Ο κύκλος που κλείνει, ο νέος που ανοίγει, και αυτός που πρέπει να ανοίξει
του Ρούντι Ρινάλντι
Σε ολόκληρη την πολιτική και ιστορική φιλολογία υπάρχει σωρεία αναφορών σε κύκλους: μικρούς, μεγάλους, οικονομικούς, πολιτικούς, ιδεολογικούς, αγώνων, επαναστάσεων και αντεπαναστάσεων. Πολλές φορές αντί του «κύκλου» χρησιμοποιείται και ο όρος «κύμα». Όσον αφορά τη χώρα μας:
♦ Φαίνεται να έκλεισε αποφασιστικά και με τον πιο ηχηρό τρόπο ο αντιμνημονιακός κύκλος -με την έννοια της λαϊκής ορμής, των ανακατατάξεων σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, του συσχετισμού ανάμεσα σε μεγάλες παρατάξεις και μπλοκ δυνάμεων. Οι κύκλοι ανοίγουν και κλείνουν όχι εντελώς απότομα, κι ούτε κλείνουν «μια κι έξω». Συνήθως υπάρχουν «ουρές» των προηγούμενων καταστάσεων, υπολείμματα ή κατακτήσεις προηγούμενης φάσης, που διατηρούνται ή απορροφούνται μέσα από μια σύνθετη διαδικασία. Ακόμα και σε ιδεολογικό ή συμβολικό επίπεδο, πολλές φορές διατηρούνται στοιχεία ενώ έχει ξεκινήσει ένας νέος κύκλος.
♦ Για παράδειγμα, θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο αντιμνημονιακός κύκλος έκλεισε το καλοκαίρι του 2015, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ και ο υπόλοιπος πολιτικός κόσμος ψήφισαν το 3ο μνημόνιο (222 «ναι σε όλα» στη Βουλή τον Αύγουστο του 2015), και νομίζουν ότι έτσι έσωσαν την Ελλάδα. Ή ακόμα ότι ο κύκλος έκλεισε το 2019, με την αυτοδυναμία της Ν.Δ. και την τιμωρία του ΣΥΡΙΖΑ. Στην πραγματικότητα ο κύκλος κλείνει ουσιαστικά το 2020 με την πανδημία και όσα ακολούθησαν (κατάργηση δημόσιου χώρου, κατάσταση έκτακτης ανάγκης, υποχρεωτικότητες κ.λπ.) και το 2022 με την είσοδο στον πόλεμο της Ουκρανίας. Τυπικά και πανηγυρικά, αποφασιστικά, κλείνει με τις δύο τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις, την επικράτηση της Ν.Δ., πάλι με αυτοδυναμία, και το γκρέμισμα της Συριζικής κατάστασης – αριστεράς.
♦ Ο Τσίπρας βέβαια στη δήλωση παραίτησής του ανέφερε ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πια κλείσει έναν μεγάλο ιστορικό κύκλο, που πρέπει να τον αποτιμήσουμε με περηφάνια, και να ανοίξουμε συλλογικά έναν επόμενο κύκλο». Σαφώς, δηλαδή, κάνει λόγο για κύκλο που αφορά αποκλειστικά τον πολιτικό του χώρο, και όχι κάτι ευρύτερο (κοινωνία, λαό, χώρα κ.λπ.). Το βλέπει σχετικά περιορισμένα. Ακόμα και τον νέο κύκλο τον βλέπει μέσα στα πλαίσια μιας κεντροαριστερής δεξαμενής που βαφτίζεται «προοδευτική παράταξη». Δεν βλέπει πιο βαθιές διαχωριστικές -και δεν θα μπορούσε εξάλλου να το κάνει, αφού έχει αποδεχθεί τις παγκοσμιοποιητικές και συστημικές προδιαγραφές.
♦ Από την άλλη όχθη, τη δεξιά ή ακροκεντρώα, γίνεται λόγος και εκεί για κλείσιμο ενός κύκλου: λαϊκισμού – τοξικότητας – διχασμού που εκπροσωπούσε ο ΣΥΡΙΖΑ, και άνοιξε χέρι-χέρι με άλλες δυνάμεις (ακροδεξιές) το δρόμο σε έναν επικίνδυνο εφιάλτη, αυτόν του «εθνολαϊκισμού» και «αντισυστημισμού». Στη θέση του τώρα οι υγιείς δυνάμεις της χώρας, αυτές που στέκονται στη σωστή πλευρά της Ιστορίας (δηλαδή που δεν «ανήκουν» απλά στην Δύση, αλλά «είναι» Δύση), θα ανοίξουν νέους δρόμους ευημερίας και ανάπτυξης. Το βάρος αυτό πέφτει στη Ν.Δ., που είναι ο βασικός εκφραστής της «ακροκεντρώας» συστημικής παγκοσμιοποίησης και κύριος στυλοβάτης της ελληνικής μεταπρατικής εκδοχής της.
Η στροφή στην πολιτική συντήρηση έχει δύο όψεις: αυτήν της δεξιάς και ακροδεξιάς/φασισμού, αλλά και αυτήν του «δικαιωματισμού» και της συμπόρευσης με την παγκοσμιοποίηση και τη Δύση
Ο κύκλος κλείνει με χρεοκοπία της υπαρκτής αριστεράς
Ο αντιμνημονιακός κύκλος που κλείνει αποφασιστικά, δεν κλείνει απλά με μια ανακατανομή ισχύος ανάμεσα σε συστημικές πτέρυγες. Κλείνει με μια μεγάλη ιδεολογική και πολιτική ήττα της υπαρκτής αριστεράς, των σχημάτων και σχεδίων που είχε στο λόγο της και στα προγράμματά της, του βαθμού ξεκόμματός της από την ελληνική πραγματικότητα και τις ανάγκες του τόπου, των ιδεοληψιών που κουβαλούσε – και βεβαίως της πολιτικής που ακολούθησε και υπηρέτησε, τόσο πριν (δηλαδή από τη μεταπολίτευση και ύστερα) όσο και κατά τη διάρκεια του αντιμνημονιακού κύκλου και των φάσεων που αυτός γέννησε και τροφοδότησε:
♦ Η αριστερά, σε όλες τις μορφές της, δεν θέλει να πάρει κανένα μήνυμα για όλα αυτά. Δεν εγκαταλείπει την αυτοαναφορικότητα και την αλαζονεία της: αυτοτοποθετείται σαν κάτι πολύ ανώτερο από τον υπόλοιπο λαό, τους πολίτες ή τους ψηφοφόρους που «δεν καταλαβαίνουν» και «είναι οπισθοδρομικοί και καθυστερημένοι», που της «γυρνούν την πλάτη σαν μικροαστοί κυρ-Παντελήδες». Δεν είναι μόνο οι έτσι σκεπτόμενοι νέοι που εκδηλώνουν την επιθυμία να πάνε σε άλλη χώρα, αλλά και πολλοί άνω των -ήντα που το αναμασούν. Αλήθεια, τι ωραία να αλλάζαμε λαό! Καμιά εκτίμηση των κόπων και των αγώνων που έδωσε αυτή η κοινωνία, καμιά αναφορά στο αίσθημα αλληλεγγύης και ανθρωπιάς, εθελοντισμού και προσφοράς που εκδηλώθηκε (χωρίς να βρει κανένα ουσιαστικό προγραμματικό-πολιτικό αντίκρισμα, και χωρίς να δημιουργηθεί κανένα ενδιαφέρον εγχείρημα).
♦ Από τα «κάστρα» της αριστεράς, τα μεγαλύτερα βυθίστηκαν και απορροφήθηκαν από τον κυβερνητισμό και την παγκοσμιοποίηση, ενώ κάποια άλλα περιφρούρησαν τον εαυτό τους και πανηγυρίζουν (τις στιγμές που ο λαός θλίβεται). Δυνάμεις απούσες από μεγάλες μάχες, ή καταγγέλλοντας ως Κασσάνδρες ότι τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει, αρνούμενες να προβάλουν οποιαδήποτε πρόταση που να μην είναι εκλογικής καταγραφής ή να ξεφεύγει από τη στενή εμβέλεια της κομματικής τους επιρροής (βλ. ΚΚΕ), εισπράττοντας βέβαια τα θετικά σχόλια των αντιπάλων (Ν.Δ., επιχειρηματιών, δημοσιογράφων κ.λπ.).
♦ Από κοντά και μια διανόηση αριστερής κοπής –επιστήμονες, καλλιτέχνες, λογοτέχνες κ.λπ. – που δεν είδε τίποτα τον καιρό της πανδημίας, δεν βλέπει τίποτα για τα εθνικά ζητήματα και τα προβλήματα που προκαλεί ο τουρκικός επεκτατισμός, εκστασιάζεται με τη συμφωνία των Πρεσπών και την Χάγη, στέκει με το στόμα ανοικτό στα πορίσματα του ΕΛΙΑΜΕΠ. Τι μένει; Ο «φασισμός» ως μέγιστος κίνδυνος, ο «δικαιωματισμός», η καταπολέμηση της «ακροδεξιάς λαίλαπας», η πλήρης υποτίμηση του υπαρξιακού ζητήματος της χώρας.
Όλα βρωμούν «εθνικισμό».
Οποιαδήποτε αναφορά στον αξεδιάλυτο δεσμό των εθνικών και κοινωνικών ζητημάτων εντός της χώρας θεωρείται εθνικιστική παρέκκλιση.
Την ίδια στιγμή, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα όταν «διαδηλώνουν» μαζί με εκπροσώπους της πρεσβείας των ΗΠΑ και των μεγαλύτερων επιχειρηματικών ομίλων στα Pride. Ο «αυτοπροσδιορισμός» στο τιμόνι.
♦ Η στροφή στην πολιτική συντήρηση έχει δύο όψεις: αυτήν της δεξιάς και ακροδεξιάς/φασισμού, αλλά και αυτήν του «δικαιωματισμού» και της συμπόρευσης με την παγκοσμιοποίηση και τη Δύση.
Η ροπή είναι μεγάλη: το γκρέμισμα μιας αριστερής ηγεμονίας στον τομέα των ιδεών, στο γενικό ιδεολογικό φόντο της χώρας, γίνεται με ξήλωμα κάθε αναφοράς στο ζήτημα της εξάρτησης, του ιμπεριαλισμού, του ευρωατλαντισμού, κάθε αναφοράς στους εθνικούς κινδύνους μέσα στους γεωπολιτικούς αναδασμούς, μέσα από την αποδοχή του ατομικισμού (στο όνομα του αυτοπροσδιορισμού) και της κατάλυσης των μεγάλων ταυτοτήτων (εθνικής, ταξικής, γυναικείας) προς όφελος μικρότερων – πυροδοτώντας έτσι νέες πολώσεις και ατζέντες εντελώς παγκοσμιοποιητικές. Η χειραφέτηση δεν μπορεί να νοηθεί έξω από μεγάλα σύνολα, μεγάλα ακροατήρια, ούτε σε χώρο ατοπίας, μακριά από μια βαθιά δημοκρατία, χωρίς πίστη πως είναι αναγκαία μεγάλα υποκείμενα εθνικά και κοινωνικά και ένα εναλλακτικό σχέδιο για τη χώρα και την κοινωνία.
Άρα ο κύκλος κλείνει με μια μεγάλη χρεοκοπία της υπαρκτής αριστεράς.
Είναι αναγκαίο να ανοίξει ένας κύκλος όπου κεντρικά ζητήματα πρέπει να είναι το «υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας» και ένα σχέδιο Εθνικής Κυριαρχίας, ενταγμένο στα πλαίσια μιας βαθιάς πολιτειακής μεταβολής
Ο κύκλος που αντικειμενικά ανοίγει
Το 40-20 της 21ης Μαΐου σόκαρε έντονα πολλούς αριστερούς. Ξαφνιάστηκαν. Όπως ξαφνιάστηκε και ολόκληρος ο ΣΥΡΙΖΑ. Επειδή στην ουσία γκρεμίστηκε-χρεοκόπησε η αριστερή αντίληψη πως με έναν εύκολο τρόπο θα μπορούσαν να υπάρχουν ισχυρά αναχώματα, κέρδη, δύναμη, τότε που γινόταν (όπως και τώρα) πολύς λόγος για «κόμματα εξουσίας», χωρίς καν να αναλογίζονται τι σημαίνει αυτό: τι πρέπει να πουλήσεις στο βαθύ σύστημα για να πάρεις μια θέση εξουσίας μέσα στα πλαίσιά του. Το 40% ενός κατά βάση αστικού, παραδοσιακού κόμματος, ή ακόμα και ενός κόμματος μέσα σε ένα δικομματικό σύστημα εναλλαγής, δεν είναι πρωτόγνωρο φαινόμενο. Η Ν.Δ. επί Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1974, με έντονο ριζοσπαστισμό στην ελληνική κοινωνία, πήρε 54%. Και για πολλές δεκαετίες ο δικομματισμός Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ συγκέντρωνε μαζί πάνω από 80-85% (λίγο πριν την χρεοκοπία, το ΠΑΣΟΚ του ΓΑΠ είχε πάρει 44%).
♦ Το σοκαριστικό στον νέο κύκλο που ανοίγει είναι η καθίζηση της «δημοκρατικής-αριστερής» παράταξης που, ακόμα και αθροιζόμενη (ΣΥΡΙΖΑ 17,7% και ΠΑΣΟΚ 11,9%), δεν φτάνει το ποσοστό της Ν.Δ. Την ίδια στιγμή, κανείς στην ευρεία αριστερά δεν αναρωτιέται γιατί έχουν μια ανάπτυξη δεξιοί σχηματισμοί πέραν της Ν.Δ., γιατί υπάρχει σε αυτόν τον χώρο μια κινητικότητα και ανάπτυξη. Φταίει αποκλειστικά η πολιτική της Ν.Δ. στα χρόνια 2019-2023 που άνοιξε το δρόμο σε ακροδεξιά και φασιστικά μορφώματα, ή υπάρχει κι άλλη εξήγηση για αυτήν την εξέλιξη; Αλλά και πιο γενικά: για την άνοδο της ακροδεξιάς σε ολόκληρη την Ευρώπη ευθύνεται απλά η κρίση και η νεοφιλελεύθερη διαχείριση; Ή μήπως πρέπει να σκάψουμε λίγο πιο βαθιά;
♦ Γιατί η κρίση να ανοίγει αποκλειστικά το δρόμο σε ακροδεξιές δυνάμεις; Επειδή δεν υπάρχει σοβαρή παρουσία της αριστεράς που, παρόλο που ενισχύθηκε κι αυτή στα χρόνια 2000-2015, από τότε προχωρά από ήττα σε ήττα: η ενσωμάτωση στον κυβερνητισμό και η εφαρμογή της παγκοσμιοποιητικής ατζέντας αφήνει ακάλυπτα τα πιο φτωχά στρώματα των πληθυσμών πολλών χωρών, και επίσης αφήνει το έδαφος ανοικτό σε δυνάμεις δεξιάς ή ακροδεξιάς απόκλισης να καλύπτουν αυτά τα κενά και να εμφανίζονται ως υπερασπιστές της κοινωνίας, του έθνους, της οικογένειας κ.λπ. Πόσο μυαλό χρειάζεται για να καταλάβει κανείς αυτήν την αλήθεια;
♦ Ο νέος κύκλος στην Ελλάδα ανοίγει με μια δεξιά (ακροκεντρώα και όχι ακροδεξιά) κυβέρνηση, και μια ενίσχυση δεξιών-ακροδεξιών και φασιστικών σχηματισμών. Αυτοί κάλυψαν μια «περιοχή» η οποία ένοιωθε πως εγκαταλείπονται εθνικά συμφέροντα (Πρέσπες, βλ. Ελληνική Λύση) και θρησκευτικές πεποιθήσεις (βλ. Νίκη), ή διαπίστωνε μια σαπίλα του πολιτικού συστήματος (βλ. Κασιδιάρης-«Σπαρτιάτες» και φασιστική υπέρβαση).
♦ Σε οικονομικό-κοινωνικό επίπεδο, ο κύκλος που ανοίγει έχει τις ελίτ να μονοπωλούν την πολιτική εξουσία (σε όλες τις βαθμίδες) και, μέσω του ψηφιακού κράτους και της πράσινης μετάβασης, να προσαρμόζονται στις προδιαγραφές του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ενώ παράλληλα εκχωρούν στις ΗΠΑ οτιδήποτε ζητήσουν. Παράλληλα, κινούμενοι πάνω στο μνημονιακό καθεστωτικό οικοδόμημα, βάζουν τις βάσεις μιας ακόμα πιο επιθετικής αντιλαϊκής και ανοικτά αντιαριστερής πολιτικής, εκμεταλλευόμενες την πολλαπλή της κρίση, και στήνοντας θεσμικά και εξωθεσμικά κέντρα χειραγώγησης και διαμόρφωσης της κοινής γνώμης. Αυτά συμπληρώνονται από έναν επιδοματικό μηχανισμό – υποκατάστατο των κλασικών πελατειακών σχέσεων. Κι όσο αντέξουν, μέχρι τους επόμενους κραδασμούς. Γιατί τέτοιοι θα υπάρξουν: η ανισορροπία στο πολιτικό σύστημα (απουσία αντιπολίτευσης και στοιχειωδώς λειτουργικού διπολισμού και επιμερισμού ευθυνών σε κρίσιμα ζητήματα), μαζί με τη δυσαρμονία της κοινωνίας (ιδιαίτερα για τα εθνικά θέματα και απειλές), θα προκαλέσουν τριγμούς και προβλήματα στη νεοδημοκρατική διαχείριση.
♦ Ο νέος κύκλος θα είναι ζοφερός για την κοινωνία, τους εργαζόμενους, τη χώρα. Είναι λάθος να αναμένει κανείς την ώρα και το αν και κατά πόσο ο κεντροαριστερός χώρος θα μπορέσει να αποτελέσει έναν πόλο που να διεκδικήσει την διακυβέρνηση. Ο κεντροαριστερός χώρος (ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ) δεν μπορεί να δώσει καμία διέξοδο στις ανάγκες της κοινωνίας και της χώρας. Ο εγκλωβισμός στις αναμεταξύ τους διαμάχες, ή οι διεργασίες που θα διαπεράσουν τον ΣΥΡΙΖΑ ξεχωριστά, είναι σκέτος και αδιέξοδος εγκλωβισμός. Παράλληλα, καλό είναι να γνωρίζουμε ότι κι από καμία άλλη πλευρά δεν προτείνει μια πρόταση διεξόδου – ή έστω ένα εγχείρημα που να ξεπερνά τις κομματικές περιφράξεις και συντεταγμένες. Ήδη όλοι οι κομματικοί φορείς άρχισαν να επιδίδονται στους σχεδιασμούς για τις αυτοδιοικητικές εκλογές και την απλή αναπαραγωγή τους. Δεν έχουν καμία πρόταση για τον λαϊκό παράγοντα. Η μόνη πρόταση είναι «ψήφισέ μας», και κάπως έτσι δυναμώνει η «φωνή σου». Ψέμα ασύστολο, και παντελής απουσία εναλλακτικής πρότασης.
Ο κύκλος που πρέπει να ανοίξει
Μέσα σε αυτό το δύσκολο, ρευστό, πυκνό περιβάλλον, είναι αναγκαίο να ανοίξει ένας κύκλος όπου κεντρικά ζητήματα πρέπει να είναι το «υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας» και ένα σχέδιο Εθνικής Κυριαρχίας, ενταγμένο στα πλαίσια και στις προϋποθέσεις μιας βαθιάς πολιτειακής μεταβολής.
Σε ένα πρώτο στάδιο, ουσιαστικό και βασικό είναι να ιχνηλατηθούν τα κύρια περιεχόμενα και οι βασικοί αρμοί αυτής της προοπτικής, και συνάμα να διερωτηθεί κανείς σοβαρά πάνω στο με ποιες δυνάμεις και με ποιους τρόπους μπορεί να δημιουργηθούν οι ιδεολογικές και πολιτικές προϋποθέσεις αυτού του κύκλου.
Δεν μπορούν να εξαγγέλλονται «μέτωπα», «κόμματα», «πόλοι» ερήμην βαθύτατων συνεννοήσεων και εννοήσεων σε βασικά προγραμματικά ζητήματα, και ιδιαίτερα στη σύμπλεξη του εθνικού και κοινωνικού στοιχείου στη χώρα μας.
Άρα αναζητούνται επιμόνως οι δυνάμεις που θα εμπνευστούν, θα εφεύρουν, θα στηρίξουν αυτόν το σχεδιασμό.
Η σύλληψη ενός σχεδίου, οραματικά και πνευματικά, πρέπει να συντελεστεί σε αντιδιαστολή με τις αυταπάτες, την ανάθεση στους μικροπολιτικούς σχεδιασμούς ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ-λοιπής αριστεράς. Η αντίσταση σε όλες τις πλευρές του ζοφερού κύκλου που ανοίγει πρέπει να συνδυαστεί με την προώθηση μιας νέας συνείδησης, ικανής να συμβάλλει σε συνθέσεις και εγχειρήματα, ξεκινώντας ακόμα κι από το μηδέν.
Ξεκινώντας από αυτά που υπάρχουν και μοιάζουν λίγα, και ξέροντας καλά αυτά που λείπουν και πρέπει να καλυφθούν.
Αυτά μοιάζουν γενικόλογες ευχές. Αλλά έχουν τη δύναμη να εμπνεύσουν και να ενώσουν διάσπαρτες δυνάμεις, εδώ και τώρα, μέσα από μια αναγκαία πολιτική ζύμωση, και μέσα από τη δημιουργία προϋποθέσεων για δοκιμασίες και εγχειρήματα. Πρόκειται για την υπόθεση διάνοιξης ενός κύκλου, που δεν προκύπτει αυτόματα και με ευκολία. Προϋποθέτει ενεργά στοιχεία συνείδησης, βούλησης και συμπερασμάτων για όσα ζήσαμε τουλάχιστον στους κύκλους που μόλις έκλεισαν, και αυτούς που ανοίγονται με δυσμενέστατους όρους. Με μια άλλη έννοια, είναι ένα τολμηρό κάλεσμα: Να ανοίξουμε έναν αναγκαίο νέο κύκλο που δεν υπάρχει ακόμα, αλλά είναι αναγκαίος.
από το «https://edromos.gr/»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου