Η δεύτερη εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη
«(...) Ωστόσο, ο Μπελογιάννης καταδικάστηκε για κατασκοπεία εις βάρος της πατρίδας του. Μπορεί, λοιπόν, η θανατική ποινή που του επιβλήθηκε τότε να ήταν σκληρή και, ενδεχομένως, άδικη· όμως η καταδίκη του ήταν δίκαια και εξακολουθεί να ισχύει. Δεν είναι παράλογο η Βουλή να τιμά έναν καταδικασθέντα για κατασκοπεία εις βάρος της χώρας του;» Περαιτέρω, στη Βουλή ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας κ. Τασούλας ανέφερε: « Ακούστηκε ότι ο Νίκος Μπελογιάννης αγωνίστηκε για τη Δημοκρατία. Διαφωνώ. Ο θάνατός του ήταν σκληρότατος. Αλλά δεν μπορεί εν ονόματι ενός πολύ σκληρού θανάτου που μπορεί κανείς να κρίνει αν ήταν δίκαιος ή άδικος, να θεωρηθεί ότι η επιδίωξη επιβολής κομμουνιστικής δικτατορίας (η υπογράμμιση δική μας) συνιστά πράξη δημοκρατίας». Περαιτέρω σε συνομιλία του με δημοσιογράφους αναφέρε ότι « ο Μπελογιάννης εκτελέστηκε γιατί ήταν κατάσκοπος» (2).
«Η βιαία ανατροπή του καθεστώτος»
Η νηφάλια και απροκατάληπτη μελέτη των πρακτικών της 1ης δίκης αποδεικνύει ότι ο Μπελογιάννης ανέτρεψε πλήρως το κατηγορητήριο.
Ανέφερε χαρακτηριστικά:
« Θα έρθω σε δυο καίρια σημεία της κατηγορίας μου… Το ΚΚΕ αποπειράθηκε ποτέ να ανατρέψει βίαια το καθεστώς;(…) Το ΚΚΕ είχε όλη τη δυνατότητα να καταλάβει την εξουσία μετά από την απελευθέρωση, γιατί είχε την πλειοψηφία του λαού μαζί του. Κι αντί να κάμει αυτό, ήρθε σε συμφωνία με τον Παπανδρέου, που μοναδική του επιδίωξη ήταν το χτύπημα με κάθε τρόπο του λαϊκού απελευθερωτικού κινήματος. Έτσι προκλήθηκε ο Δεκέμβρης και υποχρεωθήκαμε να υπογράψουμε τη συμφωνία της Βάρκιζας…”. Το αντάρτικο είναι δημιούργημα της αντεθνικής πολιτικής της δεξιάς και των εμπόρων του μίσους. Η δημιουργία και ο αγώνας του Δημοκρατικού Στρατού δεν ήταν απόπειρα βίαιης ανατροπής ενός, σάπιου άλλωστε, καθεστώτος. Εμείς αντιτάξαμε βία στη βία» (3).
«Η απόσχιση μέρους εκ του όλου της ελληνικής επικράτειας»
Σχετικά με το ζήτημα της απόσπασης μέρους εκ του όλου της Ελληνικής επικράτειας που επί της ουσίας άπτεται του θέματος της Μακεδονίας, ο Ν. Μπελογιάννης ανέφερε τα παρακάτω:
«Η Μακεδονία έχει περίπου 1, 3 εκατομ. πληθυσμό. Ο πληθυσμός αυτός, εκτός από ένα μικρό ποσοστό, είναι ελληνικός και κανείς από μας δεν ζήτησε ποτέ την αυτονόμηση της Μακεδονίας».
Στη συνέχεια αναφερόμενος στο σύνθημα της «Μακεδονίας του Αιγαίου , το αποδίδει στην:
«προσπάθεια του Τίτο να εκμεταλλευτεί το μικρό ποσοστό Σλαβομακεδόνων που κατοικούσαν στην Ελληνική Μακεδονία» (4).
Αλλά πέρα από τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς του Μπελογιάννη η κατηγορία καταρρίπτεται από τον ίδιο τον Τίτο, ο οποίος στα απομνημονεύματά του αναφέρει τα εξής με αφορμή συνάντηση κομμουνιστικών στελεχών από χώρες των Βαλκανίων κατά τη διάρκεια της Κατοχής :
«Στη διάρκεια της συζήτησης έγινε φανερό ότι υπάρχουν πολύ ανώμαλες σχέσεις ανάμεσα στους ‘’Μακεδόνες’’ και τους Έλληνες συντρόφους. Υπήρχαν αμοιβαίες κατηγορίες.
Οι ‘’Μακεδόνες’’ κατηγορούν τους Έλληνες ότι απαγόρευσαν οποιαδήποτε συγκρότηση μακεδονικών παρτιζάνικων συγκροτημάτων στην Ελληνική Μακεδονία. Ισχυρίζονται ότι απαγόρευσαν ακόμη και τη μακεδονική γλώσσα.
Δεν αναγνωρίζουν ότι υπάρχει ζήτημα εθνικής μειονότητας για τους ‘’Μακεδόνες’’ της Ελλάδας» (5).
«Η δημιουργία δικτύου κατασκοπείας»
Ερχόμαστε τώρα στην κατηγορία της δεύτερης δίκης- με βάση τον ΑΝ. 375/1936- περί εσωτερικής ασφάλειας του κράτους-κατασκοπείας, η οποία βασίστηκε στο υλικό των σημάτων που ανακαλύφθηκαν τον Νοέμβριο του 1951 στην κρύπτη του Νίκου Βαβούδη στην Καλλιθέα.
Ο Νίκος Μπελογιάννης φέρεται να υπέγραψε ένα ραδιογράφημα- με το παρακάτω περιεχόμενο:
«Ένας όρος της ελληνοτουρκικής συμμαχίας είναι παραίτηση Ελλάδος από διεκδίκηση Κύπρου. Σε ξερονήσι μεταξύ Ρόδου-τουρκικών ακτών, μεγάλα έργα για υπερφρούρια και υποβρύχια. Υπόγειοι διάδρομοι και αποθήκες. Εργάτες μόνο Τούρκοι με επίβλεψη Αμερικανών».
Όπως ανέφερε ο Μπελογιάννης , το «σήμα» αυτό είναι παρόμοιο με πολλές δημοσιευμένες δημοσιογραφικές πληροφορίες, ενώ η απουσία συντεταγμένων για το νησί καθιστά τη συγκεκριμένη πληροφορία άνευ σημασίας από στρατιωτικής απόψεως (6).
Ο ρόλος του ξένου παράγοντα και η στάση του πολιτικού κόσμου
Η έναρξη του πολέμου στην Κορέα (1950) όξυνε την αντιπαράθεση ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Σοβιετική Ένωση και η Ελλάδα υπέστη τις συνέπειες αυτής της όξυνσης. Οι όποιες προσπάθειες για εφαρμογή μέτρων ειρήνευσης προσέκρουαν στην αντίδραση του ξένου παράγοντα . Στις 3 Μαρτίου 1952, δυο ημέρες μετά την έκδοση των θανατικών καταδικών, ο ραδιοσταθμός της «Φωνής της Αμερικής» ανέφερε:
« Η δίκη αυτή(…) αποτελεί δίδαγμα για τον ελεύθερον κόσμον. Αποδεικνύει ότι τα απανταχού κομμουνιστικά κόμματα δεν εμπνέονται από πολιτικούς σκοπούς, αλλά αποτελούν οργανώσεις κατασκοπείας» (7).
Ένδειξη του βαθιά νοσηρού κλίματος που διαπερνούσε τότε τη χώρα αποτελεί και το παρακάτω δημοσίευμα:
«Αι αμερικανικαί υπηρεσίαι κατέχουν πλήθος στοιχείων ότι η αριστερά πτέρυξ της ΕΠΕΚ και τμήμα του κόμματος των Φιλελευθέρων έχουν διαβρωθεί υπό των κομμουνιστών πρακτόρων»(8). Στο πλαίσιο αυτό η κυβέρνηση των ΗΠΑ προσανατολιζόταν προς κυβερνητική αλλαγή στην Ελλάδα. Ήδη από τις 7/2/1952 ο αμερικανός επιτετραμένος Γιόστ είχε εκφράσει στον Βενιζέλο την απώλεια της εμπιστοσύνης των ΗΠΑ στην ικανότητα της κυβέρνησης Πλαστήρα να παράχει την αναγκαία σταθερότητα στον τομέα της ασφάλειας, του στρατού και της οικονομίας (9). Ο Σοφοκλής Βενιζέλος, ηγέτης των Φιλελευθέρων και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης είχε βολιδισκοπηθεί από τον υπουργό εξωτερικών των ΗΠΑ Άτσεσον, αν θα συνέπραττε σε κυβέρνηση με τον Παπάγο (10). Έπρεπε όμως, πρώτα, να εκτελεστούν οι θανατικές καταδίκες , ο Πλαστήρας να επωμιστεί το πολιτικό κόστος και εν συνεχεία να δρομολογηθή ταχύτερα η πτώση του. Δυστυχώς, όμως, και ο ελληνικός πολιτικός κόσμος της εποχής αποδείχθηκε κατώτερος των περιστάσεων. Παρά τις αντιδράσεις εντός της κυβέρνησης μόνο ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ Ανδρέας Ιωσήφ παραιτήθηκε σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τις εκτελέσεις και διεγράφη από την ΕΠΕΚ (11).
Αλλά και ο Συναγερμός του Παπάγου, παρά την αρθρογραφία του οξυδερκούς πολιτικού Σπύρου Μαρκεζίνη ήδη από το 1949 υπέρ της λήθης, πλειοδοτούσε εναντίον των πρωτοβουλιών ειρήνευσης. Συμπερασματικά, η καταδίκη του Μπελογιάννη συνιστά πολιτικό και δικονομικό έγκλημα, ενώ εμβάθυνε και προήγαγε τον διχασμό του ελληνικού λαού. Ακόμα είναι τραγικό, ότι και πάλι επί ημερών των Πλαστήρα και Ρέντη το 1922 εκτελέστηκαν οι Έξι. Περαιτέρω, η διαδικασία των δικών νομιμοποίησε τον ρόλο του παρακρατικού ΙΔΕΑ (παροχή αμνηστίας από τον Πλαστήρα στους πραξικοπηματίες του 1951 που ήταν μέλη του ΙΔΕΑ, στρατοδίκης στην 1η δίκη ο Γ. Παπαδόπουλος, πρόεδρος στη 2η δίκη ο στρατοδίκης Σίμος μετέπειτα ανακριτής στην υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ) με τις γνωστές απώτερες τραγικές συνέπειες της εγκαθίδρυσης της απριλιανής δικτατορίας και της απώλειας εθνικού ζωτικού χώρου της Κύπρου.
Τέλος, τα όσα έχουν προεκτεθεί δεν έχουν ως στόχο την αναμόχλευση των παθών αλλά αντίθετα την ελάχιστη συμβολή σε μια διαδικασία αυτογνωσίας προς την κατεύθυνση της-τόσο αναγκαίας κάτω από τις σημερινές δύσκολες περιστάσεις- ενότητας του ελληνικού λαού. Άλλωστε: « Άσογος, άσπιτος, παράνομος που χαίρεται αν ξεσπάσει σε φίλους και δικούς ανάμεσα ξεφρενιασμένη αμάχη» ( Oμήρου Ιλιάδα Ι, 63).
Παραπομπές
1.Σ. Κασιμάτης. "Αξίζει την τιμή;" Καθημερινή12/2/2017.https://www.kathimerini.gr/896059/opinion/epikairothta/politikh/kai-proedros kai-arxiepiskopos
2. Το Βήμα 28/3/2017: https://www.tovima.gr/politics/article/?aid=870371
3. Σ. Σακελλαρόπουλος. Έτσι αγαπάμε εμείς την Ελλάδα. Πλήρη πρακτικά και ιστορικά των δικών Μπελογιάννη. Τα σήματα Βαβούδη. Σελ 191-192. Εκδόσεις Τόπος. Αθήνα 2016.
4. Ιbid σελ. 193-194.
5. Τίτο. Αυτοβιογραφικές αναμνήσεις. Τόμος 1ος. , σελ.374-375,Εκδόσεις Νέα Σύνορα Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 1984
6. Σακελλαρόπουλος ο.π., σελ. 381.
7. Π. Παρασκευόπουλος. Ο άνθρωπος με το γαρύφαλο. Σελ.117. Εκδόσεις Κάκτος. Αθήνα 1980.
8. Ibid σελ.107.
9. The Chargé in Greece (Yost) to the Department of State. No. 419. Athens February 7, 1952.
10. Memorandum of Conversation, by the Secretary of State. No. 422. Lisbon, February 23, 1952.
11. Ανδρέας Ιωσήφ**, τότε υπουργός που διαφωνώντας με την εκτέλεση του πολιτικού του αντιπάλου Μπελογιάννη, παραιτήθηκε: "Δεν σκοτώνεις άνθρωπο για τις πολιτικές του πεποιθήσεις." Στο: Στελιος Κούλογλου. Μαρτυρίες για τον εμφύλιο και την ελληνική αριστερά. Bιβλιοπωλείον της εστίας, Αθήνα 2005.
* Ο Γιώργος Ραχιώτης είναι Επίκουρος Καθηγητής Επιδημιολογίας και Επαγγελματικής Υγιεινής, Τμήματος Ιατρικής, Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
** Ποιος θυμάται τον «τσίφτη Ιωσήφ»;
03/04/2017 της Μαριάνας Τζιαντζή
Πηγή: Kommon
Πολλά γράφτηκαν και ειπώθηκαν αυτές τις μέρες με αφορμή τα εγκαίνια του Μουσείου Μπελογιάννη.
Ο Νίκος Μπελογιάννης ήταν ο πρωταγωνιστής τότε και σήμερα, μολονότι και άλλοι συγκατηγορούμενοί του, που είτε στήθηκαν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα είτε καταδικάστηκαν σε πολύχρονη φυλάκιση, έδειξαν απαράμιλλη γενναιότητα. Αυτοί ήταν οι πρωταγωνιστές σε εκείνο το συγκλονιστικό πολιτικό δράμα.
Όμως την ιστορία δεν τη γράφουν μόνο οι πρωταγωνιστές, αλλά κι αυτοί που παίζουν δεύτερο, τρίτο ρόλο. Κι ένας από αυτός ήταν ο Αντρέας Ιωσήφ, υφυπουργός Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση Πλαστήρα και σύζυγος τότε της δημοσιογράφου Μαρίας Ρεζάν.
Ανερχόμενο πολιτικό αστέρι ο Ιωσήφ, είχε ταχθεί δημόσια και πολλές φορές κατά των εκτελέσεων.
Στις 25 Μαρτίου, όταν ολόκληρο το υπουργικό συμβούλιο είχε πάει στη Μητρόπολη για τη δοξολογία, πολύς κόσμος επευφημούσε τον Ιωσήφ και φώναζε:
«Μπράβο, τσίφτη Ιωσήφ! Μπράβο, τσίφτη Ιωσήφ!»
Σύμφωνα με γραπτή μαρτυρία της Ρεζάν, ο Ιωσήφ είχε πει στη Λίλιαν, τη σύζυγο τού Δημήτρη Μπάτση, που πολλές φορές εκείνες τις μέρες τον επισκεπτόταν στο σπίτι του ζητώντας του να ασκήσει όση επιρροή διέθετε για να αποτραπούν οι εκτελέσεις, ότι αν, ο μη γένοιτο, εκτελούνταν οι θανατικές αποφάσεις, εκείνος θα υπέβαλλε αμέσως την παραίτησή του. Και αυτό έκανε.
Ο Ιωσήφ έμαθε για τις εκτελέσεις το πρωί της Κυριακής από το ραδιόφωνο. Την ίδια μέρα, με μια λακωνική και δίχως εξηγήσεις δήλωση, διαχώρισε τη θέση του:
«Ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ Ανδρέας Ιωσήφ υπέβαλε την παραίτησή του σήμερον, 30ή Μαρτίου 1952».
Είχε την ίδια ακριβώς ηλικία με τον Μπελογιάννη, 37 χρονών. Από τότε δεν πολιτεύθηκε ξανά. Το πολιτικό του άστρο έσβησε απότομα.
Η παραίτησή του δεν άλλαξε τίποτα, δεν άφησε το αποτύπωμά της στον ταραγμένο πολιτικό στίβο εκείνων των χρόνων.
Ο ίδιος δεν έγραψε για όσα έζησε τότε, αν και επί χρόνια εργαζόταν ως επαγγελματίας δημοσιογράφος. Ακόμα και επί δικτατορίας στην ΥΕΝΕΔ.
Πέθανε το 2006.
Ένα-δυο χρόνια πριν το θάνατό του, έτυχε να τον δω σε μια τηλεοπτική εκπομπή. Εκεί μίλησε για την παραίτησή του που του στοίχισε την καριέρα του. Τον πήραν τα δάκρυα.
«Κατέστρεψα την καριέρα μου για έναν άνθρωπο που ήταν εχθρός μου. Εχθρός μου, καταλαβαίνετε;»
Ούτε καν αντίπαλος. Εχθρός. Ο Ιωσήφ ανήκε στη Δεξιά, όμως η αξιοπρέπεια που έδειξε μπροστά στον εξουδετερωμένο «εχθρό» έχει να μας διδάξει πολλά,
ιδίως σήμερα που κάποιοι πολιτικοί κάνουν δηλώσεις για τον Μπελογιάννη καμωμένες για το βόθρο της ιστορίας, ούτε καν για το χρονοντούλαπό της.
Ηρωική ήταν ολόκληρη η ζωή του Μπελογιάννη, όχι μόνο η τελευταία σελίδα της.
Δεν ήταν ήρωας ο Αντρέας Ιωσήφ, όμως είπε ένα μικρό ηρωικό «όχι» που γρήγορα ξεχάστηκε.
Με μεγάλα, ανεξίτηλα γράμματα αποτυπώθηκαν στο βιβλίο της ιστορίας οι απολογίες του Νίκου Μπελογιάννη και πολλών συντρόφων του. Με ψιλά γράμματα γράφτηκε στο ίδιο βιβλίο η παραίτηση του «τσίφτη Ιωσήφ», 15 λέξεις όλες κι όλες. Τόσο ψιλά που βούλιαξαν στην άμμο.
Από τότε κανείς δεν ξαναείπε «τσίφτη» τον Ιωσήφ...
Βιογραφικό του Ανδρέα Ιωσήφ:
Γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1915 στην Αθήνα και ακολούθησε νομικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών.[1] Ξεκίνησε να δημοσιογραφεί το 1931 στην Εστία. Κατά την Κατοχή πολέμησε και ήταν παράλληλα ανταποκριτής από το Μέτωπο και εργάστηκε στην αρχισυνταξία του παράνομου εντύπου "Καθημερινά Νέα".[2] Στη συνέχεια δούλεψε στις εφημερίδες Ελληνικόν Αίμα (διευθυντής), Ακρόπολις και Απογευματινή. Ήταν διπλωματικός σχολιαστής στο ΕΙΡ (1946-48) και νωρίτερα επιμελείτο το ραδιοφωνικό δελτίο της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης του Καΐρου.Στις εκλογές του 1950 και του 1951 εξελέγη βουλευτής Αθηνών με το κόμμα της ΕΠΕΚ.[3]Στην κυβέρνηση του Νικολάου Πλαστήρα χρημάτισε υφυπουργός παρά τη Προεδρία της Κυβερνήσεως (και υπουργός Τύπου) από τις 27 Απριλίου 1951 ως τις 10 Απριλίου 1952, οπότε ο ίδιος παραιτήθηκε.[4] Η παραίτησή του έγινε σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την εκτέλεση του Μπελογιάννη και των συντρόφων του.[5]
Στη συνέχεια δεν ασχολήθηκε ξανά με την πολιτική αλλά επέστρεψε στη δημοσιογραφία, ως σχολιαστής στην ΥΕΝΕΔ.
⟶ Wikipedia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου