Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2021

Πανάρχαιο έθιμο τα κάλαντα-βίντεο με κρητικά κάλαντα

Τα κάλαντα είναι εθιμικά ποιήματα.

 Είναι πανάρχαιο έθιμο και έχει τις ρίζες του στα προχριστιανικά χρόνια.

Στην Αρχαία Αθήνα, στα Ανθεστήρια τα παιδιά, στα δικά τους «κάλαντα» εκρατούσανε καραβάκι που εσυμβόλιζε τον ερχομό του Διόνυσου, του οποίου η γέννηση εορταζόταν με το συμβολικό αναγέννησης της ζωής Χειμερινό Ηλιοστάσιο που τότε το υπολόγιζαν στις 25 Δεκεμβρίου.

Στην Ασσυροβαβυλωνία και Μέση Ανατολή, τότε γιόρταζαν, για τον ίδιο συμβολικό λόγο, την γέννηση του θεού Μίθρα-Ηλίου.

Και τέλος, στην συνέχεια των παραπάνω πανάρχαιων συμβολισμών αναγέννησης της Φύσης με γεννήσεις  Θεών, καταργήθηκαν  με εκκλησιαστική απόφαση και στην συνέχεια με αυτοκρατορικό διάταγμα οι Διονυσιακές και Μιθραϊκές γιορτές της 25ης Δεκεμβρίου και καθιερώθηκε αντ΄αυτών να εορτάζεται τότε η γέννηση του Χριστού. 

Ήταν απόφαση του πάπα Ιουλίου το 354 μΧ... Η οποία  κατάργησε παράλληλα  τον ως τότε εορτασμό γέννησης του Χριστού την 6η ημέρα του έτους, στις 6 Ιανουαρίου (που είχε καθιερωθεί συμβολικά επειδή η Π.Διαθήκη αναφέρει πως την 6η ημέρα της Δημιουργίας, έπλασε ο Θεός τον Άνθρωπο. 

βλ: https://www.thermisnews.gr/2021/12/25.html

Η λέξη κάλαντα ετυμολογείται από τη ρωμαϊκή λέξη καλένδα που σημαίνει η πρώτη μέρα του μήνα. Κάλαντα κυρίως είναι αυτά της πρωτοχρονιάς, μα κάλαντα λέμε και τα γέννα και τα Φώτα, και του Λαζάρου, και τα Θρηνητικά της Μ. Παρασκευής.

Ο Σφακιανός λαογράφος Κανάκης Γερωνυμάκης γράφει, καταγράφοντάς τα:

«Δεν βρίσκω καμιά χάρη στα κάλαντα. Ούτε λογοτεχνικά, ούτε στιχουργικά. Προφανώς τα γράψανε αγράμματοι και ανιστόρητοι άνθρωποι. Στα θρηνητικά κάλαντα π.χ. της Μεγάλης Παρασκευής μας παρουσιάζουνε ότι η Αγία Ελένη εσχολίασε την Παναγία, ενώ τις χώριζε τριών αιώνων ζωή. ιδιαίτερα αυτά τα παλιά της Πρωτοχρονιάς, τα μακροσκελή, είναι τελείως άκομψα και εν πολλοίς άσχετα, όμως τα καταγράφω χάριν της λαογραφίας:

 



Τα γέννα

Καλήν εσπέρα άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας
Χριστού τη θεία γέννηση να πω στ’ αρχοντικό σας
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ την πόλη
οι ουρανοί αγάλλονται χαίρεται η φύση όλη
Εν τω σπηλαίω τίκτεται εν φάτνη των αλόγων
ο βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων
Πλήθος αγγέλων ψάλουσι το δόξα εν υψίστοις
και τούτο άξιον εστί η των αγγέλων πίστις.
Εκ της Περσίας έρχονται τρεις μάγοι με τα δώρα
άστρο λαμπρό τους οδηγεί δίχως να λείψει ώρα.
Φθάσαντες εις Γερουσαλήμ με πόθον ερωτώσι
πού εγεννήθη ο Χριστός να παν να τονε βρώσι.
Διά Χριστόν ως άκουσε ο βασιλιάς Ηρώδης
αμέσως εταράχτηκε κι εγίνη θηριώδης.
Γιατί πολλά φοβήθηκε διά τη βασιλεία
μην του την πάρει ο Χριστός και χάσει την αξία.
Κράζει τους μάγους και ρωτά «που ο Χριστός γεννάται»
«Εις Βηθλεέμ ηξεύρομεν ως η γραφή διηγάται»
Τους είπε να υπάγωσι και όπου τον βρώσι
σαν τονε προσκυνήσωσι να παν να του το πώσι
Όπως υπάγει και αυτό σαν τονε προσκυνήσει
με δόλον ο μισόθεος για να τον αφανίσει.
Βγαίνουν οι μάγοι τρέχουσι και τον αστέρα βλέπουν
φως θεϊκό τους οδηγεί και με χαρά προστρέχουν.
Εν τω σπηλαίω φθάνουσι βρίσκουν τη θεοτόκο
κι εβάστα στις αγκάλες της τον άγιόν της τόκο
Γονατιστοί τον προσκυνούν και δώρα του χαρίζουν
σμύρνα, χρυσόν και λίβανον Θεό τον ευφημίζουν.
Τη σμύρνα μεν ως άνθρωπον, χρυσόν ως βασιλέα
τον λίβανον ωσάν θεό όλης της ατμοσφαίρας.
Αφού τον επροσκύνησαν ευθύς πάλι μισεύουν
και τον Ηρώδη μελετούν να πάνε να τον εύρουν.
Πλην άγγελος εξ ουρανού βγαίνει τους εμποδίζει
άλλην οδόν να πορευθούν αυτός τους διορίζει.
Και πάλιν άλλος άγγελος τον Ιωσήφ προστάζει
εις Αίγυπτο να πορευθεί κι εκεί να ησυχάζει.
Να πάρει και τη Μαριάμ μαζί με τον υιόν της
γιατί ο Ηρώδης τον ζητεί τον τόκο τον δικό της
Μη βλέπων δε ο βασιλεύς τους μάγους να γυρίσουν
εις Βηθλεέμ επρόσταξε παιδί να μην αφήσουν.
Όσα παιδία εύρωσιν δύο ετών και κάτω
όλα να τα περάσωσι κάτω από τα σπαθιά των
Χιλιάδες δέκα τέσσερις σφάζουν σε μιαν ημέρα
θρήνους κλαυθμούς και οδυρμούς είχε κάθε μητέρα
Έτσι επληρώθει το ρηθέν προφήτου Ησαΐού
μετά και άλλων προφητών και του Ιερεμίου
Φωνή ακούσθη εν Ραμά Ραχήλ τα τέκνα κλαίει
παραμυθεί ουκ ήθελεν ότι αυτά ουκ έχει
Ιδού όπου σας είπομεν όλη την υμνωδίαν
του Ιησού μας του Χριστού γέννηση την Αγία
Και σας καληνυχτίζουμεν πέσετε κοιμηθείτε
ολίγον ύπνο πάρετε μετά να σηκωθείτε
Να βάλετε τα ρούχα σας έμμορφα να ντυθείτε
στην εκκλησιά να τρέξετε με προθυμιά να μπείτε
Ν’ ακούσετε με προσοχή όλη τη λειτουργία
για του Χριστού τη γέννηση τη θεία την Αγία.
Ευθύς άμα γυρίσετε εις το αρχοντικό σας
στρώσετε το τραπέζι σας, βάλτε το φαγητό σας.
και το σταυρό σας κάμετε γευθείτε και ευφρανθείτε
δώστε και κανιούς φτωχού όπου το υστερείται.
Δώσε κι εμάς τον κόπο μας ότι είναι ορισμός σας
και ο Χριστός μας πάντοτε να είναι βοηθός σας.

Φεύγοντας από το σπίτι που λέγαμε τα κάλαντα, πάντα λέγαμε το παρακάτω:

 

Επά που καλαντίσαμε πέτρα να μη ραΐσει
ο νοικοκύρης κ’ η κερά χρόνια πολλά να ζήσει
Να ζήσει χρόνια εκατό και να τα ξεπεράσει
κι απάνω εις τα εκατό ν’ ασπρίσει να γεράσει.

Τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς τέλη 19ου, αρχές 20ου αιώνα



Ταχιά, ταχιά ‘ν’ αρχιμενιά ταχιά ‘ν’ αρχή του χρόνου
ταχιά ‘ν’ απού προπάτηξεν ο Κύριος του κόσμου.
Ταχιά εβγήκεν ο Χριστός στη γη να προπατήξει
κι εβγήκεν κι εδιαλάλησεν ούλους τσοι ζευγολάτες.
Κι ο πρώτος που τα’ απάντηξεν ήτον Άγιος Βασίλης
– Άγιε Βασίλη Δέσποτα, καλό ζυγάριν έχεις;
– Καλό το λέω αφέντη μου, καλό κι ευλοημένο
γιατί το βλόησε ο Χριστός με το δεξί του χέρι
με το δεξί, με το ζερβί με το στεφανοχέρι.
– Να σε ρωτήξω Δέσποτα, πόσα μουζούρια σπέρνεις;
– Μετά χαράς αφέντη μου θα σου το μολοήσω.
Σπέρνω κριθάρι δώδεκα και στάρι δέκα πέντε
ψαρές και ρόβι δεκαοχτώ κι από νωρίς στο σταύλο
Μ’ αλήθεια κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιλάκι
μουζούρια στάριν έσπειρα μ’ ένα πλατέ πινάκι.
Μα κει τ’ ανεριαστήκανε λαγούδια και περδίκια
Μούδε λαγούδια ν έπιασα μούδε και τα περδίκια
μα θέρισα κι αλώνεψα χίλια οχτώ μουζούρια.
Με τ’ αποσκυβαλίδια μου σα χίλια πεντακόσια
εκειά που εστάθην ο Χριστός χρυσό δεντρίν εβγήκε.
Κ’ είν’ η κορφή ν-του ολόχρυση κ’ οι ρίζες του ασημένιες
και στα κλαδάκια του δεντρού πέρδικες κακαρίζου.
Κακάριζε, κακάριε πέρδικα κορωνάτη
κι εγώ θα χρίσω εκκλησιά με δεκαοχτώ καμάρες.
Κάθα καμάρα και κερί και κάθα δυό λαμπάδα
και κάθα τρεις και τέσσερις ώρια πανώρια βρύση.
Όσοι διαβάτες κι α(ν)διαβού, περάτες κι αν περάσου
να πιούσινε κρυγιό νερό τον Κύριο να δοξάσου.
Όσα άστρα έχει ο ουρανός και φύλλα το σπαρμένο
τόσο ψηλά ποκάμισα να καταλύσει ο αφέντης.
Θωρείς εκείνη την κορφή, την πέρα την παρέκει;
Εκειά κοιμάται αφέντης μας κι εκειά τον πήρε ο ύπνος
Και ποιος θα μπει και ποιος θα βγει για να τονε ξυπνήσει
βάλε πανέρια κάστανα, πανέρια με καρύδια
κι εγώ θα μπω κι εγώ θα βγω και θα τονε ξυπνήσω.
Ξύπνησ’ αφέντη ξύπνησε να φάμε και να πιούμε
να φάμε από λαγού μερί και από αγριμιού τη μέση.
Κερά μαρμαροτράχηλη και φεγγαρομαγούλα
απού τον έχεις τον υγιό το μοσκοκανακάρη
Λούγεις τον και χτενίζεις τον και στο σκολειό τον μπέμπεις
άψε βαγίτσα το κερί και πιάσε το λυχνάρι
και κάτσε και λογάριασε ίντα θα μασε φέρεις.
Απάκι γη λουκάνικο γη από πλευράς κομμάτι
για απού τη μαύρη όρθα σας κιανένα αυγούλάκι
Γη απού το κασελάκι σας κιανένα τσικινάκι
γη απού το γέρο πίθαρο κιαμιά σταλέ λαδάκι
Κι αν είναι με το θέλημα χρυσή μου πελιστέρα
ανοίξετε την πόρτα σας να πούμε καλησπέρα.

Τα κάλαντα που λέγαμε στη δεκαετία του 1930

Αρχιμενιά κι αρχιχρονιά κι αρχή του Γεναρίου
αύριο ξημερώματα τ’ Αγίου Βασιλείου.
Κι αρχή που βγήκεν ο Χριστός στη γη να προπατήξει
Κι εβγήκε κι εδιαλάλησεν ούλους τσοι ζευγολάτες
κι ο πρώτος που τ’ απάντηξεν ήτον Αγιός Βασίλης.
Άγιε Βασίλη Δέσποτα καλό ζευγάριν έχεις;
Καλό το λέω αφέντη μου, καλό κι ευλοημένο
γιατί το βλόησε ο Χριστός με το δεξιό ν- του χέρι
με το δεξιό, με το ζερβό με το στεφανοχέρι.
Πιάσε βαγίτσα το κερί και πιάσε το δευτέρι
και κα΄τσε και λογάριασε ίντα θα μασε φέρεις.
Απάκι γη λουκάνικο γη από πλευράς κομμάτι
γη απού τη μαύρη όρθα σας κιανένα αυγουλάκι
κι αν το ‘καμεν κ’ η γαλανή ας είν’ και ζευγαράκι
γη απού το γεροπίθαρο κιαμιά σταλέ λαδάκι
η απού το βαρελάκι σας κιαμιά σταλέ κρασάκι
Και αν είναι με το θέλημα χρυσή μου πελιστέρα
ανοίξετε την πόρτα σας να πούμε καλησπέρα.

 

 

Τα κάλαντα όπως τα λένε σήμερα

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχί καλός μας χρόνος, εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος.
Κι αρχή που βγήκεν ο Χριστός, άγιος και πνεματικός
στη γη να περπατήσει και να μας καλοκαρδίσει.
Άγιος Βασίλης έρχεται, άρχοντες το κατέχετε
από την Καισαρία, συ ‘σ’ αρχόντισσα κυρία.
Κρατά εικόνα και χαρτί, ζαχαροκάντιο ζυμωτή
χαρτί και καλαμάρι δες κι εμέ το παληκάρι.
Το καλαμάριν έγραφε, τη μοίρα μου την έγραφε
και το χαρτίν εμίλιε, άσπρε μου χρυσέ μου ήλιε.
Βασίλη πόθεν έρχεσαι και δε μας καταδέχεσαι;
από τση μάνας μ’ έρχομαι, μα γω σας καταδέχομαι.
Και στο σκολειό μου πάω, δε μου λέτε τι να φάω.
Κάτσε να φας, κάτσε να πιείς, κάτσε τον πόνο σου να πεις
κάτσε να τραγουδήσεις και να μας καλοκαρδίσεις.
Μα γω γράμματα μάθαινα, μα να σας πω τι πάθαινα
τραγούδια δεν ηξεύρω, αντίκρυ μου να σ’ εύρω
Αφού ηξεύρεις γράμματα, πολλές φορές με κλάματα
πες μα την άλφα βήτα, ‘πης απέφαγες την πίτα.
Χλωρό ραβδί ξερό ραβδί, ποτέ στην πόρτα σου μη μπει
χλωρά βλαστάρια επέτα ροδοκόκκινη βιολέτα.
Μ’ απάνω στα βλαστάρι και στα περικλωνάρια του
πέρδικες κελαϊδούσαν
Δεν ήσαν μόνο πέρδικες, γαρεφαλιές λεβέντικες
μα και περιστεράκια, άσπρα μου γλυκά ματάκια.
Πετάχτηκε μια πέρδικα, που περπατά λεβέντικα
να ράνει το φτερό της.
Κι έρανε τον αφέντη μας, το ρήγα το λεβέντη μας
τον πολυχρονεμένο και τον κοσμοξακουσμένο.

Τα Φώτα

Τα Φώτα φαίνεται ότι είναι από δύο διαφορετικά έμμετρα διότι οι πρώτοι πέντε στίχοι είναι 11σύλλαβοι και οι άλλοι είναι 15σύλλαβοι και ακόμα λέγονται με διαφορετικό σκοπό οι πέντε στίχοι από τους άλλους.
Ήρθανε τα Φώτα κι οι φωτισμοί
κ’ οι καλές ημέρες κ’ οι αγιασμοί
Ήρθε κ’ η κερά μας η Μαγδαληνή
σπάγκαλον εβάστα και βαγί κερί.
Ήρθε να βαφτίσει του Θεού παιδιί
Να βαφτιστούν τ’ αβάφτιστα να μυρωθούν τα μύρα
Κάτω στ’ Αγεροσόλυμα εις του Χριστού τον τάφο
εκειά δεντρό δεν ήτονε δεντρόν εφανερώθη.
Στη μέση κάθετ’ ο Χριστός στην άκρα η Παναγία
και στ’ αποκλωναράκια ν-του αγγέλοι κι αρχαγγέλοι
Εκειά απού πάει ο δίκαιος είναι καλά στρωμένα
άθη και τριαντάφυλλα είναι ξεφουντωμένα
Μα κειά που πάει αμαρτωλός οφίδια και λιακόνια
ως τ’ άκουσε ο αμαρτωλός έδερνε το κορμί του
με πέτρες και με σίντερα ώστε να βγει η ψυχή του.
Μα η Παναγία Δέσποινα αυτή τον παρηγόρα
μη δέρνεσαι αμαρτωλέ, μη δέρνεις το κορμί σου
μα γω ‘χω γιον ευσπλαχνικό να σώσει την ψυχή σου

 


Δεν υπάρχουν σχόλια: