Οδυσσέας Ελύτης: Στίχοι και αποφθέγματά του*
18 του Μάρτη 1996 έφυγε ο μεγάλος μας ποιητής...
Διαβάζω μέσα στο νερό
το άλφα το βήτα και το ρω
Τα δυο γυμνά σου πόδια
τους κήπους με τα ρόδια
Σ’ έκανα πουκάμισό μου
σε φορώ και περπατάω
Με το σώμα το μισό μου
στο δικό σου που κρατάω
(Τα ρω του έρωτα)
Εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις.
Πιάσε το ΠΡΕΠΕΙ από το ιώτα και γδάρε το ίσαμε το πι.
Είναι διγαμία ν’ αγαπάς και να ονειρεύεσαι.
Βαρύς ο κόσμος να τον ζήσεις,
όμως για λίγη περηφάνια το άξιζε.
Θυμᾶμαι ἦταν Ἀπρίλης ὅταν ἔνιωθα πρώτη
φορά τὸ ἀνθρώπινο βάρος σου.
Τὸ ἀνθρώπινο σῶμα σου πηλὸ κι ἁμαρτία
Ὅπως τὴν πρώτη μέρα μας στὴ γῆ.
Γιόρταζαν οἱ ἀμαρυλλίδες – Μὰ θυμᾶμαι πόνεσες
Ἤτανε μία βαθιὰ δαγκωματιὰ στὰ χείλια
Μία βαθιὰ νυχιὰ στὸ δέρμα κατὰ κεῖ ποὺ
χαράζεται παντοτινὰ ὁ χρόνος.
(Προσανατολισμοί)
Την αλήθεια την «φτιάχνει» κανείς ακριβώς όπως φτιάχνει και το ψέμα
Η λύπη ομορφαίνει επειδή της μοιάζουμε.
Κάνε άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά.
Το «κενό» υπάρχει όσο δεν πέφτεις μέσα του.
Όταν ακούς «τάξη», ανθρωπινό κρέας μυρίζει.
Ὢ σῶμα τοῦ καλοκαιριοῦ γυμνὸ καμένο
Φαγωμένο ἀπὸ τὸ λάδι κι ἀπὸ τὸ ἀλάτι
Σῶμα τοῦ βράχου καὶ ῥῖγος τῆς καρδιᾶς
Μεγάλο ἀνέμισμα τῆς κόμης λυγαριᾶς
Ἄχνα βασιλικοῦ πάνω ἀπὸ τὸ σγουρὸ ἐφηβαῖο
Γεμᾶτο ἀστράκια καὶ πευκοβελόνες
Σῶμα βαθὺ πλεούμενο τῆς μέρας!
(Σώμα του καλοκαιριού)
Χαράξου κάπου με οποιονδήποτε τρόπο και μετά πάλι σβήσου με γενναιοδωρία…
Και η Ποίηση πάντοτε είναι μία όπως ένας είναι ο ουρανός. Το ζήτημα είναι από πού βλέπει κανείς τον ουρανό.
Εγώ τον έχω δει από καταμεσίς της θάλασσας.
Για να πατάς στέρεα στη γη, πρέπει το ένα πόδι σου να είναι έξω από τη γη.
Όταν η συμφορά συμφέρει, λογάριαζέ την για πόρνη.
Με τις ξόβεργες μπορεί να πιάνεις πουλιά, αλλά δεν πιάνεις ποτέ το κελαηδητό τους. Χρειάζεται η άλλη βέργα, της μαγείας, και ποιος μπορεί να την κατασκευάσει αν δεν του ’χει από μιας αρχής δοθεί;
Επειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ’ αχανή σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά – κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Μέσ’ από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε
Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα
Πως χαϊδεύεις, πως φιλάς
Πως λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε»
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά
(Μονόγραμμα)
Από τον Θεό τραβιέται ο άνθρωπος όπως ο καρχαρίας από το αίμα.
Το άπειρο υπάρχει για μας όπως η γλώσσα για τον κωφάλαλο.
Μια νομοθεσία εντελώς άχρηστη για τις Εξουσίες θα ‘τανε αληθινή σωτηρία.
Αρκετά λατρέψαμε τον κίνδυνο κι είναι καιρός να μας το ανταποδώσει.
Τη μαγεία δεν την πιάνεις με την ερμηνεία της μαγείας, πόσο μάλλον με την περιγραφή της ερμηνείας της μαγείας. Ή κελαηδάς ή σωπαίνεις. Δε λες: αυτό που κάνω είναι κελαηδητό!
Δυστυχώς και η Γη με δικά μας έξοδα γυρίζει.
Η αλήθεια βγαίνει χυτή σαν το νιόκοπο άγαλμα, μόνο μέσ’ από τα καθάρια νερά της μοναξιάς· κι η μοναξιά της πένας είναι από τις πιο μεγάλες.
Ο Νόμος που είμαι δεν θα με υποτάξει.
Αλλά κάτεχε ότι μονάχα κείνος που παλεύει το σκοτάδι μέσα του θα ‘χει μεθαύριο μερτικό δικό του στον ήλιο.
Ναι, ο Παράδεισος δεν ήταν μια νοσταλγία.
Ούτε, πολύ περισσότερο, μια ανταμοιβή.
Ήταν ένα δικαίωμα.
Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως.
Πριν απ’ τον Έρωτα έρωτας
Κι όταν σε πήρε το φιλί,
Γυναίκα...
Ό,τι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα
Ό,τι αγαπώ βρίσκεται στην αρχή του πάντα.
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη –
Μα πού γύριζες;
Όπως σε ξέρει το φιλί κανένας δε σε ξέρει.
Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε
μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε
Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα
παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!
Χίλιοι δυο παραφυλάνε σε κοιτάν και δεν μιλάνε.
Είσαι σήμερα μονάρχης κι ώσαμ’ αύριο δεν υπάρχεις...
Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά. Κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά.
Ένα σώμα γυμνό είναι η μοναδική προέκταση της νοητής γραμμής που μας ενώνει με το μυστήριο.
Ο ήλιος σκάει μέσα μας κι εμείς κρατάμε την παλάμη στο στόμα έντρομοι...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου