Τετάρτη 11 Αυγούστου 2021

"Ίσως να΄ναι κι έτσι",Γιάννης Ρίτσος: Κρίσεις και σχόλια διάφορων απόψεων...

 


                    Γιάννης Ρίτσος, Χωρὶς τίτλο, ἀκουαρέλα σὲ πακέτο τσιγάρων.


Ένας άλλος Ρίτσος;Ή μήπως απλά ο ίδιος,πάντα μοναδικός Γιάννης Ρίτσος;Ξαναδιαβάζω σήμερα το απόγευμα, ενώ το ζοφερό 2013 οδεύει στο άκαρπο τέλος του,το "Ίσως να΄ ναι κι έτσι" από την σειρά "Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων",τα βιβλία εκείνα τα παλιά των εκδόσεων Κέδρος,τα τυπωμένα με καλαισθησία και άποψη,τα στολισμένα με τις ακουαρέλες τού μεγάλου ποιητή- και με εντυπωσιάζει ο (αυτός ο άλλος) Ρίτσος του 1984,΄85,με τα πεζά ως προς την φόρμα τους,άκρως ποιητικά κι από καρδιάς γραμμένα,λυτρωτικά και εξαίσια και τολμηρά αυτοαναφορικά αφηγήματά του,που απ΄ό,τι ξέρω δεν είχαν εκδοθεί μεν,ήταν όμως ήδη γραμμένα κατά το μεγαλύτερο μέρος τους καιρό πριν.
Και τι δεν έχω ακούσει όλα αυτά τα χρόνια για τον Ρίτσο...Για τον σταλινικό,γενναίο ή δειλό ή δεν ξέρω κι εγώ τι,κομμουνιστή,μπλα μπλα,για τον ακραιφνή σοβιετόφιλο αλλά και για τον ελληνομανή (!),μπλα μπλα,για τον λιγότερο ή περισσότερο ερωτικό,τον έτσι ερωτικό,τον αλλιώς ερωτικό, μπλα μπλα,για τον επιτηδευμένο ή ανεπιτήδευτο άσεμνο,μπλα μπλα,πολύ μπλα μπλα και το ένα υπονοούμενο να έπεται του άλλου,μπόλικη και η χολή και τα μοχθηρά του καθενός,"εννοούσε αυτό", "όχι,εννοούσε εκείνο"...
Ε,λοιπόν,ό,τι κι να εννοούσε και ό,τι και αν ήταν τότε,στις συγκεκριμένες,στις εκάστοτε συγκυρίες, για ένα βεβαιώνομαι διαβάζοντάς τα αυτά τα διαρκώς επίκαιρα κείμενά του τριάντα χρόνια μετά από τότε που κυκλοφόρησαν:πως πάνω απ΄ όλα ήταν ένας αληθινός,ζωντανός άνθρωπος,με σάρκα και οστά,με δυνατό μυαλό και ζεστή καρδιά και ένιωθε τον πόνο και είχε αισθήματα και έγραψε μ΄αυτά τα παραπάνω σαν ανεξάντλητα εφόδιά του και τόλμησε και έγραψε φυσικά και γι΄αυτά,πάνω σ΄αυτά, στα δικά του τα ανθρώπινα,τα πάθητις ιδέες,τις αγάπες,τους έρωτες,τις ιστορίες και για των άλλων ανθρώπων ακριβώς τα ίδια και τα εξίσου ανθρώπινα.Που δεν έχουν αλλάξει στην ουσία και πολύ.Κι επιπλέον ο Ρίτσος αυτό το έκανε με την αγάπη να ξεχειλίζει σε κάθε του λέξη,στο πεζογράφημα ή στην ποίησή του.Δημιούργησε αγαπώντας τους ανθρώπους,πόσο υπέροχο πράγμα μα και δύσκολο, αν το καλοσκεφτείς και επιχειρήσεις να το κάνεις κι εσύ και μάλιστα μέσα στην καινούργια μας και μαζί παμπάλαιη κρίση...

Αντί μιας συνήθους ανάρτησης λοιπόν κι επειδή η μικρότητα δεν έχει τελειωμό και πολλά ανάξια του συνολικού έργου,της θεματικής ευρύτητας,της κλάσης-με μια λέξη-,του Ρίτσου μηρυκάζονται, πάλι, καλύτερα να σας παραθέσω,και το κάνω με μεγάλη χαρά,ένα δυο πολύ συγκεκριμένα αποσπάσματα από το βιβλίο:


Λεμονάκι μυρωδάτο


σελίδα 76,77,78


Γιατί αλλιώς (το΄χε πει ο Πέτρος) είναι σα να ξύνεις το κεφάλι σου,να πέφτει η πιτυρίδα στο πανωφόρι σου και να θαρρείς πως χιονίζει σ΄όλο τον κόσμο.Τι καλά που τα λέει ο Πέτρος-αντρίκεια,σοβαρά, απλά,ντόμπρα.Θα πρέπει να πάω να τον βρω,να τα κουβεντιάσουμε.Κι όχι να τα κουβεντιάσουμε˙να τον δω μόνο,και φτάνει να διαλυθούν οι καπνοί που μου φλομώνουν το μυαλό.Το μάτι του αστραπή ξεχωρίζει μεμιάς το κύριο απ΄το δευτερεύον,το προσωπικό απ΄το γενικό,το χρήσιμο απ΄το περίτεχνο περιττό.Το μόνο που φοβάμαι είναι πως δεν έχει διαθέσιμο χρόνο να ονειρευτεί και να ερωτευτεί, μ΄όλο που ο ίδιος είναι ολόκληρος ο έρωτας,γι αυτό κι απ΄την πρώτη στιγμή τον εμπιστεύεσαι, του αφήνεσαι, όταν ανάβει το τσιγάρο του και κοιτάς τα σίγουρα δάχτυλά του,που μπορούν να δείξουν α υ τ ό ,να σηκώσουν ένα βράχο,να κρατήσουν μια μεγάλη σημαία, παρ΄ότι ο ξινός κύριος Κυπαρίσσης έλεγε: "είναι πια ανυπόφορο να γεμίζουν κάθε τόσο τα μπαλκόνια σημαίες,να κυκλοφορούν διαδηλωτές με σημαίες, ανυπόφορο και το να λες τη λέξη σ η μ α ί α . Παραπληθύνανε,βλέπετε,οι "μάρτυρες" και οι "ήρωες",γέμισε η ποίηση σ η μ α ί ε ς κι άδειασαν τα κεφάλια από ι δ έ ε ς "(έκανε και μια σαρκαστικήν ομοιοκαταληξία-σημαίες-ιδέες-,μοντέρνος γαρ αυτός,κ αταδικάζοντας σύσσωμη την "ακαδημαϊκή "ποίηση με τις ρίμες).Για κάμποσο καιρό κι εγώ ο ηλίθιος δίσταζα να χρησιμοποιήσω στα γραφτά μου τη λέξη "σημαία",μα ύστερα (στο πείσμα του κ. Κυπαρίσση) πλημμύριζα τους στίχους μου με σημαίες και ισχυριζόμουν μάλιστα πως κάθε λέξη πρέπει να΄ναι και μια σημαία,γιατί τότε,στη Μακρόνησο,τα λίγα λόγια που αλλάζαν μεταξύ τους οι σύντροφοι πλατάγιζαν ψηλά πάνω από τα μαρτύρια πραγματικές σημαίες κι έλεγες τίποτα δεν είναι ο θάνατος,τα πάντα είναι η ελευθερία˙ μα κείνοι που δεν γνώρισαν ποτέ τη φτώχεια,τη στέρηση,την εκμετάλλευση,την καταπίεση,όταν διαβάζουν τη λέξη σημαία ή ελευθερία στραβομουτσουνιάζουν (οι καλαίσθητοι) και λένε: "τι μεγαλοστομίες, πολιτικολογίες, συνθηματολογίες" και κάνουν πίσω, όπως κάνουν πίσω μπροστά στον εχθρό,αν δεν συνεργάζονται κιόλας μαζί του.Μα ποιός τους λογαριάζει; Ποιός γράφει για δαύτους;Δεν πα΄να κουρεύονται. Όμως για να λέμε και του στραβού το δίκιο,δύσκολα περνάνε στο χαρτί τούτες οι λέξεις,δεν χωράνε στο χαρτί, θέλουν άπλα, θέλουν αέρα,πλήθη, ουρανό,βουνά,πλατείες,άλογα,δάση.Κι οι πραγματικοί αγωνιστές είναι πάντα σεμνοί με μπαλωμένα βρακιά,φαγωμένα σακάκια στους αγκώνες˙δεν καυχιούνται˙ κοιτάζουνε ψηλά με χαμηλωμένα βλέφαρα.Τούτες τις λέξεις τις πράττουν, δεν τις γράφουν σε κόλλες διαγωνισμού ή σε χαρτομάντιλα.Αν δεις τις φλέβες στο λαιμό τους και στα μελίγγια τους,θα καταλάβεις, κι ίσως τραγουδήσεις άφωνα μέσα σου "σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή". Μόνο αυτό. Τίποτ΄άλλο.

10 

Προβολή σχολίων

  1. Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι αρκετά τολμηρό για τα πουριτανά κομματόσκυλα,και το έχουν θάψει στη σιωπή.Νομίζω άλλωστε ότι όταν βγήκε σήκωσε μια ....κατακραυγή για προβολή λανθάνουσας ομοφυλοφιλίας

    Απάντηση
    Απαντήσεις
    1. και λένε:"τι μεγαλοστομίες, πολιτικολογίες,συνθηματολογίες" και κάνουν πίσω,όπως κάνουν πίσω μπροστά στον εχθρό,αν δεν συνεργάζονται κιόλας μαζί του.Μα ποιός τους λογαριάζει;Ποιός γράφει για δαύτους;Δεν πα΄να κουρεύονται.

      Η απάντηση κατ΄ευθείαν από τον ίδιο τον Ρίτσο.Αλλά δεν θα χορτάσουν ποτέ τα λογής κομματόσκυλα.
      Τώρα πάλι τρώνε άλλους..

    2. Υπάρχει οι καλόπιστες οπτικές, όπως της Βιβής Γ.
      (http://www.blogger.com/profile/10605374477397136709) -
      αλλά ιδεολογικά λαθεμένες (λέω εγώ...) αλλά και
      η ΛΥΣΣΑ ΚΑΚΙΑ που έπιασε κάποιους, να κάνουν σώνει και καλά και το ΡΙΤΣΟ "κατά το δοκούν" ή σύμφωνα με τα μούτρα τους.

      Ο ΡΙΤΣΟΣ -αρέσει ή όχι είναι μια στρατευμένη τέχνη υψηλής αισθητικής… που δεν υποτίμησε σε καμία περίπτωση την αλήθεια ότι «η αισθητική έχει τα δικά της μέτρα, τη δική της νομοθεσία. Δεν της είναι αρκετό εφόδιο το αίσθημα, η πηγαιότητα, η ειλικρίνεια, οι μεγάλες ιδέες, οι ηθικές αρχές, ούτε όλη η αλήθεια». Δούλευε εξάλλου με ακάματη προσπάθεια και αγάπη κάθε στίχο.
      Όμως, πίστευε βαθιά στην κοινωνική και διαπαιδαγωγητική αξία της τέχνης. Ετσι τολμούσε ακόμα και να παραμερίσει αισθητικούς ενδοιασμούς μπροστά στην κοινωνική αξία ποιημάτων του, όπως για παράδειγμα τα “Συντροφικά Τραγούδια”, που εκδόθηκαν το 1981 προς τιμήν των 40 χρόνων του ΕΑΜ.
      Αλλά και "από πάντα" ... ο πρώιμος, ο όψιμος, ο αίώνιος.

      «…Μόνες περγαμηνές μας, τρεις λέξεις:
      Μακρόνησος, Γυάρος και Λέρος. Κι αν αδέξιοι
      μια μέρα σας φανούν οι στίχοι μας, θυμηθείτε μονάχα πως
      γράφτηκαν
      κάτω απ’ τη μύτη των φρουρών, και με τη λόγχη πάντα στο πλευρό μας.
      Κι ούτε χρειάζονται δικαιολογίες -πάρτε τους γυμνούς, έτσι όπως είναι…»
      (“Ο Ηρακλής κι εμείς”, 1968)

      Ο Ρίτσος ειρωνευόταν την “καθαρή” ποίηση που μένει κλεισμένη στον εαυτό της, που δεν υπηρετεί την ανάγκη της κοινωνικής εξέλιξης, που δεν βλέπει τον άνθρωπο ως δραστήριο εργάτη και οικοδόμο της ζωής του, που δεν αναγνωρίζει στην ταξική πάλη την κινητήρια δύναμη που πάει μπροστά την ιστορία.
      Για παράδειγμα, στο ποίημα “Α.Β.Γ.”, περιγράφοντας το κολαστήριο της Μακρονήσου, δεν παραλείπει να σχολιάσει:
      «(Κι η Παναγιά του πόντου φλωροκαπνισμένη απ’ το σούρουπο
      να σεργιανάει στην αμμουδιά
      συγυρίζοντας τα σπίτια των μικρών ψαριών
      καρφώνοντας μ’ ένα θαλασσινό σταυρό τη φεγγαρίσια της πλεξούδα)
      Α.Β.Γ.
      Α.Β.Γ
      (Μιλούσαμε για μία ποίηση αιγαιοπελαγίτικη, ναι, ναι)
      Α.Β.Γ»
      (“Μακρονησιώτικα”, 1949)

      Ο ίδιος διαχώρισε τον εαυτό του από αυτού του είδους την τέχνη:

      «Αφήστε για την ώρα το φεγγάρι ν` ακουμπήσει το χλωμό του μέτωπο
      Στον ώμο της Κυρίας με τας Καμελίας
      ΕΜΕΙΣ ΘΑ ΠΑΜΕ ΜΕ ΤΟ ΡΙΤΣΟ ΣΤΑ ΕΡΓΑΤΙΚΑ ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ»
      (“Φρυκτώρια”, 1978)

      Ο Ρίτσος συνειδητά επέλεγε -ως μία ακόμα ένδειξη της κομματικότητάς του- να δημοσιεύει πρωτότυπα ποιήματά του στο “Ριζοσπάστη”.
      Πιο χαρακτηριστική είναι η πρώτη έκδοση του “Επιτάφιου” λίγες μέρες μετά τα γεγονότα στη Θεσσαλονίκη, στις σελίδες του “Ρ”. Έγραφε για τους εργάτες, για το λαό. Γι’ αυτό και επέλεγε να δημοσιεύονται πολλά από αυτά στην εφημερίδα του λαού, στην εφημερίδα που εκπροσωπούσε και εκπροσωπεύει τα συμφέροντα των εργατών.
      Γι’ αυτό και επέλεγε κάθε χρόνο να απαγγέλλει ποιήματά του στο Φεστιβάλ της ΚΝΕ και του “Οδηγητή”, τη νεολαία του ΚΚΕ που αγαπούσε βαθιά, αυτή ήταν μία ξεχωριστή στιγμή και μία ξεχωριστή τιμή.
      Στο 3ο Φεστιβάλ από τη σκηνή ακούστηκαν για πρώτη φορά, από τη φωνή του μεγάλου ποιητή, οι στίχοι:

      «Είναι τα παιδιά της ΚΝΕ
      που λένε στη ζωή το μέγα ναι»
      (“Τα παιδιά της ΚΝΕ”, Αθήνα-Καρλόβασι, 1977)



    3. Κάθε σταθμός στην ιστορία του Κόμματος ήταν για εκείνον πηγή έμπνευσης. Η πίστη του στο Κόμμα και στο σοσιαλισμό είναι διάχυτη στα ποιήματά του. Μεταφράζεται σε πείσμα, σε επιμονή, σε αισιοδοξία για την τελική νίκη. Εμπνέει και θα εμπνέει…

      «Κι ο μπάρμπα Στάθης έχει βγάλει απ’ το μπαούλο το παλιό κασκέτο του.
      Έβαλε τη Μαρία και του ’ραψε με κόκκινο σειρήτι: ΕΛΑΣ
      Κι όλο χαμογελάει ο μπάρμπα- Στάθης στην παρέλαση
      ΚΚΕ
      Και βέβαια που θα γράψει πάνου στη βρυσούλα του: ΚΚΕ-
      Τι χρώμα; Οχι άσπρο κίτρινο καλύτερα
      Κίτρινο σαν τον ήλιο πάνου στα μεγάλα στάχυα-
      Αχ όχι, κίτρινα είτανε τα προσωπάκια τους
      αχ οι διακόσιοι της Πρωτομαγιάς- κίτρινα, κίτρινα
      τα προσωπάκια τους στο χάραμα-
      μην είναι αυτοί μες στ’ αυτοκίνητα με τα ελασίτικα τα δίκωχα;
      Αυτοί ’ ναι θέ μου -ένας, δύο, τρεις, 4,5,8,16
      20, 30, 35, 63-
      Δεν πρόφτασε να τους μετρήσει -θα ‘τανε διακόσοι-
      Πέρασαν τ’ αυτοκίνητα -που να μετρήσεις- είτανε οι Διακόσοι
      -λοιπόν τι χρώμα; Κίτρινο; Οχι κίτρινο
      Αχ και να μπόρειε να ζουπήξει την καρδιά του
      Αχ έτσι δα με το χοντρό του δάχτυλο ναν τη ζουπήξει
      Με το αίμα της καρδιάς του ναν το γράψει στη βρυσούλα του:
      ΚΚΕ…»
      (“Γειτονιές του Κόσμου”, Μακρόνησος, Αη-Στράτης, 1949-1951)

      ΔΙΕΘΝΗΣ & ΔΙΕΘΝΙΣΤΗΣ
      “…το πιο τρανό τραγούδι που έµαθα…
      Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε”...

      κλπ κλπ

    4. Αρχίσαμε να το συζητάμε αυτό,τις "ιδεολογικά λαθεμένες"οπτικές μου,με τον hasta la victoria Siempre μέσω e-mail.Πολύ διαλεκτικά πρέπει να πω.
      Δεν νομίζω να έχει νόημα να κάνουμε την συζήτησή μας-όσο κι εφόσον συνεχιστεί- εδώ.Κατά τα άλλα την πίστη του Ρίτσου στο Κόμμα του και στο σοσιαλισμό δεν την άγγιξα σαν θέμα.Νομίζω,hasta la victoria Siempre,το βλέπεις αυτό.
      Και γιατί δεν το άγγιξα;Διότι κάθε πράγμα πρέπει,εκτιμώ,να μπαίνει στα σωστά ιστορικά και χρονικά πλαίσια.Ο Ρίτσος έφυγε το 1990.Τώρα έχουμε 2016.Σκέψου το.

      Η φράση μου (Αλλά δεν θα χορτάσουν ποτέ τα λογής κομματόσκυλα.Τώρα πάλι τρώνε άλλους.. )κάτω από το σχόλιο του Λύσιππου δεν είναι μονοσήμαντη,ανήκει στο τώρα και συνεχίζει να με εκφράζει.Στην διάθεσή σου για διάλογο.

  2. Κι όμως κάνετε λάθος,τον Αύγουστο του 2009 στο Ριζοσπάστη γίνεται ευνοϊκή κριτική για το θεατρικό έργο «το τερατώδες αριστούργημα» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μαυρίκιου που αντλεί υλικό από το έργο του Ρίτσου και το βιβλίο που παρουσιάζεις σήμερα εδώ και γράφονται τα εξής:Παράσταση, μάλιστα πρωτότυπης σύλληψης και δομής, που με αγάπη και θαυμασμό βιογράφησε τον ποιητή, υμνώντας όσα έζησε, πίστεψε, έπραξε και έγραψε. Μέγας, καθολικός ποιητής, δηλωμένος και μέσω όλων των έργων του, αμετάκλητα «στρατευμένος» κομμουνιστής, ερωτευμένος με την Επανάσταση για μια άλλη κοινωνία του ανθρώπου και του δίκιου ήταν ο Ρίτσος. Ερωτευμένος, με τον άνθρωπο, με το λαό και τους αγώνες του, με τη ρωμιοσύνη, με τη ζωή. Επόμενα ερωτευμένος και με τον έρωτα, τη φύση, την ομορφιά, την ποίηση, όλες τις τέχνες, ακόμα και με τα άψυχα αντικείμενα - έργα του ανθρώπου. Η ζωή του, οι ιδέες, οι αγώνες, τα πάθη - συντρόφων και δικά του, οι λέξεις του όλες έγιναν «σημαίες» όλων αυτών των ερώτων του. Αυτό ανέδειξε, αυτό είπε η παράσταση.

    Απάντηση
    Απαντήσεις
    1. http://www.rizospastis.gr/wwwengine/page.do?publDate=5/8/2009&id=11203&pageNo=22&direction=1

    2. απο 1985 σε 2009 μεσολαβούν 24 χρόνια.
      Το σύνηθες στο ΚΚΕ, μετα από χρόνια το μαύρο γίνεται άσπρο και τούμπαλιν
      Χώρια η μέθοδος "διασκευής" που κόβει και ράβει κατα το δοκούν.
      Ξέρουμε πιά τις μεθόδους και τακτικές.

  3. Νίκος Γιαννίδης31/10/13 10:56

    Εκεί που έφτυνε ο μεγάλος Ρίτσος φυτρώσανε οι βλαβιανοί αλλά και οι όψιμοι μπαλωματήδες του ριζοσπάστη!Βρε ουστ!

    Απάντηση
  4. Σταμάτης31/10/13 11:03

    Γιάννης Ρίτσος - Ἡ ἀράχνη

    στὸν τόμο: Ποιήματα 1958-1967, τόμ. Θ´,
    ἔκδ. Κέδρος, Ἀθήνα, 1989, σ. 216.

    Κάποτε, μιὰ τυχαία κι ἐντελῶς ἀσήμαντη λέξη
    προσδίδει μιὰ ἀπροσδόκητη σημασία στὸ ποίημα,
    ὅπως π.χ. στὸ ἐγκαταλειμμένο ὑπόγειο, ὅπου
    κανεὶς δὲν κατεβαίνει ἀπὸ καιρό, τὸ μεγάλο, ἄδειο κιοῦπι.
    στὸ σκοτεινό του χεῖλος περπατάει χωρὶς νόημα μιὰ ἀράχνη,
    (χωρὶς νόημα γιὰ σένα, μὰ ἴσως ὄχι γιὰ κείνην).













Και εδω, τι εγραψεη σελιδα ...gay ekfansi 

ΤΕΤΆΡΤΗ, 3 ΙΑΝΟΥΑΡΊΟΥ 2018

  
Σκιαγραφώντας μιὰ διαμάχη

ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙΟ ΑΝΩΝΥΜΩΝ ΑΓΙΩΝ – 4. ΙΣΩΣ ΝΑ 'ΝΑΙ ΚΙ ΕΤΣΙ

Εἶναι ἄνοιξη τοῦ 1985 καὶ οἱ ἐκδόσεις Κέδρος, ποὺ ἔχουν καὶ τὰ ἀποκλειστικὰ δικαιώματα, θέτουν σὲ κυκλοφορία ἕνα νέο ἔργο τοῦ Γιάννη Ρίτσου. 
Ὁ Ρίτσος ἔχει ξεκινήσει μιὰ σειρὰ μὲ πεζά, ὑπὸ τὸ γενικὸ τίτλο Εἰκονοστάσιο ἀνώνυμων ἁγίων. Τὰ τρία πρώτα ἔργα τῆς σειρᾶς ποὺ εἶχαν κυκλοφορήσει ἦταν:
1. Ἀρίοστος ὁ προσεχτικὸς ἀφηγεῖται στιγμὲς τοῦ βίου του καὶ τοῦ ὕπνου του.
2. Τί παράξενα πράγματα.
3. Μὲ τὸ σκούντημα τοῦ ἀγκώνα.
Καὶ ἔρχεται ὁ χρόνος καὶ ὁ καιρὸς νὰ κυκλοφορήσει ὁ τέταρτος τόμος τῆς σειρᾶς ὑπὸ τὸν τίτλο Ἴσως νά 'ναι κι ἔτσι, τὸ ἐξώφυλλο μάλιστα κοσμεῖ μιὰ ἀκουαρέλα τοῦ Ρίτσου φτιαγμένη πάνω σὲ πακέτο τσιγάρων. Καὶ κυκλοφορεῖ ποὺ λέτε ὁ τόμος, τόμος ποὺ περιέχει δεκαωχτὼ πεζογραφήματα τὰ ὁποῖα μπορεῖ ὅλα τους κάλλιστα νὰ τὰ σκεπάσει ἡ ὀμπρέλα τοῦ ἐρωτικοῦ πεζογραφήματος. Μιλᾶμε δηλαδὴ γιὰ μιὰ συλλογὴ ἐρωτικῶν πεζογραφημάτων. Ὁ ἴδιος, ὁ καθ' ὅλα σπουδαῖος Ρίτσος, διαβλέπει τὶς ἀντιδράσεις ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν, ἔτσι μέσα στὰ πεζογραφήματα, γιὰ τὴν ἀκρίβεια στὸ τελευταῖο πεζὸ τοῦ τόμου γράφει:

«Ποῦ θὰ πάει αὐτὸ τὸ πράγμα; γράφεις γράφεις καὶ τελειωμὸ δὲν ἔχεις. 
Καλὰ τὸ λένε κάποιοι κάποιοι, λογοδιάροια σ' ἔχει πιάσει. Καὶ τί 'ναι τοῦτα ποὺ μᾶς ξεφουρνίζεις; παιδιάστικα καμώματα. 
Γειὰ στὸ στόμα σου κυρ Κυπαρίσση, "ὁ παλιμπαιδισμὸς εἶναι σύνηθες φαινόμενον τῶν ἀρτηριοσκληρυντικῶν γερόντων". Λὲς νά 'ναι ἀλήθεια; Ἴσως νά 'ναι κι ἔτσι. 
Ἀφοῦ κι ὁ Πέτρος εἶπε «δὲν ἔχεις τίποτ' ἄλλο νὰ πεῖς; κατοχὴ, ἀντίσταση πείνα, θάνατοι, ἐκτελέσεις, θυσίες, ὁλοκαυτώματα, Καλάβρυτα, Μονοδέντρι, Κοκκινιά, Καισαριανή, Δίστομο, Καλογρέζα, ἐμφύλιος πόλεμος,, Ἄγγλοι, Ἀμερικάνοι, ἐξορίες φυλακὲς (τὶς ξέρεις δὰ κι ὁ ἴδιος), Μακρόνησος, Λῆμνος, Ἰκαρία, δικτατορίες, Γιάρος Λέρος, τὰ ξέχασες ρὲ Ἴων; καὶ πρέπει νὰ τά θυμόμαστε κάθε στιγμή, νὰ τὰ θυμίζουμε γιὰ νὰ μὴν ξαναγίνουν· ἀμ' ἐτούτη ἡ σημερινὴ ἀπειλὴ πυρηνικοῦ παγκόσμιου ὀλέθρου; μποροῦμε νὰ σωπάσουμε γι' αὐτὰ καὶ νὰ σταυρώνουμε τὰ χέρια;».
 Κι εἶπε ὁ Ἀλέκος, κάπως δισταχτικά, ἀλλὰ μὲ συμπάθεια «θαρρῶ δὲν ἔχεις δίκιο Πέτρο· ἔχει μιλήσει ὁ Ἴων καὶ γι' αὐτά, στὴν Ἀγρύπνια, στὸν Πέτρινο χρόνο, στὶς Γειτονιὲς τοῦ κόσμου, στὰ Ἐπικαιρικά, στὰ Λιανοτράγουδα καὶ σὲ τόσα ἄλλα, κι ἂς μὴν ξεχνᾶμε τὰ Τρακτέρ, τὶς Πυραμίδες, ἄ, ναί, καὶ τὰ Συντροφικὰ τραγούδια ἀλλὰ προπάντων τὸν Ἐπιτάφιο· βέβαια τώρα τελευταία τό 'χει ρίξει κάπως στὰ ἀφηρημένα, τὰ ἐρωτικά, τὰ λυρικοφιλοσοφικά, τὶς παιδικὲς κι ἐφηβικὲς ἀναπολήσεις, μά, δὲν μπορεῖς νὰ πεῖς, ἔχουν κι αὐτὰ τὴ χάρη τους, καὶ μάλιστα μεγάλη χάρη, καὶ κατ' οὐσίαν εἶναι προοδευτικὰ καὶ στὸ περιεχόμενο καὶ στὴν ἔκφραση».

Αὐτά, μεταξὺ ἄλλων, ἔγραφε ὁ Ρίτσος στὸ τελευταῖο πεζογράφημα τῆς συλλογῆς μὲ τίτλο «Θύμησες, πράγματα, λόγια». 
Κάτι φαίνεται νὰ ἤξερε ὁ σπουδαῖος ποιητής μας. Γιατί;
Νά ποὺ φτάσαμε λοιπὸν καὶ στὸ γιατί. Γιατὶ μὲ τὴν κυκλοφορία τοῦ τόμου μὲ τὰ πεζὰ ὑπὸ τὸν τίτλο Ἴσως νά 'ναι κι ἔτσι, ξέσπασε μεγάλη διαμάχη, ταραχή, συζήτηση καὶ ἔγινε τοῦ... Ρίτσου μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων τῆς κομουνιστικῆς Ἀριστερᾶς τῆς Ἑλλάδας τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.
Καὶ γιὰ νὰ άκριβολογοῦμε, τὸν Μάιο τοῦ ἴδιου χρόνου καὶ μόλις ποὺ ἔχουν κυκλοφορήσει τὰ πεζά, τὸ περιοδικό Πολιτιστική - Μηνιαία Ἐπιθεώρηση Τέχνης (1984-1987)· περιοδικὸ προσκείμενο στὸ ΚΚΕ, τὴν συντακτικὴ ὁμάδα τοῦ ὁποίου ἀπαρτίζουν ἀξιόλογοι νέοι κομμουνιστές, παρουσιάζει ἕνα ἀφιέρωμα στὸν Γιάννη Ρίτσο· καὶ μὲ άφορμὴ τὸ ἀφιέρωμα ἐπιτίθεται μὲ δριμύτητα ἐναντίον τοῦ ποιητῆ, ἂν καὶ θὰ περίμενε κανεὶς ἀπὸ νέα ἄτομα μιὰ διαφορετικὴ βέβαια, περισσότερο προοδευτικὴ στάση. 
Ἀκολουθεῖ ἡ ἐφημερίδα Αὐγὴ ποὺ πρόσκεινται στὸ ΚΚΕ Ἐσωτερικοῦ, ποὺ ἀντιδρώντας, χρεώνει τὴν ἐπίθεση στοὺς λεγόμενους "ἠθικολόγους τῆς παλιᾶς φρουρᾶς τοῦ δογματισμοῦ"
Ἀκολουθεῖ ὅμως καὶ ὁ Ριζοσπάστης -ὄχι ποὺ δὲν θὰ ἀκολουθοῦσε- ποὺ ὀφείλουμε νά ποῦμε πὼς διαπερνᾶται ἀπὸ ἕνα κλίμα προοδευτισμοῦ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, καὶ ποὺ θέλοντας νὰ μαρτυρήσει ὑπέρ, καὶ νὰ πάρει τὸ μέρος τοῦ Ποιητῆ τοῦ Λαοῦ ὑποστηρίζοντάς τον, παραθέτει μιὰ σειρὰ ἀπὸ δημοσιεύματα, καταδικάζοντας τὴν ἄστοχη ἐπίθεση τοῦ περιοδικοῦ καὶ τῶν συνακτῶν του, δηλώνοντας μάλιστα ὅτι "ἡ Πολιτιστικὴ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸ ΚΚΕ". Φτάνει μάλιστα στὸ σημεῖο, λίγες ἐβδομάδες μετά, νὰ χαρακτηρίσει τὴν κριτικὴ τῆς Πολιτιστικῆς "προβοκάτσια". 
Ἀλλὰ εἶναι ἄλλες οἱ ἐποχές, μὴν λησμονοῦμε πὼς τὴν ἄνοιξη τοῦ ἴδιου ἕτους, τοῦ 1985 δηλαδή, μιλᾶμε γιὰ Περεστρόικα, Γκορμπατσόφ, Γενικὸς Γραματὲας τοῦ ΚΚΕ εἶναι ὁ Φλωράκης, ἔτσι γιὰ νὰ δώσω μὲ δυὸ λόγια τὸ στίγμα τῆς έποχῆς. Ὁπότε ἀντιλαμβάνεται κανεὶς τὴ στάση τοῦ Ριζοσπάστη.
Γιὰ τὴν ἱστορία, νὰ ἀναφέρω πὼς διευθυντὴς τῆς Πολιτιστικῆς ἀλλὰ καὶ γενικὰ ψυχὴ τοῦ περιοδικοῦ -ὁπότε καὶ ὑπεύθυνος γιὰ τὰ γραφόμενα- ἦταν ὁ Ἀντώνης Στεμνής.
Θέλετε καὶ ἕνα μικρὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ τί ἔγραψε; Ἰδοῦ:
 «Τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι ὅτι ἀπουσιάζει ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Ρίτσου ὁ διαλεκτικὸς καὶ ἱστορικὸς ὑλισμός, εἶναι ὅτι κήρυξε τὴ φιλοσοφία τῆς ὕπαρξης μὲ ὑλιστικὴ ἐπίφαση. Τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι ὅτι δὲν ἐξέφρασε τὴν ἐργατικὴ τάξη, δὲν πῆγε στὰ αἴτια καὶ δὲν ὑπαινίχθηκε λύσεις, εἶναι ὅτι μὲ τὸν ρομαντισμό, τὸν ἐρωτισμό, τὸν ἑλληνοχριστιανισμὸ καὶ τὴν μελέτη θανάτου ὕμνησε τὴν μιζέρια, τὴν "ρωμιοσύνη" καὶ ὅσα ἀρνητικὰ στοιχεῖα διευκόλυναν τὴν ἄρχουσα τάξη».

*(Σημ. Αντίλογου: Επέκρινε το "Ίσως νά ΄ναι κι έτσι" επίσης μεταξύ άλλων γνωστών κομμουνιστών  διανοουμένων  και η Έλη Αλεξίου, κάθε άλλο από "δογματική" αλλά οι ...κάργα "ανανεωτές" επικριτές της ελευθερίας κρίσης του περιοδικού και καθενός, το αποσιωπούν...)

Στὸν Στεμνὴ ἀπάντησε ὁ ποιητής Κώστας Μύρης καὶ μάλιστα μὲ τὸ πραγματικό του ὄνομα, Κώστας Γεωργουσόπουλος, στὸ ἄρθρο του
 "Ἀγωγιάτες Δογμάτων", ποὺ μεταξὺ ἄλλων, ἔγραφε: «[...]
 Πρέπει νὰ αποδειχθεῖ ὁ Ρίτσος ρομαντικός, ἑλληνοχριστιανός, ἐρωτοληπτικός, ἀναχωρητικός ποιητής, (λέει τὸ ζντονοφάκι ποὺ γεννήθηκε μετὰ τὸν Ἐμφύλιο, ποὺ δὲν κατάλαβε τίποτα οὔτε ἀπὸ Κατοχή, οὔτε ἀπὸ τὰ βάσανα τῆς ἐργατιᾶς). Ὁ Ρίτσος, συμπεραίνει τὸ ζντανοφάκι εἶναι ένας βολεμένος μικροαστὸς ποιητής. Νὰ συνεχίσω:
Γνωστὴ ἡ μέθοδος. Σκοπὸς νὰ γίνει σούσουρο γιὰ τὸν τολμηρὸ νεανία ποὺ ξεγύμνωσε τὸ εἴδωλο καὶ ἄλλα ἠχηρά παρόμοια. Καὶ βέβαια, ὁ Ρίτσος, ὅπως ὁ καθένας δὲν εἶναι ταμποῦ. Ἀλλὰ τὰ ζντανοφάκια δὲν ξέρουν καὶ δὲν μποροῦν νὰ κρίνουν ποιητὲς γιατὶ δὲν τοὺς ἀφήνουν τὰ φάλαρα. Σκέψου νὰ κρίνεις ἕναν ποιητή 
ἀπὸ τὰ θέματά του. Ἐκεῖ εἶναι ἀκόμα τὰ μειράκια».

Ἀλλὰ τὶ ἦταν αὐτὸ ποὺ ἐνόχλησε; Δὲν πάει ὁ νοῦς σας; Ὅλο τὸ βιβλίο διαπερνάει ἕνας ὁμοφυλοφυλικὸς ἐρωτισμός.
 Ὁ Ρίτσος ἀφήνεται νὰ παρασυρθεῖ ἀπὸ ἀναμνήσεις· ἀναμνήσεις ποὺ ξεκάθαρα ἀφήνει νὰ χαρακτοῦν στὸ χαρτὶ ἀπὸ τὴν πένα του, χωρὶς κανένα προστατευτικὸ κέλυφος. Κάπου βάζει μέσα καὶ δυὸ ἐργάτες-συντρόφους, ἀλλὰ αὐτὸ ἀποτελεῖ λεπτομέρεια. Μᾶς περιγράφει στιγμές, ματιές, πύρινες ἀνταλλαγὲς βλεμμάτων, ἀγγίγματα, κοντινὲς ἀνάσες στὸ σκοτάδι, ὑγρὲς νύχτες ποὺ ἡ ἐπιθυμία φτάνει μέχρι τὰ χείλη, ἀλλὰ δὲν βγαίνει. Πραγματικὰ μιὰ ὑπέροχη γραφὴ ποὺ γκρεμίζει εἴδωλα καὶ παραδοσιακὰ σύμβολα καὶ ποὺ βγάζει βέβαια τὸν Ρίτσο ἀπὸ τὸ ἀπυρόβλητο ποὺ τὸν εἶχε θέσει τὸ κομματικὸ κατεστημένο, γι' αὐτὸ ἐξάλλου καὶ οἱ ἀντιδράσεις. Ὁ Ποιητῆς τοῦ Λαοῦ νὰ μιλάει γιὰ ἀμοιβαίες μαλακίες καὶ ὀρθωμένα καβλιά!! Ποῦ ἀκούστηκε αὐτό!!!
Κάπου ἐδῶ ὅμως δὲν ἔχει νόημα νὰ ποῦμε περισσότερα, ἀλλὰ νὰ σᾶς ἀφήσω στὴν ὑπέροχη γραφὴ τοῦ ποιητῆ, ἀντιγράφοντας ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ πρῶτο πεζὸ τῆς σειρᾶς ποὺ φέρει τὸν τίτλο, «Ἀνταλλαγὲς καὶ διασταυρώσεις».
«[...] Ὡστόσο οἱ δυὸ φαντάροι (ἀσφαλῶς ἀδειοῦχοι) καπνίζουν ἀράδα φτηνὰ τσιγάρα στὸ παγκάκι τοῦ πάρκου, πλάι στὸ ἄγαλμα τοῦ Παιδιοῦ μὲ τὸ Ψάρι.Ἴσως γι' αὐτὸ μυρίζουν κι οἱ δυό τους ψαρίλα ἢ βαρβατίλα ἀπ' τὶς πολλὲς ὀνειρώξεις, καὶ τώρα ἀκόμα βρίσκονται σὲ διέγερση, χωρὶς νὰ τὸ λένε οὔτε μεταξύ τους, καὶ τὸ ξέρουν κι οἱ δυό, κι αὐτὸ τοὺς κάνει νὰ καυλώνουν πιότερο, κι ἐνῶ κρατοῦν τὸ τσιγάρο μὲ τὸ δεξί τους χέρι, μὲ τ' ἄλλο, τὸ ζερβί τους, πιέζουν τὸ πέος τους νὰ τὸ σπάσουν. Νὰ πάρει ὀργή, δὲν ξεμυτίζει καὶ καμιὰ σκρόφα, νὰ πᾶνε μαζί, ὁ ἕνας ἀπὸ μπρός, ὁ ἄλλος ἀπὸ πίσω, καὶ νὰ σκουντιοῦνται οἱ φαλλοί τους μέσ' ἀπ' τὸ σῶμα τῆς γυναίκας, -τό 'χεις δοκιμάσει; -ὄχι· ἐσύ; -οὔτε· τό 'χω φανταστεῖ· φίνα θά 'ναι· ἔχω δεῖ καὶ κάτι φωτογραφίες· μ' ἄρεσε· τὶς ἔχει ὁ Μιχάλης· ὀλάκερο πάκο· σ' τὶς ἔδειξε; - ναί· μ' ἀρέσανε καὶ μένα· δὲν κάνει νὰ τὶς βλέπεις· μαραζώνεις· δὲν εἶδες ὁ Μιχάλης; ἔχει λιώσει άπ' τὴν μαλακία· τὴ βρίσκει μονάχος του· καὶ νὰ μοῦ τὸ θυμηθεῖς, θά 'ρθει ἡ ὥρα καὶ δὲν θὰ μπορεῖ νὰ πάει μὲ γυναίκα· ἂ σιχτὶρ μὲ τοῦτο τὸ παλούκι ποὺ μᾶς φύτεψε ὁ θεὸς στὰ σκέλια μας· -τί λές, μωρέ, τὸ καμάρι μας. Ἡ λεβεντιά μας, τὸ μεράκι μας· πιὸ κι ἀπ' τὸ ψωμὶ κι ἀπ' τὸ κρασὶ κι άπ' τὸ τσιγάρο. Ξεκουμπώνει ὣς κάτου τὸ βρακί του, τὴ χουφτώνει, τὴ βγάζει, τεντωμένη σπαρταριστή. Τὸ ἴδιο κάνει κιν ὁ ἄλλος, μὴ καὶ φανεῖ δειλός, ἔτσι συντροφικάτα. Τὶς κοιτάζουν, καθένας τὴ δική του. Ὕστερα ὁ ἕνας τοῦ ἀλλουνοῦ. -Μεγάλη ποὺ τὴν ἔχεις. -Ἀμ' ἡ δικιά σου· κι εἶναι καὶ πιὸ χοντρή· χωρὶς καθόλου χαλινό· νά· ὅπως κι ἡ δικιά μου· τὶς παίζουμε; ἐσὺ τὴ δικιά μου κι ἐγὼ τὴ δικιά σου· θά 'ναι πιὸ μερακλίδικα. - Ὄχι· δὲ μοῦ 'ρχεται· εἶναι ἁμαρτία· - Τί ἁματρία; δὲν τὴν παίζεις ποτέ σου; -Ναὶ ἀλλὰ μονάχος, στὰ κρυφά. -Σαχλαμάρες. Τί μονάχος, τί μ' ἕναν ἄλλον; κι ἐμεῖς εἶμαστε φίλοι. Δὲ θὰ τὸ ποῦμε πουθενά.
Ἁπλώνει πρῶτος τὸ χέρι του, τοῦ τὴ χουφτώνει. Ξεθαρρεύεται κι ὁ ἄλλος. Τοῦ τὴν πιάνει κι αὐτός. Δὲ μιλᾶνε. Δὲν κοιτιοῦνται. Κοιτάει ὁ ἕνας τοῦ ἀλλουνοῦ. Λαχανιάζουν. Θέλουν νὰ φωνάξουν, δὲν ξέρουν τί· κάτι δυνατά, πολὺ δυνατά· νὰ βουίξει τὸ πάρκο, νὰ μαζευτεῖ κόσμος, κι αὐτοὶ ν' ἀναληφθοῦν ἀπλησίαστοι, ἀσύλλιπτοι, οἱ δυό τους μόνοι, μόνοι, μόνοι, ὁλόκληροι, ἀθάνατοι, ὣς τὴ μεγίστη στιγμὴ τῆς ἔκρηξης, καὶ πιὰ δὲν ξέρεις τί θὰ ἐπακολουθήσει κι οὔτε ἔχει σημασία, γιατὶ αὐτὴ ὴ στιγμὴ εἶναι ὅλος ὁ χρόνος, ἔξω ἀπ' τὸ χρόνο, καὶ τὸ μόνο ποὺ θέλουν εἶναι νὰ φωνάξουν ὅλη τὴ συγκεντρωμένη σιωπὴ καὶ ν' ἀκουστοῦν πέρα, παντοῦ, οὔουου, οὔουου, λόγια συναγμένα ἀπ' τοὺς δρόμους, ἀπ' τὶς ταβέρνες, ἀπ' τὰ μπορδέλα, τὰ πιὸ αἰσχρά, τὰ πιὸ ἅγια, ποτὲς δὲ τ' ἀρθώσανε, κι εἶναι πετρωμένα μέσα τους, βράχια, ἔ, ὠρὲ ντουνιά, στὴν κορφὴ τοῦ καυλιοῦ μου σὲ σηκώνω, χύνω βαθιά σου, νόημα σοῦ δίνω, κόκκινο· μὰ κείνη ἀκριβῶς τὴ στιγμὴ μιὰ βαμμένη γυναίκα περνάει· σκεπάζει ὁ καθένας μὲ τὴν παλάμη του τὸ δικό του πέος· ντροπαλοσύνη· τοῦς πέφτει· μαλακώνει· -ἔ, κοπελιὰ δὲν ἔρχεσαι κατὰ δῶ; -δὲν πηδιόσαστε μόνοι σας, θὰ βολευτεῖτε καλύτερα. Καὶ φεύγει. Καὶ ξαφνικὰ βραδιάζει. Τὸ χρυσὸ λιόγερμα σβήστηκε. Μόνον τὸ ἄγαλμα τοῦ Παιδιοῦ μὲ τὸ Ψάρι, κρατάει λίγο ρόδινο. Ἐλάχιστο. Κι αὐτοὶ ἀνάβουν τσιγάρο, καθένας μὲ τὸ δικό του σπίρτο. Ἐξαφανίζονται [...]».

Γιὰ τὴν Ἱστορία νὰ ἀναφέρουμε ὅτι στὴ σειρὰ μὲ τὸν γενικὸ τίτλο Εἰκονοστάσιο ἀνώνυμων ἁγίων, κυκλοφόρησαν συνολικὰ ἐννέα τόμοι μὲ πεζὰ τοῦ Γιάννη Ρίτσου. Οἱ ὑπόλοιποι ἦταν:
5. Ὁ γέροντας μὲ τοὺς χαρταετούς.
6. Ὄχι μονάχα γιὰ σένα.
7. Σφραγισμένα μ' ἕνα χαμόγελο.
8. Λιγοστεύουν οἱ ἐρωτήσεις.
9. Ὁ Ἀρίοστος ἀρνεῖται νὰ γίνει ἅγιος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: