ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ Ο "ΜΥΡΙΟΛΗΣ" ΤΟΥ ΑΚΡΙΤΙΚΟΥ ΡΙΖΙΤΙΚΟΥ;
του Κώστα Σ. Ντουντουλάκη
Ακριτικό παμπάλαιο ριζίτικο, του 14ου αιώνα, που ακόμα τραγουδιέται από παρέες σε γλέντια ορεινών περιοχών της περιοχής Χανίων, όπου και γεννήθηκαν τα ριζίτικα, έλκοντας την καταγωγή τους από τα δωρικά εσπερινά "ανδρεία"-επικά και διδακτικά,παρακινητικά ανδρείων πράξεων άσματα ανδρών μετά τα γυμνάσια της μέρας, όπως αναφέρει ο Ν.Καβρουλάκης στο μνημειώδες βιβλίο του "Οι ρίζες των ριζίτικων τραγουδιών".
Τ' αγρίμι στέκει στο τζουγκρί κι ' οι σκύλοι στσ΄ αλυσίδες
κι ο Μυριολής* χαροκοπά σε δίπορτη ταβέρνα.
Σε δίπορτη σε τρίπορτη, σ' ασημοκουκλωμένη.
"Βάλε ταβερναρά κρασί να πιούν τα παλληκάρια,
να πιώ κι' εγώ κι' ο μαύρος μου και τα λαγωνικά μου.
Κι ά δε με φτάξουν τα βαστώ, πουλώ το χαλινάρι,
απού ΄ναι χρυσοκέντητο μ΄ ολόχρυση βελόνα.
Κι α δε με φτάξουν τα βαστώ, τη σέλα σάσε δούδω,
πάρετε και το μαύρο μου".
κι ο Μυριολής* χαροκοπά σε δίπορτη ταβέρνα.
Σε δίπορτη σε τρίπορτη, σ' ασημοκουκλωμένη.
"Βάλε ταβερναρά κρασί να πιούν τα παλληκάρια,
να πιώ κι' εγώ κι' ο μαύρος μου και τα λαγωνικά μου.
Κι ά δε με φτάξουν τα βαστώ, πουλώ το χαλινάρι,
απού ΄ναι χρυσοκέντητο μ΄ ολόχρυση βελόνα.
Κι α δε με φτάξουν τα βαστώ, τη σέλα σάσε δούδω,
πάρετε και το μαύρο μου".
*Ο Μυριολής είναι ο σε άλλα ακριτικά τραγούδια, ονομαζόμενος Μιραλής, Μιριολής, Μαυραϊλής, Εμιραλής, ο Εμίρης, ένα από τα πρωτοπαλίκαρα (εμίρης ακρίτας) των Ακριτικών Επών. Ο Εμιραλής ή Αμιραλής
πιθανά είναι ο κατά τον θρύλο πατέρας του Διγενή.
Ως γνωστό ο Ακρίτας Βασίλειος ονομάστηκε "Διγενής" γιατί ήταν από δυο γένη: Από πατέρα Άραβα εμίρη και από μητέρα Ελληνίδα.(1)
Μυριολής λοιπόν, είναι ο Μαυριαλής, του γνωστού από σχολικά μας βιβλία παρακάτω δημοτικού τραγουδιού της κεντρικής Ελλάδας:
πιθανά είναι ο κατά τον θρύλο πατέρας του Διγενή.
Ως γνωστό ο Ακρίτας Βασίλειος ονομάστηκε "Διγενής" γιατί ήταν από δυο γένη: Από πατέρα Άραβα εμίρη και από μητέρα Ελληνίδα.(1)
Μυριολής λοιπόν, είναι ο Μαυριαλής, του γνωστού από σχολικά μας βιβλία παρακάτω δημοτικού τραγουδιού της κεντρικής Ελλάδας:
Τρίτη εγεννήθη ο Διγενής και Τρίτη θα πεθάνει.
Πιάνει καλεί τους φίλους του κι όλους τους αντρειωμένους,
να ΄ρθεί ο Μηνάς κι ο *Μαυριαλής να ΄ρθεί κι ο γιος του Δράκου,
να ΄ρθεί κι οΤρεμαντάχειλος που τρέμει η γης κι ο κόσμος!
Κι επήγαν και τον ηύρανε στον κάμπο ξαπλωμένο.
Βογγάει τρέμουν τα βουνά, βογγάει, τρέμουν κάμποι!
-Σαν τι να σ΄ ηύρε Διγενή και θέλεις να πεθάνεις;
-Φίλοι καλώς ωρίσατε, φίλοι κι αγαπημένοι,
΄συχάσετε καθίσετε κι εγώ σας αφηγιέμαι:
Της Αραβίνας τα βουνά, της Σύρας τα λαγκάδια,
που κει συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν,
παρά πενήντα κι εκατό και πάλε φόβον έχουν,
εγώ μονάχος πέρασα, πεζός κι αρματωμένος,
με τετραπίθαμο σπαθί, με τρεις οργιές κοντάρι.
Βουνά και κάμπους έδειρα, βουνά και καταράχια,
νυχτιές χωρίς αστροφεγγιά, νυχτιές χωρίς φεγγάρι.
Και τόσα χρόνια πού ΄ζησα ΄δώ στον απάνω κόσμο,
κανένα δε φοβήθηκα από τους αντρειωμένους.
Τωρά ειδα ένα ξυπόλυτο και λαμπροφορεμένο,
πού ΄χει του ρύσου τα πλουμιά, της αστραπής τα μάτια.
Με κράζει να παλέψουμε σε μαρμαρένια αλώνια,
κι όποιος νικήσει από τους δυο, να παίρνει την ψυχή του”.
Πιάνει καλεί τους φίλους του κι όλους τους αντρειωμένους,
να ΄ρθεί ο Μηνάς κι ο *Μαυριαλής να ΄ρθεί κι ο γιος του Δράκου,
να ΄ρθεί κι οΤρεμαντάχειλος που τρέμει η γης κι ο κόσμος!
Κι επήγαν και τον ηύρανε στον κάμπο ξαπλωμένο.
Βογγάει τρέμουν τα βουνά, βογγάει, τρέμουν κάμποι!
-Σαν τι να σ΄ ηύρε Διγενή και θέλεις να πεθάνεις;
-Φίλοι καλώς ωρίσατε, φίλοι κι αγαπημένοι,
΄συχάσετε καθίσετε κι εγώ σας αφηγιέμαι:
Της Αραβίνας τα βουνά, της Σύρας τα λαγκάδια,
που κει συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν,
παρά πενήντα κι εκατό και πάλε φόβον έχουν,
εγώ μονάχος πέρασα, πεζός κι αρματωμένος,
με τετραπίθαμο σπαθί, με τρεις οργιές κοντάρι.
Βουνά και κάμπους έδειρα, βουνά και καταράχια,
νυχτιές χωρίς αστροφεγγιά, νυχτιές χωρίς φεγγάρι.
Και τόσα χρόνια πού ΄ζησα ΄δώ στον απάνω κόσμο,
κανένα δε φοβήθηκα από τους αντρειωμένους.
Τωρά ειδα ένα ξυπόλυτο και λαμπροφορεμένο,
πού ΄χει του ρύσου τα πλουμιά, της αστραπής τα μάτια.
Με κράζει να παλέψουμε σε μαρμαρένια αλώνια,
κι όποιος νικήσει από τους δυο, να παίρνει την ψυχή του”.
-Κι επήγαν κι επαλέψανε στα μαρμαρένια αλώνια.
Κι όθε χτυπάει ο Διγενής, το αίμα αυλάκι κάνει,
κι όθε χτυπάει ο χάροντας, το αίμα τράφο κάνει.
Κι όθε χτυπάει ο Διγενής, το αίμα αυλάκι κάνει,
κι όθε χτυπάει ο χάροντας, το αίμα τράφο κάνει.
*Λεξιλόγιο
Ο Μαυριαλής, είναι ο σε άλλα ακριτικά τραγούδια ονομαζόμενος Μιραλής, Μιριολής, Μαυραϊλής, Εμιραλής, ο Εμίρης του Ακριτικού Έπους. Πιθανά ο πατέρας του Διγενή, όπως προαναφέρθηκε.
Ο Μαυριαλής, είναι ο σε άλλα ακριτικά τραγούδια ονομαζόμενος Μιραλής, Μιριολής, Μαυραϊλής, Εμιραλής, ο Εμίρης του Ακριτικού Έπους. Πιθανά ο πατέρας του Διγενή, όπως προαναφέρθηκε.
Τρεμαντάχειλος είναι ο Πετράχηλος του τραγουδιού των γιων του Ανδρόνικου.
Αραβίνα και Σύρα=Αραβία και Συρία
έδειρα=(μεταφορικά) πέρασα επανειλημμένα.
ρύσος=ο λυγξ ή λύγκας (θηλαστικό ζώο, κυνηγός με μεγάλη οξυδέρκεια).
τράφος=τάφρος..."
Ένας σαρακηνός εμίρης (ο αμιράς της Συρίας Μουσούρ) απάγει την Ειρήνη, κόρη του Βυζαντινού στρατηγού Ανδρονίκου Δούκα, και καταδιώκεται από τους πέντε αδελφούς της. Μετά από μονομαχία με το νεότερο αδελφό, στην οποία ηττήθηκε, ο αμιράς προσηλυτίζεται στο χριστιανισμό και παντρεύεται την κόρη.
Από το γάμο τους γεννιέται ο Διγενής («Διγενής», από δύο γένη, το αραβικό και το ελληνικό), ο ήρωας του έπους.
Στα υπόλοιπα βιβλία εξιστορούνται τα καταπληκτικά κατορθώματα του Διγενή, ο οποίος από τα πρώτα χρόνια της ζωής του δείχνει υπερφυσική δύναμη.
Παντρεύεται την κόρη του Δούκα Ευδοκία και φεύγει μαζί της «εις τας άκρας» (τα σύνορα), όπου γίνεται «ακρίτης».
Σκοτώνει το δράκο που επιβουλεύεται την Ευδοκία, νικάει τριακόσιους απελάτες που προσπαθούν να την απαγάγουν, νικάει την ως τότε ανίκητη αμαζόνα Μαξιμώ και πεθαίνει στο πολυτελέστατο παλάτι που είχε χτίσει στον Ευφράτη σε ηλικία τριάντα τριών ετών.
Κώστας Σ. Ντουντουλάκης, συντ/χος δάσκαλος- πτυχ. Τμ. Πολιτικής Επιστήμης Παντείου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου