Μακεδονικό κι Αντικομμουνιστική υστερία – Μέρος 1ο
Άρθρο των Διονύση Αρβανιτάκη και Αναστάση Γκίκα*
Εισαγωγή
Είναι γεγονός πως, ιστορικά, κάθε φορά που ξέσπαγε βαθιά και παρατεταμένη καπιταλιστική οικονομική κρίση, ο αντικομμουνισμός οξυνόταν υπό το φόβο της ριζοσπαστικοποίησης των μαζών και με στόχο την ενσωμάτωσή τους.
Σήμερα, ένα δείγμα της έντασης αυτής του αντικομμουνισμού αποτελεί η αναβίωση μιας σειράς «επιχειρημάτων» κατά του ΚΚΕ που κατασκευάστηκαν την περίοδο της Κατοχής και διαδίδονται στις μέρες μας ευρέως από διάφορα αστικά, εθνικιστικά, νεοναζιστικά έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα.
«Αξιοποιούνται» δε στην πρώτη γραμμή της αντικομμουνιστικής επίθεσης κομμάτων, όπως η «Χρυσή Αυγή» κι όχι μόνο.
Πρόκειται για «ντοκουμέντα» που στη διάρκεια της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης παράχθηκαν μαζικά, προκειμένου να δυσφημιστεί ο αγώνας του ΕΑΜ και του ΚΚΕ.
Δεκάδες «συμφωνίες» έκαναν τότε την εμφάνισή τους, με τις οποίες το ΕΑΜ και το ΚΚΕ άλλοτε εμφανίζονταν να «προδίδουν» την Ελλάδα στους Αλβανούς, άλλοτε στους Βούλγαρους, άλλοτε στους Γιουγκοσλάβους, άλλοτε στους Γερμανούς κ.ο.κ.
Είναι χαρακτηριστικό πως τα κείμενα αυτά στην πλειονότητά τους «ανακαλύφθηκαν» και διοχετεύτηκαν στη δημοσιότητα από τις ίδιες τις δυνάμεις κατοχής, από οργανώσεις όπως η ΠΑΟ ή ακόμα κι από τις βρετανικές υπηρεσίες.
Με το πέρας του πολέμου συναντάμε τα εν λόγω «έγγραφα» συγκεντρωμένα στην έκδοση του Υφυπουργείου Τύπου & Πληροφοριών (1947) με τίτλο:
«Η εναντίον της Ελλάδος επιβουλή».
Αποτελούν πλέον τμήμα του οπλοστασίου της άρχουσας τάξης, από το οποίο επιστρατεύονται όλα εκείνα τα «στοιχεία» που απαιτούνται προκειμένου να στοιχειοθετηθεί ο διωγμός των αγωνιστών της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης και του ΚΚΕ.
Έτσι τα «ντοκουμέντα» αυτά ανασύρονται ξανά και ξανά για να «αποδείξουν» τα περί «ξενοκίνητου κομμουνισμού», περί «πρακτορισμού», περί «σχεδιαζόμενου διαμελισμού της Ελλάδας» χάριν των «Σλαύων» κ.ο.κ.
Οι πρώην συνεργάτες των Ναζί εμφανίζονταν πια ως τιμητές της «εθνικοφροσύνης», ισχυριζόμενοι πως:
«Ούτε ο ΕΛΑΣ ούτε οι Σέρβοι παρτιζάνοι διεξήγον αγώνα κατά του κατακτητού»
(σ.σ. η Ελλάδα κι η Γιουγκοσλαβία ήταν εντωμεταξύ οι μόνες χώρες της Ευρώπης που απελευθερώθηκαν από ίδιες δυνάμεις) και πως:
«Η μετά των Γερμανών και Βουλγάρων συνεργασία των κομμουνιστών ήταν πλέον απροκάλυπτος!»[1]
Κατόπιν τα «ντοκουμέντα» αυτά αναπαράχθηκαν σε εκδόσεις της Χούντας («Δεκέμβριος 1944 – Δεκέμβριος 1967»), στα «έργα» του «διαφωτιστή» της δικτατορίας και υφυπουργού παρά τω Πρωθυπουργώ Γ. Γεωργαλά («Η Προπαγάνδα»), του καθηγητή στις Σχολές των Σωμάτων Ασφαλείας και του Αρχηγείου Στρατού (επί Χούντας) κι ιδιαιτέρου του Ι. Λαδά Κ. Πλεύρη («Ο λαός ξεχνά τι σημαίνει Αριστερά») κ.ά.
Πλέον αποτελούν «πρώτη ύλη» στην αντικομμουνιστική προπαγάνδα των σύγχρονων «Ταγμάτων Εφόδου» του συστήματος, παρουσιαζόμενα ως:
«Στοιχεία που ανατρέπουν αυτά που γνωρίζαμε μέχρι σήμερα ή πιο σωστά ρίχνουν φως (!) στο σκοτάδι στο οποίο προσπαθούν να μας εγκλωβίσουν οι Προπαγανδιστές του Κομμουνισμού […]
Αποκαλούν “φασίστα” και προδότη τον Μεταξά που είπε ΟΧΙ ενώ αυτοί έκαναν συμφωνίες με τους Γερμανοϊταλούς […]
Για την Ελλάδα πολέμησαν οι Ελληνες εθνικιστές […] Οι Αριστεροί κατά τον Β΄ παγκόσμιο δεν πολέμησαν υπέρ της Ελλάδος (εφόσον δεν πιστεύουν σε σημαίες, πατρίδες, θρησκείες, σύνορα, κτλ), πολέμησαν υπέρ του Κομμουνισμού. Αυτό συνεπάγεται και μαθηματικά (λόγω ιδεολογίας) αλλά κι αποδεικνύεται και μέσω των παραπάνω εγγράφων».[2]
Στο παρόν άρθρο θα εξετάσουμε έξι από τα «επίμαχα» αυτά «ντοκουμέντα», που είναι και τα πλέον «δημοφιλή» στις ανάλογες αναφορές.
- Πρόκειται για το «Σύμφωνο του Πετριτσίου»,
- τη «Συμφωνία ΕΑΜ – ΣΝΟΦ»,
- το «Στρατιωτικό Σύμφωνο Γερμανών – ΕΛΑΣ»,
- τις «Συμφωνίες» του Γ. Σιάντου με τους Γερμανούς
- και το «Σύμφωνο του Μελισσοχωρίου».
Παρότι, όπως παρατήρησε ο ιστορικός H. Fleischer:
«Οι περισσότερες από τις πλαστογραφίες αυτές είχαν κατασκευασθεί μάλλον αδέξια»,[3]
ωστόσο πολλές από αυτές περιλαμβάνονται και στην έκδοση του Γενικού Επιτελείου Στρατού «Αρχεία Εθνικής Αντίστασης 1941-1944», προσδίδοντάς τους μια κάποια «σοβαρότητα» και «επισημότητα».
Στο ίδιο έργο βέβαια παρατίθενται ως «ιστορικά ντοκουμέντα» ακόμα και καταθέσεις ταγματασφαλιτών, στις οποίες φέρονταν να πολεμούν στα βουνά της Λακωνίας τον ίδιο τον Γ. Δημητρώφ (ΓΓ της Κομμουνιστικής Διεθνούς), ο οποίος δήθεν μαχόταν μαζί με τον ΕΛΑΣ εναντίον των «αληθινών πατριωτών»![4]
Επομένως, το τι μπορεί από εκεί μέσα να χαρακτηριστεί ως αξιόπιστο και τι όχι είναι ένα μεγάλο ζήτημα.
Οι λεγόμενες «Εθνικιστικές Οργανώσεις» της Κατοχής
Στη διάρκεια της Κατοχής εμφανίστηκαν κι έδρασαν μια σειρά «εθνικιστικές οργανώσεις», όπως η «Χ», ο ΕΔΕΣ Αθήνας, η Εθνική Δράση, η Τρίαινα, η ΠΑΟ (Πανελλήνια Απελευθερωτική Οργάνωση), η ΡΑΝ (Ρωμυλία – Αυλών – Νήσοι) κ.ά.
Ορισμένες από αυτές «μοίρασαν» τη δράση τους, άλλοτε κάνοντας «αντίσταση» στον κατακτητή κι άλλοτε μαχόμενοι κατά του ΕΑΜ. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία βέβαια επικέντρωσαν τις ενέργειές τους στο δεύτερο.
Οι εν λόγω οργανώσεις διατηρούσαν δίαυλους επικοινωνίας και συνεργασίας, τόσο με τις δυνάμεις κατοχής και τις δοσιλογικές κυβερνήσεις, όσο και με το Βρετανικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής και την κυβέρνηση του Καΐρου.
Η σύγκρουση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ με αυτές υπήρξε καταλυτική στη διαμόρφωση του συσχετισμού δυνάμεων εντός της Ελλάδας προς τα τέλη της κατοχικής περιόδου.
Με τη λήξη δε του πολέμου οι αστικές κυβερνήσεις δε δίστασαν να τις «αναγνωρίσουν» ως «αντιστασιακές», ενώ πολλοί από τους πρωταγωνιστές τους τιμήθηκαν ή έκαναν καριέρα στον κρατικό (και παρακρατικό) μηχανισμό.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των Ταγμάτων Ασφαλείας. Στις περιβόητες «δίκες των δοσίλογων» η συντριπτική τους πλειοψηφία «βγήκε λάδι».
Όταν ο αρχηγός του κόμματος των Φιλελευθέρων Θ. Σοφούλης (ο οποίος μάλιστα είχε προσέλθει ως μάρτυρας κατηγορίας) ρωτήθηκε «διατί συνεκροτήθησαν τα Τάγματα Ασφαλείας», εκείνος απάντησε:
«Είναι γνωστός ο σκοπός. Έγιναν δια να κτυπήσουν τα δήθεν τάγματα αντιστάσεως του ΕΑΜ. Διά της ιδρύσεώς των η κυβέρνησις (σ.σ. η κατοχική κυβέρνηση Ράλλη) ηθέλησε να εξασφαλίσει την δημοσίαν τάξιν.
Αυτή ήτο η αρχική σκέψις. Εξετράπησαν όμως εις ασχήμιας, εξορμήσεις προς συνοικισμούς κλπ. Ο σκοπός των όμως είναι ο εκτεθείς. Περί τούτου δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία».[5]
Είχε βεβαίως προηγηθεί η ευρεία χρήση ανδρών των Ταγμάτων Ασφαλείας στις μάχες του Δεκέμβρη του 1944 (καθ’ υπόδειξη και με τις ευλογίες των Βρετανών).[6]
Στη συνέχεια, ακόμα και γνωστοί εγκληματίες ταγματασφαλίτες (όπως ο Ι. Πλυντζανόπουλος κι οι συνεργάτες του, που μετείχαν ενεργά στη δολοφονία δεκάδων πατριωτών στο μπλόκο της Κοκκινιάς) απαλλάχθηκαν από κάθε κατηγορία.
Άλλοι, όπως ο διοικητής των Τ.Α. Καλαμάτας Δ. Παπαδόπουλος, ο διοικητής των Τ.Α. Σπάρτης Κ. Κωστόπουλος, ο διοικητής των Τ.Α. Γυθείου Π. Δεμέστιχας, ο διοικητής των Τ.Α. Ναυπλίου Δ. Μουστακόπουλος, ο υποδιοικητής των Τ.Α. Χαλκίδας και τόσοι άλλοι, θα συνεχίσουν να κάνουν «λαμπρές» καριέρες στον ελληνικό στρατό.[7]
Επομένως, μάλλον δεν πρέπει να μας προκαλεί έκπληξη ο χαρακτηρισμός «εθνικοί αγωνιστές» που απέδωσε στους ταγματασφαλίτες ο ΓΓ της «Χρυσής Αυγής» Ν. Μιχαλολιάκος ή η απόδοση τιμών στα Τάγματα Ασφαλείας από τη «Χρυσή Αυγή» στο «μνημόσυνο» που τέλεσε στο Μελιγαλά στις 16 Σεπτέμβρη 2012.
Εκεί, όπου υπό το σύνθημα «Τιμή στους Χίτες και τους Ταγματασφαλίτες» η εν λόγω οργάνωση «δεσμεύτηκε» να αναγορεύσει την «επέτειο» σε «εθνική εορτή».
Μεταξύ άλλων, η επίκληση της ιστορίας των λεγόμενων «εθνικιστικών οργανώσεων» της Κατοχής έχει και την έννοια της δημιουργίας ενός ιστορικού προηγούμενου, μιας «παράδοσης» και μιας συνέχειας για τις σύγχρονες ακροδεξιές – φασιστικές οργανώσεις, όπως η «Χρυσή Αυγή».
Η Πανελλήνιος Απελευθερωτική Οργάνωσις (ΠΑΟ)
Μια ειδική αναφορά στην ΠΑΟ είναι απαραίτητη, μιας κι η εν λόγω οργάνωση φέρεται (κατά τα λεγόμενα της ίδιας τουλάχιστον) ως υπεύθυνη για την «ανακάλυψη» και δημοσιοποίηση των τριών εκ των έξι «ντοκουμέντων» που εξετάζουμε.[8]
Η ΠΑΟ υπήρξε μετεξέλιξη της ΥΒΕ («Υπερασπισταί Βορείου Ελλάδος»), μιας οργάνωσης που συγκροτήθηκε το καλοκαίρι του 1941 από αξιωματικούς του στρατού και που τελούσε αρχικά:
«υπό τας διαταγάς της Κυβερνήσεως του Καΐρου».[9]
Οντας οργάνωση βαθύτατα αντικομμουνιστική, δεν άργησε να έρθει σε σύγκρουση με το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Απόρρητη Εκθεση των Βρετανών αναφέρει πως:
«Οι τριβές (με τον ΕΛΑΣ) ξανάρχισαν τον Σεπτέμβριο (του 1943), όταν πρώτα στην περιοχή της Κοζάνης ομάδες της ΠΑΟ άρχισαν να συνεργάζονται με τους Γερμανούς, κι όταν ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος τον Οκτώβριο.
Ο ΕΛΑΣ έκανε επίθεση με όλες του τις δυνάμεις εναντίον της ΠΑΟ, πράγμα που κατέληξε στην ουσιαστική εξαφάνιση της τελευταίας ως το τέλος του χρόνου.
Από τότε μερικές ομάδες της ΠΑΟ έχουν αναβιώσει με γερμανικά όπλα και γερμανική στήριξη και τα μέλη της κάνουν στην Μακεδονία και στον Εβρο τις ίδιες δουλειές που κάνουν αλλού τα Τάγματα Ασφαλείας.
Οι σχετικές ενδείξεις οδηγούν αναμφισβήτητα στο συμπέρασμα ότι ορισμένες πρώην μονάδες της ΠΑΟ τώρα συνεργάζονται ολόψυχα με τους Γερμανούς σε επιχειρήσεις κατά του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και έχουν επίσης χρησιμοποιηθεί από τους Γερμανούς ως στρατός φρουράς».[10]
Μια άλλη ξεχωριστή ομάδα της ΠΑΟ διατηρούσε «στενές σχέσεις με εθνικιστικές οργανώσεις στην Αθήνα».
Αιτιολογώντας τη στήριξη της ΠΑΟ από τις δυνάμεις Κατοχής, η ίδια έκθεση εξηγούσε:
«Στρατιωτικώς, το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπισαν οι Γερμανοί το 1943 ήταν ο ΕΛΑΣ. Ηταν προφανώς ασήμαντο γι’ αυτούς ποιος έκανε αντίσταση στον ΕΛΑΣ κι ήταν κατά συνέπεια πρόθυμοι να υποστηρίξουν μια οργάνωση σαν την ΠΑΟ».[11]
«Βεβαίως θα ηδύναντο να αντιταχθή», έγραφε η ΠΑΟ στον Πρόεδρο της Κυβέρνησης του Καΐρου (15 Μάη 1944) σε μια προσπάθεια να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα:
«Ότι όφειλον ούτοι αντί να δεχθούν πυρομαχικά από τον εχθρόν, να επιστρέψουν στα χωριά των αποστρατευόμενοι. Τούτο δύναται να υποστηριχθή μόνον από τον μη έχοντα σαφή γνώσιν της διαμορφωθείσης εν Βορείω Ελλάδι καταστάσεως».
Διαβεβαίωνε δε πως:
«Η ΠΑΟ παρέμεινεν αρραγής και συνεχίζει το εθνικόν της έργον μετά της αυτής θέρμης και επιμονής ως και πρότερον, αποτελούσα την μόνην εθνικήν οργάνωσιν της Βορ. Ελλάδος».
Τέλος, εξέφρασε την επιθυμία όπως:
«Το Συμμαχικόν Στρατηγείον Μέσης Ανατολής και η Κυβέρνησίς μας χρησιμοποιήση την σοβαράν ταύτην δύναμιν προς όφελος του διεξαγόμενου αγώνος και επ’ αγαθώ της Ελληνικής Πατρίδος».[12]
Οι ίδιοι οι Βρετανοί, παρότι συγκατέλεγαν την ΠΑΟ μεταξύ των δοσιλογικών οργανώσεων, είχαν προτείνει ακόμα και την ένταξή της στο Κοινό Γενικό Στρατηγείο της ελληνικής αντίστασης.
Καθ’ όλη την περίοδο του 1943-44 η ΠΑΟ συνέχιζε να έχει επαφές με το Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής και την Ελληνική Κυβέρνηση του Καΐρου, προμηθεύοντάς τους με τις «αποδείξεις» της «προδοσίας» του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.[13]
Συνεχίζεται με το 2ο Μέρος
Σημειώσεις:
[1]. Χ. Νάλτσα: «Το Μακεδονικόν ζήτημα και η σοβιετική πολιτική», εκδ. «Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών», 1954, σελ. 279, 282, 359, 363.
[2]. Άρθρο με τίτλο «Σύμφωνα ΕΑΜ-ΕΛΑΣ με Γερμανούς!», στην ιστοσελίδα της «Χρυσής Αυγής», Τ.Ο. Ά.Λιοσίων – Αχαρνών – Καματερού.
[3]. H. Fleischer: «Επαφές μεταξύ των Γερμανικών Αρχών Κατοχής και των κυριότερων οργανώσεων της Ελληνικής Αντίστασης», στο «Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950», εκδ. «Θεμέλιο», 1984, σελ. 113.
[4]. Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Αρχεία Εθνικής Αντίστασης (1941-44), τ.8, Αθήνα, 1998, σελ. 252.
[5]. Ν. Καρκάνη: «Οι δοσίλογοι της κατοχής: Δίκες-παρωδία, ντοκουμέντα, αποκαλύψεις, μαρτυρίες», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1981, σελ. 74.
[6]. Γεγονός που παραδέχτηκε ο ίδιος ο Λέοντας Σπαής (υφυπουργός των στρατιωτικών) σε άρθρο του στο περιοδικό Πολιτικά Θέματα το Δεκέμβρη του 1976. Σε αυτό αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθούν κατά του ΕΑΜ τα Τάγματα Ασφαλείας. Η εισήγηση ήταν των Άγγλων και η απόφαση δική μου […]
Συνολικά υπήρχαν 27.000 άνδρες των Ταγμάτων. Χρησιμοποιήσαμε 12.000, τους λιγότερο εκτεθειμένους και οπωσδήποτε κανένα από τα σημαίνοντα στελέχη.
Τους ντύσαμε και τους εξοπλίσαμε – αφού τους πήραμε από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, κυρίως στο Γουδί – στο κτίριο των παλαιών Ανακτόρων, τη σημερινή Βουλή. Εκεί στα υπόγεια υπήρχαν αποθήκες ιματισμού και οπλισμού […]
Δεν είναι αλήθεια ότι δε χρησιμοποιήθηκαν Τάγματα Ασφαλείας στα Δεκεμβριανά, όπως τότε και αργότερα ισχυρίζονταν Άγγλοι και Έλληνες. Χρησιμοποιήθηκαν οι μισοί περίπου, από όσους είχαν συλληφθεί και αυτή είναι η αλήθεια, που την αποκαλύπτω σήμερα».
[7]. Τ. Κωστόπουλου: «Η αυτολογοκριμένη μνήμη: τα Τάγματα Ασφαλείας και η μεταπολεμική εθνικοφροσύνη», εκδ. «Φιλίστωρ», 2005, σελ. 73-74, 78.
[8]. Πρόκειται για τα «Σύμφωνα» του Πετριτσίου, του Μελισσοχωρίου και το «Στρατιωτικό Σύμφωνο Γερμανών-ΕΛΑΣ».
[9]. Εκτελεστική Επιτροπή της ΠΑΟ προς την Α.Ε. τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως της Ελευθέρας Ελλάδος, Κάιρον, 15.5.1944, στο Π. Παπαθανασίου:
«Για τον Ελληνικό Βορρά. Μακεδονία 1941-1944. Αντίσταση και Τραγωδία. Το ανέκδοτο αρχείο-ημερολόγιο του Ταγματάρχη Γιάννη Παπαθανασίου», τ.2, εκδ. «Παπαζήση», 1988, σελ. 805-806.
[10]. Έγγραφο PIC/263/21, 18.7.1944, στο Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Αρχεία Εθνικής Αντίστασης (1941-44), τ.8, Αθήνα, 1998, σελ. 126.
[11]. Ίδια πηγή σελ. 95.
[12]. Εκτελεστική Επιτροπή της ΠΑΟ προς την Α.Ε. τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως της Ελευθέρας Ελλάδος, Κάιρον, 15.5.1944, στο Π. Παπαθανασίου: «Για τον Ελληνικό Βορρά. Μακεδονία 1941-44. Αντίσταση και Τραγωδία. Το ανέκδοτο αρχείο-ημερολόγιο του Ταγματάρχη Γιάννη Παπαθανασίου», τ.2, εκδ. «Παπαζήση», 1988, σελ. 808-810.
[13]. Βλ. Τσουδερός προς Λήπερ, 24.9.1943 και 29.9.1943, Αρχείο Τσουδερού, στο Η. Richter: «1936-1946: δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα», τ. Β΄, εκδ. «Εξάντας», 1975, σελ. 20, Χ. Νάλτσα: «Το Μακεδονικόν ζήτημα και η σοβιετική πολιτική», εκδ. «Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών», 1954, σελ. 279, 282, 291.
[*]. Ο Διονύσης Αρβανιτάκης είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και του Τμήματος Ιστορίας. Ο Αναστάσης Γκίκας είναι συνεργάτης του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ.
Πηγή: ΚΟΜΕΠ, Τεύχος 1-2013
Μακεδονικό κι Αντικομμουνιστική υστερία – Μέρος 2ο
Το «Σύμφωνο» του Πετριτσίου
Το περιβόητο πια «Σύμφωνο» του Πετριτσίου, η πλέον αναπαραγόμενη και ταυτόχρονα γνωστή πλαστογραφία του είδους της, υποτίθεται ότι συνάφθηκε στις 12 Ιούλη 1943 μεταξύ του Γ. Ιωαννίδη (ΚΚΕ) και του Δ. Δασκάλωφ (ΚΚ Βουλγαρίας).
«Προέβλεπε» τη δημιουργία Βαλκανικής Ενωσης Σοβιετικών Δημοκρατιών, στην οποία η Μακεδονία θα εντασσόταν ως Αυτόνομη Σοβιετική Δημοκρατία.
Σύμφωνα με τον Χ. Νάλτσα, αρχηγό του πολιτικού κλάδου της ΠΑΟ:
«Αντίγραφον ταύτης επρομηθεύθη ολίγον μετά την υπογραφήν της η σχετική υπηρεσία της Πανελληνίου Απελευθερωτικής Οργανώσεως (ΠΑΟ) εν Θεσσαλονίκη και υπέβαλεν εις την εν Καΐρω Ελληνικήν κυβέρνησιν και το Συμμαχικόν στρατηγείον της Μέσης Ανατολής […]
Το σύμφωνον τούτο εδημοσιεύθη και από το όργανον του χιτλερικού κόμματος Volkischer Beobachter και δεν ημφεσβητήθη ποσώς κατά την εποχήν εκείνην από το ΚΚΕ».[1]
Καθώς αναφέρει ο H. Richter, εκτός από τους Ναζί και τους συνεργάτες τους (που αξιοποίησαν το όλο θέμα στο έπακρο προκειμένου να «υποσκάψουν την επιρροή του ΚΚΕ και να το στιγματίσουν ως αντεθνικό»),
το «Σύμφωνο» εκμεταλλεύτηκαν προπαγανδιστικά τόσο οι Βρετανοί (διοχετεύοντάς το στις εφημερίδες, π.χ. στην «Daily Herald»), όσο κι ο ΕΔΕΣ δημοσιεύοντάς το στην εφημερίδα του, τη «Νέα Ελλάδα».[2]
Καταρχάς είναι ψέμα ότι το ΚΚΕ δεν διέψευσε τότε το εν λόγω «Σύμφωνο».
Στις 20 Μάη 1944 ο «Ριζοσπάστης» έγραφε:
«Ο Γκαίμπελς διαδίδει με τα φερέφωνά του ότι ο Γιάννης Ιωαννίδης και ο Βούλγαρος Δουσάν Δασκάλωφ υπογράψανε συμφωνία για την ίδρυση μιας «Σοβιετικής Eνωσης Βαλκανικών Δημοκρατιών» και ότι οι Έλληνες κομμουνιστές «ξεπουλήσανε την Ελλάδα στην Βουλγαρία».
Πληροφορούμε τον κύριο Γκαίμπελς ότι άργησε πολύ να θυμηθεί το προβοκατόρικο αυτό έγγραφο που σκαρώθηκε πριν από πέντε μήνες και δημοσιεύτηκε απ’ τους έλληνες φασίστες της «Εθνικής Δράσης».
Ο Ελληνικός λαός γνωρίζει ότι οι Γερμανοί μαζί με τα τσιράκια τους Ράλληδες, Γούληδες, Ταβουλάριδες και Πάγκαλους, φέρανε τους κομιτατζήδες στη Φλώρινα και τη Νάουσα και ξεπουλήσανε τη Μακεδονία στους Βούλγαρους.
Μόνο οι κομμουνιστές και το ΕΑΜ πολεμάνε με το όπλο στο χέρι ενάντια στους Βούλγαρους καταχτητές, για να απελευθερώσουνε την ελληνική Μακεδονία και Θράκη απ’ τους Γερμανούς και τους Βούλγαρους».
Όσον αφορά δε τους «πρωταγωνιστές» της υπογραφής του «Συμφώνου», ο μεν Δασκάλωφ ήταν ανύπαρκτο πρόσωπο, ο δε Ιωαννίδης την «επίμαχη» μέρα βρισκόταν στην Αθήνα.
Όπως αναφέρει ο ίδιος:
«Εκείνη την ημέρα, το απόγευμα, εγώ είχα ανταμώσει με τον Σβώλο και είχαμε συνεργασία. Καθορίσαμε τη συνάντηση και για την άλλη μέρα. Το πρωί εκείνης της μέρας βγήκαν οι εφημερίδες με πηχυαίους τίτλους για το σύμφωνο Ιωαννίδη – Δασκάλωφ.
Μα και μέχρι σήμερα δεν μπόρεσα να μάθω τι διάολο ήταν αυτό το όνομα. Υπάρχει, δεν υπάρχει; Είναι πραγματικό όνομα ή δεν είναι;»[3]
Το εν λόγω «Σύμφωνο» έχει ήδη απορριφθεί ως πλαστό κι εργαλείο αντικομμουνιστικής προπαγάνδας από πολλούς μη-κομμουνιστές ιστορικούς, όπως οι H. Richter και H. Fleischer – ακόμα και ο Ε. Κωφός (σε αγγλόφωνη μελέτη του 1964) το χαρακτήρισε «αμφιβόλου αυθεντικότητας».[4]
Ωστόσο αυτό δεν εμπόδισε τον τέως ευρωβουλευτή της ΝΔ Γ. Μαρίνο να το επικαλεστεί σε άρθρο του στην εφημερίδα «Το Βήμα», στις 20 Δεκέμβρη 1992.
Τελικά αναγκάστηκε να παραδεχτεί δημόσια ότι το έγγραφο ήταν όντως πλαστό (εφημερίδα «Το Βήμα», 10 Γενάρη 1993).
Το «Σύμφωνο» του Πετριτσίου ανέσυρε ξανά από το βούρκο της Ιστορίας ο Α. Ντινόπουλος (βουλευτής της ΝΔ, υποψήφιος τότε υπερνομάρχης) σε παρουσία του στον τηλεοπτικό σταθμό ALTER, την 1η Απρίλη 2008, προκειμένου να «αποδείξει» την «προδοτική στάση του ΚΚΕ»![5]
Το Στρατιωτικό «Σύμφωνο» Γερμανών – ΕΛΑΣ
Το «Σύμφωνο» αυτό (που επίσης «ανακάλυψε» η ΠΑΟ) φέρεται να «συνάφθηκε» την 1 Σεπτέμβρη 1944 στο Λειβάδι Χαλκιδικής μεταξύ του Καπετάν Κίτσου (συνταγματάρχη του ΕΛΑΣ) και του ταγματάρχη Εριχ Φένσκε (Διοικητή της μονάδας 31756 κι εκπρόσωπο των ενόπλων γερμανικών δυνάμεων της στρατιάς Αιγαίου).
«Προέβλεπε» την ανενόχλητη υποχώρηση του Γερμανικού Στρατού από τη Μακεδονία, με αντάλλαγμα την παραχώρηση στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ της Θεσσαλονίκης, καθώς και βαρέως οπλισμού, πολεμικού υλικού κλπ.
Η «συμφωνία» περί «μη-επιθέσεως μεταξύ του ΕΛΑΣ και των γερμανικών στρατευμάτων» καταδείκνυε κατά τον Χ. Νάλτσα το «γεγονός» ότι ο ΕΛΑΣ δεν «διεξήγε αγώνα κατά του κατακτητού».
Επετεύχθη δε – σύμφωνα πάντα με τον ίδιο – έπειτα από «μυστικήν επικοινωνίαν» των σοβιετικών και του ΕΑΜ Θεσσαλονίκης με το 2ο Γραφείο του Γενικού Στρατηγείου του Γερμανικού Στρατού στην πόλη.[6]
Έλα όμως που μας πληροφορεί ο H. Richter ότι:
«Όπως εξάγεται από τους γερμανικούς καταλόγους των αξιωματικών δεν υπήρχε στη Βέρμαχτ κανένας ταγματάρχης μ’ αυτό το όνομα (Εριχ Φένσκε), ενώ ακόμα κι η μονάδα με τον αριθμό 31756 είναι ανύπαρκτη και γέννημα φαντασίας […]
Τι προπαγανδιστική αξία έχει ακόμα και σήμερα (το 1975) αυτό το έγγραφο φάνηκε καθαρά το Δεκέμβριο του 1968. Η Χούντα της 21.4.67 κυκλοφόρησε ένα λεύκωμα με τίτλο «Δεκέμβριος 1944 – Δεκέμβριος 1967», στο οποίο περιλαμβάνεται και ένα “φωτοαντίγραφο” αυτού του ντοκουμέντου».[7]
Η επιπόλαια κατασκευή του εν λόγω εγγράφου βεβαίως αποτελεί το ένα μόνο σκέλος στην ιστορική παραχάραξη που επιχειρείται εδώ.
Το άλλο έχει να κάνει με τις διεργασίες που πράγματι έλαβαν χώρα λίγο πριν το τέλος του πολέμου, την αντιπαράθεση σοσιαλισμού και καπιταλισμού που ερχόταν στο προσκήνιο.
Όσον αφορά αυτό το κομμάτι λοιπόν, η αλήθεια είναι πως οι Ναζί δεν είχαν καμιά πρόθεση να παραδώσουν εδάφη, οπλισμό ή οτιδήποτε άλλο στους κομμουνιστές.
Αλλού είχαν στρέψει το ενδιαφέρον και τις ελπίδες τους, γεγονός που καταδεικνύεται από πληθώρα ντοκουμέντων:
- Στην αναφορά του στρατάρχη Μαξιμίλιαν φον Βάικς στον Αρχηγό του Ηγετικού Επιτελείου της Βέρμαχτ Αλφρεντ Γιοντλ (2 Σεπτέμβρη 1944) τονιζόταν μεταξύ άλλων πως:
«Είναι ζωτικό αγγλικό συμφέρον να πάρει στα χέρια της (σ.σ. η Αγγλία) τις κατεχόμενες τώρα από τη Γερμανία θέσεις-κλειδιά της Ελλάδας, χωρίς να δημιουργηθεί χρονικό κενό που θα έδινε στις κομμουνιστικές συμμορίες τη δυνατότητα ανατροπής της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων και της κατοχής πριν τους Άγγλους.
Η αναγκαιότητα σε περίπτωση γερμανικής εκκένωσης, να πάρει σταθερά στα χέρια του την Ελλάδα πριν από τους Έλληνες κομμουνιστές ή και πριν από τους Ρώσους, είναι το κίνητρο για το Συμμαχικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής στο Κάιρο.
Αυτό εξηγεί την αναγγελθείσα προσφορά του συνταγματάρχη «Τομ» στον Ζέρβα και τις βολιδοσκοπήσεις μέσω των ελληνικών καναλιών στην Αθήνα με στόχο να επιτευχθεί μαζί μας μια βραχυπρόθεσμη προθεσμία για την εκκένωση «χέρι με χέρι»…»[8]
- Σε τηλεγράφημα του Κουρτ – Φριτς φον Γκρέβενιτς προς τον Χέρμαν Νοϊμπάχερ στις 3 Σεπτέμβρη 1944 αναφερόταν πως:
«Η Ομάδα Στρατιών Ε, Θεσσαλονίκη, δίνει ακριβώς τώρα οδηγίες στον Τύπο ότι πρέπει να σταματήσει κάθε δημοσιογραφική πολεμική κατά του Ζέρβα. Πρωταρχικός στόχος είναι (κατά την άποψη της Ομάδας Ε) η σύμπραξη όλων των εθνικών δυνάμεων κατά του κομμουνισμού».
- Ο ίδιος στις 10 Σεπτέμβρη ενημέρωνε σχετικά με την αποχώρηση του γερμανικού στρατού από την Κρήτη:
«Οι Άγγλοι αφήνουν συνειδητά άθικτους τους ανθρώπους μας, παίρνοντας υπόψη μια επερχόμενη, που είναι και προς το αγγλικό συμφέρον, χρησιμοποίηση κατά των μπολσεβίκων».[9]
Στα Απομνημονεύματά του ο Υπουργός Εξοπλισμών και στενός συνεργάτης του Χίτλερ Άλμπερτ Σπέερ μιλά ανοικτά για συμφωνία μεταξύ των Γερμανών και των Βρετανών:
«Παρά τον απόλυτο έλεγχο των Βρετανών στη θάλασσα, επετράπη στις γερμανικές μονάδες να επιβιβαστούν και να ταξιδέψουν ανενόχλητες προς την ενδοχώρα […] Σε αντάλλαγμα η Γερμανική πλευρά συμφώνησε να χρησιμοποιήσει αυτά τα στρατεύματα για να κρατήσει την Θεσσαλονίκη έως ότου θα ήταν δυνατό να καταληφθεί από τις Βρετανικές δυνάμεις».[10]
Οι «Συμφωνίες» του Γ. Σιάντου με τους Γερμανούς
Τα «ντοκουμέντα» που προσκομίζονται εδώ αφορούν:
α) Ένα «κείμενο» του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ (το υπογράφει ο Γραμματέας Γ. Σιάντος) όπου αναφέρεται σε «συμφωνία» με τη Γερμανική Διοίκηση για παύση των εχθροπραξιών και διευκόλυνση της αποχώρησης του γερμανικού στρατού από την Ελλάδα.
β) Μια «συμφωνία» του ίδιου με τον Γερμανό Πρέσβη Γ. Αλτενμπουργκ, η οποία «προέβλεπε» την ειρηνική μεταβίβαση της εξουσίας από τις δυνάμεις κατοχής στο ΕΑΜ.
Στο πρώτο ο Γ. Σιάντος φέρεται να ενημερώνει το Γραμματέα μιας «Επιτροπής Πόλης» (ποιας δε λέει) πως:
«Ύστερα από διαπραγματεύσεις με τη Γερμανική Διοίκηση καταλήξαμε μαζί της σε συμφωνίες, […] κάθε «σαμποτάζ» ή οποιαδήποτε άλλη ενέργειά μας ενάντια οπλιτών ή βαθμοφόρων του στρατού κατοχής θα γίνεται ύστερα από σχετικάς υποδείξεις του αρχηγού της Γκεστάπο. Δώστε επομένως εντολή στις Αχτίδες να πάψουν στο εξής οι ξεκάρφωτες ενέργειες […]
Ακόμα ανέλαβαν την υποχρέωση να μας ειδοποιούν για τα μπλόκα και τις συλλήψεις ώστε κανείς να μην υπάρχει κίνδυνος για τα μέλη της οργάνωσής μας. Παράλληλη υποχρέωση αναλάβαμε και μεις για την περίπτωση αναχώρησής τους από την Ελλάδα. Κανείς δεν πρέπει να ενοχληθεί. Αθήνα, 13/8/44. Γ. Σιάντος».[11]
Χώρια του γελοίου του πράγματος (οι επιθέσεις κατά των Γερμανών να γίνονται με τη σύμφωνη γνώμη και καθ’ υπόδειξη των ιδίων!) και μόνο το σημείο που αναφέρεται στα περί «ειδοποιήσεως για τα μπλόκα» είναι αρκετό ώστε να αποκαλυφθεί το κατά πόσο πράγματι υπήρξε ή όχι μια τέτοια συμφωνία.
Κάτι τέτοιο διαψεύδεται από την ίδια την Ιστορία:
Τα μπλόκα στην Κοκκινιά στις 17 Αυγούστου και 29 Σεπτέμβρη, το μπλόκο στην Καλλιθέα στο μεσοδιάστημα, αποτελούν αδιάψευστους μάρτυρες της πλαστογραφίας.
Στην αναφορά του στις 25 Αυγούστου ο Φον Γκρέβενιτς προς τον Χ. Νοϊμπάχερ, έγραφε:
«Από τα μπλόκα που έγιναν τον τελευταίο καιρό στις κομμουνιστικές συνοικίες ιδιαίτερα αιματηρό ήταν το μπλόκο της συνοικίας Νέας Κοκκινιάς:
Δίπλα στις 3.000 συλλήψεις, πάνω από 100 κομμουνιστές νεκροί, από τους οποίους τα δύο τρίτα στη μάχη κι ένα τρίτο (εκτελέστηκαν) σαν εξιλέωση για τραυματία μοίραρχο.
Σε διαμαρτυρία κατά της αστυνομικής ενέργειας και της στρατολογίας για αναγκαστική εργασία οι κομμουνιστές κάλεσαν για σήμερα σε γενική απεργία».[12]
Κατά τα άλλα ΚΚΕ – ΕΑΜ και Γερμανοί τα «είχανε συμφωνήσει».
Όσον αφορά τις «τεχνικές λεπτομέρειες» του εγγράφου, ούτε η έδρα του ΠΓ ούτε ο ίδιος ο Γ. Σιάντος βρίσκονταν στην Αθήνα την εποχή εκείνη, αλλά στα Πετρίλια Καρδίτσας.
Ο Σιάντος επέστρεψε στην Αθήνα μετά την απελευθέρωση, στις 16 Οκτώβρη 1944.
Ακόμα πιο εξόφθαλμα πλαστογραφημένη όμως είναι η επόμενη «συμφωνία», στην οποία κατέληξαν δήθεν ο Σιάντος με τον Αλτενμπουργκ τον Οκτώβρη του 1944 και που επικαλείται στα γραπτά του ο Χ. Νάλτσας.
Κι αυτό βεβαίως γιατί ο Άλτενμπουργκ δε βρισκόταν στην Ελλάδα από το Νοέμβρη του 1943, όταν κι έκλεισε οριστικά η Γερμανική Πρεσβεία, επομένως οποιαδήποτε συνάντηση, διαβούλευση ή συμφωνία μαζί του θα ήταν μάλλον… αδύνατη![13]
Ολοκληρώνεται με το 3ο Μέρος
Σημειώσεις:
[1]. Χ. Νάλτσα: «Το Μακεδονικόν ζήτημα και η σοβιετική πολιτική», εκδ. «Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών», 1954, σελ. 279.
[2]. Η. Richter: «1936-1946: δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα», τ. Β΄, εκδ. «Εξάντας», 1975, σελ.178.
[3]. Μ. Μαΐλη: «Προβοκάτορες και προβοκάτσιες», εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 4 Απρίλη 2008.
[4]. Η. Richter: «1936-1946: δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα», τ. Β΄, εκδ. «Εξάντας», 1975, σελ. 178, – H. Fleischer: «Επαφές μεταξύ των Γερμανικών Αρχών Κατοχής και των κυριότερων οργανώσεων της Ελληνικής Αντίστασης», στο «Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950», εκδ. «Θεμέλιο», 1984, σελ. 113, – Ε. Kofos: «Nationalism and Communism in Macedonia», 1964, εκδ. «Institute for Balkan Studies», σελ. 134.
[5]. Μ. Μαΐλη: «Προβοκάτορες και προβοκάτσιες», εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 4 Απρίλη 2008.
[6]. Χ. Νάλτσα: ό.π., σελ.282, 359. Το «ντοκουμέντο» παραθέτει και σε «φωτοαντίγραφο» η Χρυσή Αυγή.
[7]. Η. Richter: «1936-1946: δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα», τ. Β΄, εκδ. «Εξάντας», 1975, σελ. 179.
[8]. Κρατικό Κεντρικό Αρχείο Πότσνταμ, αρ. φιλμ 18.655, Μ. Ζέκεντορφ: «Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό: Ντοκουμέντα από τα Γερμανικά Αρχεία», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1991, σελ. 250-251.
[9]. Στο Πολιτικό Αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών της Βόννης, Ειδικός Πληρεξούσιος για τη Νότια Ανατολή, τομ.1, φ.43 και φ.8, Μ. Ζέκεντορφ: «Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό: Ντοκουμέντα από τα Γερμανικά Αρχεία», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1991, σελ. 252 και 257.
[10]. Α. Speer: «Inside the Third Reich», εκδ. «Avon Publishers», 1979, σελ. 509-510.
[11]. Η «Συμφωνία» παρατίθεται σε φωτοαντίγραφο από τη «Χρυσή Αυγή».
[12]. Στο Πολιτικό Αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών της Βόννης, Ειδικός Πληρεξούσιος για τη Νότια Ανατολή, τομ.1, φ.60, Μ. Ζέκεντορφ: «Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό: Ντοκουμέντα από τα Γερμανικά Αρχεία», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1991, σελ. 240.
[13]. Α. Βελλιάδη: «Κατοχή: Γερμανική Πολιτική Διοίκηση στην Ελλάδα 1941-1944», εκδ, «Ενάλιος», 2008, σελ. 159. Την πλαστογραφία καταδεικνύει κι ο H. Fleischer: «Επαφές μεταξύ των Γερμανικών Αρχών Κατοχής και των κυριότερων οργανώσεων της Ελληνικής Αντίστασης» στο «Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950», εκδ. «Θεμέλιο», 1984, σελ. 113.
Μακεδονικό κι Αντικομμουνιστική υστερία 3ο Μέρος– Επίλογος
Άρθρο των Διονύση Αρβανιτάκη και Αναστάση Γκίκα*
Συνέχεια από το 2ο Μέρος
Η «Συμφωνία» ΕΑΜ – ΣΝΟΦ
Η υποτιθέμενη αυτή «συμφωνία» φέρεται να υπογράφτηκε στις 22 Γενάρη 1944 μεταξύ του Α. Τζήμα (εκ μέρους του ΕΑΜ) και του Βούλγαρου αξιωματικού Β. Κάλτσεφ (εκ μέρους του Σλαβομακεδονικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Μετώπου – ΣΝΟΦ) στις Καρυδιές της Εδεσσας.
«Προέβλεπε» τη δημιουργία ενός «αυτόνομου Μακεδονικού Κράτους Σοβιετικής Οργάνωσης» με την παραχώρηση μιας σειράς ελληνικών επαρχιών κ.ο.κ.
Ο Χ. Νάλτσας διευκρίνιζε:
«Οι βαρύτατοι δια το ΕΑΜ όροιδεν φαίνονται και παράδοξοι […] Η συμφωνία των Καρυδιών εγένετο κατόπιν “ντιρεκτίβας” της Κομιντέρν και άνευ αντιρρήσεως τινός του ΚΚΕ».[1]
Τι και αν η Κομιντέρν (Κομμουνιστική Διεθνής) είχε αυτοδιαλυθεί το Μάη του 1943, σχεδόν οκτώ μήνες πριν την «υπογραφή» της επίμαχης «συμφωνίας»;
Κατά τους παραχαράκτες της Ιστορίας συνέχιζε να λειτουργεί, εκδίδοντας ενοχοποιητικές ντιρεκτίβες!
Ο Heinz Richter τονίζει σχετικά:
«Ολόκληρο αυτό το έγγραφο είναι παράλογο και σαν περιεχόμενο και σαν διατύπωση. Εκεί δήθεν ένας Βούλγαρος υπογράφει για λογαριασμό της ΣΝΟΦ που προσανατολιζόταν προς τη Γιουγκοσλαβία. Πρόκειται για αφελή πλαστογραφία των ελληνικών κύκλων της δεξιάς».
Ο H. Fleischer τη συγκαταλέγει (μαζί με εκείνη του Πετριτσίου) ανάμεσα στις γνωστότερες πλαστογραφίες:
«Που επί δεκαετίες δημοσιεύτηκαν κι αναδημοσιεύτηκαν από το μηχανισμό προπαγάνδας της ελληνικής Δεξιάς […] είχαν σαφώς κατασκευαστεί κατά τη διάρκεια του πολέμου από τους πολιτικούς αντιπάλους του ΕΑΜ, κυρίως από την ΠΑΟ και τους οπαδούς της».[2]
Το «Σύμφωνο» του Μελισσοχωρίου
Στις 20 Σεπτέμβρη 1944 «υπογράφτηκε» δήθεν στο Μελισσοχώρι Θεσσαλονίκης το ομώνυμο «Σύμφωνο» μεταξύ των Φιλίπποβιτς (ΚΚ Βουλγαρίας), Γιούνωφ (εκπρόσωπο του βουλγαρικού στρατού), Αυγερινού (ΕΛΑΣ) και Στασινόπουλου (ΠΕΕΑ), το οποίο «προέβλεπε» μεταξύ άλλων:
Την αμοιβαία υποστήριξη του ΕΛΑΣ και του βουλγαρικού στρατού, την κατάργηση των συνόρων μεταξύ Ελλάδας, Βουλγαρίας και Σερβίας και -βεβαίως- την ίδρυση ανεξάρτητης Μακεδονίας.
«Η υπογραφή του συμφώνου ανηγγέλθη μετ’ ολίγας ημέρας εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν Καΐρου, εις το Συμμαχικόν στρατηγείον Μέσης Ανατολής και εις τα εν Ιταλία ευρισκόμενα κατά τας ημέρας εκείνας κλιμάκια υπό [σ.σ. ποιου άλλου;] της Πανελληνίας Απελευθερωτικής Οργανώσεως (ΠΑΟ)».[3]
Βεβαίως τέτοια «Συμφωνία» δεν υπήρξε ποτέ.
Αυτό που πράγματι υπήρξε ήταν το Σύμφωνο που συνάφθηκε μεταξύ του διοικητή των βουλγαρικών στρατευμάτων Ανατολικής Μακεδονίας – Δυτικής Θράκης Α. Συράκωφ και του γενικού αρχηγού των εθνικιστικών ομάδων Ελλήνων ανταρτών Α. Φωστερίδη (Τσαούς Αντών) στις 18 Σεπτέμβρη 1944, το οποίο στρεφόταν εναντίον του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ:
«Ύστερα από τη συμφωνία αυτή τα τμήματα του ΕΛΑΣ που βρίσκονταν στη Δράμα στις 19 Σεπτέμβρη περιορίστηκαν στο Ινστιτούτο Καπνού», ενώ «στις 20 Σεπτέμβρη ο Τσαούς Αντών έστησε ενέδρα κι έπιασε τη διοίκηση της VI Μεραρχίας (του ΕΛΑΣ).»
Σύμφωνα με τον στρατηγό Στ. Σαράφη, η όλη επιχείρηση διεξήχθηκε εν γνώσει και με τις «ευλογίες» των Βρετανών αξιωματικών Μύλλερ και Ρίντελ, που ήταν παρόντες στις «διαπραγματεύσεις» με τους Βουλγάρους.[4]
Ο Β. Γεωργίου γράφει:
«Οι Αγγλοι και ο Παπανδρέου με φωνασκίες κάλυπταν την πολιτική του Μύλλερ και εντείνανε την προσπάθειά τους να παρουσιάσουν τον Τσαούς Αντών σαν συμμαχική δύναμη, κατά τον ίδιο τύπο που στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία, παρουσίαζαν την προδοτική οργάνωση ΠΑΟ σαν αντιστασιακή δύναμη […]
Ωστόσο, η περίεργη αυτή κατάσταση δεν κράτησε πολύ. Οι Βούλγαροι αντιφασίστες φαντάροι κι υπαξιωματικοί έδεσαν το Συράκωφ και τους φασίστες αξιωματικούς και οι ισπανικοί πύργοι του Μύλλερ καταρρεύσανε.
Τη διοίκηση του 2ου βουλγαρικού Σώματος Στρατού την ανέλαβαν Βούλγαροι παρτιζάνοι, που ακύρωσαν τη συμφωνία Συράκωφ – Τσαούς Αντών».
Όσο δε για τη λεγόμενη «Συμφωνία του Μελισσοχωρίου» αναφέρει:
«Οι αντιδραστικές δυνάμεις της Αθήνας με τις προβοκάτσιές του ψευτοσυμφώνου εκθέσανε την αγγλοπαπανδρεϊκή πολιτική σε τέτοιο σημείο, ώστε ο Παπανδρέου έσπευσε να δηλώσει ότι δεν υπέγραψαν οι κομμουνιστές την συμφωνία, αλλά ο Τσαούς Αντών.
Κι αυτό, γιατί το πραγματικό σύμφωνο Τσαούς Αντών – Συράκωφ βρισκόταν στα χέρια του ΕΛΑΣ».[5]
Πράγματι, την 1η Οκτώβρη 1944 ο υπ. Εξωτερικών Δραγούμης χαρακτήρισε το εν λόγω «Σύμφωνο» ως «δολοπλοκίαι του Γκεωργκήεφ» (Βούλγαρου Πρωθυπουργού).[6]
Ο δε «Ριζοσπάστης», στις 3 Οκτώβρη 1944, έκανε λόγο για «ξαναζεσταμένο βουλγαρικό ιμπεριαλισμό», διατρανώνοντας ταυτόχρονα:
«Εξω οι Βούλγαροι κατακτητές απ’ τα ελληνικά και γιουγκοσλαβικά εδάφη!»[7]
Ο Στ. Σαράφης αναφέρει:
«Υστερα από τις διαμαρτυρίες του ΕΛΑΣ ο ταγματάρχης Μύλλερ αντικαταστάθηκε και έφυγε για το Κάιρο».
Οσο για τον Τσαούς Αντών:
«Ύστερα από τον Δεκέμβρη (1944) ονομάστηκε από την ελληνική κυβέρνηση έφεδρος λοχαγός, ενώ οι καπεταναίοι του ΕΛΑΣ και οι έφεδροι αξιωματικοί που βγήκαν από τη Σχολή του ΕΛΑΣ και πολεμούσαν διαρκώς τον κατακτητή όχι μόνο δεν αναγνωρίσθηκαν από το επίσημο κράτος, αλλά οι περισσότεροι βρίσκονται στις φυλακές με ασύστατες και συκοφαντικές κατηγορίες.
Ολο το Σεπτέμβρη και Οχτώβρη που οι Γερμανοί εγκατέλειψαν την Ελλάδα το περίεργο είναι ότι όχι μόνο τα τάγματα ασφαλείας και τα τμήματα των ελλήνων προδοτών που είχαν οργανωθεί από τους Γερμανούς,
εξακολουθούσαν να συνεργάζονται μ’ αυτούς ως την τελευταία στιγμή να καλύπτουν την υποχώρησή τους, αλλά και τμήματα που εξόπλισαν οι Αγγλοι, όπως του Τσαούς Αντών, έκαναν το ίδιο πράγμα και βοηθούσαν τους Βουλγάρους».[8]
Τα δεκάδες «ντοκουμέντα» που κατασκευάστηκαν τότε επιδίωκαν να πλήξουν το κύρος του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, παρουσιάζοντάς τα ως «αντεθνικά», «προδοτικά», που όχι μόνο δεν έκαναν αντίσταση, αλλά και συνεργάστηκαν με τον εχθρό: Ό,τι ακριβώς δηλαδή έπραξαν οι εμπνευστές τους!
Και όμως, καμιά φορά η απάντηση έρχεται από τις πιο «απρόσμενες» πηγές.
Έκθεση του Foreign Office για το 1943 αναφέρει:
«Την ίδια στιγμή που τα εθνικιστικά και συντηρητικά στοιχεία σπαταλούσαν τον χρόνο τους στην αδράνεια, το ΕΑΜ τράβηξε μπροστά φτάνοντας ένα σημείο στο οποίο μπορεί να ισχυριστεί πως είναι ο κύριος αντιπρόσωπος της ελληνικής αντίστασης […]
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το ΕΑΜ είναι ο ηγετικός παράγοντας στο αντιστασιακό κίνημα, και δικαιολογημένα ισχυρίζονται πως ηγούνται του αγώνα τόσο για την απελευθέρωση από τον Αξονα, όσο και για τις εσωτερικές ελευθερίες […]
Οι πρώην πολιτικές προσωπικότητες απέτυχαν να δείξουν στον λαό οποιαδήποτε ηγετική ικανότητα με αυτό ή τον άλλο τρόπο, καθ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής. Κάποιοι κάτοχοι μεγάλων περιουσιών είναι αντίθετοι στο κίνημα αντίστασης γιατί βλέπουν τα τεράστια κέρδη που συσσώρευαν από την κατοχή να εξατμίζονται από τον κοινό σκοπό […]
Αλλά η μάζα του λαού βλέπει τους αντάρτες ως ηγέτες του αγώνα, και η θέση που κέρδισε το ΕΑΜ αποτελεί απόδειξη πως δεν υπάρχει σοβαρή αντιπολίτευση σε αυτό…»[9]
Οι διαπιστώσεις αυτές του βρετανικού ιμπεριαλισμού δε γίνονταν βεβαίως με σκοπό να αποδώσουν τα εύσημα στο ΕΑΜ, αλλά για να εκθέσουν μια κατάσταση που ενυπήρχε αντικειμενικά στο διαμορφούμενο συσχετισμό δυνάμεων στην Ελλάδα (αλλά κι ευρύτερα)
κι αναλόγως να παρθούν τα όποια απαραίτητα μέτρα, προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέχεια της αστικής εξουσίας και μετά το πέρας του πολέμου.
Σύμφωνα με τον Richter:
«Η μεταβολή της στρατηγικής κατάστασης στη Μεσόγειο οδήγησε σε μια ομαδική έξοδο «εθελοντών» για την αντίσταση από την Αθήνα. Στρατιωτικοί και πολιτικοί, βασιλικοί και δωσίλογοι έφευγαν από την Αθήνα, όπως τα ποντίκια από το πλοίο που βουλιάζει, και παρουσιάζονταν στο στρατηγείο του Μάγιερς για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους».[10]
Πράγματι, έκθεση του Foreign Office, με ημερομηνία 27 Ιούλη 1943, μιλά ξεκάθαρα για το πώς διάφοροι λεγόμενοι «εθνικόφρονες», οι οποίοι:
«Υπήρξαν ενεργοί (ή από την απάθεια, αδράνειά τους) συνεργάτες του εχθρού […] τώρα φυσικά κάνουν ύστατες προσπάθειες να αποδείξουν – μέσω της βιαστικής δημιουργίας νέων «αντιστασιακών ομάδων» και της υπογραφής πρωτοκόλλων – την πίστη τους στους Συμμάχους».[11]
Από αυτούς, άλλοι ενσωματώθηκαν στον ΕΔΕΣ κι άλλοι συνέχισαν να δρουν μέσα από αυτόνομες ομάδες, διατηρώντας σχέσεις τόσο με τους Βρετανούς όσο και τις δυνάμεις Κατοχής.
Ταυτόχρονα και «με την ανοχή των Βρετανών», τόνιζε ο Richter, εξαπολύθηκε «μια πλατιά συκοφαντική εκστρατεία ενάντια στον ΕΛΑΣ».
Το 1944 ο Λήπερ (αξιωματούχος της Διεύθυνσης Πολιτικού Πολέμου της Βρετανίας) εξέδωσε την εξής οδηγία προς τα ΜΜΕ:
«Γενικά, κανένα εύσημο, οποιουδήποτε είδους δεν πρέπει να δίνεται στον ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ».[12]
Είναι σαφές πως όλα αυτά αξιοποιήθηκαν από το βρετανικό ιμπεριαλισμό και ως ένα μέσο πίεσης στο ΕΑΜ. Πρόκειται για «σημάδια» που καταδείκνυαν πως η «αντιφασιστική συμμαχία» έφτανε στο τέλος της.
Οι αδυναμίες στην στρατηγική του Κομμουνιστικού Κόμματος θα απέβαιναν καθοριστικές στην υποτίμηση των «σημαδιών» αυτών.
Την ίδια στιγμή λοιπόν που ΕΑΜ και ΕΛΑΣ ρίχνονταν ολόπλευρα στη μάχη κατά των δυνάμεων Κατοχής και των ντόπιων συνεργατών τους, οι αστικές δυνάμεις – φιλογερμανικές και φιλοβρετανικές εξίσου – προετοιμάζονταν σε αγαστή συνεργασία για τη μάχη της επόμενης μέρας: τη μάχη για την εξουσία.
Έκθεση του υποστράτηγου Εριχ Σμιτ-Ρίχμπεργκ (επιτελάρχη της Ομάδας Στρατιών Ε) για το δίμηνο Ιούλης – Αύγουστος 1944 αναφέρει γύρω από την ανάπτυξη της πάλης του ΕΑΜ λίγο πριν την απελευθέρωση:
«Η εγκληματική συμμοριακή δράση έχει προσλάβει άγνωστη ως τώρα διάσταση. Πράξεις δολιοφθοράς κατά των συγκοινωνιακών συνδέσεων, καλά οργανωμένες επιδρομές και επιθέσεις εναντίον βάσεων και χωριών που κατέχονται από δικά μας τμήματα, αποτελούν σχεδόν καθημερινά φαινόμενα».
Στον αντίποδα:
«Η εθνικοδημοκρατική κατεύθυνση (ΕΔΕΣ), που πολιτικά βρίσκεται στη γραμμή της εξόριστης κυβέρνησης Παπανδρέου, προσπαθεί πάντα να διαβεβαιώσει τη δύναμη κατοχής για τη νομιμοφροσύνη της ώστε άθικτη να προετοιμαστεί για τον επερχόμενο στρατιωτικό και πολιτικό αγώνα για την εξουσία».
Άλλωστε, όπως αναφέρουν διάφορες γερμανικές πηγές, ήδη από τα τέλη του 1943 :
«Είχε κλειστεί μια σιωπηρή συμφωνία να μη γίνονται αμοιβαία εχθροπραξίες στην περιοχή των εθνικών ανταρτών».[13]
Το γεγονός ότι το ΚΚΕ δεν είχε και το ίδιο προετοιμαστεί για τον επερχόμενο πολιτικό και στρατιωτικό αγώνα (δεν μπόρεσε δηλαδή να εντάξει την εθνικοαπελευθερωτική πάλη σε στρατηγική για την εργατική εξουσία),
αντίθετα είχε εγκλωβιστεί στις Συμφωνίες με τους «συμμάχους» Βρετανούς και τον αστικό πολιτικό κόσμο στο Κάιρο, σε καμιά περίπτωση δε σημαίνει ότι όση λάσπη και αν ρίξουν παλαιοί και σύγχρονοι θαυμαστές του Γκαίμπελς, θα μπορέσουν ποτέ να διαγράψουν ή να αμαυρώσουν το ρόλο του ΚΚΕ στον αντιφασιστικό – εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του λαού στην Κατοχή και γενικότερα.
Κλείνουμε, αναγράφοντας το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση – κάλεσμα της ΚΕ του ΚΚΕ της 3 Αυγούστου 1944:
«Κομμουνιστές! Ξεσηκώστε, οδηγήστε το λαό και το στρατό μας στη μάχη. Σε γενική έφοδο για τη λευτεριά. Πολεμήστε στις πρώτες γραμμές. Μεταδώστε σ’ όλο το λαό τόλμη και αποφασιστικότητα, το πνεύμα της δράσης και της νίκης. Πολεμήστε και απελευθερώστε στην Ελλάδα. Ολοι επί ποδός πολέμου!»[14]
Σημειώσεις:
[1]. Χ. Νάλτσα: «Το Μακεδονικόν ζήτημα και η σοβιετική πολιτική», εκδ. «Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών», 1954, σελ. 286-287.
[2]. Η. Richter: «1936-1946: δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα», τ. Β΄, εκδ. «Εξάντας», 1975, σελ. 179 και H. Fleischer: «Επαφές μεταξύ των Γερμανικών Αρχών Κατοχής και των κυριότερων οργανώσεων της Ελληνικής Αντίστασης», στο «Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950», εκδ. «Θεμέλιο», 1984, σελ.102, 113.
[3]. Χ. Νάλτσα: «Το Μακεδονικόν ζήτημα και η σοβιετική πολιτική», εκδ. «Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών», 1954, σελ. 290-291.
[4]. Στ. Σαράφη: «Ο ΕΛΑΣ», εκδ. «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», 1958, σελ. 466-467, Β. Γεωργίου: «1940-1945. Ιστορία της Αντίστασης», τ. 4, εκδ. «Αυλός», 1979, σελ. 1593-1954.
Η έκθεση υπ. αρ. 311/10 (Οκτώβρης 1944) της Ομάδας Μεραρχιών Μακεδονίας, έγραφε:
«Ταυτόχρονα, ο κ. Μύλλερ και ο Στρατηγός Συράκωφ αξιώνουν από τον ΕΛΑΣ ν’ απολύσει όλους τους κρατούμενους κομιτατζήδες και Βούλγαρους εγκληματίες πολέμου.
Οι Γερμανοί φαίνεται ξεκάθαρα ότι για την προάσπιση της γραμμής Κρούσα μέχρι της λίμνης Δοϊράνης χρησιμοποιούν τις δυνάμεις της ΠΑΟ στο Κιλκίς και ανατολικώς Νιγρίτας.
Εκτός τούτου επωφελούνται της κατάστασης που δημιουργήθηκε στην Ανατολική Μακεδονία (με το σύμφωνο Συράκωφ-Τσαούς Αντών) ώστε να εξουδετερώσουν όσο το δυνατόν περισσότερες δυνάμεις του ΕΛΑΣ και των Βουλγάρων παρτιζάνων για να συγκρατούνται και να μην επιτίθενται κατ’ αυτών στη γραμμή Στρυμώνα»,
Στ. Σαράφη: «Ο ΕΛΑΣ», εκδ. «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», 1958, σελ. 469.
[5]. Β. Γεωργίου: «1940-1945. Ιστορία της Αντίστασης», τ. 4, εκδ. «Αυλός», 1979, σελ. 1594.
[6]. Εφημερίδα «Ελευθερία», 2 Οκτώβρη 1944.
[7]. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 3 Οκτώβρη 1944.
[8]. Στ. Σαράφη: «Ο ΕΛΑΣ», εκδ. «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», 1958, σελ. 470.
[9]. Σύνοψη της Αναφοράς για την Ελλάδα, 1943, Φάκελος HS5/224 (PRO).
[10]. Aide-memoire της 21.5.1943, Αρχείο Τσουδερού, στο Η. Richter: «1936-1946: δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα», τ. Β΄, εκδ. «Εξάντας», 1975, σελ. 20.
[11]. Έκθεση του Foreign Office, 27.7.1943, Φάκελος HS5/22 (PRO).
[12]. From Foreign Office to Cairo, Φάκελος FO 954/11, 23/4/1944 (PRO) και Η. Richter: «1936-1946: δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα», τ. Β΄, εκδ. «Εξάντας», 1975, σελ. 20.
[13]. ΚΚΑ Πότσνταμ, αρ. φιλμ 18.454, Ένορκη δήλωση των Γκέμπχαρντ φον Λέντε, πρώην αξιωματικού του επιτελείου του 22ου Ορεινού Σώματος Στρατού και Α. Βίντερ, πρώην Επιτελάρχη της Ομάδας Στρατιών Ε στο αμερικανικό στρατοδικείο της Νυρεμβέργης, V, στις 27.9.1947 και 22.9.1947 αντίστοιχα, Μ. Ζέκεντορφ: «Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό: Ντοκουμέντα από τα Γερμανικά Αρχεία», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1991, σελ. 240, 267 και 235.
[14]. «ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα», τ.5, σελ. 221.
[*]. Ο Διονύσης Αρβανιτάκης είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και του Τμήματος Ιστορίας. Ο Αναστάσης Γκίκας είναι συνεργάτης του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ.
Πηγή: ΚΟΜΕΠ, Τεύχος 1-2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου