Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2019

Η επανάσταση του Δασκαλογιάννη, το τραγούδι του "Μπάρμπα Μπατζελιού" και οι απόγονοι του ήρωα.

Με την τουρκική κατάκτηση όμως, πολλοί Σφακιανοί είχαν προτιμήσει να μεταναστεύσουν. Κάποιοι πήγαν στα Επτάνησα, κάποιοι άλλοι στη Μολδοβλαχία. Με τον καιρό,πολλοί  άρχισαν να επιστρέφουν. 
Οι «παλιννοστούντες» αποκλήθηκαν από τους άλλους με το όνομα του τόπου προέλευσης: Ο από τη Ζάκυνθο «Ζακυνθινάκης», ο από την Κάσο «Κασοτάκης», ο από τη Μυτιλήνη «Μυτιληνάκης» και ο από τη Μολδοβλαχία «Βλάχος». 
Απόγονος ενός από τους «Βλάχους» ήταν ο Γιάννης Βλάχος που πρέπει να γεννήθηκε γύρω στα 1725.
Έγινε εμποροπλοίαρχος. Γύρω στα 1770, είχε τέσσερα δικά του τρικάταρτα καράβια. Έφταναν σε όλα τα λιμάνια της Μεσογείου και του Ευξείνου Πόντου. Είχε μόρφωση καλή και μιλούσε πολλές ξένες γλώσσες. Οι Σφακιανοί τον αποκαλούσαν με σεβασμό Δάσκαλο: Ο Δάσκαλος Γιάννης, ο Δασκαλογιάννης. 
Στις αρχές του 1770, βρέθηκε στην Τεργέστη, ακροατής του ναύαρχου κόμη Αλεξέι Γκριγκόροβιτς Ορλόφ
Πείστηκε ότι η Ρωσία ενδιαφερόταν για την Ελλάδα. Φόρτωσε ένα καράβι όπλα και πυρομαχικά και επέστρεψε στα Σφακιά. Προσκάλεσε τους προκρίτους κι οπλαρχηγούς σε σύσκεψη όπου τους ανακοίνωσε ότι επέρχεται το τέλος της τουρκικής παρουσίας στο νησί. Τους επέδειξε επιστολές από τη Μάνη που μιλούσαν για συντονισμένη ενέργεια και τους κάλεσε να πάρουν τα όπλα.
Οι πολλοί συμφώνησαν. Λίγοι κι ανάμεσά τους ο πρωτόπαπας του ζήτησαν να συγκρατηθεί ώσπου να βεβαιωθούν ότι στ’ αλήθεια θα κηρυχθεί επανάσταση ταυτόχρονα σε όλη την Ελλάδα. Επειδή, αν έμεναν μόνοι, κινδύνευαν να χάσουν τις ελευθερίες που απολάμβαναν.
Ο τυροκόμος μπάρμπα Μπατζελιός (16 χρόνια αργότερα, στα 1786) είναι που αφηγήθηκε την επανάσταση του Δασκαλογιάννη σε ρίμες. Είναι «Το τραγούδι του Δασκαλογιάννη» σε 1032 στίχους, που ο άγνωστος ακροατής του κατέγραψε και παρέδωσε ως μια από τις πηγές που μας πληροφορούν για τα τότε γεγονότα που συγκλόνισαν τον κόσμο:
«Ο μπέης από τη Βλαχιά κι ο μπέης που τη Μάνη
κρυφοκουβέντες είχασι με το Δασκαλογιάννη,
οπού ΄τονε ξεχωριστός σε πλούτη κι αξιοσύνη.
Με την καρδιά του ήθελε την Κρήτη Ρωμιοσύνη.
Κάθε Λαμπρή και Κυριακή έβανε το καπέλο
και του Πρωτόπαππά ’λεγε ‘‘το Μόσκοβο θα φέρω,
να τα συνδράμει τα Σφακιά, τσοι Τούρκοι να ζυγώξου,
και για την Κόκκινη Μηλιά δρόμο να τωνε δώσου.
Κι όσ’ απ’ αυτούς θέλουσι, ’ς την Κρήτη ν’ απομείνου,
Σταυρό να προσκυνήσουσι και χρισθιανοί να γίνου’’.
Μα ’λεγε κι ο Πρωτόπαπας, Δάσκαλ’ είντα λογιάζεις;
Θα τα σκλαβώσεις τα Σφακιά μ’ αυτά που λογαριάζεις».
Η πρώτη εκείνη σύσκεψη έληξε χωρίς να παρθούν οριστικές αποφάσεις.
 Η πλάστιγγα έγειρε προς τις θέσεις του Δασκαλογιάννη, όταν έφτασε γράμμα από τη Μάνη που πληροφορούσε ότι είχε ξεκινήσει εκεί η επανάσταση κι ότι ο στόλος του Ορλόφ περιπλέει την Πελοπόννησο. Σε τουρκικό έγγραφο με ημερομηνία 31 Ιανουαρίου 1770 (στο αρχείο Ηρακλείου), αναφέρεται ότι ο ρωσικός στόλος απαρτιζόταν από 28 γαλιόνια των εξήντα τηλεβόλων καθένα, 22 φρεγάτες και τέσσερα πλοία «μπόμπα». 

Η επανάσταση
Ακόμα κι ο επιφυλακτικός Πρωτόπαπας ψήφισε υπέρ της επανάστασης στην επόμενη σύσκεψη. Ως πρώτη ενέργεια, στάλθηκε επιστολή στον σουλτάνο, ζητώντας του να αποσύρει τα τουρκικά στρατεύματα από την Κρήτη για να μη χυθεί άδικα αίμα. Ο σουλτάνος παράγγειλε στον πασά της Κρήτης να ξεθεμελιώσει τα Σφακιά.
Πριν να προλάβουν οι Τούρκοι να οργανωθούν, 1800 οπλισμένοι Σφακιανοί ξεχύθηκαν από την Ανώπολη, την πατρίδα του Δασκαλογιάννη. Μάταια προσπάθησαν οι κατακτητές να ανακόψουν την ορμή τους. 
Το σώμα του Δασκαλογιάννη προχωρούσε ακάθεκτο, ρημάζοντας το σύμπαν. Οι Τούρκοι έσπευσαν να κλειστούν στις οχυρωμένες πόλεις.

Οι θρυλικοί 100 επίλεκτοι Καταδρομείς

  Ο Δασκαλογιάννης δημιούργησε ομάδα από εκατό ευέλικτους Σφακιανούς
Τους ονόμασε «Νυχτοπολεμιστές» και τους ανέθεσε να πέφτουν νύχτα στα τουρκικά χωριά, αιφνιδιαστικά, και να καταστρέφουν ο,τιδήποτε ανήκε σε Τούρκους. 
Οι Οθωμανοί τους ονόμασαν «Σεϊτάν Τακιμί» («διαβόλων σώμα») που σκόρπιζαν τον τρόμο.
Στα Χανιά, συγκροτήθηκε στράτευμα από 12.000 Τούρκους που ξεκίνησαν με κατεύθυνση το Ρέθυμνο. Στις Βρύσες, στη μέση της απόστασης, στρατοπέδευσαν για 48 ώρες, αναμένοντας ενισχύσεις. Κατέφθασαν ακόμα 6.000. Στους συνολικά 18.000 άνδρες προστέθηκαν και 4.000 εξαναγκασμένοι Έλληνες ως κουβαλητές. 
Από τους Σφακιανούς, τριακόσιοι έμειναν στη Σαμαριά, να προστατεύσουν τα γυναικόπαιδα. Οι υπόλοιποι 1.500 περίμεναν τους Τούρκους στην περιοχή Κράπη. Το στράτευμα των 18.000 Τούρκων επέπεσε πάνω στις θέσεις των 1.500 Σφακιανών αλλά πετσοκόπηκε. 
Τις δυο πρώτες μέρες, οι Τούρκοι έχασαν πάνω από τριακόσιους νεκρούς έναντι δέκα νεκρών και τραυματιών Σφακιανών. Από την επόμενη μέρα, οι Τούρκοι έβαζαν μπροστά τους ασπίδα τους Έλληνες μεταφορείς και προχωρούσαν πίσω τους. Οι Σφακιανοί δεν πτοήθηκαν. Συνέχισαν να σκοτώνουν Τούρκους και, αναγκαστικά, και μερικούς Έλληνες. 
Οι μέρες περνούσαν με το τουρκικό στράτευμα συνεχώς να χάνει άνδρες.
Κι ενώ οι μάχες συνεχίζονταν, από τον Χάνδακα ξεκίνησε στρατός 8.000 Τούρκων με πορεία προς τον Νότο, στα Σφακιά. 
Ο Δασκαλογιάννης και οι συμπολεμιστές του αποφάσισαν να σταλούν πεντακόσιοι από τη δύναμή τους να προασπίσουν τα Σφακιά, ενώ αντιπρόσωπός τους θα πήγαινε στην Πελοπόννησο να μάθει τι γίνεται εκεί και πότε σκόπευαν οι Ρώσοι να έρθουν στην Κρήτη.
Η άμυνα συνεχιζόταν σε δυο μέτωπα σκληρή, με τον Δασκαλογιάννη να βρίσκεται πότε στη μια πότε στην άλλη τοποθεσία. 
Οι Σφακιανοί αντιστέκονταν στην τεράστια τουρκική πίεση «ώσπου να έρθουν οι Ρώσοι». Αντί για Ρώσους, έφτασαν τουρκικά πλοία που αποβίβασαν νέα στρατεύματα στο νησί. Οι 1.500 Σφακιανοί μαχητές που είχαν απομείνει, έπρεπε πια να τα βγάλουν πέρα με 40.000 πάνοπλους Τούρκους. Σχεδόν ταυτόχρονα, έφτασε η είδηση ότι η επανάσταση στην Πελοπόννησο είχε σβήσει κι ο στόλος του Ορλόφ είχε αποπλεύσει. 

Η Μεγάλη Αικατερίνη είχε πάρει αυτά που ήθελε και είχε ειρηνεύσει με την Οθωμανική αυτοκρατορία.
Στα δυο μέτωπα όπου οι Σφακιανοί συνέχιζαν να πολεμούν, η αναλογία ήταν 1 προς 27. 
Ελπίδα ενισχύσεων δεν υπήρχε πια. Ξεκίνησαν να υποχωρούν, συνεχίζοντας τον πόλεμο. Αποσύρθηκαν στις Μαδάρες, τις απάτητες κορφές των Λευκών Ορέων. 
Οι Τούρκοι μπήκαν στα σφακιανά χωριά και κυριολεκτικά τα ξεθεμελίωσαν. 
Οι Σφακιανοί ρίχνονταν ξαφνικά πάνω τους, τους πετσόκοβαν κι αποσύρονταν:
«Κι ούλοι, Στρατίκοι, Πατακοί, Σκορδίλοι κι όσοι άλλοι
απού τσοι Τούρκους δυο και τρεις κάνουν δίχως κεφάλι.
Ούλους τσ’ εσιγυρίσασι ’ς τσοι πρίνους από κάτω,
Μα ΄κεί σκοτώθη κι ο Ξηράς, ’ς την κούρτα ’ς το μιτάτο».
Ο κλεφτοπόλεμος στοίχιζε στους Τούρκους κεφάλια και περιουσίες. Τρόπο αντίδρασης δεν είχαν. Ό,τι ήταν κάψουν στα Σφακιά και να ξεθεμελιώσουν, το είχαν κάνει. 
Οι Σφακιανοί πια δεν είχαν να χάσουν τίποτα.

Ο μαρτυρικός θάνατος:
Ως εκείνη την ώρα, ο πασάς είχε χάσει 6.000 άντρες. Έστειλε επιστολή στον Δασκαλογιάννη, με την οποία του υποσχόταν ότι θα εκκένωνε αμέσως τα Σφακιά, αν ο ίδιος και μόνον αυτός παραδιδόταν. 
Η επιστολή συνοδευόταν και από άλλη του αιχμάλωτου αδελφού του, που τον βεβαίωνε πως δεν είχε τίποτα να φοβηθεί, αν εμφανιζόταν μπροστά στον πασά. Μόνο που ο αδελφός του είχε βάλει κι ένα σημάδι που ειδοποιούσε τον Δασκαλογιάννη ότι τον περίμενε ο θάνατος, αν παρουσιαζόταν.
Ο Δασκαλογιάννης σκέφτηκε ότι ναι μεν θα τον σκότωναν, ο πόλεμος όμως θα τελείωνε. Κι ήταν αυτός που είχε παρασύρει τους συμπατριώτες του να επαναστατήσουν. Αποφάσισε να παρουσιαστεί στον πασά. Εκείνος αρχικά τον δέχτηκε καλά. Πάνω από όλα, ήθελε ένα χαρτί που να βεβαιώνει «πάντα ενδιαφερόμενο» ότι νίκησε. 
Το χρειαζόταν για να γλιτώσει το δικό του κεφάλι σε πιθανή κλήση του στην Κωνσταντινούπολη. 
Για να γλιτώσουν τον αρχηγό τους, οι Σφακιανοί το έστειλαν ως συνθήκη: Έχασαν, στο εξής θα πλήρωναν 5.000 γρόσια ετήσιο φόρο, θα συνέχιζαν να ζουν όπως πριν από την επανάσταση αλλά ο Δασκαλογιάννης θα έμενε τρία χρόνια στον Χάνδακα, φιλοξενούμενος του πασά.
Ο τουρκικός στρατός επέστρεψε στον Χάνδακα «νικητής». Ο Δασκαλογιάννης περιορίστηκε στο μέγαρο της διοίκησης, συντροφιά με την κόρη του. Πήγαν να τον επισκεφτούν επτά ιερείς και 75 Σφακιανοί καπετάνιοι. Συνελήφθησαν και ρίχτηκαν στις φυλακές. Ο πασάς ζήτησε από τον «φιλοξενούμενό» του να γράψει στα υπόλοιπα αδέλφια του, να τον επισκεφτούν. Αυτός ανταποκρίθηκε αλλά έβαλε το μεταξύ τους γνωστό σημάδι που σήμαινε θάνατο.
Τ’ αδέλφια του Δασκαλογιάννη ποτέ δεν φάνηκαν. Τρεις μήνες αργότερα, ο πασάς είχε πια απελπιστεί ότι θα τους πιάσει. Διέταξε να θανατωθεί ο Δασκαλογιάννης.
 Η εκτέλεση ήταν αντάξια του τουρκικού πολιτισμού. 
Ο πασάς έβαλε τον αιχμάλωτο αδελφό να παρακολουθεί τον Δασκαλογιάννη όση ώρα ο δήμιος τον έγδερνε:
 Ξεκινούσε από το κεφάλι και αφαιρούσε λωρίδες δέρματος προς τα κάτω. Πολλοί από τους Τούρκους που είχαν πάει να χαζέψουν στην πλατεία της εκτέλεσης, λιποθύμησαν. Κάποιες έγκυες απέβαλαν. 
Ο Δασκαλογιάννης δεν έβγαλε μιλιά. Ο πόνος του παραμόρφωνε τα χαρακτηριστικά, το κορμί του φάνταζε κόκκινο κάτω από γδαρμένο δέρμα. Πέθανε.
Ήταν 17 Ιουνίου 1771. Ο δήμιος φώναζε «ποιος θέλει να πάρει καλό πετσί για τα ταβάνια του;». 
Το πτώμα έμεινε γδαρμένο δυο μέρες σε κοινή θέα. 
Ο αδελφός του είχε αφεθεί ελεύθερος. Είχε τρελαθεί. Τριγυρνούσε στις συνοικίες και συνεχώς επαναλάμβανε:
«Τι ωραίος που είσαι, αδελφέ μου, με τα κόκκινα».
Μια κόρη του Δασκαλογιάννη, η Ανθούσα, ειπώθηκε ότι  αυτοκτόνησε πέφτοντας σ’ ένα πηγάδι. Νεώτερα στοιχεία όμως απέδειξαν ότι μετά την Επανάσταση εξορίστηκε με το σύζυγό της από τους Τούρκους στο χωριό Δαφνές της επαρχίας Μαλεβιζίου. (Γιος της ήταν ο Ανδρέας Παχυνάκης, με τη γνωστή δράση στα 1821.)
 Η Μαρία, αυτή που τον είχε ακολουθήσει κατά την παράδοσή του στον Χάνδακα, δόθηκε σύζυγος του Αμπλού Αχμέτ πασά, διευθυντή οικονομικών υποθέσεων του νησιού, που την αγάπησε και της επέτρεψε να διατηρήσει την χριστιανική πίστη της. 
Ο Αμπλού Αχμέτ ευτύχησε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη ως υπασπιστής του σουλτάνου. Η Μαρία έζησε αρχοντικά, έχοντας μετατρέψει ένα δωμάτιο σε κρυφό εκκλησάκι. Χήρα πια, στα 1820, πήγε καλόγρια στην Τήνο. 
Το 1821, χρηματοδότησε την επανάσταση στην Κρήτη. Πέθανε το 1823.
Η γυναίκα τουΔασκαλογιάννη Σγουρομαλλούσα, οι γιοι και τ’ αδέλφια του κατέφυγαν στα Κύθηρα.
Οι γιοι του Δασκαλογιάννη έγιναν ο ένας ήρωας της επανάστασης του 1821, οι δυο καπετάνιοι στα καράβια του Ανδρέα Κριαρά κι ο τέταρτος αρχηγός σωματοφυλακής (από ογδόντα Σφακιανούς) του Ναπολέοντα.
(Πηγή: 12.7.2010 από την  σελίδα History Report Κάρολος Μπρούσαλης)


 Το Τραγούδι του Δασκαλογιάννη (1786)


  Οι Τούρκοι πρωτοπάτησαν την Βενετοκρατούμενη Κρήτη, από δυτικά, Κολυμπάρι-Χανιά, γύρω στο 1645
Ο Χάνδακας, δηλαδή το Ηράκλειο ή Κάστρο, έπεσε το 1669, μετά από εικοσάχρονη πολιορκία. 
Έτσι, οι πολυβασανισμένοι Κρητικοί αλλάξανε δυνάστη: από τη Βενεθιά στην Τουρκιά.
  Το 1770 ο Ιωάννης Βλάχος ("Δασκαλογιάννης"), εύπορος πλοιοκτήτης, άρχοντας από την Ανώπολη Σφακίων, ηγήθηκε της Επανάστασης των Σφακιανών εναντίον του Τούρκων.
 Μετά από ένα θριαμβευτικό ξεκίνημα όμως, η Επανάσταση πνίγηκε στο αίμα από τις χιλιάδες του τουρκικού στρατού και ο Δασκαλογιάννης παραδόθηκε, βέβαιος ότι θα πεθάνει, για να μην εξοντωθούν οι Σφακιανοί.
 Οι Τούρκοι, αν και είχαν υποσχεθεί να μην τον πειράξουν (μόνο να τον εξορίσουν), αθέτησαν την υπόσχεσή τους και τον οδήγησαν στο Ηράκλειο, όπου τον έγδαραν ζωντανό ως δημόσιο θέαμα.
  Στον τόπο του μαρτυρίου είχαν οδηγήσει τον αιχμάλωτο αδελφό του Νικόλαο, τον επονομαζόμενο Χατζή Σγουρομάλλη, ο οποίος δεν άντεξε τη φρίκη και έχασε τα λογικά του.
  Δεκαέξι χρόνια μετά, το 1786, ο μπάρμπα Μπατζελιός (Παντελής), πολεμιστής του Δασκαλογιάννη, συνέθεσε το Τραγούδι του Δασκαλογιάννη, ένα έπος 1034 στίχων, που το υπαγόρευσε στον Αναγνώστη του παπά Σήφη Σκορδύλη, ο οποίος το κατέγραψε, γιατί ο ίδιος ο μπάρμπα Μπατζελιός ήταν εντελώς αγράμματος (το θυμόταν όλο απ' έξω, όπως οι αρχαίοι επικοί ποιητές). 
Το συγκλονιστικό στιγμιότυπο της αφήγησης περιγράφεται από τον Αναγνώστη (που προφανώς ήταν κι αυτός ριμαδόρος, δηλαδή λαϊκός ποιητής) στο συγκινητικό επίλογο του ποιήματος.
  Εκτός από την ιστορική και την ποιητική αξία του έργου, εντυπωσιακά είναι τα κοινά στοιχεία του με την αρχαία επική ποίηση και ιδιαίτερα με τα ομηρικά έργα μεταξύ των άλλων, η επανάληψη κάποιων φράσεων ή, σπάνια, και ολόκληρων στίχων (απαραίτητο για κάποιους που δεν έγραφαν, αλλά μόνο θυμούνταν απ' έξω τόσες εκατοντάδες στίχους), καθώς και το ότι ξεκινά με επίκληση του ποιητή στο Θεό να τον βοηθήσει να φέρει σε πέρας την προσπάθειά του, όπως ο Όμηρος ξεκινούσε με τη γνωστή επίκληση στη Μούσα
Από τα κυριότερα κοινά στοιχεία όμως είναι η εξιστόρηση των μαχών, ο τρόπος περιγραφής του ήρωα και η αφήγηση των διαλόγων και των αντιπαραθέσεων ανάμεσα στα πρόσωπα του έργου είναι φανερό ότι ο ποιητής δεν έχει στο νου του μόνο να εξιστορήσει τα γεγονότα, αλλά αναδημιουργεί, με γνήσιο λογοτεχνικό πνεύμα, μέσα στο έργο του ολόκληρο τον κόσμο στον οποίο διαδραματίζεται η τραγωδία γράφει ένα έμμετρο μυθιστόρημα.
 Το 1978 ο αξέχαστος παπά Αγγελος Ψυλλάκης ηχογράφησε μεγάλο μέρος του τραγουδιού, σε παραδοσιακό σκοπό, στο δίσκο Το Τραγούδι του Δασκαλογιάννη (Calypso 80001).
  Εμείς το παίρνουμε από το εξαίρετο βιβλίο του Σφακιανού δημοσιογράφου, ερευνητή και συγγραφέα Πάρι Στ. Κελαϊδή Η Επανάσταση του Δασκαλογιάννη (εκδ. «Καράβι και Τόξο», Αθήνα 1978) σε μερική αντιπαραβολή με την έκδοση του Βασίλη Λαούρδα (Το Τραγούδι του Δασκαλογιάννη, εκδ. Μουρμέλ, Ηράκλειον Κρήτης 1947) και το μεταφέρομε στη σημερινή ορθογραφία. 
Για τις υποσημειώσεις συμβουλευτήκαμε αρκετές φορές το αναλυτικό γλωσσάρι του βιβλίου.


Το Τραγούδι του Δασκαλογιάννη ως ιστορική πηγή

  Στην πλήρως σχολιασμένη, ιστορικά και φιλολογικά, έκδοση του Βασίλη Λαούρδα (Το Τραγούδι του Δασκαλογιάννη, εκδ. Μουρμέλ, Ηράκλειον Κρήτης 1947) επισημαίνονται τρεις ανακρίβειες στα ιστορικά στοιχεία που δίδει ο μπάρμπα Μπατζελιός:
1.Οι Σφακιανοί δεν ήταν απαλλαγμένοι από φόρους, όπως αναφέρεται στο Τραγούδι. 
2.Ο Πρωτόπαπας, που ήταν θείος του Δασκαλογιάννη, συνελήφθη στα Σφακιά, σύμφωνα με τις τουρκικές αναφορές της εποχής, και όχι συνοδεύοντας το Δασκαλογιάννη, μαζί με τους άλλους, στο Ηράκλειο.
3. Η μαρτυρική δολοφονία του Δασκαλογιάννη συνέβη όχι αμέσως, αλλά μετά από έναν ολόκληρο χρόνο αιχμαλωσίας (17 Ιουνίου 1771). 

Κατά τον ίδιο το σχολιαστή, οι ανακρίβειες αυτές (παρόλο που πρέπει να κάνουν τον ιστορικό ερευνητή προσεκτικό στην αξιοποίηση του Τραγουδιού) καθόλου δε μειώνουν την αξία του ποιήματος - αντίθετα, «αναβαθμίζουν λογοτεχνικά την πραγματικότητα», εκφράζοντας καθαρότερα αυτά που όφειλε ο ποιητής να τονίσει.


Προγενέστερες εκδόσεις

  Με βάση την έκδοση του Λαούρδα αναφέρουμε τις ακόλουθες προγενέστερες εκδόσεις του Τραγουδιού του Δασκαλογιάννη:
α. από τον Εμμ. Βαρδίδη, Κρητικαί Ρίμαι, Τα Τραγούδια Δασκαλογιάννη και Αληδάκη, Αθήνα 1888,
β. από τον Παύλο Ι. Φαφουτάκη, Συλλογή ηρωϊκών κρητικών ασμάτων, Αθήνα 1889,
γ. από τον Μπορτολή, Το τραγούδι του τσελεπή Δασκαλογιάννη, 1939.
Υπάρχουν επίσης και οι «συνεπτυγμένες μορφές» του, που περιλαμβάνονται στις εκδόσεις:
α. του Legrand (Recueil de chansons populaires grecques, 1874),
β. του Αντώνη Γιανναράκη (Jeannarakis, Ασματα κρητικά μετά διστίχων και παροιμιών, Λειψία 1876).

  Λεπτομέρειες εξάλλου για τα γεγονότα της Επανάστασης του 1770 βλ., μεταξύ άλλων, και στην περισπούδαστη Ιστορία της Κρήτης από της απωτάτης αρχαιότητος μέχρι των καθ' ημάς χρόνων του Βασιλείου Ψιλάκη, εν Χανίοις 1909, τόμ. Γ', κεφ. Δ', σελ. 86-146, και στην Ιστορία της Κρήτης του Ιωάννη Μουρέλλου, Ηράκλειον 1931, τόμ. Α', σελ. 121-221. Βλ. και το συγκλονιστικό ιστορικό μυθιστόρημα του Νίκου Αγγελή Δασκαλογιάννης, α΄ έκδ. 1962, ανατύπωση 1979.


Τα παιδιά του Δασκαλογιάννη

  Στο βιβλίο του για την Επανάσταση του Δασκαλογιάννη ο Πάρις Κελαϊδής αναφέρεται στους παλαιότερους μελετητές που ασχολήθηκαν με το θέμα της τύχης της οικογένειας του αγωνιστή.
Οι μελετητές αυτοί ήταν:
α. ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Ανδρέας Ανδρεάδης, ο οποίος «εκαυχάτο ότι καταγόταν από την οικογένεια του Δασκαλογιάννη»,
β. ο γέροντας οπλαρχηγός Δημήτριος Ζουδιανός από την επαρχία Μαλεβιζίου, ο οποίος άφησε χειρόγραφα απομνημονεύματα, στα οποία ανέφερε ότι οι απόγονοι του εθνομάρτυρα δεν χάθηκαν,
γ. ο καθηγητής Φιλολογίας και μέλος της Εταιρείας Κρητικών Σπουδών Ι. Δ. Τζάρτζανος, ο οποίος δημοσίευσε σχετική μελέτη,
δ. ο γνωστός ερευνητής και συγγραφέας Στέργιος Σπανάκης, που αναφέρθηκε στο θέμα σε ομιλία του το 1971, στην επέτειο των 200 ετών από το θάνατο του ήρωα, και
ε. ο εκπαιδευτικός Αντώνιος Τρακάκης, ο οποίος ασχολήθηκε με τη ζωή της μιας θυγατέρας του ήρωα, της Μαρίας.

Με βάση το έργο τους, ο Π. Κελαϊδής αναφέρει τα εξής (σελ. 53-56):
  Τα παιδιά του Δασκαλογιάννη ήταν τέσσερα, ο Ανδρέας Βλάχος, η Μαρία, η Ανθούσα και η Ελευθερούσα. Από αυτούς:
Α. Ο Ανδρέας είχε απογόνους: το Γεώργιο Δασκαλάκη (που επονομαζόταν Τσελεπής για το μεγαλοπρεπές παράστημά του και έγινε αργότερα ο γνωστός ήρωας του 1821)
το Μανούσο (που μαζί με τον προηγούμενο ήταν πριν το 1821 καπετάνιοι σε καράβια του συγγενή τους Ανδρέα Κριαρά) και τον Ιωάννη
Τον τελευταίο θαύμασε ο Μέγας Ναπολέων για την ευθυβολία και την παλληκαριά του και τον έκαμε αρχηγό της Σωματοφυλακής που ίδρυσε από ογδόντα Σφακιανούς.
Β. Η Μαρία, που έμεινε μαζί με τον πατέρα της στη φυλακή του Μεγάλου Κάστρου (Ηρακλείου), δόθηκε ως γυναίκα στο διευθυντή Οικονομικών Υποθέσεων της Κρήτης Αμπλού Αχμέτ Πασά, ο οποίος τόσο την αγάπησε, που της επέτρεψε να διατηρήσει τη χριστιανική της πίστη. Όταν αργότερα εκείνος έγινε υπασπιστής του Σουλτάνου, εγκαταστάθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και η Μαρία έζησε ως μέλος της εκλεκτής κοινωνίας της Πόλης. Διασκεύασε μάλιστα κρυφά ένα δωμάτιο του σπιτιού τους σε χριστιανικό ναό. Μετά το θάνατο του άντρα της, γύρω στα 1820, εγκαταστάθηκε στην Τήνο, όπου έγινε μοναχή με το όνομα Πελαγία και έζησε ώς το 1823. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της έστειλε στην Κρήτη με έξοδά της το Νικόλαο Ζερβό από τα Κούντουρα Μεγαρίδος να βοηθήσει τους επαναστατημένους, και πάλι, συμπατριώτες της αυτός ήταν ο μετέπειτα ήρωας Ζερβονικόλας.
Γ. Η Ανθούσα, η δεύτερη θυγατέρα του Δασκαλογιάννη, που ήταν «όνειρο ξανθής καλλονής», είχε παντρευτεί πριν από την επανάσταση του 1770 το συνεπαρχιώτη της Γεώργιο Δασκαλάκη, επονομαζόμενο Παχύ, λόγω των τεράστιων διαστάσεών του. Είχε γραφτεί αρχικά ότι πνίγηκε σ’ ένα πηγάδι για να γλιτώσει την ατίμωση. Νεώτερα στοιχεία όμως απέδειξαν ότι μετά την Επανάσταση εξορίστηκε με το σύζυγό της από τους Τούρκους στο χωριό Δαφνές της επαρχίας Μαλεβιζίου. Γιος τους ήταν ο Ανδρέας Παχυνάκης, με τη γνωστή δράση στα 1821.
Δ. Η τρίτη κόρη του ήρωα, η Ελευθερούσα, αναγκάστηκε να παντρευτεί τον πλούσιο βαλή της Σμύρνης Γιαλί Χουσεΐν Μπέη. Κατόρθωσε όμως να κάμει χριστιανούς τους δυο γιους της, ο οποίοι αγωνίστηκαν (όπως όλα τα εγγόνια του Δασκαλογιάννη) για την απελευθέρωση του Γένους. 
Στις ελάχιστες πληροφορίες που δίδουν παλαιότεροι ιστορικοί αναφέρεται ότι η σύζυγος του Δασκαλογιάννη, η Σγουρομάλλινη, με τους αδελφούς του κατέφυγαν στα Κύθηρα
Αδέλφια του εθνομάρτυρα ήταν οι Παύλος, Νικόλαος,  Μανούσος,  Γεώργιος και Κατίνα.

Το κείμενο επαρατίθετο τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της cretan-music.gr







Όπως μας λέει ο Τούρκος ιστορικός Ναϊμά«Οι Σφακιανοί βασιζόμενοι εις το ορεινόν και δύσβατον της επαρχίας των, δεν διήγον φιλησύχως και επί εποχής των απίστων (Ενετών). Για τον λόγο αυτό -συνεχίζει ο ιστορικός- έστειλαν οι Τούρκοι τον Κετχουντά της Ρούμελης Κουτούζ Αλή Αγά, όστις κατέλαβε το φρούριον, καταδιώξας και διασκορπίσας τους απειθείς τούτους (Σφακιανούς). Ο αρχιστράτηγος προσέφερε διάφορα δώρα και επεδαψίλευσε διαφόρους φιλοφρονήσεις εις τον ρηθέντα Αλή Αγάν».

Άλλος, όμως, Τούρκος, ο γνωστός μας από την περιήγησή του, ο Εβλιά Τζελεμπή, αναφέρει ότι τα Σφακιά τα πάτησε ο ίδιος ο θρυλικός για το παράστημα και την ανδρεία του Δελή Χουσεΐν Πασάς, ο Γαζής. Μετά λίγα χρόνια, και συγκεκριμένα το 1658, ύστερα από συνομιλίες με τον Χουσεΐν Πασά, τα Σφακιά που μέχρι τότε ήταν φέουδο του ίδιου του Χουσεΐν, υπάγονται στο βακουφικό σύστημα. Και αφιερώνονται στις ιερές πόλεις Μέκκα και Μεδίνα.
Στα Σφακιά φαίνεται ότι έμεινε για λίγο καιρό Τούρκος αξιωματούχος. Αλλά κανένας δεν εγκαταστάθηκε μόνιμα. 
Τους φόρους τους, που ήταν ένα αστείο ποσό για τα εμπορευόμενα ή πειρατικά έστω, Σφακιά, πότε τους πλήρωναν και πότε όχι, οι Σφακιανοί. Πότε με διαμαρτυρίες στον ίδιο τον σουλτάνο και πότε με ζοριλίκι, κατάφερναν να γλιτώνουν.

Στα τουρκικά αρχεία του Μεγάλου Κάστρου, που μετέφρασε ο Ν. Σταυρινίδης, βρίσκουμε οργισμένα φιρμάνια των σουλτάνων, που ζητούν να λήξει αυτή η κατάσταση με τους Σφακιανούς. Να ένα γραμμένο «τη τριακοστή του μηνός Ρετζέπ, του έτους χίλια εκατόν εβδομήκοντα δύο (18-3-1759)», δέκα χρόνια πριν από τα γεγονότα που εξιστορούμε:
…παρά ταύτα, οι ραγιάδες της εν λόγω επαρχίας (Σφακίων) συνεργαζόμενοι στενώς μετά των απίστων εχθρών κουρσάρων και όντες λίαν πανούργοι και δόλιοι, βασιζόμενοι δε και εις το δύσβατον των οδών των και το απρόσιτον της Επαρχίας των και συμπεριφερόμενοι πάντοτε μετά σκαιότητος, αρνούνται… την καταβολήν των φόρων των, προβάλλοντες άρνησιν και εμμονήν και αντίστασιν, συγκεντρωθέντων ούτω εις χείρας των άνω των 40.000 γροσίων… Οσάκις δε απέστειλε (ο έφορος) ανθρώπους εις την Επαρχίαν των διά να ζητήσουν… την πληρωμήν… όχι μόνον δεν επλήρωσαν τούτους, αλλ’ ούτε απάντησιν τινά έδωσαν…
Σε παλιότερα φιρμάνια βρίσκουμε τις ίδιες κατηγορίες του σουλτάνου για τους Σφακιανούς, που «περιφέρονται ένοπλοι» και περιφρονούν τον νόμον. 
Κάπου-κάπου οι διαταγές του σουλτάνου γίνονται φιλικές προς τους Σφακιανούς και ορίζουν να μη τους ενοχλεί κανένας, να μη τους υποβάλλουν σε ταλαιπωρίες, όταν κατεβαίνουν απ’ τα βουνά τους ν’ αγοράσουν στάρι.
Τα αντιφατικά φιρμάνια
Για τα «δοσίματα» αυτά υπάρχουν αρκετά τούρκικα χαρτιά. 
Άλλα είναι οργισμένα και άλλα φιλικά.
Ο γραμματικός των Σφακιανών Σγουρομάλλης Νικολός αναγνωρίζει σύμφωνα με έγγραφο του 1767 ότι από το χρέος των Σφακιανών «δεν κατεβλήθη ούτε εν άσπρον ή όβολός τις… αλλά παραμένει ολόκληρον το ποσόν τούτο εις χρέος των ραγιάδων της επαρχίας» και υπόσχεται πληρωμή.
Λίγο πριν, σε βασιλικό «Χάττι Χουμαγιούν» της 19ης Ιουνίου 1765 με το περίφημο ιδιόγραφο «μουτζεπίνιζε αμέλ ολουνά» (ενεργήσθω συνωδά) του σουλτάνου οριζόταν ότι: «Άμα τη λήψει, ενεργούντες συμφώνως προς την επί τούτοις εκδοθείσαν διαταγήν μου… φροντίσατε να σέβεσθε την παλαιόθεν εις τα βακούφια ελευθερίαν… Να μην επιτρέψητε εις τους δραγουμάνους ή εις άλλον τινά έξωθεν να προβαίνουν εις ενεργείας αντιβαινούσας τους όρους ανεξαρτησίας αυτών».
Πού σημαίνει ότι δεν ελάμβαναν ειδικά μέτρα κατά των Σφακίων, δεν τα εξαιρούσαν από την ευνοϊκή μεταχείριση των βακουφίων, παρά την άρνηση των Σφακιανών να πληρώνουν φόρους.
Θρύλος αλλά και ιστορία έχουν μια εξήγηση για την αντίφαση: Μια γυναίκα προστάτευε τα Σφακιά μέσα στα σεράγια του Σουλτάνου εκείνο τον καιρό:
«Η εκ των εναρέτων μουσουλμανίδων Φατμά Χατούν, Χανούμ Σουλτάν, είη διαρκής η αγνότης αυτής…», γράφουν τα τεφτέρια.
Όταν τους απειλούσαν οι Τούρκοι, οι μισοί Σφακιανοί έμπαιναν στα καράβια και ανοίγονταν στο πέλαγος και οι άλλοι μισοί ανέβαιναν στα απάτητα βουνά και στα άγρια φαράγγια και δεν μπορούσε κανείς να τους πειράξει. Διαβάζουμε σε φιρμάνι της εποχής:
«Εάν δε, παρ’ ελπίδα, φθάση απεσταλμένος τις εις την επαρχίαν των, οι κατηραμένοι κάτοικοί της και οι υπόλοιποι καπεταναίοι τους διαφεύγουν…».
Στον όρμο του Λουτρού, που ήταν το «κεντρικό λιμάνι» των Σφακίων, υπήρχε πλούτος και μεγαλείο. Στην Ανώπολη της οποίας επίνειο ήταν το Λουτρό, η αρχοντιά ήταν έκδηλη. Και όχι μόνον εκείνη την εποχή. Στα χαρτιά των Ενετών αναφέρεται ένα μεγαλοπρεπές γεύμα του καπετάν Κατσούλη Πατεροζάπα στον γενικό προβλεπτή Κρήτης Γερώνυμο Καπέλο, ο οποίος επιχειρούσε επίσκεψη φιλίας στα Σφακιά το 1608. Στο τραπέζι αυτό, σύμφωνα με τα χαρτιά των Ενετών, ο Ανωπολίτης καπετάνιος άπλωσε τριακόσια αργυρά σκεύη.
Και στη χώρα Σφακίων, στον Ομπρός Γιαλό «με τσ’ εκατόν τις εκκλησιές, τα πλούσια τα σεράγια» κατοικούσαν άρχοντες «καλόσειροι» και ναύτες «παινεμένοι».
Η αντιδικία Σφακιανών με τους «Πεδινούς»
Οι Σφακιανοί είχαν μια άλλοτε σιωπηρή και άλλοτε αιματηρή αντιδικία με τους πεδινούς Κρητικούς. Ο ιστορικός των Σφακίων Γρ. Παπαδοπετράκης, φανατικός και λίαν υποκειμενικός υπέρ των συμπατριωτών του, ομιλεί περί "εχθρότητος που οφείλετο στην υπεροχή των Σφακιανών, φυλετική και ψυχολογική. Οι Σφακιανοί ήταν άνδρες ωραίοι, ευσταλείς, γενναίοι και σχετικώς ευκατάστατοι. Ακόμη και οι εγκατεστημένοι στα «κατωμέρια», με την ευφυΐα, την εργατικότητα και την ευελιξία τους, υπερείχαν των άλλων. Δημιουργούσαν περιουσίες και σχέσεις και ξεχώριζαν στις κοινωνίες που ζούσαν σε όλες τις εποχές. Έγγραφα του καιρού εκείνου ομιλούν για δολοφονίες Σφακιανών από άλλους Κρητικούς στην περιοχή του Ηρακλείου."
Επίσης αναφέρεται περιστατικό φορολογικής μορφής: Οι Τούρκοι αφαίρεσαν φορολογικά «δελτία» από τα Σφακιά και τα προσέθεσαν σε άλλες επαρχίες. 
Προφανώς διότι δεν μπορούσαν να τα εισπράξουν οι φορατζήδες.
Ο Δασκαλογιάννης πρέπει να γνώριζε ότι οι πεδινοί Κρητικοί δεν θα σηκώνονταν μαζί του.
 Ήταν άλλωστε έναν αιώνα άοπλοι και άμαθοι των όπλων, σε αντίθεση με τους δικούς του που οπλοφορούσαν από νήπια. Ακόμη: 
Στα Σφακιά υπήρχε μία ή και περισσότερες ομάδες καταδρομέων.
Η Ιστορία διασώζει μία με αρχηγό τον Μάρκο, γιο του καπετάν Γιωργάκη. Η ομάδα του Γιωργακομάρκου ρήμαζε τα υποστατικά των αγάδων, πέρα από τα Σφακιά, στα αποκορωνιώτικα και τα ρεθεμνιώτικα χωριά. Έπεφταν τη νύχτα, εξόντωναν τους αγάδες και τους ανθρώπους τους και γύριζαν στα Σφακιά φορτωμένοι με «κούρσος». Ήταν δεινοί νυχτοπολεμιστές και οδοιπόροι. Οι Τούρκοι τους αποκαλούσαν «Σεϊτάν τακιμί» και τον αρχηγό τους Δαιμονάρχη.

Οι Σφακιανοί είχαν και μόνιμη αντιδικία με τον μεγάλο γαιοκτήμονα και κτηνοτρόφο Ιμπραήμ Αληδάκι, έναν απόγονο Ενετών εξωμοτών που κρατούσε όλες τις βορινές πλευρές των Σφακιανών βουνών. Είχε στήσει μιτάτα, πάει να πει στάνες, δεκατέσσερις από τα σύνορα του Ρεθύμνου μέχρι τη Μαλάξα, το βουνό που στέκει πάνω από τη Σούδα.
Ο πύργος του, παλιό ενετικό φρούριο, κτισμένο πάνω στη μοναδική έξοδο των Σφακιών, στέγαζε δεκάδες ενόπλους, μεταξύ των οποίων και χριστιανούς. Και οι ποιμένες του είχαν συνεχείς αντιδικίες με τους Σφακιανούς.
Ο Αληδάκις ήταν ο βασικός επιτηρητής των Σφακιανών και ο πληροφοριοδότης των Τούρκων, γι’ αυτό και δεν τον χώνευαν οι άλλοι αγάδες της περιοχής και δεν αντέδρασαν όταν, λίγα χρόνια αργότερα, τον εξόντωσαν οι Σφακιανοί.






*Συλλογή πηγών αυτής της ανάρτησης: Κώστας Σπ. Ντουντουλάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια: