορφή νεωτερικότητας, δηλαδή την μετάβαση από την κρατικιστική στη νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα, και όχι απλώς μια αλλαγή στην οικονομική πολιτική, όπως υποστηρίζουν μερικοί. Με αυτήν την έννοια, η σημερινή παγκοσμιοποίηση (ή, σωστότερα, διεθνοποίηση) είναι πράγματι ένα νέο φαινόμενο, παρ’ όλο που είναι το αποτέλεσμα της δυναμικής της οικονομίας της αγοράς η οποία εγκαθιδρύθηκε δύο αιώνες πριν.
Τα δύο θεμελιακά χαρακτηριστικά που χαρακτηρίζουν την σημερινή οικονομική παγκοσμιοποίηση είναι:
  • πρώτον, οι ανοικτές αγορές κεφαλαίου και εμπορευμάτων που καθιερώνονται καθολικά, (αν και με μερικές εξαιρέσεις ακόμη) από διεθνείς οργανισμούς όπως ο ΠΟΕ και επιβάλλονται από οργανισμούς όπως το ΔΝΤ και η ΔΤ και
  • δεύτερον οι ελαστικές αγορές εργασίας που επιβάλλονται από τους ίδιους οργανισμούς καθώς και από πολυμερείς συνθήκες όπως οι συνθήκες Μάαστριχ - Άμστερνταμ όσον αφορά την ΕΕ, ή οι συνθήκες που καθιέρωσαν την NAFTA. Τα άλλα χαρακτηριστικά της σημερινής οικονομικής παγκοσμιοποίησης (κατάργηση του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία, ιδιωτικοποιήσεις, δραστική μείωση του κράτους πρόνοια, αναδιανομή του φορολογικού βάρους υπέρ των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων κ.λπ.) αποτελούν δευτερογενή χαρακτηριστικά που είναι συνέπεια των θεμελιακών χαρακτηριστικών που ανάφερα.
Ας δούμε όμως τώρα τις αντιτιθέμενες προσεγγίσεις για τον χαρακτήρα της παγκοσμιοποίησης.
2. Ο χαρακτήρας της παγκοσμιοποίησης
Η προφανής σύγχυση γύρω από τη φύση της οικονομικής παγκοσμιοποίησης απορρέει από τις αλληλοσυγκρουόμενες απαντήσεις που δίνουν οι διάφορες θεωρητικές προσεγγίσεις στο καθοριστικό ερώτημα αν η παγκοσμιοποίηση είναι ένα φαινόμενο «συστημικής» φύσης, δηλαδή ένα φαινόμενο που ανάγεται στο ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς, ή αν αντίθετα οφείλεται απλώς σε συνωμοσίες, κακές πολιτικές κ.λπ.
Αν δούμε την παγκοσμιοποίηση ως ένα «συστημικό» φαινόμενο, αυτό συνεπάγεται ότι τη θεωρούμε το αποτέλεσμα μιας ενδογενούς αλλαγής στην οικονομική πολιτική (δηλ. μιας αλλαγής που εκφράζει υπάρχουσες τάσεις οι οποίες αντανακλούν την δυναμική της οικονομίας της αγοράς). Σε αυτήν την περίπτωση, η σημερινή οικονομική παγκοσμιοποίηση, που όπως θα δείξω μόνο νεοφιλελεύθερη μπορεί να είναι μέσα στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς, είναι μη αντιστρέψιμη μέσα στο σύστημα αυτό. Ονομάζω συνεπώς «συστημικές» όλες εκείνες τις προσεγγίσεις στην παγκοσμιοποίηση οι οποίες, για να την ερμηνεύσουν, αναφέρονται στα δομικά χαρακτηριστικά του υπάρχοντος κοινωνικό-οικονομικού συστήματος, είτε σιωπηρά είτε ρητά.
Από την άλλη μεριά, αν δούμε την παγκοσμιοποίηση ως ένα «μη συστημικό» φαινόμενο, αυτό συνεπάγεται ότι τη βλέπουμε ως το αποτέλεσμα μιας εξωγενούς αλλαγής στην οικονομική πολιτική. Σε αυτήν την περίπτωση, η παγκοσμιοποίηση είναι μια αντιστρέψιμη εξέλιξη, ακόμη και μέσα στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς. Ονομάζω συνεπώς «μη συστημικές» όλες εκείνες τις προσεγγίσεις στην παγκοσμιοποίηση οι οποίες, για να την ερμηνεύσουν, αναφέρονται σε διάφορους εξωγενείς παράγοντες που δεν είναι άμεσα συνδεδεμένοι με τα δομικά χαρακτηριστικά και τη δυναμική του συστήματος της οικονομίας της αγοράς. Στην ίδια κατηγορία μπορούμε ακόμη να κατατάξουμε όλες εκείνες τις αντιλήψεις για τις οποίες η παγκοσμιοποίηση είναι απλώς ένας μύθος ή μια ιδεολογία.
Με βάση το παραπάνω κριτήριο, οι νεοφιλελεύθερες και σοσιαλ-φιλελεύθερες προσεγγίσεις στην παγκοσμιοποίηση πρέπει να ιδωθούν ως «συστημικές» προσεγγίσεις εφόσον τη βλέπουν ως ένα φαινόμενο που οφείλεται κυρίως σε αλλαγές στην τεχνολογία και ειδικότερα στην τεχνολογία της πληροφορικής. Δεδομένου όμως ότι η τεχνολογία δεν είναι ούτε «ουδέτερη» ούτε αυτόνομη, όταν οι νεοφιλελεύθεροι και οι σοσιαλ-φιλελεύθεροι θεωρούν δεδομένη την υπάρχουσα τεχνολογία, και συνεπώς μη αντιστρέψιμη μέσα στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς, σιωπηρά ανάγουν την παγκοσμιοποίηση σε «συστημικούς» παράγοντες, και, συνακόλουθα, τη θεωρούν κι αυτή δεδομένη και μη αντιστρέψιμη.
Αντίστοιχα, η προσέγγιση της Περιεκτικής Δημοκρατίας, η οποία δέχεται ρητά πως είναι η δυναμική του συστήματος της οικονομίας της αγοράς (που συνοψίζεται στο «αναπτυξη-ή-θανατος») η οποία, αναπόφευκτα, οδήγησε στην σημερινή νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποιημένη μορφή της, είναι επίσης μια συστημική προσέγγιση, μολονότι για διαφορετικούς λόγους από αυτούς που προβάλλουν οι σοσιαλφιλελευθεροι και νεοφιλελεύθεροι οι οποίοι, σε αντίθεση με την προσέγγιση της Περιεκτικής Δημοκρατίας, θεωρούν το υπάρχον σύστημα της οικονομίας της αγοράς δεδομένο. Η συνέπεια είναι ότι ενώ οι νεο/σοσιαλ-φιλελεύθερες προσεγγίσεις υιοθετούν την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, με ή χωρίς επιφυλάξεις, η προσέγγιση της Περιεκτικής Δημοκρατίας αναζητά μια εναλλακτική μορφή κοινωνικής οργάνωσης, που συνεπάγεται μια μορφή παγκοσμιοποίησης που δεν είναι εφικτή μέσα στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς και της κρατικιστικής «δημοκρατίας». Με άλλα λόγια, για την προσέγγιση της Περιεκτικής Δημοκρατίας, η παγκοσμιοποίηση είναι μη αντιστρέψιμη, καθώς κανένας αποτελεσματικός έλεγχος πάνω στις αγορές με στόχο την προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος δεν είναι εφικτός μέσα στο σύστημα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς.
Από την άλλη μεριά, οι προσεγγίσεις που προτείνονται από τη ρεφορμιστική Αριστερά θα μπορούσαν να ταξινομηθούν ως «μη συστημικές» προσεγγίσεις στην παγκοσμιοποίηση. Χρησιμοποιώ τον όρο «ρεφορμιστική Αριστερά» για να συμπεριλάβω το σύνολο των διανοουμένων, κινημάτων και πολιτικών κομμάτων στην Αριστερά που υιοθετούν μια «μη συστημική» προσέγγιση στην παγκοσμιοποίηση, σύμφωνα με την οποία η παγκοσμιοποίηση οφείλεται σε εξωγενείς αλλαγές στην οικονομική πολιτική, και, ως τέτοια, είναι αντιστρέψιμη ακόμη και εντός του συστήματος της οικονομίας της αγοράς. Επομένως, η ρεφορμιστική Αριστερά περιλαμβάνει όλους εκείνους που θεωρούν δεδομένο το παρόν σύστημα της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» και είτε προτείνουν διάφορες μεταρρυθμίσεις για να βελτιωθεί η λειτουργία της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς (π.χ. να εξαλειφθεί ο μονοπωλιακός χαρακτήρας της, να καταργηθεί η νεοφιλελεύθερη απορύθμιση των αγορών, φόρος Τομπιν κ.ο.κ.), είτε απλώς επικρίνουν τις συνέπειες της, χωρίς όμως να προτείνουν κάποια εναλλακτική μορφή κοινωνικής οργάνωσης, υιοθετώντας δηλαδή, ρητά η σιωπηρά, την μεταμοντέρνα απόρριψη κάθε «συνολικού» προτάγματος (universalism).
Έτσι, παρ’ όλο που αυτές οι προσεγγίσεις συνήθως υποθέτουν ότι η παγκοσμιοποίηση είναι ένα παλιό φαινόμενο, που τέθηκε σε κίνηση από την ανάδυση του καπιταλισμού μια υπόθεση η οποία εκ πρώτης όψεως δίνει την εντύπωση ότι αναγνωρίζουν το συστημικό χαρακτήρα των τάσεων που έχουν οδηγήσει στην παγκοσμιοποίηση αποδίδουν έναν ρητά μη συστημικό χαρακτήρα σ’ αυτήν. Το επιχείρημα που χρησιμοποιείται συχνά για να ξεπεραστεί αυτή η κραυγαλέα αντίφαση είναι ότι το καπιταλιστικό σύστημα ήταν πάντοτε παγκοσμιοποιημένο και αυτό που άλλαξε προσφάτως ήταν μόνο η μορφή της παγκοσμιοποίησης. Ωστόσο, αυτή η αλλαγή στη μορφή της παγκοσμιοποίησης δεν εκλαμβάνεται ως το αποτέλεσμα της δυναμικής του συστήματος (όπως θα περίμενε κανείς με βάση την υπόθεσή τους ότι η παγκοσμιοποίηση είναι ένα παλιό φαινόμενο), αλλά απλώς ως το αποτέλεσμα μη συστημικών ή εξωγενών εξελίξεων, όπως η άνοδος της Δεξιάς και/ή του νεοφιλελεύθερου κινήματος, η ιστορική ήττα της Αριστεράς μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», ο εκφυλισμός της σοσιαλδημοκρατίας κ.ο.κ. Έτσι, με βάση εντελώς αντιφατικά επιχειρήματα αυτού του είδους, η ρεφορμιστική Αριστερά θεωρεί την παγκοσμιοποίηση αντιστρέψιμη και δεκτική σε αποτελεσματικές μεταρρυθμίσεις, ακόμη και μέσα στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς αρκεί να ασκηθεί αρκετή πίεση «από τα κάτω» ώστε οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ να υποχρεωθούν να εισαγάγουν αποτελεσματικά μέτρα για την προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος.
Τέλος, ανάμεσα στις συστημικές και μη συστημικές προσεγγίσεις που ανέφερα βρίσκεται ένας αριθμός ενδιάμεσων προσεγγίσεων που χαρακτηρίζονται από ένα μείγμα συστημικών και μη συστημικών στοιχείων και έναν σημαντικό αριθμό αναλυτικών διαφορών σε σχέση με τις συνηθισμένες προσεγγίσεις της ρεφορμιστικής Αριστεράς. Εδώ θα μπορούσαμε να κατατάξουμε δυο πολύ πρόσφατες νεο-ορθόδοξες Μαρξιστικές προσεγγίσεις, την προσέγγιση της υπερεθνικής καπιταλιστικής τάξης του Leslie Clair και την αντίληψη της παγκοσμιοποίησης ως «αυτοκρατορίας» των Toni Negri και Michael Hardt που είναι μάλιστα ιδιαίτερα της μόδας μετά την μαζική προβολή του βιβλίου από τα ΜΜΕ ως το νέο «κομμουνιστικό μανιφέστο» κ.λπ. Ακόμη, εδώ θα κατατάσσαμε την οικο-φεμινιστική προσέγγιση και μια προσφάτως αναπτυχθείσα αναρχο-συνδικαλιστική προσέγγιση.
Το ενδιαφέρον στοιχείο των νεο-Μαρξιστικών προσεγγίσεων όπως αυτές του Leslie Sclair[1] και των Michael Hardt and Antonio Negri[2] είναι η σκληρή κριτική που ασκούν κατά της ρεφορμιστικής Αριστεράς στη βάση του ότι η τελευταία όχι μόνο δεν βλέπει το προφανές γεγονός ότι οι διάφορες διαδικασίες παγκοσμιοποίησης που λαμβάνουν χώρα αυτή τη στιγμή είναι πραγματικές, αλλά ακόμη χαρακτηρίζει ανόητα την παγκοσμιοποίηση ως ένα είδος ιδεολογίας, αν όχι έναν μύθο, ή χίμαιρα. Αντίθετα, η προσέγγιση της υπερεθνικής καπιταλιστικής τάξης βλέπει την παγκοσμιοποίηση ως ένα νέο φαινόμενο που αποτελεί συνέπεια μιας σειράς τεχνολογικών, οικονομικών, πολιτικών και πολιτιστικών-ιδεολογικών καινοτομιών. Ο βασικός παράγοντας που προκάλεσε όλες αυτές τις αλλαγές, σύμφωνα με την άποψη αυτή, ήταν η ανάδυση, στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, των πολυεθνικών επιχειρήσεων, οι οποίες διαφέρουν ριζικά από τις επιχειρήσεις του παρελθόντος. Αντίστοιχα, οι Hardt και Negri υποστηρίζουν ότι η σημερινή παγκοσμιοποίηση δεν καθιερώνει κάποιο εδαφικό κέντρο εξουσίας, ούτε στηρίζεται σε σταθερά σύνορα. Είναι ένας αποκεντρωμένος μηχανισμός εξουσίας που προοδευτικά ενσωματώνει το σύνολο του πλανητικού χώρου μέσα στα ανοικτά και συνεχώς επεκτεινόμενα σύνορα του. Πράγμα που αποκλείει τις αντιλήψεις περί «κακής» Αμερικής και της «καλής» Ευρώπης που προωθεί η ρεφορμιστική Αριστερά.
Το περίεργο όμως είναι ότι παρά τις σωστές αυτές υποθέσεις για την φύση της παγκοσμιοποίησης θέσεις που υποστήριζε από καιρό η προσέγγιση της Περιεκτικής Δημοκρατίας και οι δυο αυτές προσεγγίσεις καταλήγουν σε ρεφορμιστικά συμπεράσματα. Οι Hardt και Negrι μάλιστα προχωρούν ένα βήμα περισσότερο και θεωρούν την παγκοσμιοποίηση ευπρόσδεκτη, ως μια «αντικειμενική» βάση στην οποία θα μπορούσε να κτιστεί μια (ασαφής) «εναλλακτική παγκοσμιοποίηση». Η θέση βέβαια αυτή δεν είναι τόσο περίεργη εφόσον βασίζεται στην ιδέα της Προόδου που έμμεσα υιοθετούν οι συγγραφείς. Όμως σήμερα ελάχιστοι δέχονται πιά την ιδέα της Προόδου που συνεπάγεται επίσης την υιοθέτηση τέτοιων «προοδευτικών» συμπερασμάτων όπως το Μαρξιστικό συμπέρασμα για τον δήθεν «προοδευτικό» ρόλο της αποικιοκρατίας, ή το αντίστοιχο αναρχικό συμπέρασμα ότι το κράτος είναι ένα «κοινωνικά αναγκαίο κακό». Ούτε είναι βέβαια καθόλου περίεργο, με βάση την αντίληψη της διαδικασίας Προόδου, ότι οι συγγραφείς καταλήγουν σε αιτήματα όπως η επιστροφή σε κάποιο είδος διεθνούς κρατισμού που θα έλεγχε τη παγκοσμιοποίηση εξασφαλίζοντας την ελεύθερη κίνηση εργασίας, ένα κοινωνικό μισθό και εγγυημένο ελάχιστο εισόδημα για όλους, ελεύθερη πρόσβαση στις πηγές γνώσης, πληροφοριών και επικοινωνιών κ.λπ.
Αλλά ας εξετάσουμε πιο λεπτομερώς τις κύριες θεωρητικές προσεγγίσεις στην παγκοσμιοποίηση στον λίγο χρόνο που μας μένει.
3. Θεωρητικές προσεγγίσεις στην παγκοσμιοποίηση
Η νεοφιλελεύθερη προσέγγιση
Οι νεοφιλελεύθεροι, στους οποίους συγκαταλέγονται οι περισσότεροι ορθόδοξοι οικονομολόγοι, τα συντηρητικά κόμματα και οι κύριοι διεθνείς θεσμοί όπως το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα, ο ΠΟΕ κ.λπ., υιοθετούν μια ανεπιφύλακτα θετική στάση προς την παγκοσμιοποίηση.[3] Σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη προσέγγιση, η παγκοσμιοποίηση είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα τεχνολογικών και οικονομικών αλλαγών που δημιούργησαν την ανάγκη για το άνοιγμα των αγορών, το ελεύθερο εμπόριο και την ελεύθερη διακίνηση του κεφαλαίου (αλλά όχι της εργασίας), τις ιδιωτικοποιήσεις, τις ελαστικές αγορές εργασίας, καθώς και το δραστικό περιορισμό του κράτους πρόνοιας και του οικονομικού ρόλου του κράτους γενικότερα. Οι υποστηρικτές αυτής της προσέγγισης κηρύσσουν ότι η παγκοσμιοποίηση είναι ευεργετική για όλους, καθώς και για το περιβάλλον, επειδή δήθεν επιτρέπει την ανάπτυξη του υγιούς ανταγωνισμού και, συνεπώς, οδηγεί σε βελτίωση της αποτελεσματικότητας και στην διάδοση όχι μόνο της γνώσης, αλλά επίσης των αγαθών της ανάπτυξης, μέσω αυτού που ονομάζουν «φαινόμενο της διάχυσης προς τα κάτω».
Ωστόσο, τα δεδομένα των τελευταίων 25 χρόνων περίπου δείχνουν ότι όσο πιο ανοικτές και ελαστικές γίνονται οι αγορές τόσο μεγαλύτερος γίνεται ο βαθμός συγκέντρωσης του εισοδήματος και του πλούτου σε λίγα χέρια. Έτσι, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του ΟΗΕ, το εισοδηματικό χάσμα ανάμεσα στο 1/5 του παγκόσμιου πληθυσμού που κατοικεί στις πλουσιότερες χώρες και στο 1/5 που κατοικεί στις φτωχότερες, το οποίο ήταν 30 προς 1 το 1960 προτού ξεκινήσει η σημερινή παγκοσμιοποίηση, όταν αρχισε να φουντώνει η παγκοσμιοποίηση τη δεκαετία του ’70 άρχισε να διευρύνεται απότομα και μέχρι το 1990 είχε διπλασιαστεί φτάνοντας το 60 προς 1, ενώ το 1997 έφτασε το 74 προς 1[4] και οι ενδείξεις είναι ότι διευρύνεται συνεχώς. Ως αποτέλεσμα αυτών των τάσεων, μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1990, το πλουσιότερο 20% του παγκόσμιου πληθυσμού κατείχε το 86% του παγκόσμιου Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος έναντι του 1% που κατείχε το φτωχότερο 20%! Βέβαια, τέτοια συγκέντρωση συνεπάγεται μια αντίστοιχη συγκέντρωση οικονομικής δύναμης, κάτι που επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι το ίδιο 1/5 των προνομιούχων ελέγχει σήμερα το 82% των παγκόσμιων εξαγωγών και το 68% των ξένων άμεσων επενδύσεων.[5] Είναι συνεπώς ξεκάθαρο, και μπορεί επίσης να δειχθεί θεωρητικά χρησιμοποιώντας τη ριζοσπαστική οικονομική θεωρία, αλλά ακόμη και τμήματα της ορθόδοξης θεωρίας, ότι η συγκέντρωση εισοδήματος, πλούτου και οικονομικής δύναμης ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα του ανοίγματος και της απελευθέρωσης των αγορών, που αποτελούν την ουσία της παγκοσμιοποίησης.
Όσον αφορά στα αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης στο περιβάλλον, λίγοι αμφιβάλλουν για την αρνητική φύση αυτών των αποτελεσμάτων. Είναι πια ευρέως αποδεκτό ότι το φαινόμενο του θερμοκηπίου, το οποίο είναι το κύριο σύμπτωμα της οικολογικής κρίσης σήμερα, οδηγεί ήδη σε καταστροφικές κλιματικές συνέπειες.[6] Ωστόσο, δεν είναι απλώς η αντίσταση κάποιων ισχυρών επιχειρηματικών συμφερόντων που, όπως υποστηρίζουν οι σοσιαλδημοκράτες, εμποδίζει τις πολιτικές ελίτ να λάβουν αποτελεσματικά μέτρα αντιμετώπισης του προβλήματος. Στην πραγματικότητα, τα αποτελεσματικά μέτρα ενάντια στο φαινόμενο του θερμοκηπίου θα απαιτούσαν πλήρη αλλαγή στο σημερινό τρόπο ζωής, εκτός από τη δυνατότητα επιβολής αποτελεσματικών ελέγχων στις αγορές. Αυτός ο τρόπος έχει καθοριστεί από τη δυναμική της οικονομίας της αγοράς και, ιδιαίτερα, τη συγκέντρωση εισοδήματος και πλούτου τόσο μεταξύ χωρών όσο και στο εσωτερικό τους και την συνακόλουθη αστική συγκέντρωση, καθώς και την κουλτούρα του καταναλωτισμού γενικά και του αυτοκινήτου ειδικότερα. Ένα σύμπτωμα της ίδιας διαδικασίας συγκέντρωσης είναι η βιομηχανική γεωργία, η οποία έχει ήδη οδηγήσει όχι μόνο στην εξόντωση των μικρών αγροτών και στην ανάγκη για επιπλέον εκβιομηχάνιση της γεωργίας μέσω της γενετικής μηχανικής (δήθεν για να λυθεί η τροφική κρίση που διαγράφεται λόγω της αύξησης του πληθυσμού), αλλά επίσης στην μετάδοση ασθενειών όπως η ασθένεια των «τρελών αγελάδων». Είναι συνεπώς ξεκάθαρο ότι οι περιβαλλοντικές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης οφείλονται σε συστημικό αίτια, που αναφέρονται στο σύστημα συγκέντρωσης δύναμης που επιφέρουν οι ανοικτές και ελεύθερες αγορές, οι οποιες αποτελούν την πεμπτουσία της παγκοσμιοποίησης.
Η σοσιαλ-φιλελεύθερη προσέγγιση
Οι σοσιαλ-φιλελεύθεροι, στους οποίους συγκαταλέγονται οι κεντρο-αριστερές κυβερνήσεις στην Ευρώπη και την Αυστραλασία, καθώς και κοινωνιολόγοι και οικονομολόγοι όπως ο Anthony Giddens, ο Amartya Sen, ο Paul Krugman και άλλοι, υιοθετούν την σημερινή παγκοσμιοποίηση με λίγες επιφυλάξεις, οι οποίες ισοδυναμούν με κάτι ελάχιστα παραπάνω από μια «παγκοσμιοποίηση με ανθρώπινο πρόσωπο». Υπάρχουν πολλές εκδοχές αυτής της προσέγγισης, αλλά το κοινό στοιχείο σε όλες αυτές τις εκδοχές είναι ότι όλες τους υιοθετούν τη θέση ότι η παγκοσμιοποίηση είναι συγχρόνως ένα νέο και μη αντιστρέψιμο φαινόμενο (δηλ. ένα συστημικό φαινόμενο) και, σε συνέπεια με τη θέση αυτή, διερευνούν τρόπους να την κάνουν πιο «ανθρώπινη». Η ρητή ή κάποιες φορές σιωπηρή παραδοχή που κάνουν οι σοσιαλ-φιλελεύθεροι είναι ότι κάθε επιστροφή στον κρατισμό, σαν αυτόν που χαρακτήριζε τις προηγμένες οικονομίες της αγοράς μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, είναι αδύνατη.
Έτσι, μια εκδοχή αυτής της προσέγγισης που υποστηρίζεται από θεωρητικούς όπως ο Anthony Giddens, ο πατέρας του «Τρίτου Δρόμου»,[7] μιλάει για «την ανανέωση της σοσιαλδημοκρατίας» έχοντας εγκαταλείψει στη διαδικασία τις βασικές δεσμεύσεις της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας, δηλ. την άμεση κρατική παρέμβαση για να εξασφαλιστούν υψηλά επίπεδα απασχόλησης, κοινωνική πρόνοια και ισότητα. Ωστόσο, τα «οφέλη» των πολιτικών του «Τρίτου Δρόμου» έχουν ήδη αρχίσει να διαφαίνονται στη Βρετανία, όπου τέτοιες πολιτικές είναι σε πλήρη ισχύ από την άνοδο της «Νέας Εργατικής» κυβέρνησης του Μπλέρ το 1997. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, κατά τη «Νέα Εργατική» διακυβέρνηση, έχει σημειωθεί σημαντική αύξηση στο πελώριο χάσμα που δημιούργησαν οι συντηρητικές κυβερνήσεις στη δεκαετία του 1980 και στην αρχή της δεκαετίας του 1990. Ετσι, τα εισοδήματα των πλουσίων έχουν μεγαλώσει τρεις φορές πιο γρήγορα από αυτά των φτωχών στη διάρκεια της περιόδου διακυβέρνησης του Blair,[8] ενώ η Βρετανία εξακολουθεί να έχει τα χειρότερα σχεδόν επίπεδα παιδικής φτώχειας στον βιομηχανοποιημένο κόσμο.[9]
Μια άλλη εκδοχή της ίδιας προσέγγισης υποστηρίζεται από τον Amartya Sen, ο οποίος είναι ένθερμος υποστηρικτής της οικονομίας της αγοράς και του ελεύθερου εμπορίου. Ο Sen τονίζει ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε θεμελιακή σύγκρουση ανάμεσα στην οικονομική παγκοσμιοποίηση (την οποία βλέπει ευνοϊκά) και την προώθηση της δημοκρατίας και της ευημερίας.[10] Για τον Sen, το πρόβλημα δεν είναι το ελεύθερο εμπόριο και η οικονομία της αγοράς, αλλά η ανισότητα στην παγκόσμια δύναμη, η οποία ωστόσο πιστεύει ότι μπορεί να ελεγχθεί επαρκώς από τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, που θα μπορούσαν να παίξουν τον ρόλο θεσμό-φύλακα για τον έλεγχο της ανισότητας, του κατά πόσο το εμπόριο είναι δίκαιο κ.λπ![11] Ωστόσο, δεν χρειάζεται να είναι κανείς κάτοχος βραβείου Νόμπελ στα οικονομικά για να καταλάβει την ισχυρή συσχέτιση μεταξύ της επιτάχυνσης της παγκοσμιοποίησης την τελευταία δεκαετία και της αύξησης στη συγκέντρωση οικονομικής (και συνεπώς πολιτικής) δύναμης, που φανερώνει, για παράδειγμα, το γεγονός ότι οι πλουσιότεροι άνθρωποι στον κόσμο υπερ-διπλασίασαν την καθαρή περιουσία τους μέσα σε πέντε μόλις χρόνια, από το 1994 μέχρι το 1999. Ως αποτέλεσμα, το 1999, το συνολικό ετήσιο εισόδημα 582 εκ. ανθρώπων σε όλες τις «αναπτυσσόμενες» χώρες μαζί ήταν μόλις το 10% του συνδυασμενου πλουτου 200 ανθρώπων.[12]
Οι «μη συστημικές» προσεγγίσεις της ρεφορμιστικής Αριστεράς
Η ρεφορμιστική Αριστερά περιλαμβάνει μετα-Μαρξιστές, σοσιαλδημοκράτες και άλλους στην ευρεία Αριστερά (π.χ. Pierre Bourdieu, Immanuel Wallerstein, Noam Τσόμσκι, Samir Amin, John Gray, Leo Panitch κ.α.). Υπάρχουν αρκετές προσεγγίσεις που θα μπορούσαμε να κατατάξουμε στη κατηγορία της ρεφορμιστικής Αριστεράς, που ολες τους όμως μοιράζονται ένα κοινό στοιχείο: σε αντίθεση με τους πολύ πιο ρεαλιστές σοσιαλ-φιλελεύθερους, οι προσεγγίσεις αυτές υιοθετούν τη θέση ότι η παγκοσμιοποίηση δεν είναι ένα νέο φαινόμενο αλλά κάτι που ήδη υπήρχε στην αρχή του περασμένου αιώνα και, στη συνέχεια, προχωρούν στη διερεύνηση τρόπων να αντισταθούν σ’ αυτή χωρίς βέβαια να αμφισβητούν το συστημικό πλαίσιο, προτείνοντας εναλλακτικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης. Η αρνητική τους στάση σε σχέση με την παγκοσμιοποίηση στηρίζεται στη θέση ότι, πέρα από τις δυσμενείς συνέπειές της πάνω στην εργασία και το περιβάλλον, είναι επιπλέον ασύμβατη με την σημερινή «δημοκρατία». Η ρητή ή κάποιες φορές σιωπηρή υπόθεση που μοιράζεται η ρεφορμιστική Αριστερά είναι ότι μια επιστροφή σε ένα είδος κρατισμού είναι ακόμη δυνατή σήμερα πράγμα καθόλου περίεργο εφόσον θεωρούν την σημερινή παγκοσμιοποίηση ως απλώς το προϊόν νεοφιλελεύθερων πολιτικών (αν όχι μια ιδεολογία για να δικαιολογηθεί ο νεοφιλελευθερισμός), και όχι ως το αποτέλεσμα μιας θεμελιώδους δομικής αλλαγής.
Έτσι, ο Bourdieu, ξεκινώντας με την υπόθεση ότι ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια ουτοπία που επιβλήθηκε κύρια από την Αμερικανική ελίτ, συμπεραίνει ότι πρέπει να στραφούμε στο «έθνος-κράτος, ή ακόμη καλύτερα στο υπερεθνικό κράτος ένα ευρωπαϊκό κράτος στο δρόμο προς ένα παγκόσμιο κράτος που θα είναι ικανό να ελέγχει και να φορολογεί αποτελεσματικά τα κέρδη που αποφέροντα στις χρηματοπιστωτικές αγορές και, πάνω απ’ όλα, να εξουδετερώνει τον καταστροφικό αντίκτυπο που έχουν οι τελευταίες πάνω στην αγορά εργασίας».[13] Στην προβληματική του, «η παγκοσμιοποίηση είναι περισσότερο ένα πολιτικό πρόταγμα παρά μια οικονομική πραγματικότητα»[14], μια πολιτική δηλαδή που στοχεύει στο να επεκτείνει σε ολόκληρο τον κόσμο το Αμερικανικό οικονομικό μοντέλο.[15]

Ανάλογη είναι η στάση που υιοθετείται από ορισμένους συγγραφείς στην ρεφορμιστική Αριστερά, όπως ο Leo Panitch,[16] ο NChomsky[17] και άλλους, οι οποίοι επίσης υποστηρίζουν επίσης ότι η παγκοσμιοποίηση δεν είναι κάτι το καινούργιο και ότι αντιπροσωπεύει κατά βάση ένα είδος νεοφιλελεύθερης συνωμοσίας Αμερικανικής προέλευσης, ο στόχος της οποίας είναι να προωθήσει τα συμφέροντα του μονοπωλιακού καπιταλισμού των ΗΠΑ. Η συμβουλή τους στο «κίνημα» κατά της παγκοσμιοποίησης είναι να ασκήσει μέγιστη πίεση πάνω στις ελίτ, έτσι ώστε το έθνος-κράτος να αναγκαστεί να αντισταθεί στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Παρόμοια, ο Immanuel Wallerstein[18] υιοθετεί ρητά την εξωγενή (αν όχι ιδεολογική) φύση της σημερινής παγκοσμιοποίησης. Τέλος, μια ακόμη εκδοχή, που υποστηρίζεται από σοσιαλδημοκράτες όπως ο καθηγητής της LSE John Gray[19], διακηρύσσει το τέλος της παγκοσμιοποίησης, ακολουθώντας το παράδειγμα του Eric Hobsbawm, του «πρύτανη» των Μαρξιστών ιστορικών, ο οποίος, ήδη από το 1998, διακήρυσσε το τέλος της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης![20]

Το κοινό συμπέρασμα όλων των αναλυτών στην ρεφορμιστική Αριστερά (που υιοθετεί και το κύριο σώμα του «κινήματος» κατά της παγκοσμιοποίησης), είναι ότι η πίεση «από τα κάτω» θα μπορούσε να αντιστρέψει τη «νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση», ή τουλάχιστον, να υποχρεώσει τις σοσιαλ-φιλελεύθερες κυβερνήσεις να «επαναδιαπραγματευτούν» τους κανόνες της, και, ιδιαίτερα, τους κανόνες που καθορίζουν τη λειτουργία διεθνών θεσμών όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου θέση που υποστηρίζουν για παράδειγμα, μεταξύ άλλων, οι Pierre Bourdieu[21], Samir Amin[22] κ.λπ. Ίσως η πιο συστηματική έκθεση αυτών των επιχειρημάτων μέχρι σήμερα βρίσκεται στη μελέτη των Paul Hirst και Grahame Thompson,[23] που εξέτασα λεπτομερώς στο βιβλιο μου για την Παγκοσμιοποίηση.[24]

Η προσέγγιση της Περιεκτικής Δημοκρατίας

Σύμφωνα με την προσέγγιση της Περιεκτικής Δημοκρατίας, η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς είναι μια διαδικασία που τέθηκε σε κίνηση μαζί με την ανάδυση της ίδιας της οικονομίας της αγοράς. Επομένως, αν και είναι αλήθεια ότι σε όλη τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς προωθείτο ενεργά από τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, εν όψει ιδιαίτερα της επέκτασης του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στον Τρίτο Κόσμο, ωστόσο, αυτή η διεθνοποίηση ήταν κυρίως το αποτέλεσμα «αντικειμενικών» παραγόντων που σχετίζονταν με τη δυναμική της οικονομίας της αγοράς. Οι «υποκειμενικοί» παράγοντες, με τη μορφή της κοινωνικής πάλης, έπαιξαν έναν παθητικό ρόλο σε σχέση με αυτήν την εντεινόμενη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, ιδιαίτερα μετά την σημαντική υποχώρηση του εργατικού κινήματος που ακολούθησε την συρρίκνωση για τεχνολογικούς λόγους της εργατικής τάξης. Με αυτήν την έννοια, οι αλλαγές στις πολιτικές των μεγάλων διεθνών θεσμών (ΔΝΤ, ΠΟΕ, ΠΤ κ.λπ.) και οι αντίστοιχες αλλαγές στις εθνικές πολιτικές, που στόχευαν στο άνοιγμα και την απελευθέρωση των αγορών, ήταν «ενδογενείς», δηλαδή αντανακλούσαν και θεσμοποιούσαν υπάρχουσες τάσεις της οικονομίας της αγοράς, και όχι εξωγενείς, όπως υποστηρίζουν όσοι ανήκουν στη ρεφορμιστική Αριστερά.

Επομένως, στην προβληματική της Περιεκτικής Δημοκρατίας, η ανάδυση της νεοφιλελεύθερης οικονομίας της αγοράς είναι βασικά η συνέπεια αυτής της δυναμικής διαδικασίας και όχι το αποτέλεσμα συνωμοσιών, ή των πολιτικών των μοχθηρών νεοφιλελεύθερων κομμάτων και/ή των διεφθαρμένων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, όπως ισχυρίζονται πολλοί στην Αριστερά. Αντιπροσωπεύει, στην πραγματικότητα, την ολοκλήρωση της διαδικασίας αγοραιοποίησης, που απλώς διακόπηκε από την άνοδο του κρατισμού στη δεκαετία του 1930 ο οποίος ωστόσο κατέρρευσε στη δεκαετία του 1970, όταν έγινε φανερό ότι το είδος κρατικής παρέμβασης στην αγορά που σφράγισε την κρατικιστική περίοδο της αγοραιοποίησης δεν ήταν πια συμβατό με τη νέα διεθνοποίηση που αναδύθηκε την ίδια εποχή. Αυτό το θεμελιακό γεγονός είχε ως συνέπεια, στο πολιτικό επίπεδο, το τέλος της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, η οποία σφράγισε την πρώιμη μεταπολεμική περίοδο.

Η σημερινή όμως νεοφιλελεύθερη μορφή της νεωτερικότητας δεν αποτελεί απλώς επιστροφή στην φιλελεύθερη μορφή της αλλα αντιπροσωπεύει στην πραγματικότητα μια νέα σύνθεση της παλιάς φιλελεύθερης μορφής της νεωτερικότητας από τη μια μεριά και της κρατικιστικής μορφής της, από την άλλη μια σύνθεση στην οποία η ουσιαστικά φιλελεύθερη αυτορυθμιζόμενη αγορά εντάσσεται σε ένα σύστημα κρατικών ελέγχων για την εξασφάλιση ενός ελαχίστου επιπέδου προστασίας της ανθρώπινης ζωής και του περιβάλλοντος. Έτσι, το γεγονός ότι οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές υποστηρίζονται σήμερα, με ασήμαντες αποκλίσεις, τόσο από κέντρο-δεξιά όσο και από κέντρο-αριστερά κόμματα στην κυβέρνηση ή στην αντιπολίτευση, και ότι τα βασικά στοιχεία του νεοφιλελευθερισμού έχουν ενσωματωθεί στις στρατηγικές των διεθνών θεσμών, μέσω των οποίων η υπερεθνική ελίτ ελέγχει την παγκόσμια οικονομία (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΠΟΕ, ΕΕ, NAFTA κ.λπ.), κάνει ξεκάθαρο το γεγονός ότι η νέα συναίνεση αντανακλά επακριβώς τις ριζικές δομικές αλλαγές που προκάλεσε η ανάδυση της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς.

4. Ο μύθος του τέλους της παγκοσμιοποίησης

Τέλος, πολύ λίγα λόγια για τον νέο μύθο που αναπτύχθηκε πρόσφατα σε μερικούς κύκλους για το δηθεν τέλος της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Βασική αφορμη για τη γέννηση του μύθου αυτού ήταν το γεγονός ότι η κυβέρνηση Bush, με αφορμή το ξέσπασμα της ύφεσης στην Αμερικανική οικονομία, άρχισε να μιλά για τον ρόλο του κράτους και να προτείνει νομοθετικά μέτρα για την τόνωση της οικονομίας, πράγμα που οδήγησε την παγκόσμια ρεφορμιστική Αριστερά και τα εδώ παραρτήματα της[25] να ονειρεύονται την επιστροφή στον Κεϋνσιανισμό και το τέλος της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης! Γρήγορα όμως προσγειώθηκαν όταν ακόμη και σοσιαλ-φιλελεύθεροι οικονομολόγοι όπως ο Paul Krugman[26] αναγκάστηκαν να παραδεχτούν ότι τα μέτρα τόνωσης της οικονομίας ουσιαστικά απέβλεπαν στην παραπέρα τόνωση των εισοδημάτων της οικονομικής ελίτ, μέσω των περικοπών των φόρων στα εισοδήματα των προνομιούχων και των χρηματοδοτήσεων των επιχειρήσεων που κινδύνευαν από την ύφεση.

Με άλλα λόγια δηλαδή, η κυβέρνηση Bush απλώς εφάρμοζε πιστά τις συνταγές της οικονομικής πολιτικής που είναι συμβατή με την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση συνταγές που ελάχιστη σχέση έχουν με τον Κεϋνσιανισμό ο οποιος εφαρμοζόταν στη περίοδο της άνθισης του σοσιαλδημοκρατικού κρατισμού, δηλαδή τα πρώτα τριάντα περίπου χρόνια μετά τη λήξη του δεύτερου παγκόσμιου πόλεμου. Ενώ δηλαδή ο σοσιαλδημοκρατικός Κεϋνσιανισμός πρόβλεπε την ενεργό επέμβαση στη συνολική ζήτηση, μέσω της αύξησης των δημοσίων (και κυρίως των κοινωνικών) δαπανών που συνήθως χρηματοδοτούντο από τον δανεισμό, ο «Κεϋνσιανισμός-μαϊμού» που εφαρμόζει σήμερα όχι μόνο η κυβέρνηση Bush, αλλά και όλες οι σοσιαλφιλελευθερες κυβερνήσεις ανά τον κόσμο, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Στόχος δεν είναι η τόνωση της ζήτησης αλλά η ενίσχυση της προσφοράς μέσω μέτρων που στοχεύουν να ενισχύσουν αυτούς που ελέγχουν την παραγωγή και τις επενδύσεις, δηλαδή την οικονομική ελίτ. Αυτό σημαίνει μείωση των φόρων πάνω στα εισοδήματα τους (πράγμα που συνεπάγεται συνήθως αντίστοιχη μείωση των δημόσιων δαπανών και κυρίως των κοινωνικών), ώστε να παρακινούνται να κάνουν μεγαλύτερες επενδύσεις, μείωση των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών, καθώς και ελαστικές αγορές εργασίας (ώστε να μειώνεται το κόστος παραγωγής), συμπίεση του πληθωρισμού και των επιτοκίων (ώστε να απολαμβάνουν «φθηνότερο χρήμα» όταν επενδύουν), ιδιωτικοποιήσεις (ώστε να αυξάνονται οι επενδυτικές ευκαιρίες τους), κ.λπ. Αυτά είναι όμως ακριβώς και τα νεοφιλελεύθερα μέτρα που απαιτούν οι ανοικτές και ελεύθερες αγορές τις οποίες επιβάλλει η παγκοσμιοποίηση και τα οποία καμία ελίτ που μετέχει στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς δεν μπορεί ν' αποφύγει.

Η πρόσφατη σύσκεψη του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου στο Κατάρ που αποφάσισε την έναρξη νέου γύρου διαπραγματεύσεων για την παραπέρα επέκταση της παγκοσμιοποίησης έδειξε σαφώς τον μύθο του τέλους της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Ο στόχος ήταν και παραμένει ο ίδιος: η δημιουργία μιας πελώριας ενιαίας απορυθμισμένης αγοράς που θα ελέγχεται από τις πολυεθνικές επιχειρήσεις, πάνω στην οποία οι κοινωνικοί έλεγχοι για την προστασία της εργασίας ή του περιβάλλοντος θα είναι ελαχιστοποιημένοι.

Συμπερασματικά, πιστεύω ότι η ανθρωπότητα βρίσκεται μπροστά σε μια καθοριστική επιλογή στη νέα χιλιετία. Είτε θα συνεχίσουμε τους τωρινούς τρόπους ζωής, στο πλαίσιο των σημερινών θεσμών, που εξασφαλίζουν τη παρούσα πελώρια και συνεχώς αυξανόμενη συγκέντρωση εξουσίας σε όλα τα επίπεδα και τη συνακόλουθη αδιάκοπη επιδείνωση της τωρινής πολυδιάστατης κρίσης (οικονομικής, πολιτικής, οικολογικής και κοινωνικής), είτε, εναλλακτικά, θα θέσουμε σε κίνηση μια διαδικασία που θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις, για πρώτη φορά στην Ιστορία, για μια νέα και αληθινά δημοκρατική Παγκόσμια Τάξη, η οποία θ' αποτελούσε και την διέξοδο από τη συνεχώς εντεινόμενη σημερα πολυδιάστατη κρίση.



[1] Leslie Sklair, The Transnational Capitalist Class (Oxford: Blackwell, 2001).
[2] Michael Hardt and Antonio Negri, Empire (Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 2001).
[3] Βλέπε για παράδειγμα την απόπειρα των θεωρητικών της Παγκόσμιας Τράπεζας να υποστηρίξουν ότι η παγκοσμιοποίηση ...ωφελεί τους φτωχούς, David Dollar and Aart Kraay, Growth is good for the poor (Washington: World Bank, Μάρτιος 2000).
[4] UN, Human Development Report 1999 (NY: Oxford University Press, 1999).
[5] Ό.π.
[6] Βλέπε, για παράδειγμα την έκθεση πάνω στις κλιματιστικές μεταβολές της ομάδας επιστημόνων του ΟΗΕ που συναντήθηκε στη Σαγκάη τον Ιανουάριο του 2001: Tim Radford and Paul BrownThe Guardian (31 January 2001).
[7] Anthony Giddens, The Third Way (Oxford: Polity Press, 1998).
[8] Larry Elliott κ.αThe Guardian (14 Ιουλίου 2000); Lucy WardThe Guardian (18 Απριλίου 2001); Felicity Lawrence, "Mass affluents' get richer as the poor get poorer," The Guardian (Απριλίου 2001).
[9] Ben Summerskill, The Guardian (18 Φεβρουαρίου 2001).
[10] Amartya Sen, "Freedom’s market," The Observer (25 Ιουνίου 2000).
[11] Jonathan Steele, "The Guardian Profile: Amartya Sen," The Guardian (31 Μαρτίου 2001).
[12] UN, Human Development Report 2000 (NY: Oxford University Press, 2000)
[13] Pierre Bourdieu, "The essence of neoliberalism: utopia of endless exploitation".
[14] Βλτη συνέντευξη του Pierre Bourdieu στην επιθεώρηση Socialist Review (τεύχος 242, Ιούνιος 2000).
[15] Pierre Bourdieu, Για ένα Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Κίνημα, Αντεπίθεση Πυρών 2 (Αθήνα: Πατάκης, 2001).
[16] Leo Panitch, "The New Imperial State," New Left Review (Μάρτιος-Απρίλιος 2000).
[17] Noam Chomsky, "Power in the Global Arena," New Left Review (Ιούλιος-Αύγουστος 1998)Βλέπε ακόμη τη συνέντευξή του που δημοσιεύθηκε στην Ελευθεροτυπία στις 25 Φεβρουαρίου 2001.
[18] πβ. Wallerstein, Immanuel, "Globalization or the age of transition? A long-term view of the trajectory of the world-system," στον δικτυακό τόπο του Κέντρου Fernand Braudel: http://fbc.binghamton.edu/
[19] John Gray, "Goodbye to globalisation," The Guardian (27 Φεβρουαρίου 2001).
[20] Perry Anderson, «Renewals», New Left Review νo 1 (νέα περίοδος(Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2000), σελ. 10.
[21] Βλέπε π.χ. τη συνέντευξη του Pierre Bourdieu που δημοσιεύθηκε στην Hangyoreh Shinmun στις 4 Φεβρουαρίου 2000.
[22] Samir Amin στο Μιλάνο "World Forum of alternative solutions," Il Manifesto/Εποχή (16 Απριλίου 2000).
[23] Paul Hirst and Grahame Thompson, Globalisation in Question (Cambridge: Polity Press, 1996).
[24] Τάκης Φωτόπουλος, Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία (Ελλην. Γράμματα, 2002).
[25] Βλ. π.χ. για τα παρ’ ημίν Κ. Βεργοπουλος, «Επιστροφή στον Κευνσιανισμο,» Eλευθεροτυπία (4/10/2001) και το βιβλιο του Παγκοσμιοποίηση, Η Μεγάλη Χίμαιρα (Νέα Σύνορα-Λιβάνης, 1999).
[26] P. Krugman, "An Alternate Reality," New York Times (25/11/2001).











Η έννοια της υπερεθνικής ελίτ



Σύμφωνα με την ανάλυση της Περιεκτικής Δημοκρατίας,[1] η παγκοσμιοποίηση (ή ορθότερα η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς) αποτελεί ένα νέο φαινόμενο που αποτελεί συνέπεια μιας σειράς τεχνολογικών, οικονομικών, πολιτικών και πολιτιστικών-ιδεολογικών καινοτομιών, οι οποίες ξεκίνησαν να αλλάζουν τον κόσμο στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. Ο βασικός παράγοντας που προκάλεσε όλες αυτές τις αλλαγές ήταν η ανάδυση, στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, των πολυεθνικών επιχειρήσεων, οι οποίες διαφέρουν ριζικά από τις επιχειρήσεις του παρελθόντος.[2] Όπως έχει δείξει ο Τ. Φωτόπουλος[3], ήταν η δυναμική της οικονομίας της αγοράς η οποία οδήγησε στις πολυεθνικές επιχειρήσεις και, συνεπώς, στη δημιουργία μιας νέας υπερεθνικής ελίτ, η οποία θεσμοποίησε τη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και την αλληλένδετη  νεοφιλελεύθερη μορφή της νεωτερικότητας, όπως αντίστοιχα, ήταν η δυναμική της δημιουργίας εθνικών αγορών και η παράλληλη Βιομηχανική Επανάσταση –πάντα σε συνάρτηση με την Κοινωνική Πάλη--που οδήγησαν στη δημιουργία μιας νέας οικονομικής ελίτ, η οποία θεσμοποίησε την ίδια την οικονομία της αγοράς και την φιλελεύθερη μορφή της νεωτερικότητας.[4] Επομένως, παρ’ όλο που το «υποκειμενικό» στοιχείο (με την έννοια της «Κοινωνικής Πάλης» ανάμεσα στις ελίτ που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς και την υπόλοιπη κοινωνία) ήταν πάντοτε αποφασιστικό στον καθορισμό του τελικού αποτελέσματος σε κάθε μορφή νεωτερικότητας ―φιλελεύθερη, κρατικιστική, νεοφιλελεύθερη[5]― η σημασία του «αντικειμενικού» στοιχείου (με την έννοια της δυναμικής της οικονομίας της αγοράς) δεν πρέπει να υποτιμάται.
Με βάση τα παραπάνω, θα μπορούσαμε να ορίσουμε την «υπερεθνική ελίτ» ως την ελίτ της οποίας η δύναμη (οικονομική, πολιτική ή γενικότερα κοινωνική) συνδέεται με τη δράση της σε υπερεθνικό επίπεδο ―ένα γεγονός που συνεπάγεται ότι δεν εκφράζει αποκλειστικά, ή ακόμη και πρωταρχικά, τα συμφέροντα συγκεκριμένου έθνους-κράτους. Η υπερεθνική ελίτ αποτελείται από:
  • τις υπερεθνικές οικονομικές ελίτ (δηλαδή τα διευθυντικά στελέχη των πολυεθνικών επιχειρήσεων και των θυγατρικών τους), οι οποίες παίζουν κυρίαρχο ρόλο μέσα στην άρχουσα ελίτ της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, δεδομένης της κυριαρχίας του οικονομικού στοιχείου μέσα σ’ αυτή,
  • τις υπερεθνικές πολιτικές ελίτ, δηλαδή τους γραφειοκράτες και τους πολιτικούς οι οποίοι στελεχώνουν τους μεγάλους διεθνείς οργανισμούς ή τους κρατικούς μηχανισμούς  στις κυριότερες οικονομίες της αγοράς, και,
  • τις υπερεθνικές τεχνοκρατικές ελίτ, τα μέλη των οποίων παίζουν έναν κυρίαρχο ρόλο στα διάφορα διεθνή ιδρύματα, think tanks, στα ερευνητικά τμήματα των μεγάλων διεθνών πανεπιστήμιων, στα διεθνή ΜΜΕ κ.λπ.
Η προσέγγιση της Περιεκτικής Δημοκρατίας αναφέρεται σε μια υπερεθνική «ελίτ» και όχι σε μια υπερεθνική «τάξη» επειδή η πρώτη είναι μια ευρύτερη έννοια από τη Μαρξιστική έννοια της τάξης που μόνο μερικώς εκφράζει την πραγματικότητα των «ταξικών» διαιρέσεων στη νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα.[6] Έτσι:
  • είναι μια ελίτ, επειδή τα μέλη της κατέχουν κυρίαρχη θέση στην κοινωνία λόγω της οικονομικής, πολιτικής ή ευρύτερα κοινωνικής δύναμής τους, και,
  • είναι μια υπερεθνική ελίτ, επειδή τα μέλη της, εν αντιθέσει προς τις εθνικές ελίτ, βλέπουν ότι ο καλύτερος τρόπος για να διασφαλιστεί η προνομιούχα θέση τους, δεν είναι το να  εξασφαλίζουν την αναπαραγωγή κάποιου πραγματικού ή φανταστικού έθνους-κράτους, αλλά την αναπαραγωγή της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» (και όχι απλώς την προώθηση των συμφερόντων του παγκόσμιου κεφαλαίου, όπως υποστηρίζει η προσέγγιση της υπερεθνικής καπιταλιστικής τάξης). Αυτό συμβαίνει επειδή η νέα υπερεθνική ελίτ βλέπει τα συμφέροντά της να συναρτώνται περισσότερο με τις διεθνείς παρά με συγκεκριμένες εθνικές αγορές. Παρόλα αυτά, όχι μόνο οι υπερεθνικές ελίτ δεν διστάζουν να χρησιμοποιούν τη δύναμη συγκεκριμένων κρατών, δηλαδή αυτών που ασκούν σημαντικό έλεγχο πάνω στο σημερινό οικονομικό και πολιτικό σύστημα, για την πραγματοποίηση των σκοπών τους (ακόμη περισσότερο όταν ένα τέτοιο κράτος τυχαίνει να είναι η σημερινή ηγεμονική δύναμη) αλλά στην πραγματικότητα βασίζονται στις κρατικές μηχανές των μεγάλων οικονομιών της αγοράς για να τους πραγματώσουν.
Μολονότι η προσέγγιση της ΠΔ έχει σημαντικά κοινά στοιχεία με την Μαρξιστική προσέγγιση της «υπερεθνικής καπιταλιστικής τάξης» του Leslie Sklair[7], (που αποτελεί μια από τις λίγες απόπειρες σύγχρονης θεωρητικής ανάλυσης της παγκοσμιοποίησης από Μαρξιστική σκοπιά), οι διαφορές είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο σημαντικές.  Βασικό κοινό σημείο με αυτήν την νεο-Μαρξιστική προσέγγιση είναι η σκληρή κριτική που ασκεί κατά της σημερινής Μαρξιστικής Αριστεράς (που τόσο στο θεωρητικό όσο και το πολιτικό επίπεδο είναι βασικά ρεφορμιστική) στη βάση του ότι η τελευταία όχι μόνο δεν βλέπει το προφανές γεγονός ότι οι διάφορες διαδικασίες παγκοσμιοποίησης που λαμβάνουν χώρα αυτή τη στιγμή είναι πραγματικές, αλλά ακόμη χειρότερα, χαρακτηρίζει ανόητα την παγκοσμιοποίηση ως ένα είδος ιδεολογίας, αν όχι έναν μύθο, ή χίμαιρα![8] Έτσι,  η προσέγγιση της υπερεθνικής καπιταλιστικής τάξης κάνει ένα σημαντικό βήμα πέρα από τις συνηθισμένες Μαρξιστικές ή Βαλερσταϊνικές προσεγγίσεις, οι οποίες θεωρούν πως ο καπιταλισμός οργανώνεται πρωταρχικά, αν όχι αποκλειστικά, μέσω εθνικών οικονομιών—γεγονός που τις κάνει ανίκανες να δουν ότι η σημερινή διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς είναι ένα νέο φαινόμενο.
Πέρα όμως από αυτό το βασικό κοινό σημείο, υπάρχουν δύο βασικά σημεία κριτικής που θα μπορούσε να προβάλλει κανείς ενάντια στην αντίληψη της παγκοσμιοποίησης που υιοθετεί η προσέγγιση της υπερεθνικής καπιταλιστικής τάξης. Το πρώτο αναφέρεται στο γεγονός πως αυτή η προσέγγιση δίνει την εντύπωση ότι η νέα υπερεθνική καπιταλιστική τάξη είναι η αιτία της σημερινής παγκοσμιοποίησης ενώ, στην πραγματικότητα, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, είναι μόνο το αποτέλεσμα της δυναμικής της οικονομίας της αγοράς σε σχέση με την έκβαση της Κοινωνικής Πάλης. Το δεύτερο σημείο κριτικής αναφέρεται στην αντίληψη της τάξης που υιοθετεί η προσέγγιση της υπερεθνικής καπιταλιστικής τάξης, που περιλαμβάνει πολιτικούς, γραφειοκράτες,  στελέχη των ΜΜΕ, ακαδημαϊκούς κ.λπ., οι οποίοι δύσκολα θα μπορούσαν να καταταχθούν στα μέλη της καπιταλιστικής τάξης ―εκτός βέβαια, εάν βάλει κανείς την έννοια του «κεφαλαίου» στο κρεβάτι του Προκρούστη, όπως κάνει ο Sklair, ώστε να καλύπτει κάθε μορφή εξουσίας. Αλλά τότε, αυτή η απόπειρα ορισμού της νέας καπιταλιστικής τάξης μπορεί να ιδωθεί απλώς ως μια προφανής προσπάθεια κάλυψης του κύριου προβλήματος της Μαρξιστικής θεωρίας του κράτους, δηλαδή της επικέντρωσής της στην οικονομική εξουσία στην οποία «ανάγονται» όλες οι άλλες μορφές εξουσίας που χαρακτηρίζουν τις εξουσιαστικές δομές και σχέσεις της σημερινής κοινωνίας. Από την άλλη μεριά, όλες αυτές οι κατηγορίες, που ο Sklair επιχειρεί να προσαρμόσει στην Προκρούστεια κλίνη της έννοιας της τάξης, θα μπορούσαν εύκολα να ενταχθούν στην έννοια μιας «υπερεθνικής ελίτ», την οποία υιοθετεί η προσέγγιση της Περιεκτικής Δημοκρατίας.


[1]Βλ. Τ. Φωτόπουλος,  Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία(ΕλληνικάΓράμματα, 2002), κεφ. 1.
[2]Βλ και Leslie Sklair, The Transnational Capitalist Class, ό.π.,σελ. 19.
[3]Τ. Φωτόπουλος, Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία, ό.π. , κεφ. 1.
[4]Takis Fotopoulos, «The Myth of Postmodernity», Democracy & Nature, Vol. 7, No. 1 (March 2001)).
[5]Στο ίδιο.
[6]ΒλέπεTakis Fotopoulos, “Class Divisions Today: The Inclusive Democracy approach», Democracy & Nature, Vol. 6, No. 2 (Ιούλιος2000).
[7]Leslie Sklair, The Transnational Capitalist Class (Oxford: Blackwell, 2001).
[8]Βλ. για την παρ’ημίν ανάπτυξη αυτής της ρεφορμιστικής άποψης, Κ. Βεργόπουλος, Παγκοσμιοποίηση: Η Μεγάλη Χίμαιρα, (Αθήνα: Νέα Σύνορα-Α.Α. Λιβάνη, 1999). 

3










3α.  ΝΕΕΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ «ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ» ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ


Στις 16 Αυγούστου του 1867 ο Μαρξ θα γράψει στον Ένγκελς την επιστολή με την οποία του ανακοίνωνε την ολοκλήρωση της επεξεργασίας του 1ου τόμου του «Κεφαλαίου». Το «σημαντικότερο βιβλίο για τους εργάτες» εκδόθηκε το Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου1.
Η συμπλήρωση, φέτος, 150 χρόνων από αυτήν την ιστορική ημερομηνία, συμπίπτει με τα εκατοντάχρονα της Οκτωβριανής Επανάστασης και αποτελεί μια εξαιρετική ευκαιρία ανάδειξης, μελέτης και προβολής του μαρξισμού, τόσο ως θεωρίας που ερμηνεύει τον κόσμο όσο και ως πράξης που τον αλλάζει.
Τα κομμουνιστικά κόμματα σε όλον τον κόσμο, στον αγώνα που κάνουν για να αποκαταστήσουν τα επαναστατικά τους χαρακτηριστικά, μετά από την προσωρινή ήττα του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, πραγματοποιούν και προγραμματίζουν σειρά εκδηλώσεων αφιερωμένων σε αυτές τις επετείους.
Οι επέτειοι αυτές, όπως είναι αναμενόμενο, αξιοποιούνται και από τους αντιπάλους του εργατικού επαναστατικού κινήματος με συνδυασμό όλων των μέσων, της ιδεολογικής παρέμβασης, της καταστολής. Η ένταση του αντικομμουνισμού, με «μέρες μνήμης των θυμάτων του ολοκληρωτισμού», με απαγορεύσεις, διώξεις, ταύτιση του κομμουνισμού με το φασισμό, χρηματοδοτείται αφειδώς από διακρατικές ενώσεις, υπηρεσίες και ιδιωτικά ιδρύματα. Η μετωπική επίθεση στο κομμουνιστικό κίνημα από τους αυθεντικούς εκπροσώπους της αστικής τάξης εμπλουτίζεται και με τις προσπάθειες του ρεύματος της αναθεώρησης του μαρξισμού, που ακολουθεί ακούραστα την πορεία του κομμουνιστικού κινήματος, «διορθώνοντας» το μαρξισμό, επικαλούμενο «κάθε στιγμή τον Μαρξ, που δεν κατανοήθηκε σωστά, για τη δικαίωση του Μαρξ που σωστά κατανοείται»2.
Όσοι δεν εγκλωβιστούν στο ψέμα της αστικής προπαγάνδας, όσοι δεν τρομοκρατηθούν από την καταστολή και τις διώξεις πρέπει να πειστούν ότι η κριτική του καπιταλισμού δεν οδηγεί στην πάλη για την ανατροπή του, ότι η ιστορική κίνηση της κοινωνίας δε διέπεται από νομοτέλειες, ότι ο καπιταλισμός, τελικά, είναι μια αναπόδραστη κι αιώνια κατάσταση πραγμάτων.
Στην κατεύθυνση αυτή κινήθηκε και το Διεθνές Συνέδριο με τίτλο: «150 χρόνια Καρλ Μαρξ. “Το Κεφάλαιο”. Στοχασμοί για τον 21ο αιώνα»3, που συνδιοργάνωσαν στις 14 και 15 Γενάρη το περιοδικό «Θέσεις» και το Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ.
Στη σχετική πρόσκληση τονιζόταν, ανάμεσα σε άλλα, και η αυτονόητη θέση ότι «το “Κεφάλαιο” παραμένει επίκαιρο έργο και σημαντικό», κάτι που δικαιολογεί τόσο τη συμμετοχή προβεβλημένων ακαδημαϊκών από την Ελλάδα και το εξωτερικό όσο και ενός πολυπληθούς ακροατηρίου.
Οι εισηγητές και σχολιαστές έθιξαν, ο καθένας από τη σκοπιά της εργασίας του, διαφορετικά θέματα, είχαν, ωστόσο, μια αφετηριακή θέση, κοινό σημείο αναφοράς όλων, που ενστερνίστηκαν είτε ρητά στις εισηγήσεις τους είτε με τη σιωπηλή τους αποδοχή. Σύμφωνα με αυτήν τη θέση, που τονίστηκε στο άνοιγμα των εργασιών από τον Γ. Μηλιό, το «Κεφάλαιο» έχει υποστεί «παραναγνώσεις» που «έχουν οδηγήσει σε ερμηνείες πολύ μακριά από την αυθεντική προβληματική του Μαρξ, με σημαντικότερη τη σταλινική σοβιετική διαστρέβλωσή της»4. Στο σχετικό αναγγελτικό διαβάζουμε: «Μια άλλη εκδοχή του “Κεφαλαίου” και του μαρξισμού περιμένουμε να ακούσουμε αύριο και μεθαύριο στο διεθνές συνέδριο της Αθήνας»5 (σ.σ.: όλες οι εμφάσεις στο κείμενο δικές μας). Η «ορθή ανάγνωση ή επανασυγγραφή» του «Κεφαλαίου» στηρίζεται στην όχι και τόσο «νέα ανάγνωση του “Κεφαλαίου”», κεντρική ιδέα της οποίας είναι ότι ο Μαρξ, γράφοντας την «Κριτική της πολιτικής οικονομίας», όπως είναι ο υπότιτλος του «Κεφαλαίου», δε δημιούργησε δική του θεωρία πολιτικής οικονομίας, και στην προτροπή του Αλτουσέρ «να εφαρμόσουμε στο “Κεφάλαιο” τη μέθοδο του “Κεφαλαίου”».
Ισχυριζόμαστε ότι αυτές οι αφετηριακές θέσεις οδηγούν σε:
1. Άρνηση της θεωρίας του μαρξισμού-λενινισμού, μέσα από την προσπάθεια διάρρηξης της συνοχής και της συνέχειάς της.
2. Απόρριψη του επαναστατικού προτάγματος του μαρξισμού-λενινισμού, με την ανατροπή των συμπερασμάτων του ιστορικού υλισμού και της πολιτικής οικονομίας.
3. Πλήγμα κατά του φορέα της επαναστατικής θεωρίας –του Κομμουνιστικού Κόμματος– με την αξιοποίηση των όποιων υπαρκτών ιστορικών αδυναμιών και της λασπολογίας.
Για να τεκμηριώσουμε την παραπάνω θέση μας, παρουσιάζουμε στοιχεία για την αποκατάσταση της αλήθειας σχετικά με τη μετάφραση του συνόλου του έργου στην ελληνική γλώσσα, που πραγματοποιήθηκε με απόφαση της καθοδήγησης του ΚΚΕ. Στη συνέχεια αναδεικνύουμε ορισμένες προτάσεις των εισηγητών και σχολιαστών (στο εξής «άλλοι αναγνώστες» –ΑΑ) σχετικά με το τι εννοούν «αυθεντική προβληματική του Μαρξ», παραλείποντας, χωρίς να θέλουμε να υποτιμήσουμε, άλλες. Εκτιμήσαμε ότι εκφράζουν το κυρίαρχο πνεύμα του Συνεδρίου και παίζουν κεντρικό ρόλο στην κατανόηση του τρόπου πρόσληψης, αναπαραγωγής και φιλοδοξίας ανάπτυξης της θεωρίας. Αφορούν τη μέθοδο και το αντικείμενο της έρευνας στο «Κεφάλαιο», καθώς και ζητήματα σοσιαλισμού που προκύπτουν από τη μελέτη του. Περιοριστήκαμε σε ελάχιστους, αναγκαίους κατά τη γνώμη μας, σχολιασμούς. Τέλος, κάνουμε μια σύντομη αναφορά στο ρόλο που έπαιξε ο Φρ. Ένγκελς στη διάσωση, αποκατάσταση κι έκδοση του «Κεφαλαίου».

ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΟΥ «ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ» ΑΠΟ ΤΟ ΚΚΕ


Ο Γ. Μηλιός, στην εναρκτήρια ομιλία του στο προαναφερόμενο συνέδριο, παρουσιάζοντας την ιστορία της έκδοσης του «Κεφαλαίου» στην Ελλάδα, επανέφερε το ζήτημα της πατρότητας της μετάφρασης που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με την απόφαση του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του ΚΚΕ στις 28 Δεκέμβρη 1951.6
Το θέμα, σε συντομία, έχει ως εξής:
Το ΚΚΕ, στις συνθήκες δράσης στην ΕΣΣΔ και τις Λαϊκές Δημοκρατίες, είχε τη δυνατότητα να πραγματοποιεί πλούσιο εκδοτικό έργο, στο πλαίσιο του οποίου εντάχτηκε και η έκδοση του «Κεφαλαίου». Πράγματι, το 1954, κυκλοφόρησε ο 1ος τόμος του «Κεφαλαίου» σε μετάφραση, όπως τότε σημειωνόταν, «Ελλήνων γλωσσομαθών του εξωτερικού». Οι εκδόσεις της εποχής εκείνης σπάνια ανέγραφαν τα ονόματα των συντελεστών, για ευνόητους λόγους. Το 1955 ολοκληρώθηκε η μετάφραση και η έκδοση του 2ου τόμου, που, όπως και ο 1ος, τυπώθηκε στο Βουκουρέστι. Η νομιμοποίηση του Κόμματος, το 1974, επέτρεψε την ολοκλήρωση και έκδοση στην Ελλάδα, από τη «Σύγχρονη Εποχή» (ΣΕ), της μετάφρασης του 3ου τόμου και των «Θεωριών για την Υπεραξία». Οι νέες, πλήρεις εκδόσεις του έργου έφεραν πλέον το όνομα του Παναγιώτη Μαυρομάτη ως μεταφραστή.
Σε ομιλίες και κείμενα αμφισβητείται η απόδοση της μετάφρασης στον Π. Μαυρομάτη, με το επιχείρημα ότι η τελευταία αποτελεί προϊόν εργασίας ομάδας μεταφραστών, η σύνθεση της οποίας μοιάζει να αποσιωπάται για κάποιο λόγο που δεν κατονομάζεται. Έτσι εμφανιζόμενο το θέμα, με το βαρύτατο ψόγο που απευθύνει έμμεσα προς το έργο και την ακεραιότητα τόσο του Π. Μαυρομάτη όσο και του ΚΚΕ ως πολιτικού προϊσταμένου της ΣΕ, αναπαράγεται αβασάνιστα σε άρθρα, πανεπιστημιακές αίθουσες και, με την επανάληψη, έφτασε να θεωρείται κοινός τόπος για τους «γνωρίζοντες».
Σχετικά πρόσφατο παράδειγμα ο πρόλογος της έκδοσης του 1ου τόμου του «Κεφαλαίου», σε μετάφραση Θ. Γκιούρα, που κυκλοφόρησε το 2016 από τις εκδόσεις «ΚΨΜ», όπου διαβάζουμε:
«Η μετάφραση των μέχρι τη μεταπολίτευση παράνομων “Ελλήνων γλωσσομαθών του εξωτερικού” θα αναβαπτιστεί σε μετάφραση του Παναγιώτη Μαυρομάτη».
Και παρακάτω:
«Η διαπίστωση για τη δυνατότητα, αν όχι την αναγκαιότητα, της αναθεώρησης της λεγόμενης μετάφρασης Μαυρομάτη έχει διαπιστωθεί…»7 (έτσι!).
To «αναβαπτιστεί» και το «λεγόμενη» –που κατά τη γνώμη μας λίγο απέχει από το «υποτιθέμενη»– «τεκμηριώνονται» με την παρουσίαση των μισθολογικών καταστάσεων του Εκδοτικού του Κόμματος, που παρακρατούνται στο κλεμμένο αρχείο των ΑΣΚΙ, από την οποία συμπεραίνεται ότι «η απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής θα πραγματοποιηθεί συνεπώς από ένα επιτελείο κομματικών μελών…»8.
Δε θα αντιτείνουμε ότι ένας κατάλογος μισθοδοτούμενων δεν αποκαλύπτει και το αντικείμενο που τους έχει ανατεθεί και δε θα αποπειραθούμε να εξηγήσουμε στους συντάκτες του Προλόγου τη σχέση ατομικού-συλλογικού στη δουλειά των μελών και στελεχών του ΚΚΕ. Ούτε, βεβαίως, θα ισχυριστούμε ότι μια προσπάθεια τέτοιας εμβέλειας δεν προϋποθέτει πολύπλευρη στήριξη και συμμετοχή συντελεστών, που σε πολλές περιπτώσεις μένουν αφανείς, παρά την ογκώδη και συχνά άχαρη, αλλά αναγκαία δουλειά που κάνουν (ας σκεφτούμε, ως ένα μόνο παράδειγμα, τη δουλειά της δακτυλογράφησης δοκιμίων και διορθώσεων με τα μέσα εκείνης της εποχής). Πιστεύουμε, ωστόσο, ότι, χάριν της πληρότητας της έρευνας και της αποφυγής υπαινιγμών περί σκοτεινών, δήθεν, σκοπιμοτήτων του ΚΚΕ, μια εμπεριστατωμένη εργασία θα έπρεπε να λάβει υπόψη και τα ακόλουθα, απολύτως προσπελάσιμα από κάθε ενδιαφερόμενο:
1. Το άρθρο του Πέτρου Ρούσου, μέλους της ΚΕ και υπεύθυνου της εκδοτικής δουλειάς, «Ο Α΄ τόμος του αθάνατου έργου του Μαρξ “Το Κεφάλαιο” στα ελληνικά», όπου αναφέρεται: «Το συνεργείο της μετάφρασης (μεταφραστής του γερμανικού πρωτοτύπου και τελικός διατυπωτής της μετάφρασης, θεωρητής της μετάφρασης από τα γερμανικά, φιλολογικός διατυπωτής της ελληνικής απόδοσης, υπεύθυνος θεωρητής-αντιβολέας με το ρωσικό κείμενο και τεχνικοί συνεργάτες) είχε στη διάθεσή του για την ετοιμασία του 1ου τόμου –παράλληλα με άλλες δουλιές– 19 μήνες. Δε θα κρίνουμε αν το συνεργείο μπόρεσε να υπερνικήσει όλες τις μεταφραστικές δυσκολίες σε ορολογίες, στη μεγαλύτερη δυνατή διατήρηση του ύφους του Μαρξ, αποδοσμένο σε καλή δημοτική. Το συνεργείο προσπάθησε να μείνει πιστό στο κείμενο του Μαρξ. Και η μετάφραση στο σύνολο ανταποκρίνεται, νομίζουμε, στο σημερινό στάδιο της γλωσσικής μας κατάστασης»9.
Από τη διατύπωση «μεταφραστής και τελικός διατυπωτής» προκύπτει ότι πρόκειται για ένα και το αυτό άτομο.
2. Τη συνέντευξη που έδωσε το 1983 ο Παναγιώτης Μαυρομάτης, όπου αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στις δικές του πρώτες προσπάθειες μετάφρασης του «Κεφαλαίου» πριν ενταχτεί στο ΔΣΕ, που χάθηκαν, για να καταλήξει: «Το 1952-1955 μετέφρασα τους δυο πρώτους τόμους στο Βουκουρέστι, όπου και τυπώθηκαν. Και ύστερα από 20χρονη σχεδόν διακοπή μετάφρασα τον τρίτο τόμο του “Κεφαλαίου” στη Δρέσδη, όπου και τυπώθηκε, αργότερα επανατυπώθηκε στην Αθήνα το 1978 από το εκδοτικό “Σύγχρονη Εποχή”. Ακολούθησαν οι δυο πρώτοι τόμοι, ή τα δυο πρώτα μέρη των “Θεωριών για την Υπεραξία” που εκδόθηκαν επίσης από το εκδοτικό “Σύγχρονη Εποχή” και τώρα μεταφράζεται και το 3ο μέρος…»10.
Κανείς, έως τώρα, δεν έχει διαψεύσει τα όσα είπε δημόσια ο Π. Μαυρομάτης, σε έγκυρο επιστημονικό περιοδικό ευρείας κυκλοφορίας της δεκαετίας του ’80. Από την άλλη βέβαια, όσοι δε διάβαζαν τότε μπορεί να μην τα βρουν ποτέ και όσοι διάβαζαν και τότε μπορεί να τα έχουν πια ξεχάσει. Ποιον, άλλωστε, ενδιαφέρει η υστεροφημία ενός κάποιου (κατά το «κάποιος Αντοράτσκι» –δες υποσημείωση 67) συνεπούς μέχρι τέλους στελέχους του ΚΚΕ...
3. Τις σημειώσεις του Πέτρου Ρούσου, που βρίσκονται στο Αρχείο της ΚΕ του ΚΚΕ, για τη δουλειά του μεταφραστικού τμήματος, όπου περιέχονται πληροφορίες για τη μετάφραση του «Κεφαλαίου» από τον Π. Μαυρομάτη.
Παραθέτουμε δυο σχετικά αποσπάσματα:
Α. Σημειώσεις για τη δουλειά των δυο πρώτων μηνών του 1953.11

 MAGANAS SEL-87 132 Layout 1

Στην 3η γραμμή διακρίνουμε: «Πώς θα’ρχίσει ο Παναγ. Κεφάλαιο».

Β. Σημειώσεις από την περίοδο 5-7/53.12

MAGANAS SEL-87 132 Layout 2

Εδώ βλέπουμε στη 2η γραμμή: «Έχουμε καθυστέρηση; (ΠΜ)» και κάτω: «Να βγάλουμε όλο τον 1ο τόμο “Κεφαλαίου”».

4. Το γράμμα της ΚΕ του ΚΚΕ προς την ΚΕ του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος.13

 MAGANAS SEL-87 132 Layout 3 

Στην πρώτη παράγραφο διαβάζουμε για τον Π. Μαυρομάτη ότι του «ανατέθηκε η μετάφραση του 3ου τόμου» και ότι «ο ίδιος έχει μεταφράσει πριν από χρόνια και τους δυο προηγούμενους τόμους». Το έγγραφο υπογράφεται από το Γραμματέα του Κόμματος, Χαρίλαο Φλωράκη.
Θεωρούμε ότι τα παραπάνω αρκούν για να αποδειχτεί ποιος ήταν ο μεταφραστής της μόνης πλήρους έκδοσης του «Κεφαλαίου» στα ελληνικά, που πραγματοποιήθηκε με απόφαση του ΚΚΕ. Σε ό,τι δε αφορά τα μεταφραστικά προβλήματα, ή καλύτερα τα ζητήματα ορθής απόδοσης των εννοιών, σημειώνουμε ότι καμία μετάφραση δεν είναι ανεπίδεκτη βελτίωσης. Ωστόσο, στο πλαίσιο της επιστημονικής δεοντολογίας, όταν τίθεται ένα ζήτημα κριτικής, ο λόγος πρέπει να δίνεται και στον κρινόμενο. Δεν αρκεί η αναφορά στο άρθρο του Δ. Καράγιωργα «Μεταφραστικά προβλήματα του “Κεφαλαίου”: Μια απάντηση», όπως τιτλοφορείται στην πραγματικότητα, και εδώ ας μας επιτραπεί μια μικρή παρέκβαση: Η ορθή απόδοση ολόκληρου και όχι του μισού τίτλου του άρθρου θα οδηγούσε τον επιμελή μελετητή στην αναζήτηση της αιτίας της «απάντησης» και, επομένως, της ουσίας της αντιπαράθεσης, άρα στη διερεύνηση του θέματος και όχι σε μια απλή «διαπίστωση της διαπίστωσης». Συνεπώς, θεωρούμε ότι πρέπει να αναφέρεται, τουλάχιστον, η πηγή, το έναυσμα της αντιπαράθεσης, όπως και η απάντηση του κρινόμενου, στην προκείμενη περίπτωση του Π. Μαυρομάτη.14
Η σχέση μελών-καθοδήγησης στη λειτουργία του ΚΚΕ φαίνεται πως αποτελεί terra incognita για τους συντάκτες του ως άνω Προλόγου, οι οποίοι, στη σελίδα LIX, μας διαβεβαιώνουν ότι «το (σ.σ.: δικό τους) εγχείρημα … δεν απολαύει καμιάς κομματικής … υποστήριξης». Παίρνουν, ωστόσο, θέση όταν, με αφορμή τη δημοσιοποίηση το 2007, μιας εσωκομματικής διαδικασίας του 1983, αποφαίνονται: «Ο τρόπος με τον οποίο διεξήχθη η αντιπαράθεση (σ.σ.: μεταξύ της επιτροπής κρίσης του έργου της Έλλης Παππά «Αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς στο “Κεφάλαιο” του Μαρξ» και της συγγραφέα, σχετικά με τη χρήση της μετάφρασης του Π. Μαυρομάτη ή μεταφράσεων της ίδιας) –με συγκρότηση τριμελούς επιτροπής υπό την αιγίδα της Κεντρικής Επιτροπής κλπ.– για ένα θέμα κατεξοχήν κριτικής δημοσιότητας, όπως η μεταφραστική απόδοση επιστημονικών όρων, αποτελεί ρητά αρνητικό δείγμα αντιμετώπισης»15. Όπως μας ενημερώνουν οι συγγραφείς του Προλόγου: «Και οι δυο πλευρές είχαν δίκιο … η κριτική της Παππά στη διαφοροποιημένη … απόδοση του γερμανικού όρου gleich είναι εσφαλμένη, κάτι που θα μπορούσε να διαπιστωθεί απλά και άμεσα, χωρίς κάποια επιτροπολογία»16.
Αυτό που ενοχλεί τους συγγραφείς του Προλόγου και το αντιμετωπίζουν ρητά με αρνητικό τρόπο δεν είναι οι υποτιθέμενες, είτε λίγες υπαρκτές, μεταφραστικές ανεπάρκειες του Π. Μαυρομάτη, για τις οποίες κάνει και ο ίδιος λόγο στην αρθρογραφία που προαναφέραμε, αλλά το δικαίωμα του ΚΚΕ να κρίνει τα βιβλία που πρόκειται να εκδώσει. (Ας σημειωθεί ότι το βιβλίο της Ε. Παππά πραγματοποίησε δυο επιτυχημένες εκδόσεις στη «Σύγχρονη Εποχή», με την πρώτη να γίνεται το 1983 – το ίδιο έτος εκδήλωσης της αντιπαράθεσης). Θα είχε ενδιαφέρον να μαθαίναμε την περιπέτεια της έκδοσης του «Karl Marx. Το Κεφάλαιο. Τόμος Πρώτος», αν βέβαια τέτοια υπάρχει.
Συνοψίζοντας σχετικά με τη μετάφραση του «Κεφαλαίου»: Κάθε ανθρώπινο έργο υφίσταται τη φθορά του χρόνου, παλιώνει. Όταν γίνεται λόγος για μια μετάφραση, στο εκάστοτε «στάδιο της γλωσσικής μας κατάστασης», εννοείται ότι με την παρέλευση δεκαετιών η γλώσσα εξελίσσεται, μερικοί όροι επαναπροσεγγίζονται με μεγαλύτερη ακρίβεια. Κάθε τεκμηριωμένη πρόταση βελτίωσης δεν μπορεί παρά να γίνεται σεβαστή και να λαμβάνεται υπόψη. Δε θα έπρεπε, όμως, να υπονομεύεται από αστοχίες, τόσο γλωσσικές όσο και ουσιαστικές (που ελπίζουμε να μην έθιξαν τις σελίδες με την αραβική αρίθμηση), όπως συμβαίνει εδώ με την ατυχή χρήση του σύστοιχου αντικειμένου και τη, σημαντικά ουσιωδέστερη και ακούσια, θέλουμε να πιστεύουμε, παράλειψη αναφοράς σε κείμενα ιστορικής σημασίας και στα σχετικά άρθρα και τη συνέντευξη του Π. Μαυρομάτη, στελέχους του ΚΚΕ και μόνου έως τις μέρες μας έγκυρου μεταφραστή και των τεσσάρων βιβλίων του «Κεφαλαίου», στον οποίο συνεχίζουμε να οφείλουμε και μετά από τη φυσική του απουσία, εκτός από τις προτάσεις και την κριτική μας –την οποία ζητά ο ίδιος στον Πρόλογο του Μεταφραστή στον 3ο τόμο– τα εύσημα, που αξίζουν σε μια, επί 65 έως τώρα και για πολλά ακόμη χρόνια, μοναδική επιστημονική μεταφραστική επιτυχία μεγάλης εμβέλειας.

ΤΙ ΣΤΟΧΑΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΘΟΔΟ ΤΟΥ «ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ»


Έχοντας αποκαταστήσει, πιστεύουμε με επάρκεια, την αλήθεια σχετικά με ένα ζήτημα κατεξοχήν ηθικής τάξης, μπορούμε να στραφούμε σε ορισμένα ζητήματα θεωρίας που τέθηκαν στο Συνέδριο.
Κατά τον Ε. Μπαλιμπάρ, χρειαζόμαστε μια «μετασχηματιστική» ανάγνωση, έναν μη διαστρεβλωμένο, μη φανταστικό Μαρξ, με στόχο την επανασυγγραφή του «Κεφαλαίου» ή ενός ισοδυνάμου. Ο Μαρξ δεν ολοκλήρωσε το «Κεφάλαιο» κι εμείς πρέπει να ανοίξουμε το μαύρο κουτί. Ο Π. Σωτήρης διευκρίνισε ότι σκοπός της ανάγνωσης του «Κεφαλαίου», ως μιας μη οικονομίστικης, αντιανθρωπιστικής, αντιτελεολογικής, αντιμεταφυσικής θεωρίας του καπιταλισμού, (σ.σ.: είναι να αποτελέσει) θεωρητικό έδαφος για μια αριστερή κριτική του σταλινισμού.
Συνεπώς, συμπεραίνουμε, πρέπει να ξαναγράψουμε το «Κεφάλαιο» ή κάτι παρόμοιο, για να έχουμε μια ορθή θεωρία για τον καπιταλισμό, ώστε να κάνουμε αριστερή κριτική στο «σταλινισμό». Η αναγκαιότητα επανασυγγραφής σημαίνει, για εμάς τουλάχιστον, ανεπάρκεια θεωρίας. Ο σκοπός του Μαρξ, από τη θεωρητική θεμελίωση της ανατροπής του καπιταλισμού, αλλάζει σε κριτική της συγκεκριμένης πρακτικής της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Στο επίπεδο της θεωρίας και ανοίγοντας το «μαύρο κουτί», βρίσκουμε ότι ο Μαρξ δεν ολοκλήρωσε την ανατροπή στην πολιτική οικονομία, παρέμεινε δέσμιος αστικών και μεταφυσικών αντιλήψεων. Έτσι:
«Ο Μαρξ είναι παγιδευμένος στην κλασική θεωρία, είναι ρικαρδιανός, και εγελιανός». (Κατηγορία που είχε επιρριφθεί στον Μαρξ και μετά από την πρώτη έκδοση του 1ου τόμου. Δες και Επίλογο στη δεύτερη έκδοση του 1ου τόμου)17. «Η έννοια της σχετικής υπεραξίας είναι μια ρικαρδιανή και φυσιοκρατική θέση του Μαρξ» (Χάινριχ, Λέμποβιτς).
«Η αντίληψη ότι το σταθερό κεφάλαιο – η παρελθούσα εργασία είναι παθητικό στοιχείο και ότι μόνο η ζωντανή παρούσα εργασία είναι αξιοδημιουργός, κινητοποιώντας το νεκρό στοιχείο, έχει τις ρίζες της στο “Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο”» (Μπαλιμπάρ). «Ο καπιταλισμός, μέσω της μυστικοποίησης, μας πείθει ότι η νεκρή παρελθούσα εργασία τού ανήκει» (Χάρνεκερ).
«Για τον Μαρξ το σχήμα Ε-Χ-Ε έχει τα πρωτεία έναντι του σχήματος Χ-Ε-Χ΄, κάτι που ανάγεται στον Προυντόν ή, περισσότερο, στην αριστοτέλεια αντίληψη του χρήματος» (Μπαλιμπάρ)18.
«Κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα γεννά ένα διπλό προϊόν, την αλλαγή των συνθηκών και την αλλαγή των ανθρώπινων όντων –αυτό δεν το κατάλαβαν στον υπαρκτό σοσιαλισμό» (Λέμποβιτς). «Οι Σοβιετικοί επίσης λησμόνησαν ότι η αξία και το κεφάλαιο δεν είναι μετρήσιμα μεγέθη, αλλά κοινωνικές σχέσεις» (Βαλιάνος). «Ο Αλτουσέρ προειδοποιούσε ενάντια σε μια λογιστική-αριθμητική απεικόνιση της εκμετάλλευσης» (Σωτήρης)19. «Πρέπει να ξεπεράσουμε το αριθμητικό παράδειγμα που προτείνει ο Μαρξ και να προσθέσουμε τα αρνητικά μεγέθη της αφηρημένης εργασίας που δε βρήκε αναγνώριση» (Μπαλιμπάρ).
Το «μαύρο κουτί» έχει πολλά ακόμα να μας επιδείξει:
Το έργο του Μαρξ δεν αποτελεί μια ολοκληρωμένη θεωρία για τους νόμους κίνησης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, χαρακτηρίζεται από αντιφάσεις. Το υποκείμενο της ιστορικής εξέλιξης είτε «απουσιάζει» είτε παρουσιάζεται με «μονόπλευρο» τρόπο:
«Το “Κεφάλαιο” είναι ανολοκλήρωτο έργο επειδή οδηγεί σε απορίες»20 (Μπαλιμπάρ), κάτι που μπορεί να έχει διαφορετικές συνέπειες: Είτε ακριβώς λόγω των λαθών και των αντιφάσεών του (μεσσιανισμός, μεταφυσική), με τον ανολοκλήρωτο χαρακτήρα του, παραμένει το σημείο αναφοράς για οποιαδήποτε θεωρητικοποίηση του καπιταλισμού (Σωτήρης, ακολουθώντας τη Revue Positiviste21), είτε χρειάζεται να συμπληρωθεί και να ξαναγραφτεί το έργο (Μπαλιμπάρ και Λέμποβιτς, συγγραφέας του «Πέρα από το “Κεφάλαιο”», όπου αναδεικνύεται η πλευρά των εργατών και της πάλης τους, που «απουσιάζουν» από τη μονόπλευρη, μονολιθική, ντετερμινιστική κλπ. παράθεση του “Κεφαλαίου”), μια και «το προλεταριάτο απουσιάζει από το “Κεφάλαιο”» (Λέμποβιτς, Σωτήρης).
«Η εμμονή στο ρόλο του βιομηχανικού προλεταριάτου έκανε τους μαρξιστές να αγνοήσουν το δικό μας επαναστατικό υποκείμενο» (Χάρνεκερ, αναφερόμενη στα κινήματα των αγροτών και των ιθαγενών της Λατινικής Αμερικής)22. Ο Μαρξ, όμως, δεν αναφέρεται γενικά σε «επαναστατικό υποκείμενο», αλλά ορίζει το υποκείμενο της ανατροπής του καπιταλισμού: «Εφόσον γενικά μια τέτοια κριτική (της αστικής πολιτικής οικονομίας) την αντιπροσωπεύει μια τάξη, μπορεί να την αντιπροσωπεύει μόνο η τάξη που η ιστορική της αποστολή είναι να ανατρέψει τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής και να καταργήσει οριστικά τις τάξεις, δηλαδή το προλεταριάτο»23.
Τα συμπεράσματα του ιστορικού υλισμού απορρίπτονται, «συνεπώς»: Το σχήμα βάση-εποικοδόμημα αμφισβητείται (Δημουλάς) ή έχει τελειώσει (Σκομβούλης). Αντ’ αυτού προτείνεται το σχήμα των κοινωνικών σφαιρών σε επίπεδο ισχυρής αυτονομίας. Κατά τον Αλτουσέρ, το καπιταλιστικό κράτος είναι εντελώς διαχωρισμένο προκειμένου να εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντα του κεφαλαίου (Σκομβούλης). Επίσης, συμπληρώνουμε εμείς, κατά τον Αλτουσέρ «ο Marx (!) δεν κατανοούσε τίποτα από το κράτος … δεν κατανοούσε πώς και με ποιον τρόπο λειτουργεί»24.
«Στο “Κεφάλαιο” εγκαταλείπεται η θέση περί διαδοχής κοινωνικοοικονομικών συστημάτων, θέση μηχανιστική, εξελικτική, προγκρεσιβιστική, περί ύπαρξης κάποιου ιστορικού τέλους-σκοπού και μιας μοναδικής αντίφασης, που επιλύεται μέσω της σύγκρουσης των παραγωγικών δυνάμεων με τις σχέσεις παραγωγής. Στον σκληρό πυρήνα της ανάλυσης του Μαρξ, σύμφωνα με τους Μπαλιμπάρ, Ρανσιέρ, Μπετελέμ, Πουλατζά, Μάο και άλλους» (σ.σ.: διατηρούμε μια επιφύλαξη για το αν η επίκληση τόσων αυθεντιών ενισχύει πραγματικά το επιχείρημα), «το σύστημα που έχουμε στο “Κεφάλαιο” είναι ένα σύστημα πολλαπλών αντιθέσεων κι επικαθορισμών της βασικής αντίφασης κεφαλαίου-εργασίας». «Σε αυτό το πλαίσιο ο Μαρξ εισάγει μια εντελώς άλλη προβληματική, που είναι η προβληματική της πρωταρχικής συσσώρευσης» (Μηλιός). «Ο Μαρξ στο “Κεφάλαιο” εγκαταλείπει τη μηχανιστική αντίφαση παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής για τη μετάβαση από τον έναν τρόπο παραγωγής στον άλλο» (Δρουκόπουλος). Τι κι αν ο ίδιος ο Μαρξ στον Πρόλογο στην πρώτη έκδοση του 1ου τόμου του «Κεφαλαίου», που γράφτηκε τον Ιούλη του 1867, μετά τη συγγραφή του ίδιου του τόμου, ο οποίος γράφτηκε μετά από τα χειρόγραφα που συνέθεσαν το 2ο και τον 3ο τόμο, αναφέρεται στον «ιστορικό χαρακτήρα του κεφαλαίου … την ιστορική αλληλουχία ανάμεσα στις σχέσεις παραγωγής και τον τρόπο παραγωγής …»25, οι ΑΑ διατηρούν τις αντιρρήσεις τους.
Ο ίδιος σχολιαστής (Δρουκόπουλος) αντέτεινε σε εισηγητές που προηγήθηκαν ότι ο Μαρξ δε θεωρούσε την περιγραφή της πρωταρχικής συσσώρευσης απόλυτη αλήθεια και υποχρεωτικό δρόμο προς τον καπιταλισμό, αλλά «ιστορικό σχεδίασμα» του τι έγινε ειδικά στη Δυτική Ευρώπη. (Αυτό διευκρινίζεται από τον ίδιο τον Μαρξ στο γράμμα του προς τη Β. Ζασούλιτς της 8ης Μάρτη 1881, καθώς και στο υλικό των 4 σχεδίων της αναφερόμενης επιστολής)26.
Αυτά τα «μεθοδολογικά επιστημολογικά σφάλματα» του Μαρξ οφείλονται σε εμπόδια «που αποτρέπουν τον Μαρξ από το να ταυτοποιήσει τις ρίζες της ίδιας του της έκπληξης με τη σύνοψη των προϋποθέσεων του συμπεράσματός του»27. Εμπόδια εξωτερικά: Η απριοριστική περιγραφή των οικονομικών θεωριών, μετά την αποσύνθεση της ρικαρδιανής σχολής – ο Μαρξ είχε να κάνει με χυδαίους οικονομολόγους, κάτι που είχε καταστροφικές συνέπειες γιατί απέτρεψε τη μαρξιστική οικονομία από το να κάνει κριτική σε άλλες μορφές θεωρίας, σαν τη νεοκλασική ή τη φιλελεύθερη. Εσωτερικά εμπόδια: Σύγχυση κάτω από το όνομα της αφηρημένης εργασίας των δυο λειτουργιών: της μέτρησης ή της συγκρισιμότητας των εμπορευμάτων («που συχνά αναφέρεται ως νόμος της αξίας») και της λειτουργίας της αξιοποίησης, δηλαδή «της συντήρησης της υπάρχουσας και της προσθήκης πρόσθετης αξίας, που προκύπτει από την υπερεργασία». «Και τα δυο εμπόδια προκύπτουν από την ιδέα της πρωτοκαθεδρίας της παραγωγής επί της κυκλοφορίας ή ότι οι μορφές της κυκλοφορίας είναι απλά φαινόμενα που εκφράζουν μια βαθύτερη ουσία, κάτι που είναι μια πολιτική ιδέα ή συναρθρώνεται πολιτικά με τη μεγάλη αντίθεση μεταξύ πολιτικής οικονομίας της εργασίας και μιας πολιτικής οικονομίας του κεφαλαίου. Συνέπεια αυτής της πολιτικής ένταξης είναι η αποδοχή της πρωτοκαθεδρίας της παραγωγής, επειδή οι καπιταλιστές βλέπουν στην κυκλοφορία την πραγματοποίηση, άρα και την πηγή, των κερδών τους». Εδώ ο Μπαλιμπάρ μάς λέει ότι τα συμπεράσματα του Μαρξ δεν είναι αποτέλεσμα επιστημονικής έρευνας, αλλά «πολιτικής» επιλογής για να «πάει κόντρα» στους καπιταλιστές.
Σχετικά με τη λεγόμενη ιδέα της πρωτοκαθεδρίας της παραγωγής οφείλουμε να σημειώσουμε τα εξής: Η μέτρηση και συγκρισιμότητα των εμπορευμάτων δε συντελείται στην κυκλοφορία γενικά, αλλά στην ανταλλαγή ειδικά. Ωστόσο, η ανταλλαγή είναι ένας μόνο από τους γνωστούς ιστορικά τρόπους ιδιοποίησης του προϊόντος από τα μέλη της κοινωνίας. Γνωρίζουμε ότι στην αυγή της ανθρωπότητας η κοινότητα κατένεμε το προϊόν με άμεσο τρόπο, που υπαγορευόταν από τις ανάγκες συντήρησης και αναπαραγωγής της. Χωρίς ανταλλακτικές σχέσεις διανέμεται και μεγάλο μέρος του κοινωνικού προϊόντος στις χώρες που περνούν στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Η ανταλλαγή είναι η αναγκαία και μόνη δυνατή μορφή ιδιοποίησης της εμπορευματικής, ειδικά, παραγωγής –απλής και καπιταλιστικής– και ως τέτοια αποτελεί ένα ιστορικά παροδικό φαινόμενο, αντίθετα με την παραγωγή, που αποτελεί όρο ύπαρξης της ανθρωπότητας. Η ανταλλαγή, επομένως, είναι εγγενής σχέση της εμπορευματικής παραγωγής, που γενικεύεται μόνο στον καπιταλισμό, μέχρι την οριστική του εξάλειψη.

ΤΙ ΣΥΜΠΕΡΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ


Εάν τα παραπάνω λίγα μπορούν να θεωρηθούν μεθοδολογικές παραδοχές των ΑΑ, τα επόμενα αποσπάσματα θα μπορούσαν να αποτελέσουν ειδικότερα συμπεράσματα για ζητήματα της πολιτικής οικονομίας:
«Χωρίς χρηματική μορφή δεν μπορείς να έχεις ανταλλαγή» (Λαπατσιώρας - Σωτηρόπουλος). Όμως «μόνο η ανταλλαγή προσδίδει αξία στο εμπόρευμα και δεν υπάρχει φάση που προηγείται και φάση που έπεται, η παραγωγή και η ανταλλαγή καθορίζουν την αξία» (Παπαφωτίου). Επομένως, συμπεραίνουμε ότι το χρήμα γεννά την αξία μέσω της ανταλλαγής.
«Αν δεχτούμε ότι κάθε παραγωγή πραγματοποιείται –μια πολύ παράξενη μεθοδολογική επιστροφή του νόμου του Σαίη στην επιχειρηματολογία του Μαρξ– κάνουμε αφαίρεση από: 1. Η αξία του σταθερού κεφαλαίου δε διατηρείται συνολικά ή εν μέρει, αν η πραγματική τους (σ.σ.: των εμπορευμάτων) τιμή πέφτει. 2. Η νέα αξία που πληρώνεται με τη μορφή μεταβλητού κεφαλαίου είναι αποτελεσματική, δηλαδή πραγματοποιείται μόνο στο βαθμό της κοινωνικής της αναγνώρισης, ως αναγκαίας εργασίας, που σημαίνει ότι μπορεί να χαθεί και να γίνει αρνητική». Εδώ ο Μπαλιμπάρ, λέγοντας το προφανές, δηλαδή ότι αν ένα εμπόρευμα δεν πουληθεί, δε θα πραγματοποιηθεί η αξία και υπεραξία που περιέχει, καταλογίζει στον Μαρξ αποδοχή του νόμου του Σαίη, ενώ ο ίδιος ο Μαρξ πουθενά δεν ισχυρίζεται ότι η προσφορά δημιουργεί την αντίστοιχη ζήτηση – αντίθετα, την υποβάλλει σε κριτική, αλλά δείχνει τι συμβαίνει όταν η προσφορά εξισώνεται με τη ζήτηση και πλέον δεν επιδρά στο ύψος των τιμών, για να μελετήσει το μηχανισμό παραγωγής της αξίας. «Η γενικευμένη υπεραξία δεν είναι, συνεπώς, ένα ποσοτικά μετρήσιμο μέγεθος, είναι μια αντίληψη (θεωρία), κοινωνική σχέση» (Μπαλιμπάρ). Πραγματικά, αν η αξία και η υπεραξία δεν είναι μετρήσιμα μεγέθη, που βεβαίως εκφράζουν μια κοινωνική σχέση, πώς γίνεται να «χάνονται» και τι νόημα έχει το πρόσημο; Πώς, επίσης, είναι δυνατό να «χάνονται» πριν την ανταλλαγή εάν «μόνο η ανταλλαγή προσδίδει αξία στο εμπόρευμα»; Προς τι, λοιπόν, η συζήτηση περί αρνητικών μεγεθών, που δε βρήκαν αναγνώριση;
Σύμφωνα με τον Μπαλιμπάρ, για να κάνει ο Μαρξ δυνατή τη διαλεκτική του ανάπτυξη, έπρεπε να κάνει ιδεολογικές ή ακόμα και μεταφυσικές προϋποθέσεις, κάτι που φαίνεται ιδιαίτερα στην έννοια του πλασματικού κεφαλαίου (σ.σ.: εδώ διατυπώθηκε και μια σχετική διαφοροποίηση από άλλους ΑΑ για το ρόλο του πλασματικού κεφαλαίου – δεν είναι ούτε τόσο παραγωγικό, ούτε τόσο αποτελεσματικό, όπως ισχυρίζονται) και στην «ανάλυση της σχετικής υπεραξίας απ’ όπου απουσιάζει το στοιχείο της κατανάλωσης, με αποτέλεσμα να αγνοείται η κοινωνική εργασία ενός ολόκληρου τομέα, κυρίως της οικιακής εργασίας, που εκτελείται κυρίως από γυναίκες, χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρχει αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης» (δες και πιο πάνω περί «ελλείψεων», που συμπλήρωσε ο Λέμποβιτς). «Λόγω αυτών των ελλείψεων η έκθεση της παραγωγής και αναπαραγωγής γίνεται προβληματική» (σ.σ.: και παραδόξως όχι καλύτερη, εξαιτίας του «ανολοκλήρωτου» χαρακτήρα της)28.
«Το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο παράγει υπεραξία» (Βαλιάνος) και «το κεφάλαιο είναι ένα εμπόρευμα που η τιμή του καθορίζεται από το ρίσκο διακινδύνευσης, δηλαδή στρατηγικές ιδεολογικής αναπαράστασης των ταξικών κοινωνικών σχέσεων σε μια κοινωνία, οι οποίες αποκρυσταλλώνονται στην τιμή του εμπορεύματος» (Λαπατσιώρας - Σωτηρόπουλος).
Ο Γ. Μηλιός συμπεραίνει ότι το εμπόριο είναι παραγωγική διαδικασία «στο μέτρο που η κυκλοφορία δημιουργεί κόστος και απαιτεί υπερεργασία».
Τα δυο τελευταία σημεία έρχονται σε ευθεία αντίθεση με όσα αναλύονται διεξοδικά σχετικά με την κυκλοφορία στον 3ο τόμο του «Κεφαλαίου», η οποία γίνεται προσπάθεια να αιτιολογηθεί με την επίκληση της μη περίληψης χειρογράφων στον 1ο τόμο του «Κεφαλαίου» από τον ίδιο τον Μαρξ, και της επιμέλειας της έκδοσης του 2ου και του 3ου τόμου από τον Ένγκελς.
Εδώ επανέρχεται το ζήτημα περί «ισοτιμίας» της κυκλοφορίας με την παραγωγή από τη σκοπιά της παραγωγής αξίας και υπεραξίας στη σφαίρα της κυκλοφορίας, είτε ειδικά της ανταλλαγής. Αυτές οι θέσεις σημαίνουν την απόρριψη της σημασίας της ανάλυσης των μορφών του βιομηχανικού κεφαλαίου και της αντίθεσης αξίας χρήσης - αξίας. Όπως δείχνει ο Μαρξ στον 3ο τόμο του «Κεφαλαίου», στην περίπτωση της διατήρησης της αξίας, επομένως και του σώματός της, του φορέα της, με όλες του τις ιδιότητες που τον καθιστούν αξία χρήσης, η διαδικασία της παραγωγής «προεκτείνεται» στην κυκλοφορία, και ως τέτοια είναι διαδικασία παραγωγής και προσθήκης αξίας. Με άλλα λόγια, για να πραγματοποιηθεί η αξία, το εμπόρευμα οφείλει να είναι τέτοιο τη στιγμή της πώλησης, η οποία συνήθως απέχει ως προς το χρόνο και τον τόπο από τη στιγμή της εξόδου του από την παραγωγική διαδικασία. Επομένως το Ε΄, ως μορφή εμπορευματικού κεφαλαίου, παραμένει Ε΄ μέχρι τη στιγμή της ανταλλαγής, και η διατήρηση της αξίας χρήσης του συχνότατα προϋποθέτει πραγματοποίηση εξόδων κεφαλαίου, συνεπώς αύξηση της αξίας. Η καθαυτό μετατροπή της μορφής του Ε΄ σε Χ΄ δεν προσθέτει «ούτε κόκκο» αξίας και τα έξοδα πραγματοποίησής της καλύπτονται από το μοίρασμα του κέρδους μεταξύ βιομήχανου και εμπόρου καπιταλιστή με βάση τη γενική αρχή «ίσο κέρδος για ίσα κεφάλαια», όπως αυτή εφαρμόζεται στον εκάστοτε συσχετισμό μεταξύ των ομάδων των καπιταλιστών. Στην πράξη της ανταλλαγής Ε΄-Χ΄ ο έμπορος καπιταλιστής πουλά το φορέα της αξίας στον κάτοχο χρήματος, ο οποίος εμφανίζεται μόνο με αυτή του την ιδιότητα, ανεξάρτητα από την προέλευση του χρήματος, και τα αξιακά μεγέθη του εμπορεύματος και του χρήματος είναι ίσα, εφόσον δεχτούμε την ισχύ του νόμου της αξίας, όπως ο Μαρξ.
Και ο Ε. Μπαλιμπάρ συμπεραίνει: Ζούμε στην εποχή του «απόλυτου καπιταλισμού» – όρος που αντανακλά τη χεγκελιανή κληρονομιά με την έννοια της αντίστιξης του ιστορικού ή αντικειμενικού καπιταλισμού προς τον «απόλυτο». Τον προτιμάμε από το «νεοφιλελευθερισμό», γιατί ο τελευταίος ονοματίζει μια συλλογιστική χωρίς να προσαρμόζεται στον ορισμό ενός κοινωνικού σχηματισμού ή στη δομή του. Μιλώντας για «απόλυτο καπιταλισμό» έναντι του «ιστορικού», απαιτείται να γίνεται διάκριση μεταξύ του κεφαλαίου ως κοινωνικής σχέσης και τρόπου παραγωγής από τον καπιταλισμό, που ενώ δε βρίσκεται κυριολεκτικά στον Μαρξ, έχει όμως χαρακτηριστικά σε αυτό που ονόμαζε κοινωνικό σχηματισμό. Γνωρίζουμε –ή ορισμένοι συμφωνούμε– ότι ο καπιταλισμός δεν είναι μια προέκταση ή προβολή της λογικής του «Κεφαλαίου» ως ουσιαστικής σχέσης. Είναι κάτι περισσότερο: Μια σύνθετη ολότητα (totality) κοινωνικών πρακτικών, που δεν μπορούν να αναχθούν στα αποτελέσματα ή τις προϋποθέσεις της κεφαλαιακής μορφής. Πρέπει να βρούμε το επιστημολογικό εμπόδιο που εμπόδισε τον Μαρξ να μετακινηθεί από μια λογική, επιμέρους θεωρητική (conceptual) άποψη, σε μια γνήσια ιστορική, πράγμα που είχε πολλές αρνητικές συνέπειες, ξεκινώντας από τις εξελικτικές τάσεις στην ανάπτυξη του καπιταλισμού μέχρι τη σιωπηρή αναγωγή των κοινωνικών σχηματισμών στην εθνική κοινωνία, παρά την παραδοχή του Μαρξ ότι ο καπιταλισμός είναι παγκόσμιο σύστημα. Η εκμετάλλευση είναι πολύπλοκο σύστημα. Άρα ο καπιταλισμός δε θα μπορούσε να συσσωρεύει αν ήταν ίδιος παντού στον κόσμο – χρειάζεται κέντρο, περιφέρεια και άλλες μορφές διαφοροποίησης. Αυτό οδηγεί (σ.σ.: γιατί;) σε μια ριζοσπαστική διαφοροποίηση της περιοδοποίησης του καπιταλισμού, όχι σε στάδια, αλλά σε κύκλους ή εποχές. Σήμερα ζούμε την εποχή της παγκοσμιοποιημένης χρηματιστικής οικονομίας, που δεν είναι προετοιμασία ή προϋπόθεση του επερχόμενου σοσιαλισμού μέσω της κοινωνικοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων. Στην πραγματικότητα είναι ένας μετασοσιαλιστικός σχηματισμός, όπως είναι μετααποικιακός σχηματισμός, επειδή η αύξηση της εξατομίκευσης, η «αρνητική εξατομίκευση», οδηγεί στην αποδόμηση των σοσιαλιστικών θεσμών που είχαν προκύψει από την ταξική πάλη του προηγούμενου αιώνα. Με αυτήν την έννοια ο σοσιαλισμός θα παρουσιαστεί σαν μετάβαση από την προκαπιταλιστική εποχή στον «απόλυτο καπιταλισμό».
Εδώ, ο Μπαλιμπάρ, έχοντας απορρίψει, χωρίς καν να την αναφέρει, τη λενινιστική ανάλυση του ιμπεριαλισμού, τη θεωρία της ανισόμετρης ανάπτυξης, περιγράφει, μέσα από τα πολύ ειδικά αναθεωρητικά γυαλιά του, την κατάσταση στον κόσμο μετά την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος (που δεν εντάσσει στο σοσιαλισμό). Ονομάζει την καταστροφή των κοινωνικών κατακτήσεων –της κρατικομονοπωλιακής ρύθμισης της αγοράς εργασίας, που υπήρξε αποτέλεσμα της ταξικής πάλης στο παγκόσμιο πεδίο– αποδόμηση του σοσιαλισμού, που επιπλέον αποτελεί ενδιάμεση βαθμίδα ή «εποχή» κοινωνικής ανάπτυξης ανάμεσα στην εποχή του «ιστορικού καπιταλισμού» και τον «απόλυτο καπιταλισμό» του, αποτελεί δηλαδή έναν αναχρονισμό ή ουτοπία κατά Χάινριχ, που μπορούμε να αναπολούμε, αλλά δεν παύει να είναι προϊόν του παρελθόντος. Αυτό, σε συνδυασμό με το ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός δεν αποτελεί προετοιμασία του σοσιαλισμού, ολοκληρώνει την ανάλυση της κατάστασης.

ΤΙ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΝ ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ;


 Έχοντας δει ορισμένα ζητήματα ερμηνείας του κόσμου με σημείο αναφοράς τον Μαρξ, περνάμε στις προτάσεις των «Άλλων Αναγνωστών» σχετικά με την αλλαγή του:
Ο πρώτος τύπος απορίας που διέγνωσε ο Ε. Μπαλιμπάρ αφορά το διφορούμενο, μη μονοσήμαντο (equivocality), που προκύπτει από την ανάγνωση της ιστορικής τάσης της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης και αφήνει τις εξής ακόλουθες πιθανές εκβάσεις:
«1. Η κοινότερα αποδεκτή απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών, που παραπέμπει στη Γαλλική Επανάσταση, που με τη σειρά της έλκει την καταγωγή από τη μεσσιανική διατύπωση της Βίβλου. 2. (Προκύπτει από το 9ο κεφάλαιο του 1ου τόμου:) Συνεχής ταξική πάλη στο πλαίσιο του καπιταλισμού, που προκαλεί αλλαγές στις μορφές της εκμετάλλευσης και δεν οδηγεί σε αναπόφευκτο ή καθορισμένο τέλος (επανάσταση). 3. (σ.σ.: Το χαρακτηρίζει ενοχλητικό από μια άποψη – δεν το περιέλαβε ο Μαρξ στον 1ο τόμο:) Μια κατάσταση, όπου το κεφάλαιο ελέγχει στην πραγματικότητα όλη τη ζωή του εργάτη, από τη γέννηση ως το θάνατο, και κάνει την όποια αντίσταση, πόσο μάλλον ανατροπή, κάτι παραπάνω από προβληματική». Όλες αυτές οι πιθανότητες εντάσσονται σε αυτό που ο Μπαλιμπάρ ονομάζει «εξελικτική αντίληψη της Ιστορίας». Έτσι «οι απορίες του Μαρξ στο “Κεφάλαιο” συνδέονται με την υπόθεση που κάνει, ότι ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός αποτελούν ανατροπή του καπιταλισμού και των καπιταλιστικών μορφών και νόμων, πράγμα που φαίνεται να είναι το ουσιαστικό πρόβλημα πίσω από τα εμπόδια».
Ωστόσο, υπάρχει ο σοσιαλισμός του 21ου αιώνα, που ανέλαβε να μας παρουσιάσει η Μ. Χάρνεκερ, μεταφέροντας τα συμπεράσματά της από τη Βενεζουέλα:
«Ο Τσάβες είχε το θάρρος να ονομάσει αυτήν την “εναλλακτική” σοσιαλισμό του 21ου αιώνα (σοσιαλισμός απαλλαγμένος από τα λάθη και τις ταλαντεύσεις του παρελθόντος, που δεν πραγματοποιεί τις ίδιες σταλινικές αποκλίσεις και ο λαός είναι ο πρωταγωνιστής), παρά την αρνητική φόρτιση του όρου και παρά τη συμβουλή του Φιντέλ προς τον Τσάβες να μην το πράξει».
«Ο Τσάβες ποτέ δε σκέφτηκε να χτίσει το σοσιαλισμό σε μια μόνο χώρα, γιατί αντιλαμβανόταν τον αρνητικό διεθνή συσχετισμό και προσπαθούσε να προετοιμάσει τις κοινωνικές συνθήκες για μια σοσιαλιστική παγκοσμιοποίηση».
«Στη Βενεζουέλα πήραν μόνο την κυβερνητική εξουσία και όχι την κρατική. Η πράξη δείχνει ότι η κρατική μηχανή μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως συνεργάτης στην οικοδόμηση της νέας κοινωνίας με δυο όρους: Το κράτος διοικείται από επαναστάτες και ελέγχεται από το οργανωμένο κίνημα… Όμως, χρειάζεται η οικοδόμηση ενός νέου πολιτικού συστήματος, μέχρι την αλλαγή του συνταγματικού παιχνιδιού». Ο Λένιν έχει άλλη άποψη: «Οι μικροαστοί δημοκράτες, αυτοί οι δήθεν σοσιαλιστές, που αντικατέστησαν τον ταξικό αγώνα με τα ονειροπολήματα για τη συμφωνία των τάξεων, φαντάστηκαν ονειροπαρμένα και το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, όχι σαν ανατροπή της κυριαρχίας της εκμεταλλεύτριας τάξης, αλλά σαν ειρηνική υποταγή της μειοψηφίας στην πλειοψηφία που έχει συνειδητοποιήσει τα καθήκοντά της»29.
Και συνεχίζει: «Η ουσία του ζητήματος είναι αν διατηρείται η παλιά κρατική μηχανή (που χιλιάδες νήματα την συνδέουν με την αστική τάξη και που είναι πέρα για πέρα διαποτισμένη από τη ρουτίνα και το συντηρητισμό) ή αν καταστρέφεται και αντικαθίσταται με μια καινούργια. Η επανάσταση δεν πρέπει να συνίσταται στο ότι η καινούργια τάξη θα διοικεί, θα κυβερνά με τη βοήθεια της παλιάς κρατικής μηχανής, αλλά στο ότι πρέπει να συντρίψει αυτήν τη μηχανή και να διοικεί, να κυβερνά με τη βοήθεια μιας καινούργιας μηχανής»30.
Η Μ. Χάρνεκερ σημειώνει: «Η κοινωνική ιδιοκτησία δεν είναι κρατική ιδιοκτησία. Η κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής στην αρχική φάση του σοσιαλισμού δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια νομική έκφραση και παραμένει η αποξενωμένη εργασία, παραμένει η υποταγή σε μια εξωτερική δύναμη, είναι τυπικά συλλογική ιδιοκτησία» (σ.σ.: πολύ σωστά, γι’ αυτό το ζήτημα σε ποιον ανήκει το κράτος αποκτά εξαιρετικά σημασία ακριβώς σε αυτήν τη φάση, γιατί μετά απονεκρώνεται και θα προσθέταμε ότι ο χαρακτήρας της εξουσίας δεν καθορίζεται από το επίπεδο της συνείδησης, ωστόσο το επίπεδο της συνείδησης καθορίζει την ικανότητα της εργατικής τάξης να μετέχει, να κρίνει, να ελέγχει και να διοικεί, ώστε η κοινωνικοποίηση να αποκτήσει τον πραγματικό της χαρακτήρα), «η απαλλοτρίωση δεν είναι ακόμα συλλογική» (σ.σ.: λάθος, γιατί το κράτος είναι συλλογικός εκφραστής τάξης)31. «Σύμφωνα με τον Μαρξ, η κοινωνικοποίηση πρέπει να γίνει πραγματική», «όμως ο κεντρικός σχεδιασμός λάμβανε υπόψη τις ανάγκες των ανθρώπων γραφειοκρατικά». Παράδειγμα σχεδιασμού του 21ου αιώνα: «Θα παίρνει υπόψη τις ανάγκες του λαού μέσα από τη λαϊκή συμμετοχή, δηλαδή: Το τοπικό αρτοποιείο στο χωριό που εξυπηρετεί τοπικές ανάγκες και τροφοδοτείται από τοπικές πρώτες ύλες» (σ.σ.: από πού παίρνει μηχανήματα, καύσιμα, πιστώσεις φαίνεται να μην έχει ιδιαίτερη σημασία), «να είναι ιδιοκτησία των κατοίκων και όχι του έθνους, αντίθετα με το πετρέλαιο» (σ.σ.: εδώ η Μ. Χ. λέει ότι πρέπει να γίνει ό,τι έκαναν όλα τα κολχόζ στην ΕΣΣΔ, ανεξάρτητα από τους τίτλους ιδιοκτησίας).

ΓΙΑΤΙ ΣΤΟΧΑΖΟΝΤΑΙ ΕΤΣΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ;


Μετά από αυτήν τη σύντομη περιπλάνηση στα «γυμνά υψίπεδα» της προβληματικής των ΑΑ, θα προσπαθήσουμε να δείξουμε το βαθμό της διάστασης των ισχυρισμών τους απ’ οτιδήποτε μπορεί να είναι και να λέγεται μαρξισμός.
Στο θεωρητικό πυρήνα της προβληματικής, και παρά κάποιες επιμέρους διαφοροποιήσεις, βρίσκεται η κληρονομιά της αλτουσεριανής σχολής, που διαμορφώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Ορισμένα κεντρικά στοιχεία της εξαιρετικά σύνθετης εκείνης περιόδου ήταν: Η οξύτατη αντιπαράθεση των δυο κοινωνικοοικονομικών συστημάτων, με τις συνεχείς επιτυχίες του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, με τις ΗΠΑ, ως ηγετική δύναμη του ιμπεριαλισμού, να στηρίζουν και να εγκαθιδρύουν στρατιωτικές δικτατορίες, να επεμβαίνουν στρατιωτικά σε σειρά χωρών, να εφαρμόζουν ρατσιστική και αντικομμουνιστική πολιτική στο εσωτερικό τους και να απειλούν με θερμοπυρηνικό ολοκαύτωμα την ανθρωπότητα. Η αλληλεπίδραση ανάμεσα στον οπορτουνισμό στο κομμουνιστικό κίνημα των καπιταλιστικών χωρών της Δυτικής Ευρώπης και στην οπορτουνιστική στροφή στο ΚΚΣΕ μετά από το 20ό Συνέδριό του, η κυριαρχία της γραμμής περί «ειρηνικής συνύπαρξης» και «κοινοβουλευτικού δρόμου προς το σοσιαλισμό», που υιοθετήθηκε από κομμουνιστικά κόμματα, περιλαμβανομένου και του ΚΚ Γαλλίας32. Η διάσπαση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος και οι ελπίδες που έτρεφαν τμήματα του κινήματος και της διανόησης στην εξέλιξη του σοσιαλισμού στην Κίνα, πριν εκδηλωθούν και γίνουν γνωστά τα ολέθρια κατορθώματα των χουνβεϊμπίν της Πολιτιστικής Επανάστασης, που επισφραγίστηκε με τη χειραψία Μάο-Νίξον στο Πεκίνο το 1972, ενώ σοβούσε ο Ψυχρός Πόλεμος.
Ειδικότερα στη Γαλλία βρισκόταν σε εξέλιξη μια επίθεση στο μαρξισμό από το εσωτερικό του Κόμματος, με κύριο εκφραστή τον Ρ. Γκαροντί. Ο Λουί Αλτουσέρ και η ομάδα διανοούμενων που συσπειρώθηκε γύρω του παρουσίασε ένα δικό του θεωρητικό σχήμα, για να τοποθετηθεί απέναντι τόσο στα καλέσματα για συγκερασμό του μαρξισμού με το χριστιανικό ανθρωπισμό και στις υπαρξιστικές περιπλανήσεις όσο (αν και τότε αυτό δηλωνόταν δειλά, σαν διόρθωση των «στρεβλώσεων της προσωπολατρίας») και στο «δογματικό σταλινικό μαρξισμό», ώστε «να λυγίσει το ραβδί από την άλλη για να το ισιώσει»33. Γράφτηκαν βιβλία, με πρώτα και γνωστότερα το «Για τον Μαρξ» του Αλτουσέρ και το συλλογικό «Να διαβάσουμε το “Κεφάλαιο”» των Αλτουσέρ, Μπαλιμπάρ, Εσταμπλέ, Μασερέ και Ρανσιέρ.
Από τα έργα αυτά, και αρκετά που ακολούθησαν, έλκει την καταγωγή της και η σύγχρονη, αλτουσεριανής κατεύθυνσης σκέψη, που κυριάρχησε στο Συνέδριο.
Το συγκεκριμένο ρεύμα αυτοκαθορίζεται αρνητικά, ως αυτό που δεν είναι και ως αυτό προς το οποίο αντιτίθεται. Ένα παράδειγμα μάς δίνει η αναφορά του Π. Σωτήρη στη «μη οικονομίστικη, αντιανθρωπιστική, αντιτελεολογική, αντιμεταφυσική θεωρία». Σε άλλες αναφορές τα «μη» και τα «αντί» μπορεί να διαφοροποιούνται και να εμπλουτίζονται ή και να αλλάζουν θέση σε σχέση με το δεύτερο συνδετικό ή το κατηγόρημα. Έτσι, μπορεί να κατασκευαστεί ένας μικρός πίνακας με δυο στήλες – «μη» και «αντί» και όσες γραμμές μπορεί να χρειάζονται για τους κατάλληλους σε κάθε περίσταση συνδυασμούς (μονόπλευρη, μονολιθική, ντετερμινιστική κλπ.). Στη συνέχεια θα γίνει, ελπίζουμε, σαφές γιατί το ρεύμα αυτό περιορίστηκε σε αυτόν το θεολογικού τύπου αυτοπροσδιορισμό τού τι δεν είναι, χωρίς να δίνει ένα σαφή θετικό ορισμό της ιδιαιτερότητάς του.
Οι προτάσεις του αλτουσεριανού ρεύματος απορρίπτουν συλλήβδην το νόημα του μαρξισμού ως συνεκτικής θεωρίας για τους νόμους της κίνησης της φύσης και της κοινωνίας. Ο διαλεκτικός υλισμός βαφτίζεται απαξιωτικά «χεγκελιανισμός», η θεωρία της αξίας στηλιτεύεται ως «ρικαρδιανισμός», ο ιστορισμός του μαρξισμού καταδικάζεται ως «τελεολογία» και ο βαθύς ουμανισμός του ως «μεταφυσική». Το ίδιο το έργο των κλασικών του μαρξισμού διασπάται και διαχωρίζεται σε περιόδους και κατά συγγραφείς, όχι για να αναδειχτεί η εξέλιξη, η ωρίμανση, η συνέχεια και τα άλματα στην αποκάλυψη της αλήθειας, η κοινή προσπάθεια και η όσμωση των ιδεών του Μαρξ και του Ένγκελς στο δοσμένο κοινωνικό περιβάλλον της εποχής, αλλά για να απομονωθούν και να αναδειχτούν φράσεις, σκέψεις, που, όταν δεν ανήκουν στον ίδιο τον Μαρξ, συχνά λοιδορούνται. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται και αντιπαραβάλλονται αποσπάσματα από κείμενα του Μαρξ, που έχουν υποστεί επιμέλεια, με προγενέστερα χειρόγραφα, που συχνά περιέχουν σκέψεις εργασίας και υποθέσεις που ξεπεράστηκαν και αφέθηκαν αδημοσίευτες από τον ίδιο. Έτσι, το «Κεφάλαιο» είναι αυτό που είναι γιατί είναι «ανολοκλήρωτο».
Για να θεμελιωθούν τα παραπάνω διατυπώνονται, τις περισσότερες φορές με αποφατικό τρόπο, «ορθές ερμηνείες» όσων αναλύει ο Μαρξ.
Η αξία και η υπεραξία είναι μη μετρήσιμα μεγέθη, είναι «αντίληψη», για την οποία «έχουμε πειστεί μέσω της μυστικοποίησης», έννοιες που ανήκουν στη σφαίρα των ιδεών ή, καλύτερα, της φαντασιακής πρόσληψης της πραγματικότητας, που κατά τους ΑΑ είναι η ιδεολογία – κάθε ιδεολογία. «Συνεπώς», με την εμφάνιση του εμπορεύματος και –ταυτόχρονα– του χρήματος γίνεται πλέον λόγος για καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και για το βαθμό ανάπτυξής του στους αιώνες των αιώνων.
Η διαδοχή των κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών απορρίπτεται, «άρα» η γενίκευση της εμπορευματικής σχέσης και η επικράτηση του καπιταλιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού είναι θέμα «τυχαιότητας», τρόπου και στιγμής «συνάντησης» του δυνάμει εργάτη - προγραμμένου προλετάριου με το προαιώνιο κεφάλαιο, διαδικασία που, κατ’ αυτόν τον τρόπο, υποτίθεται πως περιγράφει ο Μαρξ στο 24ο κεφάλαιο για τη «λεγόμενη πρωταρχική συσσώρευση». Ο καπιταλισμός δεν αποτελεί ιστορικό, δηλαδή παροδικό, στάδιο της εξέλιξης της ανθρώπινης ιστορίας, αλλά αποτέλεσμα σύμπτωσης πληθώρας προϋπαρχουσών περιστάσεων, που επέτρεψαν τη συγκεκριμένη διάταξη των δομών που ονομάζεται «καπιταλισμός».
Αντίστοιχα, οι σχέσεις ιδιοκτησίας δεν μπορούν να εξετάζονται ως κομβικό ζήτημα καθοριστικό των σχέσεων παραγωγής, γιατί υπεισέρχεται το ζήτημα της κατοχής των μέσων παραγωγής, όπως για παράδειγμα στην κλασική δουλοκτητική κοινωνία, όπου, «σύμφωνα με τον Άντερσον, οι δούλοι κατείχαν τα μέσα παραγωγής στην ύπαιθρο, ενώ οι δουλοκτήτες διαβίωναν στο άστυ, απολαμβάνοντας το υπερπροϊόν» (εισήγηση Γ. Μηλιού). Το ζήτημα της κατοχής των μέσων παραγωγής αφορά την εσωτερική αναγκαιότητα αναπαραγωγής του τρόπου παραγωγής. Όσο ο τελευταίος εξελίσσεται, εξελίσσονται και οι θεσμικές μορφές της ιδιοκτησίας, που εκφράζουν στο εποικοδόμημα τις οικονομικές σχέσεις και, προφανώς, το περιεχόμενο των σχέσεων – η κατοχή των μέσων παραγωγής δεν ταυτίζεται με τη μορφή που παίρνει στη συνείδηση. Ο εργάτης-ιδιοκτήτης μετοχών του εργοστασίου όπου δουλεύει δεν κατέχει τον τόρνο πάνω στον οποίο μόνο αυτός εργάζεται, γιατί δε νέμεται το προϊόν της εργασίας του που πραγματοποιείται πάνω σε αυτόν τον τόρνο. Το πρόβλημα συνίσταται στην αναγκαία μορφή «συνάντησης» εργάτη - μέσων παραγωγής, που επιβάλλει τη συγκεκριμένη θεσμική μορφή, και όχι το αντίστροφο. Αν εκεί αποσκοπεί η αναφορά, τότε έχει σίγουρα θεωρητικό και πρακτικό ενδιαφέρον, που ξεφεύγει από τα όρια της νομικής επιστήμης.
Σε ό,τι αφορά τους δούλους, θα σημειώναμε μια ανακρίβεια της παραπάνω διατύπωσης: Οι δούλοι ούτε κατείχαν, ούτε νέμονταν τίποτα, και αυτό ισχύει στο μέγιστο βαθμό εάν γίνει λόγος για τη γη, που στη δουλοκτησία ήταν το βασικό μέσο παραγωγής. Πώς θα μπορούσαν οι δούλοι να «κατέχουν τις τσάπες τους» ή μέρος του προϊόντος, όταν δεν κατείχαν τα ίδια τους τα χέρια; Θα μπορούσαμε κατ’ αναλογία να πούμε ότι τα ζώα εργασίας κατέχουν τις οπλές τους. Μια τέτοια πραγματιστική-τεχνολογική αντιμετώπιση των εργαλείων, των μέσων παραγωγής, δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτή.
Έτσι, όταν ο Μαρξ μιλά για ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων που έρχονται σε σύγκρουση με τις σχέσεις παραγωγής, γίνεται «οικονομιστής» και, όταν μιλά για διαδοχή σχηματισμών, γίνεται ιστορικιστής και τελεολόγος, δηλαδή μεταφυσικός, και στους ΑΑ που το αποκάλυψαν λαχαίνει ο κλήρος να ξαναγράψουν το «Κεφάλαιο» ή «κάτι παρόμοιο», που θα παίρνει, επιτέλους, υπόψη τις ανάγκες των εργατών και, ιδιαίτερα των γυναικών, παιδιών και λοιπών «απόντων» από τις σελίδες του πρωτότυπου έργου.
Και αυτοί οι ισχυρισμοί προβάλλονται όταν οι Μαρξ και Ένγκελς από κοινού είχαν, από το 1846 ήδη, ξεκαθαρίσει τη θέση τους: «Η Ιστορία είναι απλώς η διαδοχή ξεχωριστών γενιών, που καθεμιά τους εκμεταλλεύεται τα υλικά, τα κεφάλαια, τις παραγωγικές δυνάμεις που της παραδόθηκαν απ’ όλες τις προηγούμενες γενιές, και έτσι από τη μια μεριά συνεχίζει την παραδοσιακή δραστηριότητα μέσα σε τελείως αλλαγμένες συνθήκες και, από την άλλη, μεταβάλλει τις παλιές περιστάσεις με μια τελείως αλλαγμένη δραστηριότητα. Αυτό μπορεί να διαστρεβλωθεί θεωρητικά έτσι, που η κατοπινή ιστορία να γίνεται ο σκοπός της προηγούμενης ιστορίας … ενώ αυτό που σημαίνουν οι λέξεις “προορισμός”, “σκοπός”, “σπέρμα” ή “ιδέα” της παλιότερης ιστορίας δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια αφαίρεση δημιουργημένη από την κατοπινή ιστορία, μια αφαίρεση της δραστήριας επίδρασης, που η παλιότερη ιστορία ασκεί πάνω στην κατοπινή ιστορία»34.
Οι «απορίες» στο «Κεφάλαιο» του Μαρξ οφείλονται στις χεγκελιανές επιρροές στο έργο του. Αυτό το θέμα το ανέδειξε ο Αλτουσέρ και από τότε αποτελεί κοινό σημείο αναφοράς για όσους ακολουθούν τη σκέψη του. Ένα ενδιαφέρον σχετικό σημείο είναι ότι ο ίδιος ο Αλτουσέρ, στο «Να διαβάσουμε το “Κεφάλαιο”», ονοματίζει δυο εξέχοντες Σοβιετικούς φιλοσόφους, τον Ρόζενταλ και τον Ιλιένκοφ, χωρίς να αναφέρεται σε συμπεράσματα των μελετών τους (πέρα από μια ασαφή αναφορά στις «κακές αφαιρέσεις»). Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι μια τόσο φτωχή αναφορά (αν όχι γνώση) του θεωρητικού έργου της σοβιετικής επιστήμης είναι αρκετή για μια «κριτική του σταλινισμού» σε επίπεδο θεωρίας, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι δε θίγονται, ούτε βέβαια αντικρούονται τα επιχειρήματα πλειάδας φιλοσόφων για τη μέθοδο, τη συνοχή, τη σημασία και τα συμπεράσματα του «Κεφαλαίου»35.
Αντίθετα, ο Αλτουσέρ, στην απολύτως διδακτική συνέντευξή του «Μια φιλοσοφία για το μαρξισμό: “Η γραμμή του Δημοκρίτου”»36, που αποφύγαμε επιμελώς να προτάξουμε, γιατί κάθε δικό μας επιχείρημα θα περίττευε, σημειώνει: «Ήθελα να παρέμβω στη Γαλλία, στο Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, του οποίου ήμουν μέλος από το 1948, για να αγωνιστώ εναντίον του θριαμβεύοντος τότε σταλινισμού και των καταστροφικών του συνεπειών στην πολιτική του κόμματός μου. Τότε λοιπόν, δεν είχα άλλη επιλογή: Αν είχα μια δημόσια παρέμβαση στην πολιτική του Κόμματος, το οποίο αρνείτο να δημοσιεύσει ακόμα και τα φιλοσοφικά μου κείμενα (Για τον Μαρξ), επειδή αυτά κρίνονταν αιρετικά και επικίνδυνα, τουλάχιστον μέχρι το 1970, θα είχα διαγραφεί και περιθωριοποιηθεί αμέσως, χωρίς δυνατότητα άσκησης καμιάς επιρροής στο Κόμμα … ήθελα να εγκαταλείψουμε τις αδιανόητες θέσεις του διαλεκτικού υλισμού, τη “diamat”37, που κυριαρχούσε ως απόλυτος άρχων σ’ όλα τα δυτικά κομμουνιστικά κόμματα … θεωρούσα επιτακτικό να παραιτηθούμε από τον υλιστικό μονισμό και τους παγκόσμιους διαλεκτικούς νόμους του: Μια ολέθρια μεταφυσική σύλληψη της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, που είχε υποκαταστήσει το “Πνεύμα” και την “Απόλυτη Ιδέα” του Χέγκελ με την “ύλη”. Δε νομίζω ότι υπερβάλλουμε αν πούμε ότι η πολιτική στρατηγική του Στάλιν και όλη η τραγωδία του σταλινισμού θεμελιώθηκαν εν μέρει στο “διαλεκτικό υλισμό”, το φιλοσοφικό τερατούργημα που αποσκοπούσε να δικαιώσει την εξουσία και να της προσφέρει μια θεωρητική εγγύηση, καθώς η εξουσία επιβαλλόταν στη διανόηση».
Και μετά από μια μικρή ιστορία κατασκοπίας, για το πώς τον παρακολουθούσαν οι νεολαίοι του Κόμματος, συνεχίζει: «Όσον αφορά εμάς, σκεφτήκαμε ότι δεν είχε προσωπική αντίληψη της φιλοσοφίας που ήταν παρούσα στην ερευνά του. Είναι αυτό που επιχειρήσαμε να κάνουμε όταν προτείναμε να δώσουμε στον Μαρξ μια φιλοσοφία που θα επέτρεπε την κατανόησή του: Τη φιλοσοφία του “Κεφαλαίου”, της οικονομικής, πολιτικής και ιστορικής του σκέψης. Στο σημείο αυτό, νομίζω ότι κατά κάποιο τρόπο χάσαμε το στόχο μας, στο βαθμό που δε δώσαμε στον Μαρξ τη φιλοσοφία που ταίριαζε καλύτερα στο έργο του. Του δώσαμε μια φιλοσοφία που χαρακτηριζόταν από την “ατμόσφαιρα της εποχής”, μια ατμόσφαιρα μπασελαριανής38 και στρουκτουραλιστικής έμπνευσης, η οποία, ακόμα και αν συνεκτιμά μια σειρά όψεων της σκέψης του Μαρξ, δε νομίζω ότι θα μπορούσε να αποκληθεί μαρξιστική φιλοσοφία. Είχαμε κατασκευάσει μια “φανταστική” φιλοσοφία για τον Μαρξ, μια φιλοσοφία που δεν υπήρχε στο έργο του –αν μείνει κανείς αυστηρά στο γράμμα των κειμένων του».
Στη συνέντευξή του ο Αλτουσέρ μάς διαβεβαιώνει ότι: «Ο Μαρξ δε χρησιμοποίησε ποτέ τον όρο “διαλεκτικός υλισμός”, αυτόν τον “κίτρινο λογάριθμο”39, όπως του άρεσε να αποκαλεί τους θεωρητικούς παραλογισμούς. Αυτός που, σε μια συγκεκριμένη συγκυρία, βάπτισε το μαρξιστικό υλισμό με το όνομα του διαλεκτικού υλισμού ήταν βέβαια ο Ένγκελς. Ο Μαρξ δεν ευτύχησε να γράψει πάνω από μια εικοσαριά σελίδες για τη διαλεκτική. Ό,τι γνωρίζουμε σχετικά με τη θέση του Μαρξ για το ζήτημα (πέραν του διαλεκτικού παιγνιδιού των εννοιών της θεωρίας της εργασιακής αξίας) περιέχεται σ’ αυτήν την ωραία φράση: “Η διαλεκτική, η οποία τις περισσότερες φορές υπηρέτησε τις κατεστημένες εξουσίες, είναι επίσης κριτική και επαναστατική”». Ωστόσο, η πρόταση σε εισαγωγικά δεν ανήκει στον Μαρξ, αλλά στη στρεβλή αντίληψη του Αλτουσέρ για τον Μαρξ, που στην πραγματικότητα γράφει: «Με τη μυστικιστική της μορφή η διαλεκτική έγινε γερμανική μόδα, γιατί φαινόταν σαν να εξυμνεί αυτό που υπάρχει. Με τη λογική της μορφή είναι για τους αστούς και για τους δογματικούς ιδεολόγους τους σκάνδαλο και φρίκη, γιατί στη θετική αντίληψη αυτού που υπάρχει περικλείνει ταυτόχρονα και την αντίληψη της άρνησής του, του αναγκαίου αφανισμού του, γιατί αντιλαμβάνεται κάθε συντελεσμένη μορφή μέσα στη ροή της κίνησης, επομένως την αντιλαμβάνεται και από την παροδική της πλευρά, γιατί τίποτε δεν μπορεί να της επιβληθεί και γιατί στην ουσία της είναι κριτική κι επαναστατική»40. Ο υλισμός, που, κατά τον Αλτουσέρ, ως όρος δε βρέθηκε ποτέ δίπλα με τη διαλεκτική, παύει, σύμφωνα με τον Μαρξ, να είναι «αφηρημένα φυσικοεπιστημονικός υλισμός», γίνεται «η μοναδικά υλιστική και επομένως επιστημονική μέθοδος», όταν «δεν αποκλείει το ιστορικό προτσές» και «από τις κάθε φορά πραγματικές συνθήκες ζωής … συνάγει … τις μορφές τους»41.
Όπως σημειώνει ο Μ. Ρόζενταλ, τον οποίο ο Αλτουσέρ απλώς κατονομάζει, «πριν τον Μαρξ, η υλιστική φιλοσοφία δεν μπορούσε να δώσει μια επιστημονική απάντηση στα ζητήματα αυτά (σ.σ.: της θεωρίας της γνώσης), εξαιτίας του μεταφυσικού χαρακτήρα της. Μονάχα η εφαρμογή του διαλεκτικού υλισμού μπόρεσε να δώσει στη γνωσιοθεωρία ένα πραγματικά επιστημονικό θεμέλιο»42. Και ο μη κατονομαζόμενος Ν. Ρόζενμπεργκ: «Ο Μαρξ δεν ήταν μόνο διαλεκτικός, αλλά και υλιστής. Η μέθοδός του είναι η μέθοδος του διαλεκτικού υλισμού. Στον Μαρξ η διαλεκτική αποκτά ορθολογική έννοια ακριβώς επειδή γίνεται υλιστική»43.
Και ο Αλτουσέρ καταλήγει προτείνοντας το δικό του «κίτρινο λογάριθμο», έναν «υλισμό της συνάντησης, της τυχαιότητας (σ.σ.: δες και το σημείο για την εμφάνιση των κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών), με δυο λόγια του στοχαστικού, ο οποίος αντιτίθεται ακόμα και στους υλισμούς που είναι αναγνωρισμένοι ως τέτοιοι, συμπεριλαμβανομένου αυτού που γενικά αποδίδεται στους Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν, ο οποίος, όπως κάθε υλισμός της ορθολογιστικής παράδοσης είναι ένας υλισμός της αναγκαιότητας και της τελεολογίας, δηλαδή μια μεταμφιεσμένη μορφή ιδεαλισμού».
Έτσι, ξεκαθαρίζεται ότι στη θέση του διαλεκτικού υλισμού μπαίνει ο στρουκτουραλισμός, στη θέση της θεωρίας της γνώσης ο θετικισμός της επιστημολογίας, στη θέση της αντανάκλασης η «κατασκευή εννοιών και η παραγωγή γνώσης»44, απωθώντας και φιλοδοξώντας να καταλάβει το χώρο του diamat, αφού «στη φιλοσοφία δεν υπάρχει κενός χώρος».
Αντί απάντησης θα δανειστούμε έναν περιεκτικό χαρακτηρισμό της διαλεκτικής του Μαρξ, που ανήκει στο Σοβιετικό φιλόσοφο Βίκτορ Βαζιούλιν: «Η ριζική καινοτομία της λογικής του “Κεφαλαίου” έγκειται στην αποκάλυψη της λογικής της άρνησης του αντικειμένου από την ανάπτυξη αυτού του ίδιου του αντικειμένου. Από αυτή την προσέγγιση ολόκληρο το κεφάλαιο προβάλλει από τη σκοπιά της ωρίμανσης στο εσωτερικό του των προϋποθέσεων μιας πιο ανεπτυγμένης κοινωνίας και απεικονίζεται με τις κατηγορίες της άμεσης γνώσης (της ποσότητας, της ποιότητας και του μέτρου) … Ο Μαρξ, σε αντιδιαστολή με τον Χέγκελ, αποκαλύπτει τον ιστορικά παροδικό και ποιοτικά προσδιορισμένο χαρακτήρα της ουσίας του αντικειμένου, τον τρόπο με τον οποίο μια ορισμένη ουσία αναιρεί τον ίδιο τον εαυτό της … Κατ’ αυτόν τον τρόπο, “η ανάπτυξη των αντιφάσεων μιας ιστορικής μορφής παραγωγής αποτελεί το μοναδικό ιστορικό δρόμο της διάλυσής της και του σχηματισμού μιας νέας”. Αυτή είναι συνοπτικά η λογική της ωρίμανσης των αντικειμενικών όρων της σοσιαλιστικής επανάστασης»45.

ΓΙΑ ΤΟ ΡΟΛΟ ΤΟΥ ΕΝΓΚΕΛΣ


Στην κατεύθυνση αποτροπής της «αγιοποίησης» των κλασικών, κίνδυνο για τον οποίο προειδοποιούν οι ΑΑ46, εντάσσεται και ο διαχωρισμός του έργου των Μαρξ, Ένγκελς και πολύ περισσότερο του Λένιν. Στην υπηρεσία του διαχωρισμού μπαίνει η ειρωνεία και η αποσιώπηση.
Δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η «τελική ανάλυση» και η «πουτίγκα».
Στην πρώτη περίπτωση, το απόσπασμα του Ένγκελς από την «Καταγωγή της οικογένειας»: «Σύμφωνα με την υλιστική αντίληψη, το καθοριστικό στοιχείο στην Ιστορία είναι σε τελευταία ανάλυση: Η παραγωγή και η αναπαραγωγή της άμεσης ζωής»47 έχει γίνει η αφορμή να χρησιμοποιείται η φράση «σε τελική ανάλυση» σαν αναγνωριστικό σύνθημα, κλείσιμο του ματιού, ανάμεσα σε ανθρώπους μυημένους, που σε αυτή βλέπουν την έμμεση αναγνώριση από τον Ένγκελς της απουσίας μιας αναγκαίας ανάλυσης που θα έπρεπε να έχει προηγηθεί και οι ΑΑ έρχονται να αναπληρώσουν με τις δομές τους. Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, εάν λείπει η «πρότερη ανάλυση», τότε η «τελική ανάλυση» δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα αυθαίρετο συμπέρασμα, μια τυχερή μαντεψιά στην καλύτερη περίπτωση, που μπορεί να εξωθείται στις εσχατιές της σκέψης, μέχρι να ξεκαθαριστούν τα φαινόμενα που καθορίζουν την Ιστορία «πριν» την παραγωγή και την αναπαραγωγή της άμεσης ζωής.
Δεύτερη περίπτωση ειρωνικής αντιμετώπισης του Ένγκελς από τον Αλτουσέρ είναι η απαξιωτική αναφορά στο απόσπασμα: «The proof of the pudding is in the eating»48 (σ.σ.: η απόδειξη της πουτίγκας βρίσκεται στο φάγωμά της). Εδώ ο Αλτουσέρ μοιάζει να κατηγορεί τον Ένγκελς για εμπειρισμό49, (όπως ο 23χρονος, τότε, Μπαλιμπάρ ονομάζει, σε άλλο σημείο, το «νεαρό» Λένιν «πραγματιστή»), χωρίς να κάνει τον κόπο να ενημερώσει για ποιο ακριβώς πράγμα μιλάει ο Ένγκελς, που στην προκείμενη περίπτωση απαντά στους αγνωστικιστές και μιλά για τη σημασία της πράξης «προτού οι άνθρωποι αρχίσουν να χρησιμοποιούν επιχειρήματα», για την επαλήθευση των παρατηρήσεών μας «για το πράγμα και τις ιδιότητές του … που υπάρχει έξω από μας» και σε καμία περίπτωση δεν εξαρτά την ύπαρξη της πουτίγκας από το αν την φάμε.
Αν σταθήκαμε σε αυτό το σημείο, το κάναμε επειδή τα πράγματα αυτά διδάσκονται σε νέους ανθρώπους, πριν αυτοί μπορέσουν να έρθουν σε επαφή με τα κείμενα των κλασικών του μαρξισμού, συχνά αποτελούν βιβλιογραφικό υλικό μεταπτυχιακών ερευνών φοιτητών που, μετά από τις τυπικές «ορθόδοξες» οικονομικές ή άλλες σπουδές τους, επιλέγουν, καλοπροαίρετα, θέματα σχετικά με το μαρξισμό κι έτσι διαμορφώνεται ένας κύκλος διανοουμένων που έχουν την ισχυρή εντύπωση ότι «ξέρουν μαρξισμό», και μάλιστα τη «σωστή» εκδοχή του50. Όπως σημειώνει η Ά. Ιωαννάτου: «Η αποφυγή της μαρξιστικής “αγιογραφίας” … δε δίνει … σε κανέναν το άλλοθι για μια επιστημονικοφανή κακοποίηση του μαρξισμού»51.
Σημαντικότερο από τις ειρωνείες, που ενίοτε μετατρέπονται σε χλεύη στα χείλη νεοφώτιστων, είναι το θέμα του ρόλου που έπαιξε ο Ένγκελς στην επιμέλεια και έκδοση του «Κεφαλαίου». Διατυπώνονται ισχυρισμοί, σύμφωνα με τους οποίους ο Ένγκελς, «ως μη ώφειλε», πρόσθεσε σχόλια, ολόκληρο Συμπλήρωμα, ανακάτεψε τα χειρόγραφα, αποσιώπησε σημαντικές επεξεργασίες του Μαρξ, παρεμβαίνοντας και διαστρεβλώνοντας το νόημα του μαρξικού έργου. Ο ίδιος, στους Προλόγους του στο 2ο και τον 3ο τόμο, παρουσιάζει αναλυτικά όλη την πορεία της εργασίας διάσωσης, αποκρυπτογράφησης, επιμέλειας και απόδοσης κειμένων, συχνά στρυφνών κι εξαιρετικά δυσανάγνωστων, μερικά από τα οποία δεν είχαν ξαναδουλευτεί από το συγγραφέα. Ο «Στρατηγός», που αναγνώριζε στον εαυτό του το σεμνό ρόλο του «δεύτερου βιολιού», θα μπορούσε να αποφύγει το εξαιρετικά κοπιαστικό έργο, είχε άλλωστε να κάνει πολλά, και μάλιστα σε προχωρημένη ηλικία. Όμως ο ίδιος ο Μαρξ τού είχε αναθέσει «να φτιάξει κάτι» κι εκείνος το έφτιαξε.
Ο Λένιν σημείωνε σχετικά: «Ο Μαρξ πέθανε πριν προλάβει να επεξεργαστεί στην οριστική μορφή του το τεράστιο έργο του για το κεφάλαιο. Ωστόσο, στο πρόχειρο ήταν ήδη έτοιμο, και ο Ένγκελς … καταπιάστηκε με τη δύσκολη δουλειά της επεξεργασίας και της έκδοσης του 2ου και του 3ου τόμου του “Κεφαλαίου” … Ο Αυστριακός σοσιαλδημοκράτης Άντλερ έκανε μια σωστή παρατήρηση: Ο Ένγκελς με την έκδοση του 2ου και του 3ου τόμου του “Κεφαλαίου” έστησε στο μεγαλοφυή φίλο του ένα μεγαλειώδες μνημείο, στο οποίο άθελά του χάραξε με ανεξίτηλα γράμματα και το δικό του όνομα. Πραγματικά, οι δυο αυτοί τόμοι του “Κεφαλαίου” είναι έργο και των δυο …»52.
Αναλυτικότερα στοιχεία για τη δουλειά του Ένγκελς πάνω στο «Κεφάλαιο» βρίσκουμε στο διαφωτιστικό άρθρο της Λ. Βάσινα, μέλους της ομάδας εργασίας του MEGA για την έκδοση του 2ου και 3ου τόμου του «Κεφαλαίου»53. Σε αυτό σημειώνεται, μεταξύ άλλων: «Από τον καιρό που ο Ένγκελς δημοσίευσε το 1885 το δεύτερο τόμο και μετά από 9 χρόνια (1894) τον τρίτο τόμο του “Κεφαλαίου” του Κ. Μαρξ, περιοδικά ξεκινούν συζητήσεις σχετικά με το ρόλο του Ένγκελς στην ιστορία του 2ου και 3ου τόμου του “Κεφαλαίου”. Το πρώτο στάδιο της πολεμικής αντιστοιχεί στα τέλη της 19ης – αρχές της 20ής εκατονταετίας, όταν η έκδοση του τρίτου τόμου έθεσε σε αμφισβήτηση το ζήτημα της αποδοχής και των τριών τόμων του “Κεφαλαίου” ως ενιαίου θεωρητικού συστήματος. Στη λεγόμενη αντίφαση μεταξύ του πρώτου και του τρίτου τόμου του “Κεφαλαίου” οι κριτικοί του Μαρξ έβλεπαν αδυναμία, έλλειψη θεωρητικής θεμελίωσης της μαρξιστικής ανάλυσης και επομένως ανεδαφικότητα του κύριου συμπεράσματος του Μαρξ σε σχέση με το ιστορικό αναπόφευκτο τέλος του … Μετά από εκατό χρόνια, και ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία, η ουσία της πολεμικής άλλαξε κατά ριζικό τρόπο. Εάν κάνουμε ένα σύντομο απολογισμό του περιεχομένου των σύγχρονων επιστημονικών συζητήσεων γύρω από το 2ο και 3ο τόμο του “Κεφαλαίου”, αυτές ανάγονται στον ακόλουθο ισχυρισμό: Καθόσον ο ίδιος ο Μαρξ δεν τελείωσε και δεν πρόφτασε να ετοιμάσει για έκδοση το 2ο και 3ο τόμο του “Κεφαλαίου”, τότε όλα τα κείμενα, τα οποία έχει στη διάθεσή του ο αναγνώστης αυτών των τόμων, δεν είναι τίποτε άλλο παρά προϊόν εργασίας σύνταξης του Ένγκελς. Και καθώς αυτά τα κείμενα συντέθηκαν από τον Ένγκελς στη βάση ημιτελών χειρόγραφων, σημειώσεων, σκόρπιων αποσπασμάτων, τότε από εδώ λογικά προκύπτει το συμπέρασμα ότι την ιστορική ευθύνη για όλες τις ατέλειες του “Κεφαλαίου” φέρει ο εκδότης του 2ου και 3ου τόμου, ο οποίος συνέθεσε τα κείμενα αυτών των τόμων κατά τέτοιο τρόπο που ήρθαν σε αντίφαση με τον εκδοθέντα από τον ίδιο τον Μαρξ 1ο τόμο του “Κεφαλαίου”… Κατ’ αυτόν τον τρόπο το πρόβλημα της από κοινού συγγραφής του Ένγκελς στο “Κεφάλαιο” μετατράπηκε σήμερα σε πρόβλημα υπευθυνότητας του Ένγκελς για όλες τις ατέλειες της οικονομικής θεωρίας του Μαρξ, τις οποίες οι σύγχρονοι ερευνητές βρίσκουν στο “Κεφάλαιο”. Η αποδοχή των απόψεων των Μαρξ και Ένγκελς ως απόλυτα ταυτιζόμενων –προσέγγιση η οποία υπήρχε για αρκετά μεγάλη περίοδο– μετατράπηκε στο ακριβώς αντίθετο, ακριβώς στην αντιπαράθεση του “αψεγάδιαστου θεωρητικού” Μαρξ και του “εμπειριστή” Ένγκελς, ο οποίος τάχα δεν κατανοούσε πάντα ορθά την ουσία της θεωρητικής ανάλυσης του Μαρξ. Στον Ένγκελς ιδιαίτερα επιρρίπτουν ευθύνη για εσφαλμένη κατανόηση του θεωρητικού συστήματος του Μαρξ, για απλοποίηση και ακόμα εκχυδαϊσμό των ιδεών του, δηλαδή σε τελική ανάλυση για όλες τις ατέλειες της οικονομικής θεωρίας η οποία βρίσκεται στη βάση του επιστημονικού σοσιαλισμού».
Η Λ. Βάσινα περιγράφει τις πραγματικές συνθήκες και δυσκολίες που κλήθηκε να ξεπεράσει ο Ένγκελς κατά την προετοιμασία των δυο τόμων. Παρουσιάζει την κριτική, που δέχτηκαν μετά από την έκδοσή τους, κριτική που θυμίζει τόσο πολύ τη σύγχρονη, γιατί η «σύγχρονη» είναι τόσο πολύ παρωχημένη.
Το άρθρο καταλήγει: «Για την υλοποίηση όλης αυτής της εργασίας απαιτείτο όχι μόνο αποκλειστικά φυσική ένταση … αλλά εξαιρετική εργασία του εγκεφάλου, η οποία ως προς την έντασή της δεν ήταν λιγότερη απ’ ό,τι του ίδιου του συγγραφέα. Γι’ αυτό στην ουσία, παρά το ότι ο ίδιος ο Ένγκελς εκτιμούσε, με τη προσήκουσα σε αυτόν φυσική ευγένεια και αυταπάρνηση, πάντα πολύ ταπεινά τη δουλειά για την έκδοση του 2ου και 3ου τόμου του “Κεφαλαίου”, αυτοί οι τόμοι αναμφισβήτητα φέρουν τη σφραγίδα της συγγραφής του. Σε όλη του τη ζωή ο Ένγκελς υπότασσε το “εγώ” του στο να δώσει τη δυνατότητα στον Μαρξ να υλοποιήσει το τεράστιο σχέδιό του. Όμως όσο και αν μείωνε τη σημασία της συνεισφοράς του στην κοινή υπόθεση, ένα είναι αναμφισβήτητο: Εκείνο τον καιρό μόνο ο Ένγκελς, που είχε κατακτήσει την κατανόηση τόσο του γενικού σχεδίου του Μαρξ όσο και τη γνώση μεμονωμένων λεπτομερειών του έργου του φίλου του, την κατανόηση του πρακτικού μηχανισμού λειτουργίας της καπιταλιστικής οικονομίας του προηγούμενου αιώνα, ήταν σε θέση να ετοιμάσει προς έκδοση τους δυο τελευταίους τόμους του “Κεφαλαίου”. Η έκδοση των τελευταίων τόμων του δεύτερου τμήματος του MEGA μας επιτρέπει να εκτιμήσουμε πλήρως τη σημασία των όσων έκανε ο Ένγκελς στον τομέα της δημοσίευσης της οικονομικής κληρονομιάς του Καρλ Μαρξ».
Στις επιστολές, που μπορούμε να έχουμε στη διάθεσή μας από την πλούσια αλληλογραφία του Μαρξ με τον Ένγκελς, ανακαλύπτουμε πλήθος μαρτυριών για τη συνεργασία τους κατά τη συγγραφή του «Κεφαλαίου». Στην επιστολή του Μαρξ προς τον Ένγκελς της 2 Αυγούστου 1862 διαβάζουμε σχετικά με το ζήτημα της θεωρίας της γαιοπροσόδου: «Θέλω να σου κοινοποιήσω με λίγα λόγια αυτήν την εκτεταμένη και μπερδεμένη ιστορία, για να μπορέσεις να μου πεις τη δική σου γνώμη»54. Στο γράμμα του προς τον Ένγκελς, της 22 Ιούνη 1867, ο Μαρξ σημειώνει: «Ελπίζω ότι θα μείνεις ικανοποιημένος από αυτά τα τέσσερα φύλλα (σ.σ.: τυπογραφικά του 1ου τόμου). Έως τώρα είσαι ικανοποιημένος και αυτό για μένα είναι σημαντικότερο απ’ όλα όσα μπορεί να πει ολόκληρος ο κόσμος πάνω σε αυτό το ζήτημα … Σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη της μορφής της αξίας, ακολούθησα και δεν ακολούθησα τη συμβουλή σου, θέλοντας και σε αυτήν την περίπτωση να παραμείνω διαλεκτικός». Και ο Ένγκελς απαντά στις 26 Ιούνη: «Έλαβα με ευγνωμοσύνη τα τυπογραφικά μέχρι και το 12ο, αλλά διάβασα μόνο τα πρώτα 8. Τα κεφάλαια για τη μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο και για την εμφάνιση της υπεραξίας, από την άποψη της παρουσίασης και του περιεχομένου, προς το παρόν είναι τα πιο λαμπρά»55.
Για ποιον άραγε μιλά ο μύθος;

ΜΕΡΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ


Οι νέες περιπέτειες του «Κεφαλαίου» στην Ελλάδα δείχνουν την επικαιρότητα του μαρξιστικού λόγου, που συνεχίζει να προσελκύει την προσοχή και τις επιθέσεις εχθρών και «φίλων». Η πολιτική συγκυρία στη χώρα έχει δώσει την ευκαιρία στους αυθεντικούς πολιτικοϊδεολογικούς εκφραστές της αστικής τάξης να ξιφουλκούν εναντίον των «κομμουνιστών» και η πολιτική πρακτική της σοσιαλδημοκρατίας ψάχνει να βρει καταφύγιο σφετεριζόμενη και λασπώνοντας ό,τι ομορφότερο δημιούργησε η σύγχρονη ιστορία αυτού του τόπου. Σε αυτές τις συνθήκες αυξάνεται η ανάγκη θεωρητικής στήριξης των κοινωνικών στρωμάτων, που εκφράζονται πολιτικά μέσα από τον οπορτουνιστικό χώρο. Τέτοια είναι κυρίως η εργατική αριστοκρατία, μέρος των μικροαστικών στρωμάτων και τμήμα της διανόησης.
Αυτή την ανάγκη έρχεται να καλύψει, στο μέτρο των δυνατοτήτων του, ο αναθεωρητισμός, το πολυσυλλεκτικό ρεύμα που εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και αγωνίζεται για τον εκφυλισμό και τη διάλυση ιστορικών κομμάτων, όπως το ΚΚ Γαλλίας, αλλά και το ΚΚΕ.
Ο αναθεωρητισμός είναι διεθνές φαινόμενο και από ιδεολογική και κοινωνική άποψη εκφράζει το αποτέλεσμα της επίδρασης και της πίεσης της ιδεολογίας της αστικής τάξης σε ένα τμήμα των κομμουνιστών, ιδιαίτερα αυτό που ασχολείται με τη θεωρία. Συχνά η ταξική του προέλευση, επομένως και οι εμπειρίες του, αλλά και οι σπουδές του, το καθιστούν πιο ευάλωτο στην αστική επίδραση56. Όπως σημειώνει ο Ε. Βάργκα: «Μια από τις κυριότερες αιτίες της σχετικής σταθερότητας της εξουσίας της αστικής τάξης στις πιο ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες συνίσταται στην ικανότητα των κυρίαρχων τάξεων να εξαγοράζουν συστηματικά ορισμένους προβεβλημένους εκπροσώπους του εργατικού κινήματος, στην ικανότητα “να τους δέχονται στις γραμμές τους” και να τους μετατρέπουν σε αντεπαναστάτες αστούς»57.
Ο αναθεωρητισμός, ενώ με μια πρώτη ματιά μοιάζει κραυγαλέα αντιφατικός –δηλώνοντας αντιιστορικός και αναζητώντας ταυτόχρονα το γνήσιο ιστορισμό, δηλώνοντας αντιανθρωπιστικός και αναζητώντας τη γυναίκα και το προλεταριάτο «που απουσιάζουν» από τις σελίδες του «Κεφαλαίου», «υπερασπιζόμενος» τη δικτατορία του προλεταριάτου στο Πρόγραμμα του ΚΚ Γαλλίας και αντιδρώντας στον έλεγχο του εργατικού κράτους– στην πραγματικότητα πλήττει τη συνοχή της μαρξιστικολενινιστικής θεωρίας, το επαναστατικό της πρόταγμα και το φορέα της – το Κομμουνιστικό Κόμμα. Έτσι, η επίφαση της διαφοροποίησης, που αντανακλά και την ενδιάμεση ταξική θέση των στρωμάτων που την εκφράζουν, διευρύνει το μέτωπο ενάντια στον κοινό στόχο, το Κόμμα, και το πρόβλημα πια δεν είναι η «ανίκανη, κοντόφθαλμη κλπ.» ηγεσία, απόφαση, αλλά κάθε ηγεσία και απόφαση, προς άγραν οποιουδήποτε πλησιάζει διαισθητικά τον οργανωμένο ταξικό αγώνα, πεισμένος για την τιμιότητα, τη σταθερότητα, την ταξική συνέπεια, χωρίς ακόμα να έχει κατακτήσει τις βάσεις της θεωρίας.
Με την αντιφατικότητα και την εξαιρετική άνεση ταυτόχρονης διατύπωσης αλληλοαναιρούμενων προτάσεων σχετίζεται και η χαρακτηριστική «ελαφρότητα» με την οποία γίνονται ειρωνικά σχόλια κι εκτοξεύονται προσβολές. Δυο είναι, κατά τη γνώμη μας, οι κύριες αιτίες αυτού του γνωρίσματος: Η πρώτη αφορά ένα γενικό χαρακτηριστικό των κοινωνικών επιστημών. Όσο δεν εφαρμόζονται ως πολιτική πράξη, δεν έχουν καμία συνέπεια, δεν προκαλούν θύματα, όπως, για παράδειγμα, μια «ετερόδοξη θεραπεία του εμφράγματος». Κανείς δε θα πεθάνει στο χειρουργικό τραπέζι αν ο Μαρξ είναι όντως «ρικαρδιανός» και καμιά γέφυρα δε θα πέσει τη στιγμή που περνά το φορτωμένο σχολικό λεωφορείο αν ο Μαρξ είναι «τελεολόγος».
Σημαντικότερη, όμως, αιτία αυτής της ελαφρότητας, που συνδέεται άμεσα με την ιδεολογική της λειτουργία, είναι η άνεση με την οποία κινείται, εδώ και πάνω από έναν αιώνα, στο αστικό πανεπιστήμιο, όπου αποτελεί αναγνωρισμένο και αποδεκτό, σοβαρό και νηφάλιο συζητητή της «ορθοδοξίας», η οποία αναγνωρίζει στην «ετεροδοξία» το απαραίτητο συμπλήρωμα, τον αναγκαίο ανατροφοδότη για την προσθήκη κοινωνικά ευαίσθητων πινελιών στις «αυστηρές επιστημονικές διαμάχες». Το στοιχείο αυτό είναι μια ακόμα ένδειξη της αποσύνθεσης της αστικής κοινωνικής επιστήμης, που συχνά μοιάζει να παίζει το ρόλο της υψηλής ραπτικής σε έναν κόσμο που αφήνει εκατομμύρια ανθρώπους να πεθαίνουν από την πείνα.
Ο αναθεωρητισμός παίρνει σαφή θέση στο κεντρικό ζήτημα της ταξικότητας και της κομματικότητας της επιστήμης. Εδώ βρίσκεται η ουσία της διένεξης και όχι στη μια ή την άλλη διατύπωση, στη μια ή την άλλη προσέγγιση στο νόημα του μαρξισμού. Όπως σημειώνει ο Λένιν: «Στη σύγχρονη κοινωνία η γενική θεωρία της πολιτικής οικονομίας είναι το ίδιο κομματική επιστήμη όπως και η γνωσιολογία»58.
Ωστόσο, οι προσεγγίσεις και οι διατυπώσεις δεν αποτελούν την αφετηρία, αλλά το αποτέλεσμα της αναθεώρησης, δηλαδή της απόρριψης της επαναστατικής ουσίας του μαρξισμού-λενινισμού, επομένως το χάσμα μεταξύ επαναστατικού μαρξισμού και αναθεώρησης δεν είναι απλώς ή κατά κύριο λόγο «επιστημολογικό», τρόπου ερμηνείας, με άλλα λόγια γνωσιολογικό. Το χάσμα συνίσταται στην ύπαρξη ή μη στόχου δράσης για τη συνειδητή ριζική αλλαγή της συνολικής ανθρώπινης ζωής, για την πρακτική δυνατότητα και την αναγκαιότητα ή μη της κοινωνικής επανάστασης, αφορά δηλαδή την ουσία της πραγματικής ζωής των ανθρώπων, του «κοινωνικού είναι», είναι συνεπώς ένα χάσμα πρακτικά αγεφύρωτο, καταλήγει να εκφράζει δυο αντίθετες θέσεις και στάσεις συνείδησης. Στο στόχο αυτής της αλλαγής συμπυκνώνεται και ο βαθύς ανθρωπισμός του μαρξισμού, που καμία σχέση δεν έχει με τις μεταφυσικές αναζητήσεις περί «αφηρημένου ανθρώπου», γιατί τέτοιος, απλά, δεν υπάρχει.
Στην αναφερόμενη προβληματική εντάσσεται και το ζήτημα της ιδεολογίας. Ο Αλτουσέρ προτείνει μια «ενιαία αντίληψη» για το έργο του Μαρξ, που, με κορωνίδα του το «Κεφάλαιο», πρέπει να διαβάζεται ως ένα έργο επιστημολογικής τομής, «συνεπώς» ως ένα έργο καταρχάς μη ιδεολογικό. Το πρόβλημα, κατά τον Αλτουσέρ, που εδώ ακολουθεί πιστά τον Μπερνστάιν, συνίσταται στην ανάγκη κάθαρσης της επιστήμης και της θεωρίας απ’ όλα τα στοιχεία της ιδεολογίας, με την τελευταία νοούμενη ως στρεβλή αντανάκλαση της αντικειμενικής πραγματικότητας. Το επιχείρημα στηριζόταν στην κριτική των κλασικών για την ιδεολογία, ως φαντασιακή πρόσληψη της πραγματικότητας, ως μορφή φενακισμένης συνείδησης. Στο Συνέδριο η θέση αυτή τέθηκε με βάση τον ορισμό του Ε. Μπαλιμπάρ ως εξής: «Ιδεολογία είναι η γενίκευση του φαντασιακού των εξουσιαζόμενων και όχι επιδίωξη προς τις αξίες των εξουσιαστών» (εισήγηση Δ. Δημούλη), ταυτίζοντας, με αυτόν τον τρόπο, κάθε εκδήλωση καθυστέρησης στην ανάπτυξη της συνείδησης των «εξουσιαζόμενων», τις θρησκευτικές και άλλες προλήψεις και προκαταλήψεις με το ιδανικό της κοινωνικής απελευθέρωσης.
Μια τέτοια αρχαϊκή κατανόηση της ιδεολογίας, απολύτως συμβατή με τη μεταφυσική του θετικισμού59, επιμένει να αγνοεί ότι οι κλασικοί, όντας κριτικοί προς όλες τις μορφές συνείδησης της εποχής τους, άνοιξαν το δρόμο στις μορφές της συνείδησης –και στην ιδεολογία– να πάρουν επιστημονικά χαρακτηριστικά, πράγμα που σημείωσε ο Λένιν εισάγοντας την έννοια της επιστημονικής ιδεολογίας: «Ο σοσιαλισμός … που είναι η ιδεολογία της ταξικής πάλης του προλεταριάτου, υποτάσσεται στους γενικούς όρους εμφάνισης, ανάπτυξης και στερέωσης μιας ιδεολογίας, δηλαδή βασίζεται σε όλο το υλικό της ανθρώπινης γνώσης, προϋποθέτει υψηλή ανάπτυξη της επιστήμης, απαιτεί επιστημονική δουλειά»60. Με την έννοια αυτή, η ιδεολογία μπορεί να είναι ή και να μην είναι επιστημονική ή, πιο σωστά, μπορεί να τείνει ή να μην τείνει προς μια ορθή αντανάκλαση της αντικειμενικής πραγματικότητας, πράγμα που ισχύει απολύτως και για την ίδια την επιστήμη (τυπική περίπτωση «επικαθορισμού» της επιστήμης από την ιδεολογία είναι η υποτιθέμενη «αρχή του Σύμπαντος» με τη μεγάλη έκρηξη ή η φιλολογία περί του «σωματιδίου του Θεού»).
Ο Μαρξ, γράφοντας το «Κεφάλαιο», δηλαδή την Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, έκανε πραγματικά μια τομή, όχι όμως καταργώντας την Πολιτική Οικονομία γενικά, όπως θέλουν να μας πείσουν οι ΑΑ, αλλά εξυψώνοντάς την σε ένα νέο επίπεδο ώστε να ξαναγίνει πραγματική επιστήμη, την εποχή που η αστική Πολιτική Οικονομία είχε τελεσίδικα περάσει σε κατάσταση αποσύνθεσης, φτάνοντας αργότερα να απαρνηθεί και το ίδιο της το όνομα. Κάνοντας κριτική στο σύνολο των αντιλήψεων της κοινωνίας για τον εαυτό της, οι κλασικοί δε θα μπορούσαν να εξοστρακίσουν την ιδεολογία, δηλαδή το σύνολο αυτών των αντιλήψεων, γνώσεων, γενικεύσεων, δημιούργησαν όμως όλες τις πνευματικές προϋποθέσεις ώστε η κοινωνία να μπορέσει να αντικρύσει κριτικά τον εαυτό της και έτσι να διαμορφώσει επιστημονική κοσμοαντίληψη. «Η επιστημονική κοσμοαντίληψη, που στη σύνθεσή της δεν υπάρχει φιλοσοφία, λογική και θεωρία της γνώσης, αποτελεί παραλογισμό, όπως και η “καθαρή” φιλοσοφία, η οποία υποθέτει ότι αυτή ακριβώς αποτελεί κοσμοαντίληψη, επωμιζόμενη ένα έργο που είναι σε θέση να πραγματοποιήσει μόνο το σύνολο των επιστημών. Η φιλοσοφία είναι η λογική της ανάπτυξης της κοσμοαντίληψης ή, κατά την έκφραση του Λένιν, η “ζωντανή ψυχή” της»61. Ο μαρξιστής κριτικός της τέχνης Σ. Φίνκελσταϊν συμπληρώνει από τη δική του σκοπιά: «Οι κοινωνικές ιδέες είναι σχέσεις ανάμεσα σε ανθρώπους … συνοδεύονται από αισθήματα. Δεν υπάρχει άξια σκέψη χωρίς συναίσθημα, δεν υπάρχει έγκυρη ιδέα χωρίς συγκίνηση … Εκείνοι που ισχυρίζονται ότι δεν εκφράζουν κανένα αίσθημα αποκαλύπτουν έναν εκφυλισμό ή μειονεκτική θέση»62. Με αυτήν την έννοια: «Το “Κεφάλαιο” είναι ένα πλούσιο συναισθηματικά έργο, αποπνέει μίσος για την αστική τάξη, υποψία για κάθε απολογητή του καπιταλισμού, διαστρεβλωτή της πολιτικής οικονομίας, της ιστορίας και της φιλοσοφίας. Είναι διαποτισμένο από θερμή συμπόνια για τους εργάτες που υφίστανται την εκμετάλλευση, ιδιαίτερα για τις γυναίκες και τα παιδιά, την κατάσταση των οποίων ο Μαρξ μελέτησε με τη μεγαλύτερη προσοχή στα υλικά της αγγλικής επίσημης στατιστικής. Ο Μαρξ μιλάει με ενθουσιασμό για την κάθε επαναστατική εκδήλωση του προλεταριάτου, ακόμα και την πιο ασήμαντη. Το “Κεφάλαιο” είναι βιβλίο για την ταξική πάλη, η επιστημονική τεκμηρίωση του αναπόφευκτου της τελικής νίκης του προλεταριάτου σε όλο τον κόσμο»63.
Το ανέφικτο της αποστείρωσης της επιστήμης από την ιδεολογία φαίνεται να αναγνωρίζει ο Γ. Μηλιός, παραθέτοντας τη γνώμη του Αλτουσέρ, που ενώ έχει επιχειρηματολογήσει εναντίον της ιδεολογίας στην επιστήμη, «υποστήριζε ότι για να μπορέσει κάποιος να αποκρυπτογραφήσει τις εσωτερικές αιτιότητες του καπιταλισμού (δηλαδή να λειτουργήσει ως κοινωνικός επιστήμονας) πρέπει να έχει υιοθετήσει μια επαναστατική-αντικαπιταλιστική πολιτική στάση στο πλαίσιο της πάλης των τάξεων. Διότι αν κάποιος υιοθετήσει μια πολιτική και ιδεολογική στάση φιλική προς το σύστημα, αυτό σημαίνει ότι έχει υπαχθεί στην κυρίαρχη ιδεολογία, ότι έχει αποδεχτεί τη λογική των ταξικών ψευδαισθήσεων, η οποία παράγει συγκεκριμένες παραγνωρίσεις της πραγματικότητας»64. Σε άλλο σημείο ο Αλτουσέρ σημειώνει ότι ο διαλεκτικός υλισμός (σ.σ.: το «τερατούργημα») «παράγει» το έδαφος για επιστημονική ιδεολογία, δηλαδή για εφαρμογή στις άλλες μορφές συνείδησης των νόμων του διαλεκτικού υλισμού65. Η «παραγωγή εδάφους» από το «τερατούργημα» μπορεί σίγουρα να αποτελέσει πεδίο συγγραφής πληθώρας ανακοινώσεων, διατριβών κλπ.
Η ταξικότητα της θέσης του αναθεωρητισμού των ΑΑ αποκαλύπτεται αδρά στην αντιεπιστημονική θεωρία τους περί τυχαίου τρόπου εμφάνισης των κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών, στην απόρριψη των ιστορικών νομοτελειών που οδηγούν στη δυνατότητα και αναγκαιότητα μιας νέας κοινωνικής οργάνωσης, που θα απελευθερώνει τις υπαρκτές και μελλοντικές δυνατότητες της ανθρωπότητας, θέση που διατυπώνεται παρά και ενάντια στο σύνολο της ιστορικής εμπειρίας και προπαγανδίζει την αιωνιότητα του «καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής».
Η απόρριψη της διαλεκτικής και η προβολή της τυχαιότητας, με την άρνηση της ύπαρξης νομοτελειών της κοινωνικής εξέλιξης, οδηγεί στην αποθέωση του ειδικού, του μερικού, του μοναδικού, κάτι που σε επίπεδο πολιτικής έχει ως άμεση συνέπεια την υπερπροβολή των εθνικών ή άλλων ιδιαιτεροτήτων σε βάρος των γενικών τάσεων της κοινωνικής εξέλιξης. Χαρακτηριστική εκδήλωση αυτής της αντίληψης ήταν η εμφάνιση και ανάπτυξη του λεγόμενου ευρωκομμουνισμού, που στην αποσύνθεσή του μεταλλάχτηκε αναπόφευκτα σε εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας, με σημερινό επιφανή εκπρόσωπο το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς και τα δορυφορικά του σχήματα, όπως το παρακλάδι του γερμανικού Die Linke στην Ελλάδα – το εδώ παράρτημα του ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ66.
Η κομματικότητα των αναθεωρητών εκδηλώνεται σε κάθε ευκαιρία. Τα παραδείγματα πολλά, όπως η αμφισβήτηση της πατρότητας της μετάφρασης του «Κεφαλαίου», με τον ψόγο που συνεπαγόταν, η «επιτροπολογία» με αφορμή την αντιπαράθεση της Ε. Παππά, όπου οι ίδιοι αναγνωρίζουν πως το ζήτημα δεν αφορά την ποιότητα της μετάφρασης, αλλά την αντιμετώπιση της συγγραφέα από το ΚΚΕ, για τα οποία ήδη έγινε λόγος.
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό παράδειγμα κομματικότητας ήταν η αναφορά του Γ. Μηλιού στην πρώτη περίοδο της ιστορίας της έκδοσης των έργων των Μαρξ και Ένγκελς στη Σοβιετική Ένωση67. Όπως και στην περίπτωση της Ε. Παππά, καθοριστικό κριτήριο της προβολής και αποδοχής του επιστήμονα δεν είναι τόσο η ποιότητα του έργου του όσο η ποιότητα της σχέσης του με το Κόμμα.
Επιστέγασμα της κομματικότητας αποτελεί η ενόχληση που νιώθει ο Αλτουσέρ, στα αποσπάσματα της συνέντευξης που παρουσιάσαμε, από την «εξουσία που επιβαλλόταν στη διανόηση». Εδώ αναγνωρίζεται με ειλικρίνεια η προτίμηση του Αλτουσέρ και, υποθέτουμε βάσιμα, των ΑΑ στον οικονομικό εξαναγκασμό του καπιταλιστικού πανεπιστημίου, που αποτελεί χώρο δραστηριότητας όλων ανεξαιρέτως των εμπλεκόμενων στη συζήτηση, από την οργανωμένη βία και επιβολή του κράτους της δικτατορίας του προλεταριάτου, το οποίο φαίνεται πως τους προκαλεί απέχθεια. Κατανοούμε πλήρως το αξιακό σύστημα του αστού ή του μικροαστού, που εξεγείρεται ενάντια σε οτιδήποτε θίγει, ή νομίζει ότι θίγει, τον ιδιωτικό του χώρο και επαναστατεί (η μόνη «επανάσταση» που μπορεί να κάνει, εφόσον παραμένει δέσμιος της ταξικής του θέσης) ενάντια σε κάθε αρχή συνειδητής πειθαρχίας και συλλογικής συγκρότησης. Αυτή η θέση είναι θέση αρχής και είναι σαφής, σεβαστή και κατανοητή, δεν είναι όμως μαρξιστική, γιατί δεν αναγνωρίζει στην εργατική εξουσία το δικαίωμα και την ανάγκη να είναι και ιδεολογικά κυρίαρχη στο κράτος της, δηλαδή να καθορίζει και να ελέγχει τη συνολική κατεύθυνση και διαδικασία ανάπτυξης της κοινωνικής θεωρίας και ιδεολογίας, καθώς και τους σχετικούς θεσμούς, φορείς και πρακτικές διαμόρφωσης και διάδοσής της, όπως αντίστοιχα –και με πολλή επιμέλεια– κάνει σήμερα η αστική τάξη διαμέσου είτε της αγοράς είτε των λειτουργιών και ρυθμίσεων του δικού της κράτους είτε της «ελεύθερης» και «αυθόρμητης» αυτοέκφρασης μιας δήθεν ανεξάρτητης και αταξικής «πνευματικής, πανεπιστημιακής, ακαδημαϊκής κοκ. κοινωνίας των πολιτών». Το πρόβλημα εστιάζεται στον τρόπο άσκησης του δικαιώματος στην έρευνα και τη διδασκαλία που, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, δεν εξασφαλίζεται από τη διακήρυξη περί της ύπαρξής του, αλλά από τους όρους που την διασφαλίζουν. Στον καπιταλισμό, όπως και στο σοσιαλισμό, η επιστήμη, σε τελική ανάλυση, ανήκει σε αυτόν που την πληρώνει. Στη μια περίπτωση στους καπιταλιστές, στην άλλη στην εργατική τάξη. Η επιλογή είναι υπόθεση του επιστήμονα, που θα κρίνει με βάση τα δικά του κριτήρια –ιδεολογικά, βιοποριστικά κλπ.– και γίνεται «ελεύθερα» από νομική άποψη και στις δυο περιπτώσεις. Άλλωστε, σύμφωνα με τον Γκάλμπρεϊθ: «Από την εποχή της Αγίας Γραφής δεν υπάρχει ούτε μια προσωπικότητα που να έτυχε τόσων πολλών ερμηνειών όσο ο Μαρξ … Αυτός είναι ο μοναδικός συγγραφέας απ’ την εποχή της Αγίας Γραφής κι εδώθε, η αναβίωση του οποίου δεν αποτελεί απλώς αντικείμενο επιστημονικής έρευνας, αλλά επάγγελμα»68.
Ένα ακόμα εγγενές στοιχείο του αναθεωρητισμού είναι ο παρασιτικός του χαρακτήρας. Δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς άμεση αρνητική αναφορά στο επαναστατικό κίνημα και έτσι θα πορεύεται μέχρι να απελευθερωθεί η κοινωνία από μυστικοποιήσεις και φετιχισμούς, που γεννά η κεφαλαιακή σχέση. Μέχρι τότε η ακαδημαϊκή πρακτική και «παραγωγή» θα βρίθει από «χωρίς σκόρδο σκορδαλιές»69 και η «θεωρία» θα φθίνει και θα απογυμνώνεται καταφεύγοντας σε επαναλήψεις και ανακύκλωση «περσινών ξινών σταφυλιών», επειδή όσο ισχύει ότι η επαναστατική πράξη χρειάζεται επαναστατική θεωρία, άλλο τόσο ισχύει ότι η επαναστατική θεωρία χρειάζεται επαναστατική πράξη. Οι υπαρκτές φωτεινές εξαιρέσεις στον πανεπιστημιακό χώρο θα συνεχίζουν να επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Στο δικό μας χέρι είναι να μελετάμε και να περιφρουρούμε τη θεωρία μας με καθαρό μυαλό, να συμβάλλουμε στον εμπλουτισμό της και να παλεύουμε με οδηγό τις θέσεις και τις αποφάσεις του Κόμματός μας, του 20ού μας Συνεδρίου, που αποτελούν δείγμα σύγχρονης, επίκαιρης και συγκεκριμένης εφαρμογής του μαρξισμού-λενινισμού στις συνθήκες της χώρας μας.
Διατηρούμε το δικαίωμα να στολίζουμε τα κείμενά μας με φωτογραφίες χαρούμενων ανθρώπων από τις χώρες που έχτιζαν το σοσιαλισμό, όσο κι αν αυτό προσβάλλει την αισθητική ορισμένων στρατευμένων πανεπιστημιακών, μέχρι να αποκτήσουμε τις δικές μας, με ανθρώπους της δουλειάς που θα χτίζουν το δικό τους ελεύθερο μέλλον.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

Ο Γιώργος Μαγγανάς είναι συνεργάτης της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ.
1. Δες αναλυτικότερα: 150 χρόνια από την έκδοση του «πιο σημαντικού βιβλίου για τους εργάτες», εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 28 Μάη 2017.
2. Β. Ι. Λένιν: «Μαρξισμός και αναθεωρητισμός», «Άπαντα», τ. 17, σελ. 25.
3. Σύμφωνα με τους διοργανωτές, τα υλικά του Συνεδρίου θα εκδοθούν μέσα στο 2017. Τα βίντεο των ομιλιών και των σχολιασμών, από τα οποία επιλέξαμε τα αποσπάσματα, βρίσκονται αναρτημένα στη διεύθυνση: http://rosalux.gr/node/549/videos
4. Άρθρο του Δ. Ψαρά στην «Εφημερίδα των Συντακτών», 13 Γενάρη 2017.
5. Άρθρο του Δ. Ψαρά στην «Εφημερίδα των Συντακτών», 13 Γενάρη 2017.
6. «Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα», τ. 7, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1985, σελ. 207-208.
7. Karl Marx: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, εκδ. «ΚΨΜ», 2016, πρόλογος, σελ. LIV–LV.
8. Ό.π.
   9. Περιοδικό «Νέος Κόσμος», 12/1954, σελ. 77.
10. Περιοδικό «Επιστημονική Σκέψη», τ. 11.
11. Σημειώσεις Πέτρου Ρούσου από συνεδριάσεις του μεταφραστικού τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ για τους κλασικούς του μαρξισμού, 1/1953-2/1953. Αρχείο της ΚΕ του ΚΚΕ, Έγγραφο 96889. (Τυπικό παράδειγμα παραβίασης της ιδιωτικότητας του στελέχους του ΚΚΕ: Αντί να φυλάει τις σημειώσεις της δουλειάς του στο σπίτι, ώστε σε κάποια μελλοντική μετακόμιση να αποτελέσουν αμπαλάζ για τα γυαλικά της οικογένειας, τις παρέδιδε στο Κόμμα για να μπορούν να αξιοποιούνται μετά από 64 χρόνια…).
12. Σημειώσεις Π. Ρούσου από τις συνεδριάσεις του μεταφραστικού τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ για τους κλασικούς του μαρξισμού, 5/1953-7/1953. Αρχείο της ΚΕ του ΚΚΕ, Έγγραφο 96892.
13. Επιστολή της ΚΕ του ΚΚΕ προς την ΚΕ του Βουλγάρικου ΚΚ , για να φιλοξενηθεί στη Βουλγαρία ο Π. Μαυρομάτης προκειμένου να μεταφράσει τον 3ο τόμο του «Κεφαλαίου» – 2.2.1974. Αρχείο της ΚΕ του ΚΚΕ, Έγγραφο 473090.
14. Στα τεύχη 1-3 της «Επιστημονικής Σκέψης» δημοσιεύτηκαν διαδοχικά τα άρθρα: «Μεταφραστικά προβλήματα του “Κεφαλαίου” του Μαρξ: Ένα παράδειγμα», «Μεταφραστικά προβλήματα του “Κεφαλαίου” του Μαρξ: Μια απάντηση» και «Μεταφραστικά προβλήματα του “Κεφαλαίου” του Μαρξ: Μια ανταπάντηση», στα οποία οι Παναγιώτης Μαυρομάτης και Σάκης Καράγιωργας αντάλλαξαν επιχειρήματα σχετικά με την απόδοση όρων και τη δεοντολογία χρήσης και αναφορών στο πρωτότυπο και τη μετάφρασή του. Η σχετική συζήτηση ολοκληρώθηκε με τη δημοσίευση του άρθρου του Γ. Σαμαρά, «Το “Κεφάλαιο” στα ελληνικά για πρώτη φορά σε μετάφραση υψηλού επιπέδου», στο 4ο τεύχος του περιοδικού.
15. Karl Marx: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, εκδ. «ΚΨΜ», 2016, πρόλογος, σελ. LVI.
16. Ό.π.
17. Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 23 και 25. (Πρόκειται για τον επίλογο στη δεύτερη έκδοση, που γράφτηκε το 1873, μετά τον πρόλογο στην πρώτη έκδοση, που γράφτηκε μετά τον πρώτο τόμο… κλπ., κ.ο.κ.).
18. Ο Μαρξ, αναγνωρίζοντας τη συμβολή του Αριστοτέλη στην κατανόηση της χρηματικής μορφής της αξίας, σημειώνει: «Ο Αριστοτέλης λέει ξεκάθαρα ότι η χρηματική μορφή του εμπορεύματος είναι απλώς η παραπέρα αναπτυγμένη μορφή της απλής μορφής της αξίας, δηλαδή της έκφρασης της αξίας ενός εμπορεύματος με ένα οποιοδήποτε άλλο εμπόρευμα … Βλέπει ακόμα ότι η αξιακή σχέση μέσα στην οποία περιέχεται αυτή η έκφραση της αξίας προϋποθέτει με τη σειρά της ότι το σπίτι εξομοιώνεται ποιοτικά με το κρεβάτι και ότι αυτά τα διαφορετικά αισθητώς πράγματα, χωρίς μια τέτοια ομοιότητα της ουσίας τους, δε θα μπορούσαν να συσχετιστούν σαν σύμμετρα μεγέθη». Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 73.
19. Για την αντίληψη του Αλτουσέρ σχετικά με την υπεραξία βλ. L. Althusser, E. Balibar, R. Establet, P. Macherey, J. Rancière: «Να διαβάσουμε το “Κεφάλαιο”», εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», σελ. 429.
20. Ο Ε. Μπαλιμπάρ χρησιμοποιεί εδώ τον αρχαιοελληνικής προέλευσης φιλοσοφικό όρο «απορία» (έλλειψη «πόρου», «περάσματος», «διεξόδου», δηλαδή αδιέξοδο), που χαρακτηρίζει ένα δυσεπίλυτο ή μη επιλύσιμο πρόβλημα, λόγω των αντιφάσεων που περιέχουν οι έννοιες που χρησιμοποιούνται.
21. Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 23.
22. Εδώ η Μ. Χάρνεκερ επικαλείται το γράμμα του Μαρξ στη Β. Ζασούλιτς (δες και υποσημείωση 26), όπου ο Μαρξ μιλά για την πιθανότητα περάσματος της ρωσικής κοινωνίας στο σοσιαλισμό μέσω της ανάπτυξης της αγροτικής κοινότητας, μια «πιθανότητα» που δεν πραγματοποιήθηκε, επειδή, όπως απέδειξε ο Λένιν, δεν εξαφανίστηκαν «οι επιβλαβείς επιρροές» που υφίστατο και δε διασφαλίστηκαν «φυσιολογικές συνθήκες για ελεύθερη ανάπτυξη» –προϋποθέσεις που έθετε ο Μαρξ στο αναφερόμενο γράμμα.
23 Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 22.
24. Λ. Αλτουσέρ. Έγινα κομμουνιστής επειδή ήμουν καθολικός. Περιοδικό «Επιστημονική Σκέψη», τ. 49.
25. Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ .11-12 (υποσημ.).
26. К. Маркс, Ф. Энгельс, Собрание Сочинений, Издание 2ое, т. 19, σελ. 250-251 και 400-421.
27. Στο σημείο αυτό μπορούμε να διακρίνουμε μια υποδειγματική εκδήλωση επικαθορισμού: Ο Μπαλιμπάρ, έχοντας αναπτυχθεί ως προσωπικότητα σε περιβάλλον κυριαρχίας των σχισματικών, ενώ γνωρίζει το Κατά Ιωάννην και, όπως θα φανεί στη συνέχεια, τη μεσσιανική διατύπωση της Βίβλου, στερείται τον πλούτο της ορθόδοξης βυζαντινής υμνογραφίας που θα του επέτρεπε να συσχετίσει την έκπληξη του Μαρξ με αυτήν που βίωσαν οι στρατιές των αγγέλων στο «Η ζωή εν τάφω».
28. «Ο επιστημονικός λόγος αντλεί την αξία του περισσότερο από την πραγματική μη αποπεράτωση και λιγότερο από την περατωμένη εμφάνιση», στο «Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο», εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», σελ. 231.
29. Β. Ι. Λένιν: «Κράτος και επανάσταση», «Άπαντα», τ. 33, σελ. 25.
30. Ό.π., σελ. 114.
31. Για το ζήτημα του περιεχομένου των οικονομικών σχέσεων στην ιστορική τους εξέλιξη: В. Щербина, В. Цветаев. Экономические отношения: история и современ-ность,  ЛГУ, 1987.
32. «Δοκίμιο ιστορίας του ΚΚΕ. 1949-1968 - Β΄ τόμος», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 90-91.
33. Για μια κριτική παρουσίαση των ρευμάτων του λεγόμενου δυτικού μαρξισμού: А. Г. Мысливченко и др., «Современная марксистско-ленинская философия в за-рубежных странах», «Наука», Москва, 1984.
34. Κ. Μαρξ, Φρ.. Ένγκελς: «Η Γερμανική ιδεολογία», τ. 1, εκδ. «Gutenberg», 1977, σελ. 83.
35. Δεν αναφέρεται, για παράδειγμα, το έργο του Νταβίντ Ρόζενμπεργκ «Σχόλια στο “Κεφάλαιο” του Μαρξ (Д. И. Розенберг. Комментарии к «Капиталу» К. Маркса), που με πολυάριθμες εκδόσεις αποτέλεσε για δεκαετίες σημείο αναφοράς για τους μελετητές του «Κεφαλαίου» στην ΕΣΣΔ και πολλές ακόμα χώρες.
36. Περιοδικό «Θέσεις», τ. 49, περίοδος: Οκτώβρης-Δεκέμβρης 1994.
37. Πρόκειται για τη σύνθεση των πρώτων συλλαβών των λέξεων «διαλεκτικός υλισμός» στα ρωσικά.
38. Γκαστόν Μπασελάρ. Γάλλος φιλόσοφος, λογοτέχνης, καθηγητής του 20ού αιώνα.
39. Αναφέρεται στη φράση του Μαρξ: «Η “τιμή της εργασίας” είναι το ίδιο παράλογη όπως ένας κίτρινος λογάριθμος». Στο Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 3, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 1005.
40. Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 26.
41. Ό.π., σελ. 387.
42. Μ. Ρόζενταλ: «Διαλεκτικά προβλήματα στο “Κεφάλαιο” του Μαρξ», εκδ. «Αναγνωστίδη», σελ. 14.
43.­­­Д. И. Розенберг, «Комментарии к “Капиталу” К. Маркса», Экономика, 1983, σελ. 10.
44. Στο «Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο», εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», σελ. 29, 45.
45. Β. Βαζιούλιν. «Το πρόβλημα της αντίφασης στο “Κεφάλαιο” του Κ. Μαρξ». Στο: http://www.ilhs.tuc.gr/gr/Provlimaantifasis.htm. Δες επίσης του ιδίου: «Το σύστημα της λογικής του Χέγκελ και το σύστημα λογικής στο “Κεφάλαιο” του Μαρξ». Περιοδικό «Επιστημονική Σκέψη», τ. 36.
46. Παρεμπιπτόντως, στην προμετωπίδα των «Θέσεων» μετρήσαμε πέντε φιγούρες διανοητών. Εμείς του ΚΚΕ περιοριζόμαστε στις τρεις.
47. Φρ. Ένγκελς: «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1985, σελ. 4.
48. Φρ. Ένγκελς: «Η εξέλιξη του σοσιαλισμού από την ουτοπία στην επιστήμη», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 2011, σελ. 19-20. (Αγγλικά στο κείμενο).
49. Στο «Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο», εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», σελ. 78.
50. Στο άρθρο του Δ. Ψαρά στην «Εφημερίδα των Συντακτών», 13 Γενάρη 2017, αναφέρεται ότι ο Κώστας Καραμανλής και ο Κυριάκος Μητσοτάκης διάβασαν κατά τη διάρκεια των σπουδών τους το «Κεφάλαιο» και μελέτησαν μαρξισμό. Δε θα αμφισβητήσουμε την επιμέλειά τους, ωστόσο κρατάμε μια επιφύλαξη λόγω του όγκου του έργου και των άλλων υποχρεώσεων, που σίγουρα θα είχαν για να αντεπεξέλθουν στα υπόλοιπα και κύρια μαθήματά τους. Ο συντάκτης του αναφερόμενου άρθρου, για να τεκμηριώσει την άποψη περί δυσκολίας μελέτης και μεγάλου μεγέθους του «Κεφαλαίου», που, συνεπώς, «το καθιστά περίπου απρόσιτο για το μέσο αναγνώστη», μας ενημερώνει ότι ο πρώτος τόμος στη γερμανική έκδοση περιλαμβάνει, χωρίς τους προλόγους, «1.957.200 σημεία, συμπεριλαμβανομένων των διαστημάτων». Θα σχολιάζαμε πως, αν αφαιρέσουμε ένα 15% κενών διαστημάτων, που έχουν κατά προσέγγιση τα κείμενα, θα καταλήξουμε σε 1.663.620 σημεία, κάτι που θα διευκόλυνε, σχετικά, το εγχείρημα. Αν πάλι σκεφτούμε ότι το «Κεφάλαιο» στην πρωτότυπη γερμανική γλώσσα δεν έχει υποστεί τη δοκιμασία της μετάφρασης και ότι τα γερμανικά είναι μια γλώσσα συνθετική, και αν ακόμα περιλάβουμε τους προλόγους (και τους επιλόγους, γιατί όχι;), τότε ο αριθμός των σημείων αυξάνεται δραματικά και μόνο προικισμένοι άνθρωποι μπορούν να καταπιαστούν με την ανάγνωσή του στα ελληνικά. Εξίσου αποδεικτική (και αποτρεπτική) θα ήταν μια σύγκριση του βάρους του τόμου στις διάφορες γλώσσες, που θα αναδείκνυε τη διαφορετική αξία χρήσης του, στο βαθμό που διαφοροποιούνται οι φυσικές ιδιότητες του αντικειμένου. [Ο Μαρξ αιθεροβατούσε, μάλλον, λέγοντας: «Με τη μορφή αυτή (σ.σ.: των περιοδικών τευχών) το έργο θα είναι πιο προσιτό στην εργατική τάξη, και για μένα η σκέψη αυτή κυριαρχεί πάνω απ’ όλες», Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», πρόλογος στη γαλλική έκδοση].
51. Ά. Ιωαννάτου, «Το φάντασμα του Μαρξ στην επικαιρότητα», ΚΟΜΕΠ, τ. 3/1999.
52. Β. Ι. Λένιν: «Φρίντριχ Ένγκελς», «Άπαντα», τ. 2, σελ. 12.
53. Λ. Βάσινα, «Δεύτερος τόμος του Κεφαλαίου», ΚΟΜΕΠ, τ. 4/2003.
54. Μαρξ στον Ένγκελς, 2 Αυγούστου 1862. Στο К. Маркс, Ф. Энгельс, Собрание Сочинений, Издание 2ое, т. 30, σελ. 215-220.
55. Μαρξ στον Ένγκελς, 22 Ιούνη 1867, και Ένγκελς στον Μαρξ, 26 Ιούνη 1867. К. Маркс, Ф. Энгельс, Собрание Сочинений, Издание 2ое, т. 31, σελ. 257-262.
56. «Δοκίμιο ιστορίας του ΚΚΕ 1949-1968. Β΄ τόμος», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 98.
57. Е. Варга, «”Капитал” К. Маркса и современный капитализм», «Коммунист», 1961, № 17.
58. Β. Ι. Λένιν: «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός», «Άπαντα», τ. 18, σελ. 370.
59. Πέρα από τις επιστημολογικές αιτιάσεις, η θετικιστική κυριαρχία στους πανεπιστημιακούς κύκλους εκδηλώνεται και στον τρόπο διδασκαλίας του μαρξισμού, από ορισμένους, όταν στη θέση των λογικών σχέσεων του Μαρξ και της ανάδειξης του περιεχομένου τους, που συχνά εκφράζεται και ποσοτικά, μπαίνουν μαθηματικοί τύποι που δεν εκφράζουν τίποτα πέρα από τον εαυτό τους, καθιστώντας το μαρξισμό μια ακόμα αποκρουστική δοκιμασία για τους φοιτητές. Η μελέτη των νόμων κίνησης της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, το αντικείμενο του έργου του Μαρξ, είναι αντικείμενο διαφορετικό από την καθ’ όλα αξιοσέβαστη μαθηματική ανάλυση, που είναι εξαιρετικά αναγκαία στη διερεύνηση της οικονομικής συγκυρίας, στην κατάρτιση του πλάνου και σε κάθε κλαδική, επιχειρησιακή ή άλλου τύπου συγκεκριμένη έρευνα.
60. Β. Ι. Λένιν: «Γράμμα στη “Βόρεια Ένωση του ΣΔΕΚΡ”», «Άπαντα», τ. 6, σελ. 363.
61. Ε. Ιλιένκοφ: «Διαλεκτική λογική», εκδ. «Gutenberg», 1983, σελ. 272.
62. Σ. Φίνκελσταϊν: «Εισαγωγή στο νόημα της μουσικής», εκδ. «Διαγόρας», σελ. 67.
63. Е. Варга, «”Капитал” К. Маркса и современный капитализм», «Коммунист», 1961, № 17.
64. «Εφημερίδα των Συντακτών», 13 Γενάρη 2017.
65. Στο «Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο», εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», σελ. 72, 360.
66. Στο εύλογο ερώτημα: πώς σχετίζεται το όνομα, έστω, της ηρωίδας κομμουνίστριας Ρόζας Λούξεμπουργκ με τις συγγνώμες του γερμανικού ΚΟΔΗΣΟ –προδρόμου του σημερινού Λίνκε– για τα «δεινά» που προκάλεσε ο σοσιαλισμός στο λαό της ΓΛΔ, μόνο ένα εξειδικευμένο Ίδρυμα είναι σε θέση να απαντήσει.
67. Ο εισηγητής, στο άνοιγμα των εργασιών του Συνεδρίου, μίλησε για τον πρώτο και το δεύτερο επικεφαλής της εργασίας έκδοσης των Απάντων Μαρξ-Ένγκελς, που ξεκίνησε στην ΕΣΣΔ το 1921. Ενώ η εργασία του πρώτου, του Νταβίντ Ριαζάνοφ εξαίρεται, ο δεύτερος, ο Βλαντίμιρ Αντοράτσκι, αναφέρεται ως «κάποιος Αντοράτσκι», χωρίς άλλες περιγραφές του έργου του. Προφανώς ο πρώτος άξιζε ιδιαίτερης μνείας γιατί εκτελέστηκε το 1938, εφτά χρόνια μετά την απομάκρυνσή του από τη διεύθυνση του Ινστιτούτου Μαρξ και Ένγκελς, ιστορία στην οποία φέρεται να εμπλέκονται και ορισμένοι δίκαια προβεβλημένοι, αλλά αυθαίρετα υιοθετημένοι από τους ΑΑ θεωρητικοί της εποχής, ενώ ο δεύτερος, που κατείχε παρόμοιες επαναστατικές και επιστημονικές περγαμηνές και έργο με τον πρώτο, υποβιβάζεται στη βαθμίδα του «κάποιου», ίσως γιατί πέθανε με την υγεία του κατεστραμμένη από τις κακουχίες της εξορίας και της αιχμαλωσίας κατά τα προεπαναστατικά χρόνια. (Εδώ οι ΑΑ φαίνεται να υποτιμούν όσους προβάλλουν, θεωρώντας απίθανη την περίπτωση ορισμένοι να έδρασαν συνειδητά, όπως και παλιότερα επί τσαρισμού, αλλά αυτήν τη φορά ενάντια στο σοβιετικό κράτος που, κατά την εκτίμησή τους, ήταν ή είχε καταλήξει να είναι ένα «απολυταρχικό σύστημα που πρόδωσε την επανάσταση κλπ., κοκ.», γνωρίζοντας και υφιστάμενοι τελικά τις συνέπειες).
68. Αναφέρεται στο άρθρο του Γ. Σαμαρά «Το “Κεφάλαιο” στα ελληνικά για πρώτη φορά σε μετάφραση υψηλού επιπέδου», περιοδικό «Επιστημονική Σκέψη», τ. 4.
69. Το άρθρο του Δ. Ψαρά στην «Εφημερίδα των Συντακτών», 13 Γενάρη 2017, παρέπεμπε στο εκπληκτικό, όπως σωστά χαρακτηρίζει, κείμενο του Γ. Ζιούτου «Το λαθρεμπόριο του μαρξισμού και οι περιπέτειες του “Κεφαλαίου” στην Ελλάδα» (ΚΟΜΕΠ, Οκτώβρης 1945, στο: «Κομμουνιστική Επιθεώρηση της μεταδεκεμβριανής περιόδου 1945», τόμος 2, εκδ. «Καζάντζα», Αθήνα, 1977, σελ. 962-972), απ’ όπου δανειστήκαμε τον τίτλο του παρόντος κειμένου. Εκεί ο συγγραφέας, στηλιτεύοντας τους αστούς διαστρεβλωτές του «Κεφαλαίου», σημειώνει: «… σε καμιά άλλη χώρα δεν άνοιξαν τόσα “παντοπωλεία ο Καρλ Μαρξ” και δεν έγινε τέτοιο λαθρεμπόριο του μαρξισμού…» και υπογραμμίζει την ανάγκη θωράκισης «ενάντια σε κάθε νοθεία και σε κάθε λαθρεμπόριο», «σήμερα … όπου ο “σοσιαλισμός” γίνεται της μόδας και στον τόπο μας και με λογής-λογής παραποιήσεις και νοθεύσεις παρουσιάζεται σαν “δημιουργικός σοσιαλισμός”, σαν “τεχνικός” ή “πνευματικός” σοσιαλισμός, ή και σαν χωρίς σκόρδο σκορδαλιά, “χωρίς κοσμοθεωρητική θεμελίωση σοσιαλισμός!”».





Συγγραφείς
Leslie Sklair
Ημερομηνία δημοσίευσης
2012/3/2
Επιστημονικό άρθρο
The Wiley‐Blackwell Encyclopedia of Globalization
Εκδότης
John Wiley & Sons, Ltd
Περιγραφή
The transnational capitalist class (TCC) as a theoretical concept and an empirical reality has its origins in theories of capitalist globalization developed since the 1960s. Traditional Marxist theories of the international bourgeoisie tend to be conceptualized in state‐centrist terms and to focus mainly on business leaders, usually big capitalists, and their corporations in rich and powerful countries exploiting capitalists, workers and peasants in poor countries. The transnational corporation (TNC), in contrast, transcends national class structures and, for some researchers, includes groups whose members do not directly own the means of production but, nevertheless, directly serve the interests of global capitalism.
Σύνολο παραθέσεων
2001200220032004200520062007200820092010201120122013201420152016201720182019
Άρθρα στον Μελετητή

Δεν υπάρχουν σχόλια: