Πέμπτη 2 Μαρτίου 2023

 

Μια πρώτη ανάγνωση της «Μαρίας Νεφέλης» του Ελύτη

Μια πρώτη ανάγνωση της «Μαρίας Νεφέλης» του Ελύτη


——— ≈ ———



Ἐγὼ δὲ λέ­γω ὑμῖν μή ἀντιστῆναι τῷ πο­νηρῷ

(Κατὰ Ματ­θαῖον)

Μά­ντε­ψε, κο­πί­α­σε, νιώ­σε: Από την άλ­λη με­ριά εί­μαι ο ίδιος
(Προ­σα­να­το­λι­σμοί, σ.122)


Με αυ­τές τις δύο επι­γραμ­μα­τι­κές φρά­σεις ξε­κι­νά η συλ­λο­γή της Μα­ρί­ας Νε­φέ­λης. Όπως γνω­ρί­ζου­με, η συγ­γρα­φή της άρ­χι­σε το 1974, λί­γο πριν την πτώ­ση της χού­ντας, αλ­λά το βι­βλίο δη­μο­σιεύ­τη­κε το 1978, ένα χρό­νο πριν την απο­νο­μή του βρα­βεί­ου Nobel στον Ελύ­τη. Εί­ναι χρό­νια ση­μα­ντι­κά σε όλη την Ευ­ρώ­πη, και κυ­ρί­ως στη Γαλ­λία: ολο­κλη­ρώ­νουν τη δε­κα­ε­τία που ξε­κί­νη­σε με το πε­ρί­φη­μο ᾽68[1] και απο­τέ­λε­σε το­μή για εκεί­νη τη γε­νιά. Όπως ση­μειώ­νει ο ίδιος ο ποι­η­τής,[2] η ιδέα της δο­μής και του πε­ριε­χο­μέ­νου της συλ­λο­γής γεν­νή­θη­καν από μια προ­σω­πι­κή εμπει­ρία, η οποία στη συ­νέ­χεια με­τα­τρά­πη­κε σε αφορ­μή για μια πε­ρι­γρα­φή και για την εμ­βά­θυν­ση της ση­μα­σί­ας μιας συ­νά­ντη­σης/σύ­γκρου­σης δύο δια­φο­ρε­τι­κών τρό­πων αντί­λη­ψης της ζω­ής, προ­σέγ­γι­σης σε μια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που φαί­νε­ται να εί­ναι αντί­θε­τη με εκεί­νη όπου ζει ο ποι­η­τής, αλ­λά που και αυ­τή του ανή­κει. Όπως λέ­ει και ο ίδιος, εί­ναι η άλ­λη με­ριά του εαυ­τού του.[3]

Εί­ναι ση­μα­ντι­κό να στα­θού­με λί­γο στο νό­η­μα που απο­κτούν οι δύο απο­φθεγ­μα­τι­κές φρά­σεις με τις οποί­ες ο Ελύ­της μάς ει­σά­γει στα ποι­ή­μα­τα της συλ­λο­γής. Η μία εί­ναι ένας στί­χος από τους Προ­σα­να­το­λι­σμούς και μας δί­νει ένα πρώ­το κλει­δί ανά­γνω­σης: οι δύο φω­νές πα­ρου­σιά­ζο­νται ως μία αντι­πα­ρά­θε­ση, μία κα­το­πτρι­κή ει­κό­να. Ωστό­σο, ο ποι­η­τής θέ­λη­σε να μας προει­δο­ποι­ή­σει πως ο βα­σι­κός πυ­ρή­νας αυ­τών των ποι­η­μά­των δεν εί­ναι και­νού­ριος, όπως ίσως φαί­νε­ται σε μία πρώ­τη μα­τιά και όπως και ο ίδιος αρ­χι­κά νό­μι­ζε,[4] αλ­λά ζού­σε μέ­σα του ήδη από τα νε­α­νι­κά χρό­νια, στην πρώ­τη συλ­λο­γή του.[5]

Η άλ­λη ανα­φο­ρά εί­ναι από την Και­νή Δια­θή­κη. Αν συν­δέ­σου­με τις δύο φρά­σεις, έχου­με μία επι­πλέ­ον χρή­σι­μη έν­δει­ξη για την ανά­γνω­σή μας: ο αντί­πα­λος, ό,τι για μας εί­ναι αφι­λό­ξε­νο ή δια­φο­ρε­τι­κό, κά­τι που συ­να­ντά­με έξω από μας, κα­θρε­πτί­ζει κά­τι που εί­ναι μέ­σα μας, τη σκο­τει­νή πλευ­ρά μας, που συ­χνά αγνο­ού­με, την άλ­λη σκο­πιά του εαυ­τού μας. Για αυ­τό το λό­γο –όπως δια­βά­ζου­με στο Κα­τά Ματ­θαί­ον– πρέ­πει να εκ­φρά­σου­με κα­λο­σύ­νη προς ό,τι εί­ναι άλ­λο, δια­φο­ρε­τι­κό από μας. Αυ­τή η συ­νει­δη­το­ποί­η­ση εί­ναι εξ άλ­λου η ανα­γκαία προ­ϋ­πό­θε­ση για έναν αλη­θι­νό διά­λο­γο.

Σχο­λιά­ζο­ντας το ποί­η­μα Through the mirror ο Ξ.Α. Κο­κό­λης πα­ρα­τη­ρεί πως «πί­σω από τον κα­θρέ­φτη υπάρ­χει μια άλ­λη όψη των πραγ­μά­των, ένας μέ­σα κό­σμος».[6] «Ο κα­θρέ­φτης εί­ναι εν­δο­σκο­πι­κός, κοι­τά­ει κά­τω από το δέρ­μα»:[7]

Ο κα­θρέ­φτης θα δεί­ξει την υπο­δό­ρια υφή
των ιστών
                        Κε­ραυ­νός οια­κί­ζει

Η κα­το­πτρι­κή ει­κό­να εί­ναι δη­λα­δή ένα μέ­σο με το οποίο ανα­κα­λύ­πτου­με τον εσω­τε­ρι­κό κό­σμο μας.

Η Μα­ρία Νε­φέ­λη, ση­μειώ­νει πά­ντο­τε ο Κο­κό­λης, «βα­δί­ζει έχο­ντας πά­νω από το κε­φά­λι της τον ίδιο κα­θρε­φτι­σμέ­νο βυ­θό με τα ίδια βό­τσα­λα σαν άστρα».[8] Ο κα­το­πτρι­σμός του εαυ­τού μας συ­νο­δεύ­ει τον ποι­η­τή από το ξε­κί­νη­μά του[9] και απα­ντά σε όλο το έρ­γο του. Έτσι στο Χρο­νι­κό μιας δε­κα­ε­τί­ας ο Ελύ­της ήδη έγρα­φε: «Ο βυ­θός ήταν και η ορο­φή ενός κό­σμου πά­νω από το κε­φά­λι μας»[10] και εδώ «οι πέ­τρες του βυ­θού με­τε­ω­ρί­ζο­νται ανά­λα­φρα στο στε­ρέ­ω­μα».[11] Ο κα­θρέ­φτης κοι­τά­ζει προς τα κά­τω, προς το βυ­θό της θά­λασ­σας, αλ­λά συγ­χρό­νως προς τα ύψη τού ου­ρα­νού. Στον κα­το­πτρι­σμό του Ελύ­τη το ύψος και το βά­θος επι­κα­λύ­πτο­νται. Δια­βά­ζου­με στους Προ­σα­να­το­λι­σμούς:

                         Ανε­βαί­νο­ντας ανά­λα­φρα ως τη διαύ­γεια των βυ­θών
                        
Όπου σε­λά­γι­ζε ο δι­κός σου ο αστε­ρί­ας

                         («Η Μα­ρί­να των βρά­χων»)

Μας το θυ­μί­ζει επα­νει­λημ­μέ­να ο ποι­η­τής: «Στην ποί­η­ση […] τα αντί­θε­τα παύ­ουν να υπάρ­χουν».[12] Στη Μα­ρία Νε­φέ­λη όμως έχου­με μια ου­σια­στι­κή δια­φο­ρά: αν στο πα­ρελ­θόν την κα­το­πτρι­κή ει­κό­να του την έβλε­πε στη φύ­ση, τώ­ρα το βλέμ­μα του κοι­τά­ζει προς τα έξω, προς τον κό­σμο των αν­θρώ­πων, προς τη Μα­ρία Νε­φέ­λη.

Από τους πρώ­τους στί­χους τα λό­για της κο­πέ­λας δη­λώ­νουν πως η ίδια εί­ναι και δεν εί­ναι εκεί, εί­ναι απού­σα στην πα­ρου­σία της, εκ­κρε­μής ανά­με­σα σε αυ­τό που έχει να γί­νει και σε αυ­τό που έγι­νε. Απρο­ε­τοί­μα­στη ν’ αντι­με­τω­πί­σει τη ζωή και την κα­τα­να­λω­τι­κή κοι­νω­νία που μοιά­ζει να τρέ­χει πιο γρή­γο­ρα από το φως:

Βρέ­θη­κα μέ­σα στη ζωή τό­σο άξαφ­να – κει που δεν το πε­ρί­με­να κα­θό­λου. Έλε­γα «μπα θα συ­νη­θί­σω». Κι όλα γύ­ρω μου έτρε­χαν. Πράγ­μα­τα κι άν­θρω­ποι έτρε­χαν, έτρε­χαν – ώσπου βάλ­θη­κα κι εγώ να τρέ­χω σαν τρε­λή. […] κά­τι πα­ρά­ξε­νο έγι­νε στο τέ­λος. Πρώ­τα έβλε­πα τον νε­κρό κι ύστε­ρα γι­νό­ταν ο φό­νος.[13]

Βρι­σκό­μα­στε μπρο­στά σε μια χρο­νι­κή αντι­πα­ρά­τα­ξη ανά­με­σα σ’έ­να βα­ρύ πα­ρελ­θόν και σε ένα πα­ρόν κά­ποιου που ζει μέ­ρα τη μέ­ρα, χω­ρίς προ­γραμ­μα­τι­σμό και χω­ρίς μέλ­λον, για­τί «πού ξέ­ρεις αύ­ριο τι ξη­με­ρώ­νει». Το μό­το στο τέ­λος του ποι­ή­μα­τος Η Νε­φέ­λη («Χα­ρά­ξου κά­που με οποιο­δή­πο­τε τρό­πο / και με­τά πά­λι σβή­σου με γεν­ναιο­δω­ρία») μας προ­τρέ­πει να ζού­με με έντο­νο τρό­πο το πα­ρόν, αλ­λά χω­ρίς να αφή­σου­με ίχνη, να μην με­τα­τρα­πεί σ’έ­να πα­ρελ­θόν-φορ­τίο. Την ίδια ιδέα θα την ξα­να­βρού­με και αλ­λού, π.χ. στο ποι­ή­μα Υπεύ­θυ­νη δή­λω­ση όπου η πρω­τα­γω­νί­στρια εφι­στά την προ­σο­χή στην απο­σπα­σμα­τι­κό­τη­τα της κα­θη­με­ρι­νής ζω­ής της, που απο­βλέ­πει πι­θα­νόν σε ένα αν­θρώ­πι­νο όρα­μα πιο αυ­θε­ντι­κό. Εί­ναι η επα­να­στα­τι­κή δή­λω­σή της ενα­ντί­ον οποιασ­δή­πο­τε εξου­σί­ας. Ανα­ζη­τά νό­μους, αδια­πέ­ρα­στους από πα­ρεμ­βά­σεις, που η ίδια νιώ­θει ως απε­λευ­θέ­ρω­ση:

Μια νο­μο­θε­σία
εντε­λώς άχρη­στη για τις Εξου­σί­ες
                        θα­’τα­νε αλη­θι­νή σω­τη­ρία.

Και από τους δύο έχου­με μία δή­λω­ση κα­ταγ­γε­λί­ας ενα­ντί­ον της πα­ρακ­μής αυ­τής της κοι­νω­νί­ας. Στα λό­για της Μα­ρί­ας Νε­φέ­λης στην Πα­ρου­σία Έχω ση­κώ­σει χέ­ρι κα­τα­πά­νου στα βου­νά τα μαύ­ρα / και τα δαι­μο­νι­κά του κό­σμου τού­του») απα­ντά ο Αντι­φω­νη­τής («Έχω ση­κώ­σει χέ­ρι κα­τα­πά­νου στα /δαι­μο­νι­κά του κό­σμου τ’α­νε­ξόρ­κι­στα»). Έτσι ο ένας κα­τα­φεύ­γει σε μία αυ­το­ε­ξο­ρία στη φύ­ση («από το μέ­ρος το άρ­ρω­στο γυ­ρί­στη­κα στον ήλιο και στο φως αυ­το­ε­ξο­ρί­στη­κα!»), ενώ η άλ­λη επι­λέ­γει μία αυ­το­ε­ξο­ρία ανά­με­σα στους αν­θρώ­πους, μέ­σα στη κοι­νω­νία («Κι απ΄τις φουρ­τού­νες τις πολ­λές γυ­ρί­στη­κα / μες στους αν­θρώ­πους αυ­το­ε­ξο­ρί­στη­κα!»). Οι δύο ανα­γνω­ρί­ζουν τη δι­κή τους κα­τά­στα­ση αυ­το­ε­ξο­ρί­ας και πα­ρό­λο που η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μέ­σα στην οποία κι­νεί­ται ο κα­θέ­νας εί­ναι δια­με­τρι­κά αντί­θε­τη με εκεί­νη του άλ­λου, θα κα­τα­λή­ξουν συ­μπλη­ρω­μα­τι­κές.

Εί­ναι συ­ναρ­πα­στι­κή η συ­νο­λι­κή ανά­γνω­ση αυ­τών των ποι­η­μά­των που πα­ρου­σιά­ζο­νται σαν δια­δο­χι­κές στιγ­μές ενός αυ­θε­ντι­κού δια­λό­γου που ανα­πτύσ­σε­ται. Έτσι αν στο αρ­χι­κό κεί­με­νο Η πα­ρου­σία, η κο­πέ­λα μι­λά­ει για μία εξο­ρία ανά­με­σα στους αν­θρώ­πους, στους επό­με­νους στί­χους στο Δά­σος των αν­θρώ­πων θα ορί­σει το εί­δος αυ­τής της κοι­νω­νί­ας: μία κοι­νω­νία που, όπως σω­στά γρά­φει η Τζί­να Πο­λί­τη,[14] «αν βιο­λο­γι­κά [βρί­σκε­ται] στην αρ­χή της εξέ­λι­ξης, [βρί­σκε­ται] και στο τέ­λος ενός πα­ρηκ­μα­σμέ­νου πο­λι­τι­σμού». Πράγ­μα­τι η πα­ρό­τρυν­ση της Μα­ρί­ας Νε­φέ­λης να αγνο­ή­σου­με τη φύ­ση και να μπού­με στην κα­θη­με­ρι­νή ζωή των αν­θρώ­πων, με­τα­βάλ­λε­ται ου­σια­στι­κά σε μια πρό­σκλη­ση γνω­ρι­μί­ας της κοι­νω­νι­κής αλ­λοί­ω­σης για­τί μό­νο με την άμε­ση εμπει­ρία του κό­σμου, θα φτά­σου­με στην αλή­θεια.

Αλ­λού, τα λό­για της πρω­τα­γω­νί­στριας (Η Νε­φέ­λη) κα­τη­γο­ρούν σα­φώς τον δια­νο­ού­με­νο ποι­η­τή, για­τί η επα­νά­στα­ση γί­νε­ται στη ζωή, στον αγώ­να, δεν αρ­κεί ένας στί­χος για ν’ αλ­λά­ξει η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όπου τυ­χαί­νει να ζού­με («Τι με κοι­τάς εσύ γρα­φιάς που δεν εντύ­θη­κες πο­τέ στρα­τιώ­της»).
Ο ποι­η­τής θα απα­ντή­σει στην πρό­σκλη­ση ν’α­φή­σει τον κό­σμο τού «ήλιου» και του «φω­τός» («Ποι­η­τή τζι­τζί­κι μου εγκα­τα­λειμ­μέ­νο / [...] σβή­σε την Ατ­τι­κή κι έλα κο­ντά μου» — Το δά­σος των αν­θρώ­πων) και θα δε­χθεί να πά­ει μα­ζί της «στο δά­σος των αν­θρώ­πων». Εί­ναι πια η στιγ­μή να εγκα­τα­λεί­ψει ό,τι μέ­χρι τό­τε απο­τε­λού­σε τον πο­λύ­τι­μο θη­σαυ­ρό του και που τώ­ρα τον αφή­νει κε­νό. Ήρ­θε η στιγ­μή να δώ­σει το χέ­ρι του στη Μα­ρία Νε­φέ­λη και να την ακο­λου­θή­σει. Αυ­τή η ανά­γκη ενός δια­λό­γου με εκεί­νη που ανα­γνω­ρί­ζει πια ως ση­μα­τω­ρό του θα τη βρού­με και σε άλ­λα ση­μεία της συλ­λο­γής. Στον Ύμνο σε δύο δια­στά­σεις δια­βά­ζου­με:

                        Ας μην έχεις ιδέα εσύ
                        (πο­τέ ο Ση­μα­τω­ρός δεν έχει γνώ­ση της απο­στο­λής του)
                        και πα­ρα­κο­λου­θώ πί­σω από τη χλω­μά­δα του make up
                        τον απέ­ρα­ντο δρό­μο που ακο­λού­θη­σα
                        για να σου μι­λή­σω έτσι

Στον Ύμνο στη Μα­ρία Νε­φέ­λη ο ποι­η­τής απευ­θύ­νε­ται σε αυ­τήν ονο­μά­ζο­ντάς την Ίρι­δα, κή­ρυ­κα των θε­ών που βά­ζει σε επι­κοι­νω­νία τον ου­ρά­νιο κό­σμο με τους αν­θρώ­πους. Το ποί­η­μα συ­νι­στά έναν διά­λο­γο που πο­λύ συ­χνά στον Ελύ­τη μοιά­ζει να εί­ναι αδύ­να­το να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί. Και ο ποι­η­τής αντι­φω­νη­τής δη­λώ­νει την ανά­γκη να πε­ρά­σει στην άλ­λη όχθη:

Στον Ύμνο στη Μα­ρία Νε­φέ­λη ο ποι­η­τής απευ­θύ­νε­ται σε αυ­τήν ονο­μά­ζο­ντάς την Ίρι­δα, κή­ρυ­κα των θε­ών που βά­ζει σε επι­κοι­νω­νία τον ου­ρά­νιο κό­σμο με τους αν­θρώ­πους. Το ποί­η­μα συ­νι­στά έναν διά­λο­γο που πο­λύ συ­χνά στον Ελύ­τη μοιά­ζει να εί­ναι αδύ­να­το να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί. Και ο ποι­η­τής αντι­φω­νη­τής δη­λώ­νει την ανά­γκη να πε­ρά­σει στην άλ­λη όχθη:

Ποίηση […] – συγχώρεσέ με
αλλ’ανάγκη να μείνω ζωντανός
                        να περάσω από την άλλη όχθη·
                        οτιδήποτε θα’ναι προτιμότερο
                        παρά η αργή δολοφονία μου από το παρελθόν

                        («Το στίγμα»)

Την ίδια πα­ρά­κλη­ση τη συ­να­ντά­με αρ­γό­τε­ρα και στο «Ρή­μα το σκο­τει­νόν»σχε­δόν ως μία επί­κλη­ση βο­ή­θειας:

Πι­στευ­τά πράγ­μα­τα μι­λή­στε μου! Κό­ρες που εμ­φα­νι­στή­κα­τε κα­τά και­ρούς
Μες απ΄το στή­θος μου και εσείς πα­λαιές αγροι­κί­ες
                Βρύ­σες που λη­σμο­νη­θή­κα­τε ανοι­χτές μέ­σα στους απο­κοι­μι­σμέ­νους κή­πους
                Μι­λή­στε μου! Έχω ανά­γκη από γης
                Που αυ­τή μέ­νει κλει­στή και κλει­δω­μέ­νη

                        […]

                Κά­τι που να σε σκο­τει­νιά­ζει από τη μία πλευ­ρά εω­σό­του
                Η άλ­λη σου φα­νεί.

Εί­ναι η άλ­λη πλευ­ρά του ίδιου νο­μί­σμα­τος, η ανά­πο­δη, και εί­ναι δύ­σκο­λο να συ­να­ντη­θούν. Στον Τρω­ι­κό Πό­λε­μο επι­μέ­νει πο­λύ σε αυ­τή την έν­νοια: αν ζού­σα­με από την ανά­πο­δη, θα μπο­ρού­σα­με να δού­με σω­στά τα πράγ­μα­τα; Αυ­τός ο εν­δοια­σμός και ταυ­τό­χρο­να η επι­θυ­μία μάς δια­βε­βαιώ­νουν ότι οι δύο πρω­τα­γω­νι­στές μας πα­λεύ­ουν για να δουν τα πράγ­μα­τα “ίσια” στην ανα­ζή­τη­ση της αλή­θειας και της αυ­θε­ντι­κό­τη­τας:

                Να ξα­να­δώ­σου­με στα πό­δια μας το χώ­μα.

Να ξα­να­δώ­σου­με στα πράγ­μα­τα την αλη­θι­νή ου­σία τους, σε μας, χώ­μα, το χώ­μα, ”Το πρά­σι­νο στο πρά­σι­νο τον άν­θρω­πο του Νε­ά­ντερ­ταλ / στον άν­θρω­πο του Νε­ά­ντερ­ταλ”. Στην Ελέ­νη – στο κεί­με­νο που ακο­λου­θεί του Τρω­ι­κού πο­λέ­μου, ο Αντι­φω­νη­τής λέ­ει: “Η Μα­ρία Νε­φέ­λη ζει στους αντί­πο­δες της Ηθι­κής/ εί­ναι όλο ήθος”. Το να εί­ναι κα­νείς στους αντί­πο­δες της Ηθι­κής, θε­ω­ρη­τι­κή δια­τύ­πω­ση μιας συ­μπε­ρι­φο­ράς, ση­μαί­νει να ζή­σει μέ­σα στα πράγ­μα­τα και μέ­σα στη ζωή, ση­μαί­νει να ψά­ξει το ίσιο στην ανά­πο­δη, να “ξα­να­δώ­σου­με στα πό­δια μας το χώ­μα”, να ζή­σου­με στην συ­γκε­κρι­μέ­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, να ζού­με στο πα­ρόν.

Η οδός της γνώ­σης εί­ναι στε­νή («Στε­νός ο δρό­μος») και οδυ­νη­ρή, αλ­λά δεν πρέ­πει να φο­βό­μα­στε: «ώτα ακού­ειν / μη φό­βου α μέλ­λεις πά­σχειν» (Η Απο­κά­λυ­ψη). Αυ­τή η συ­νει­δη­το­ποί­η­ση μάς θυ­μί­ζει τους πρώ­τους στί­χους του Ελύ­τη στην Ηλι­κία της γλαυ­κής θύ­μη­σης:

Ήτα­νε η οδύ­νη –
[…] – Μα θυ­μά­μαι πό­νε­σες
Ήτα­νε μια βα­θιά δα­γκω­μα­τιά στα χεί­λια
Μια βα­θιά νυ­χιά στο δέρ­μα κα­τά κει που χα­ρά­ζε­ται πα­ντο­τι­νά του ο χρό­νος

Η ζωή και η αλή­θεια, βε­βαιώ­νει η Μα­ρία Νε­φέ­λη στο Δά­σος των αν­θρώ­πων και μα­ζί της ο Ελύ­της, θα εμ­φα­νι­στούν μό­νο αν πε­ρά­σου­με μέ­σα από την οδύ­νη, μέ­σα από τις πλη­γές:

τα νύ­χια μου θα μπουν στις σάρ­κες σου
η αλή­θεια – έτσι δεν λέ­νε; – εί­ναι οδυ­νη­ρή
κι έχει ανά­γκη να ΄ξέ­ρεις απ’το αί­μα σου
                έχει ανά­γκη απ’ τις λα­βω­μα­τιές σου·


Ο πό­νος, ως μέ­σο για τη γνώ­ση, εί­ναι ένα θέ­μα που επα­νέρ­χε­ται σε όλη τη συλ­λο­γή. Έτσι στο δεύ­τε­ρο μέ­ρος ο Αντι­φω­νη­τής στην Ιε­ρή εξέ­τα­ση υπεν­θυ­μί­ζει πως αν ο πό­νος μπο­ρεί να εί­ναι μια στέ­ρη­ση, εν συ­νε­χεία μπο­ρεί να μας επι­στρέ­ψει με άλ­λο τρό­πο ό,τι μας αφαί­ρε­σε («απ’ αυ­τά που σου αφαι­ρεί / σου προ­σθέ­τει ο πό­νος»). Στο τρί­το μέ­ρος, στην Κα­λη­μέ­ρα θλί­ψη, εί­ναι η Μα­ρία Νε­φέ­λη που θα γνω­ρί­σει τη θλί­ψη, ένα κε­νό που τε­λι­κά συ­νει­δη­το­ποιεί, μία δυ­σφο­ρία που θρέ­φε­ται με το ελά­χι­στο, σχε­δόν με το ανε­παί­σθη­το. Κα­μία φο­ρά μπαί­νει μέ­σα μας και μας κυ­ριεύ­ει μο­νά­χα με τις ενο­χλή­σεις της κα­θη­με­ρι­νής ζω­ής, σαν ένα ιός ή ένα μι­κρό­βιο:

Έρ­χε­σαι να πι­κρά­νεις τον πρω­ι­νό κα­φέ
ν΄απο­σπά­σεις κά­τι απ΄την ελά­χι­στη χα­ρά
του χε­ριού μου στο πό­μο­λο του πα­ρα­θύ­ρου
φέρ­νεις ανω­μα­λί­ες στο νε­ρό του μπά­νιου
προ­κα­λείς το πρώ­το δυ­σά­ρε­στο τη­λε­φώ­νη­μα
εί­σαι τέ­ρας
μι­κρο­σκο­πι­κός Μι­νώ­ταυ­ρος που ζη­τά­ει τρο­φή
και συ­ντη­ρεί­ται με το ελά­χι­στο...


Μα η ίδια θα βρει μό­νη της και μέ­σα της την αι­τία της εσω­τε­ρι­κής δυ­σφο­ρί­ας, που προ­κα­λεί η σύ­γκρου­ση με μία απο­γοη­τευ­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που σβή­νει όνει­ρα και προσ­δο­κί­ες:

Τίποτα δεν αρμόζει στις ημέρες μας
κι επί πλέον συμβαίνει να΄μαι λυπημένη
                        
όπως όταν
                        
νιώθεις βαθιά στο σώμα σου αισθητό
                        
κάτι που ως τότε μόνον είχες κακοβάλει.                       
                        (Λόγος περί Δικαιοσύνης)

Η πο­ρεία του αγώ­να που τεί­νει να ξε­πε­ρά­σει τα όρια του εαυ­τού μας δεν γνω­ρί­ζει αδυ­να­μί­ες: «δεν έχει φτέρ­νες η Τε­λειό­τη­τα»,[15] κοι­τά­ζει μπρο­στά και κα­θή­κον του αν­θρώ­που εί­ναι να συ­μπλη­ρώ­σει τα κε­νά: «Κι εί­ναι ανά­γκη να πά­με μπρο­στά / να γε­μί­σου­με όλα τα Κε­νά»,[16] δη­λα­δή να τα κα­ταρ­γή­σου­με. Αυ­τό όμως εί­ναι δυ­να­τό μό­νο με την εί­σο­δο στην σκο­τει­νή πλευ­ρά, τη μαύ­ρη τρύ­πα. Με άλ­λα λό­για μπο­ρεί κά­ποιος να το κα­τορ­θώ­σει, μό­νο εάν συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει την ύπαρ­ξή της. Όπως γρά­φει ο Ελύ­της στη αρ­χι­κή επι­γραμ­μα­τι­κή φρά­ση, θα το κα­τα­φέ­ρου­με μό­νο αν μπού­με μέ­σα στο άλ­λο πρό­σω­πο που εί­ναι μέ­σα μας, μό­νο αν το εν­σω­μα­τώ­σου­με στη συ­νει­δη­τή πλευ­ρά του εαυ­τού μας.
Εν­δια­φέ­ρου­σα και δια­φω­τι­στι­κή εί­ναι η απά­ντη­ση της Μα­ρί­ας Νε­φέ­λης στον Άγιο Φρα­γκί­σκο της Ασί­ζης κυ­ρί­ως για τους τρό­πους του δια­λό­γου-σύ­γκρου­σης με­τα­ξύ των δύο συ­νο­μι­λη­τών, των οποί­ων οι αντί­θε­τες θέ­σεις μειώ­νο­νται συ­νε­χώς. Η ίδια υπο­στη­ρί­ζει πως η οδός της Τε­λειό­τη­τας πρέ­πει ν’ ακο­λου­θή­σει μια φυ­σι­κή πρό­ο­δο, απο­φεύ­γο­ντας τε­χνι­κούς δρό­μους. Ού­τε η τε­χνο­λο­γία, ού­τε η πο­λι­τι­κή, ού­τε η επι­στή­μη θα μας οδη­γή­σουν σε αύ­τη την πο­ρεία. Μό­νο η επι­στρο­φή στην φυ­σι­κή μας κα­τά­στα­ση, που ση­μαί­νει να ανα­κα­λύ­ψου­με ξα­νά το σώ­μα μας και να συμ­φι­λιώ­σου­με μα­ζί του την άλ­λη διά­στα­ση, δη­λα­δή να “συμ­βι­βα­στούν” τα αντί­θε­τα:

Τώ­ρα που η “φύ­σις” λι­γο­στεύ­ει και σπα­νί­ζει ο άνε­μος
[…]
 θα­’ταν ύψι­στη σο­φία να συμ­βι­βα­στούν οι Άγιοι με το σώ­μα τους

Αυ­τό που δη­λώ­νε­ται εί­ναι ένα μή­νυ­μα αγώ­να για­τί δεν εί­ναι πια ο και­ρός για άχρη­στες ανα­βο­λές:

                        Μην πεί­τε: θα βρε­θεί ένα δί­κιο και για μας.

Δεν μπο­ρεί να μην πά­ει ο νους μας σε όσα γρά­φει ο Ελύ­της στη Γέ­νε­σι, ως επι­βε­βαί­ω­ση για την κυ­κλι­κή επα­νά­λη­ψη των βα­σι­κών εν­νοιών που εμπνέ­ουν όλο το ποι­η­τι­κό έρ­γο του Ελύ­τη και που επα­νέρ­χο­νται, αν και σε δια­φο­ρε­τι­κό πλαί­σιο:

το λευκό αναζήτησα ως την ύστατη ένταση
του μαύρου Την ελπίδα ως τα δάκρυα
Τη χαρά ως την άκρα απόγνωση
[…]
«Η αγνότητα» είπε «είναι αυτή
στις πλαγιές το ίδιο και τα σπλάχνα σου»
Και τα χέρια του άπλωσε όπως κάνει
γέροντας γνωστικός Θεός για να πλάσει μαζί πηλό και ουρανοσύνη

Και ο Αντι­φω­νη­τής ξέ­ρει πια ότι εί­ναι μά­ταιο να ψά­χνει την αλή­θεια μό­νο στην φύ­ση, “στο σφύ­ριγ­μα του ανέ­μου”, και απα­ντά­ει στην πρό­σκλη­ση για μια ζωή στο πα­ρόν, εκ­φρά­ζο­ντας εκεί­νο που αλ­λού θα ορί­σει ως “ανά­γκη από γης”:

Όμως χρό­νια τώ­ρα με­τέ­ω­ρος κου­ρά­στη­κα
Κι έχω ανά­γκη από γης

                      («Ρή­μα το σκο­τει­νόν»)

Εί­ναι αλή­θεια όμως και το αντί­θε­το. Ακό­μα μια φο­ρά τα αντί­θε­τα συ­νο­μι­λούν και συ­μπλη­ρώ­νο­νται:

Αν δεν στη­ρί­ξεις το ένα σου πό­δι έξω απ’τη Γη πο­τέ σου δεν θα μπο­ρέ­σεις να στα­θείς επά­νω της.
(«Η Απο­κά­λυ­ψη»)

Δια­φο­ρε­τι­κά θα ήταν αδύ­να­το για τον Αντι­φω­νη­τή να δε­χτεί να ζή­σει σε ένα κό­σμο με τα­τουάζ και με­ταμ­φιέ­σεις, με πραγ­μα­τι­κό­τη­τες πού διαρ­κούν λι­γό­τε­ρο από 24 ώρες. Δύ­σκο­λο να ζει σε αυ­τά τα “μαύ­ρα κε­νά” πα­ρό­λο και ανοί­γουν ψη­λά, προς τον ου­ρα­νό. Εί­ναι η κα­τά­στα­ση που πε­ρι­γρά­φε­ται στους στί­χους της Pax San Tropezana με λό­για σκλη­ρής κα­ταγ­γε­λί­ας και πε­ρι­φρό­νη­σης : «Τι βου­βά­λα που ‘χει γί­νει τώ­ρα τε­λευ­ταία η γη!», ένας κα­τα­να­λω­τι­κός κό­σμος όπου αν κά­τι χα­λά­σει, μπο­ρού­με απλά να το αντι­κα­τα­στή­σου­με με κά­τι άλ­λο, πράγ­μα ή πρό­σω­πο· αν χά­σεις κά­ποιον, κά­ποιος άλ­λος μπο­ρεί να πά­ρει τη θέ­ση του:

Καιρός των ανταλλακτικών:
σπάει λάστιχο –βάζεις λάστιχο
χάνεις Jimmy βρίσκεις Bob.

Σε αυ­τό το χά­ος χά­νε­ται η αί­σθη­ση της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, χά­νε­ται η ταυ­τό­τη­τά μας. Έτσι η σερ­βι­τό­ρισ­σα στο Tahiti με τους δε­κα­εν­νέα ερα­στές, τε­λι­κά ίσως να ήταν λε­σβία (“Όμως θαρ­ρώ στο βά­θος ήταν ομο­φυ­λό­φι­λη”).

Αλ­λά για να νιώ­σου­με τη γεύ­ση ενός φρού­του, της προ­ό­δου – γρά­φει ο Ελύ­της στο μό­το που κλεί­νει το ίδιο ποί­η­μα – πρέ­πει να τρώ­με ολό­κλη­ρο το φρού­το, με φλού­δια και κου­κού­τσια: “Τρώ­γε την πρό­ο­δο/και με τα φλού­δια και με τα κου­κού­τσια της”. Που ση­μαί­νει να μπαί­νου­με μέ­σα σε αυ­τή τη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στο σύ­νο­λό της, σχε­δόν σαν σε μία ομοιο­πα­θη­τι­κή θε­ρα­πεία για ν΄ ανο­σο­ποι­η­θού­με από την αρ­ρώ­στια της. Ο ποι­η­τής μας δί­νει εδώ μια σκλη­ρή και ρε­α­λι­στι­κή πε­ρι­γρα­φή της πα­ρακ­μής της κοι­νω­νί­ας μας, των χρω­μα­τι­στών πλη­θών που πά­νε “πα­σπα­τευ­τά […] μπου­σου­λώ­ντας”.

Η Μα­ρία Νε­φέ­λη συμ­φω­νεί από­λυ­τα ως προς αυ­τό το ση­μείο με τον Ποι­η­τή, τον Αντι­φω­νη­τή της, και η δή­λω­σή της για μια βα­ριά κοι­νω­νι­κή δια­μαρ­τυ­ρία εί­ναι η φυ­σι­κή συ­νέ­χεια του προη­γού­με­νου, ει­ρω­νι­κού και σχε­δόν κυ­νι­κού, πορ­τραί­του:

Δεν είναι αυτός πλανήτης
στουμπωμένος δηλητηριώδη αέρια
έκθετος σε βροχές μετεωριτών
σε σκέψεις φιλοσόφων
σε μακρούς αγώνες για την ελευθερία
(τη δική μας πάντοτε – ποτέ των άλλων).

(«Ο πλανήτης γη»)

Kα­μία άλ­λη συλ­λο­γή του Ελύ­τη δεν εί­ναι τό­σο βα­θιά πο­λι­τι­κή. Όπως γρά­φει η Τζί­να Πο­λί­τη, η Μα­ρία Νε­φέ­λη εί­ναι «ένα ποί­η­μα που θέ­λει να ζή­σει κα­νείς μα­ζί του ώρες και ώρες […]. Εί­ναι ένα από τα ση­μα­ντι­κό­τε­ρα ποι­ή­μα­τα της επο­χής μας και η απά­ντη­ση στην αγω­νία που πε­ριέ­χει».[17] Πρό­κει­ται για μια αλη­θι­νή, κοι­νω­νι­κή και συγ­χρό­νως οι­κο­λο­γι­κή, κα­ταγ­γε­λία που πραγ­μα­τώ­νε­ται κυ­ρί­ως από τη πιο νέα φω­νή. Στο Κά­θε φεγ­γά­ρι ομο­λο­γεί η Μα­ρία Νε­φέ­λη ανα­γνω­ρί­ζει υπεύ­θυ­νο για αυ­τήν την πα­ρακ­μή τον άν­θρω­πο και κυ­ρί­ως αυ­τούς που στην κοι­νω­νία, πέ­ρα από την επι­φα­νεια­κή τους εμ­φά­νι­ση, εκ­με­ταλ­λεύ­ο­νται την εξου­σία που έχουν:

Εσύ ‘σαι αυ­τός που του ‘ρι­ξαν το δί­χτυ[…]να
τον σκο­τώ­σουν μα κρα­τά­ει μες στο βα­σί­λειό του ακό­μη·
                        που σπρώ­χνει την αγά­πη απ’ το πα­ρά­θυ­ρο κι ύστε­ρα
                        κλαί­γε­ται και λέ­ει ότι τον αδι­κούν οι νό­μοι.

Η κα­τά­στα­ση έφτα­σε πια σε τέ­τοιο ση­μείο που εί­ναι αδύ­να­το για τον άν­θρω­πο να σω­θεί, για­τί έχει “ανα­κα­τώ­σει τό­σο τους και­ρούς που μή­τε ο ίδιος [ξέ­ρει] από που το μή­νυ­μα θα [λά­βει]” (Κά­θε φεγ­γά­ρι ομο­λο­γεί).
Σε αυ­τό τον κό­σμο που βρί­σκε­ται σε διά­λυ­ση, ο Ποι­η­τής αντι­πα­ρα­θέ­τει τον Προ­πα­το­ρι­κό Πα­ρά­δει­σο, την ομορ­φιά και τη νο­σταλ­γία για έναν κό­σμο “των πρώ­των ημε­ρών”. Το κα­κό, ο αλη­θι­νός θά­να­τος (και σε αυ­τό συμ­φω­νούν και οι δύο), εί­ναι μό­νο έρ­γο των αν­θρώ­πων:

Δεν σκαμπάζω γρυ από προπατορικά αμαρτήματα
και άλλα των Δυτικών εφευρήματα.

Όμως αλήθεια εκεί μακριά
στη δροσιά των πρώτων ημερών

πριν από το καλύβι της μητέρας μας
τι ωραία που ήταν!

[…]
ξέροντας πως ο μόνος θάνατος ο μόνος είναι αυτός
που έφτιαξαν με το νου τους οι άνθρωποι

Λό­για που ανα­φέ­ρο­νται στο πα­ρελ­θόν, με νο­σταλ­γία για έναν πρω­τό­γο­νο κό­σμο:

Οι άγγελοι με πειράζανε· πολλές φορές
συναγμένοι γύρω μου ρωτούσανε:

“τι έστιν πόνος;” και “τι νόσος;” και διόλου δεν ήξερα.
Δεν ήξερα δεν είχα καν ποτέ μου ακούσει για

το Δέντρο απ΄όπου μπήκε ο θάνατος στον κόσμο.
Λοιπόν; ΄Ηταν αλήθεια ο θάνατος; Όχι αυτός – o άλλος
που θα΄ρθει με το πρώτο κλάμα του νεογέννητου; ΄Ηταν αλήθεια

το άδικο;

(«Ο Προπατορικός Παράδεισος»)


Πριν από το προ­πα­το­ρι­κό αμάρ­τη­μα, το κα­κό, ο θά­να­τος, η αδι­κία δεν υπήρ­χαν. Εί­ναι λοι­πόν ο κό­σμος των αν­θρώ­πων υπεύ­θυ­νος για την ει­σα­γω­γή τους.
Σε αυ­τά τα λό­για του Αντι­φω­νη­τή-Ποι­η­τή, η γυ­ναι­κεία φω­νή απα­ντά­ει από μια φα­ντα­στι­κή διά­στα­ση με λό­για που μοιά­ζουν να προ­έρ­χο­νται από ένα όνει­ρο, πα­ρό­λο που η ίδια επι­μέ­νει να το αρ­νεί­ται. Μπαί­νει σε ένα χρο­νι­κό χώ­ρο όπου πα­ρελ­θόν και μέλ­λον ανα­κα­τεύ­ο­νται τό­σο πο­λύ που η ίδια μπο­ρεί να μι­λή­σει για ανά­μνη­ση του μέλ­λο­ντος.
Σε αυ­τή τη “μι­σο-ονει­ρι­κή” διά­στα­ση η Μα­ρία Νε­φέ­λη συ­να­ντά­ει τον πρω­το­γε­νή κό­σμο του ποι­η­τή, τον κό­σμο που η ίδια ονο­μά­ζει των “πά­νω αν­θρώ­πων”, των δια­φο­ρε­τι­κών από τους “κά­τω”.
Το “πέν­θος του πα­ρελ­θό­ντος” που κλεί­νει τον Χαρ­τα­ε­τό εί­ναι πι­θα­νόν το πέν­θος για το χα­μό του κό­σμου των “πά­νω αν­θρώ­πων” που κα­τα­λή­γει να συ­μπί­πτει με όσα ανα­φέ­ρει ο Αντι­φω­νη­τής, το χώ­ρο του απεί­ρου, ένα χώ­ρο υπε­ράν­θρω­πο:”Το άπει­ρο υπάρ­χει για μας/όπως η γλώσ­σα για τον κω­φά­λα­λο” (Eau de Verveine). Αυ­τή εί­ναι η εξή­γη­ση για τη λαν­θα­σμέ­νη αντί­λη­ψη του χώ­ρου-χρό­νου:

δεν είναι πάντα πιο μικρό το σπίτι απ΄το βουνό
δεν είναι πάντα πιο μεγάλος από το λουλούδι ο άνθρωπος

λανθασμένες είναι όλες οι αποστάσεις
που μας δίνει το μάτι και άδικα πιστεύω

καυχησιολογούμε λέγοντας
«ο κόσμος είναι αυτός».

(«Η Άνω Ταρκινία»)

Η αντί­θε­ση και η από­στα­ση ανά­με­σα στις δύο φω­νές γί­νο­νται ιδιαί­τε­ρα έντο­νες κά­ποιες φο­ρές, όπως στην αντι­πα­ρά­θε­ση που έχου­με στους στί­χους της Electra bar και της Παρ­θε­νο­γέ­νε­σης, τό­σο σε λε­κτι­κό όσο και σε ση­μα­σιο­λο­γι­κό επί­πε­δο. Το βλέμ­μα του ποι­η­τή κοι­τά­ζει ψη­λά, όπως λέ­ει και ο Πλά­τω­νας “πέ­ρα από τα όρια του αέ­ρα”, όχι μό­νο πέ­ρα από τη γη αλ­λά και πέ­ρα από τους ου­ρα­νούς[18] και μπαί­νει σε μία τρί­τη κα­τά­στα­ση του πνεύ­μα­τος όπου, σύμ­φω­να με όσα γρά­φει ο ίδιος ο Ελύ­της[19], τα αντί­θε­τα παύ­ουν να υπάρ­χουν. Αυ­τό ση­μαί­νει ότι σε αυ­τή τη διά­στα­ση χω­ρά­ει και η Μα­ρία Νε­φέ­λη, πα­ρ’ όλη την τε­λεί­ως δια­φο­ρε­τι­κή αντί­λη­ψη ζω­ής που έχει και μο­λο­νό­τι πως η ίδια ψά­χνει τη λύ­ση όλων των προ­βλη­μά­των κά­τω απ’ την επι­φά­νεια της γης. Η Γη απο­κα­λύ­πτε­ται με­γά­λη, ιδω­μέ­νη από εκεί κά­τω, αλ­λά εί­ναι ακρι­βώς αυ­τή η κα­τά­στα­ση των “εντα­φια­σμέ­νων” που δη­μιουρ­γεί μια κραυ­γή δια­μαρ­τυ­ρί­ας, μια επι­θυ­μία για ένα κοί­ταγ­μα πιο πέ­ρα, για μια με­γα­λύ­τε­ρη τόλ­μη: “Κά­τι άλ­λο ας τολ­μή­σου­με οι εντα­φια­σμέ­νοι” (Electra bar).

Ήδη στο ποί­η­μα Πά­τμος η ίδια, αν και “σβη­σμέ­νη” “μες στα ού­ζα και στα εγ­γλέ­ζι­κα”, βου­λιά­ζει στη φύ­ση ενός πε­τρα­δε­ρού νη­σιού. Ο κό­σμος και η γλώσ­σα της εί­ναι αναμ­φι­σβή­τη­τα δια­φο­ρε­τι­κά (Πά­νο­πλη με δε­κά­ξι απο­σκευ­ές με sleeping bags και χάρ­τες / πλα­στι­κούς σάκ­κους κο­ντά­με­τρα και τη­λε­ο­πτι­κούς φα­κούς/ κι­βώ­τια με φιά­λες με­ταλ­λι­κό νε­ρό) και πα­ρό­λο που η φύ­ση για την οποία μας μι­λά­ει εί­ναι άλ­λη, το απο­τέ­λε­σμα εί­ναι το ίδιο. Ένα “με­ρά­κι αλ­λό­κο­το”, μία ηχώ του βα­θύ­τε­ρου και σκο­τει­νό­τε­ρου εαυ­τού της αρ­χί­ζει ν’α­να­δύ­ε­ται και εμ­φα­νί­ζε­ται μια εξα­γνι­στι­κή πρό­θε­ση που την σπρώ­χνει να πλύ­νει “προ­σε­χτι­κά”, και “με στορ­γή” τις ου­λές που εί­χαν αφή­σει πά­νω της“οι δα­γκω­νιές του Αό­ρα­του”.

Με­τά από αυ­τές τις οξεί­ες αντι­πα­ρα­θέ­σεις, ως φυ­σι­κή συ­νέ­πεια ενός εποι­κο­δο­μη­τι­κού δια­λό­γου, που δεν απο­κλεί­ει τη δυ­να­τό­τη­τα μιας συ­νά­ντη­σης δια­φο­ρε­τι­κών τρό­πων ύπαρ­ξης και σκέ­ψης, η ίδια, που υπο­στή­ρι­ζε με σθέ­νος μια ζωή στο πα­ρόν, μέ­ρα με τη μέ­ρα, χω­ρίς το βά­ρος του πα­ρελ­θό­ντος, θα φτά­σει τε­λι­κά να αναι­ρέ­σει την ύπαρ­ξή του πα­ρό­ντος:

Το παρόν είναι ανύπαρκτο και τα μισά
μαλλιά μου κιόλας κάπου αλλού
σ᾽ εποχές άλλες κυματίζουν.
(«Djenda»)

Ο εσω­τε­ρι­κός κό­σμος της, πνιγ­μέ­νος βα­θιά στο υπο­συ­νεί­δη­το, μέ­σα από τη συ­νά­ντη­ση με τον Αντι­φω­νη­τή, σι­γά σι­γά ανα­δύ­ε­ται, πα­ρό­λο που αυ­τή η νέα κα­τά­στα­ση συ­νε­χί­ζει να της εί­ναι ξέ­νη:

Επάνω κει ξύπνησα μες στο ξένο σπίτι·
πασπατεύοντας μέσα στα σκοτεινά το χέρι μου
Πάτμος»)

Εί­ναι η κα­το­πτρι­κή αί­σθη­ση που έχει και ο ποι­η­τής, κρυμ­μέ­νος στο εσω­τε­ρι­κό κό­σμο του, ξέ­νος στην γή­ι­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα:

Δύσκολο δύσκολο της γης το πέρασμα
[…]
Μέσα στον εαυτό μου τόσο κρύφθηκα
[…]
πρώτον διότι κυνηγούσα το Άπιαστο
και δεύτερον γιατ’ήμουν είδος Άμοιαστο

Το τραγούδι του ποιητή»)

Λό­για που προ­α­ναγ­γέλ­λουν τους αρ­χι­κούς στί­χους στο «Ρή­μα το σκο­τει­νόν»:

Εί­μαι άλ­λης γλώσ­σας, δυ­στυ­χώς, και Ηλί­ου του Κρυ­πτού ώστε
Οι όχι ενή­με­ροι των ου­ρα­νί­ων να μ’ αγνο­ούν

Μο­λα­ταύ­τα, και πα­ρ’ό­λες τις πι­θα­νές αντι­φά­σεις, αυ­τή η συλ­λο­γή του Ελύ­τη μοιά­ζει να πραγ­μα­το­ποιεί τη ρο­πή και την επι­θυ­μία που συ­να­ντά­με σε όλη την ποί­η­σή του: να βγει από αυ­τό που πολ­λοί εί­δαν ως τον γυά­λι­νο πύρ­γο του και, με­τά από ένα βα­θύ σκά­ψι­μο στον εσω­τε­ρι­κό κό­σμο του και με το βλέμ­μα στραμ­μέ­νο προς τα ψη­λά, πέ­ρα των ου­ρα­νών, να μπο­ρεί επι­τέ­λους να συ­να­ντή­σει τον άλ­λο, να συμ­με­ρί­ζε­ται και άλ­λους τρό­πους ζω­ής και σκέ­ψης, να εί­ναι ανοι­χτός στο διά­λο­γο και στη σύ­γκρι­ση, χω­ρίς να απορ­ρί­πτει την άλ­λη διά­στα­ση του εαυ­τού του, που η απάρ­νη­ση της θα τον οδη­γού­σε στο θά­να­το από «ου­ρα­νι­κή ασι­τία» (Ich sehe dich). Έτσι αρ­χί­ζει το υπε­ρου­ρά­νιο τα­ξί­δι του, πέ­ρα από τον «φρά­χτη του ήχου» και, με τη τα­χύ­τη­τα αστρα­πής της ποί­η­σης και μό­νο της ποί­η­σης, ο Αντι­φω­νη­τής παίρ­νει μα­ζί του τη Μα­ρία Νε­φέ­λη που τώ­ρα μπο­ρεί να τον ακο­λου­θή­σει, λυ­τρω­μέ­νη πια από την «γή­ι­νη οί­η­ση» που της εί­ναι πλέ­ον πε­ριτ­τή (Ich sehe dich).

Δεν υπάρχουν σχόλια: