Η καταγραφή της αλατότητας δεν είναι εύκολη υπόθεση. Αποτελούσε για χρόνια
στόχο βιολόγων και ωκεανογράφων.
Η μέτρηση γίνεται με ένα ειδικό όργανο που κατεβαίνει στον βυθό και μετράει
τη θερμότητα, την αγωγιμότητα, την αλατότητα και την πυκνότητα του νερού









Οι ελληνικές θάλασσες, πλην του Βορείου Αιγαίου, έχουν μεγάλη περιεκτικότητα σε αλάτι. Σύμφωνα με τον χάρτη αλατότητας που εκδίδει εδώ και μερικές ημέρες το Εθνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών, 

η περιοχή νοτίως της Κρήτης καθώς και αυτή

ανατολικά της Ρόδου παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη αλατότητα

(έχουν το περισσότερο αλάτι).

 Αντίθετα στο Βόρειο Αιγαίο το αλάτι είναι πολύ λιγότερο. 

Οι διαφορές αυτές έχουν συνέπειες στην ποικιλία των θαλασσίων οργανισμών που ζουν στην
κάθε περιοχή ενώ μπορούν να γίνουν αισθητές ακόμα και στους λουόμενους που
απολαμβάνουν το θαλάσσιο μπάνιο τους.


«Αναμφισβήτητα το Αιγαίο παρουσιάζει αυξημένη αλατότητα», 

εξηγεί ο κ. Αναστάσιος Ελευθερίου, βιολόγος, καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης, ειδικευμένος σε θέματα θαλάσσιας οικολογίας.

 «Όπως άλλωστε και ολόκληρη η Μεσόγειος σε σχέση με τον Ατλαντικό Ωκεανό. Αυτό οφείλεται κυρίως στη γεωγραφική κατανομή της περιοχής. Στο γεγονός ότι η Μεσόγειος είναι μια κλειστή θάλασσα. Λίγα, και όχι σημαντικά, ποτάμια εκβάλλουν σε αυτή. Η ανανέωσή της είναι τόσο μικρή, ώστε, όπως έχει υπολογισθεί, χρειάζεται 80 ολόκληρα χρόνια για να ανανεωθεί μια φορά πλήρως».







Η αλατότητα των ελληνικών θαλασσών (η συνολική ποσότητα δηλαδή των αλάτων που υπάρχουν σε 1 kg θαλασσινού νερού ύστερα από εξάτμιση και ξήρανση του ιζήματος υπό καθορισμένες συνθήκες, όπως είναι ο επιστημονικός ορισμός της) επηρεάζεται, εκτός από τη Μεσόγειο Θάλασσα, και από τα νερά των Δαρδανελλίων.
«Αυτός είναι ο λόγος που παρουσιάζεται αυτή η διαφορά μεταξύ των βόρειων
θαλασσών μας και των νότιων
», εξηγεί ο καθηγητής. 

«Μέσω των Δαρδανελλίων έρχονται μεγάλες ποσότητες θαλασσίων μαζών με μικρή περιεκτικότητα σε αλάτι. Τα πολλά ποτάμια που εκβάλλουν στην περιοχή καθώς και τα θαλάσσια ρεύματα που υπάρχουν εξαιτίας των κλιματολογικών συνθηκών που επικρατούν εκεί, επηρεάζουν σημαντικά την αλατότητα».


«Για να καταλάβουμε τι σημαίνει διαφορετική αλατότητα της περιοχής αρκεί κάτι
πολύ απλό. Να κάνουμε μπάνιο σε μια παραλία της Θάσου και ύστερα από μια
εβδομάδα στα Μάταλα της Κρήτης. Οι διαφορές, που σε άλλη περίπτωση δεν θα μας εντυπωσίαζαν, είναι ουσιαστικές. Η γεύση της θάλασσας είναι τελείως
διαφορετική στη μια και στην άλλη περίπτωση. Είναι απλά πολύ πιο αλμυρή στην
Κρήτη. Στη Θάσο το νερό είναι πιο γλυκό. Επίσης υπάρχει σημαντική διαφορά στην άνωση. Στην Κρήτη το νερό σε "σηκώνει", σε κάνει να επιπλέεις πιο εύκολα».

Η αλατότητα, πάντως, δεν επηρεάζει τη θερμοκρασία της θάλασσας, ούτε την
καθαρότητά της. «Ούτε μπορούμε να πούμε ότι η θάλασσα με περισσότερο αλάτι
είναι καλύτερη από αυτήν με λιγότερο, ή το ανάποδο. Δεν τίθεται θέμα τέτοιας
σύγκρισης», ξεκαθαρίζει ο κ. Ελευθερίου.

«Η διαφορετική αλατότητα μιας περιοχής έχει σαν αποτέλεσμα, όμως, σημαντικές διαφορές και στα είδη που ζουν εκεί», συμπληρώνει ο βιολόγος. «Από τα μαλάκια μέχρι και τα δελφίνια. Σύμφωνα με μελέτες, όταν "άνοιξε" το Γιβραλτάρ διάφορα είδη ήρθαν στη Μεσόγειο από τον Ατλαντικό Ωκεανό και δεν μπόρεσαν να επιβιώσουν. Έπρεπε να περάσουν πάρα πολλά χρόνια για να προσαρμοσθούν στις νέες συνθήκες. Τα ψάρια που ζουν στα ποτάμια όταν βρεθούν στις θάλασσες, σε νερά με πολύ περισσότερο αλάτι, αλλάζουν αμέσως συμπεριφορά, τρόπο αντίδρασης, τρόπο κίνησης».

Η καταγραφή της αλατότητας δεν είναι εύκολη υπόθεση. «Αποτελούσε για χρόνια
στόχο των βιολόγων και των ωκεανογράφων. Η μονάδα μέτρησης αλατότητας
ονομάζεται pty», εξηγεί ο κ. Γιώργος Τριανταφύλλου, ωκεανογράφος στο
Ινστιτούτο Θαλάσσιας Βιολογίας Κρήτης. «Συγκεκριμένα υπάρχει μια αριθμητική κλίμακα διψήφιων αριθμών που μας δείχνει πόσο αλάτι έχει μια περιοχή. Όταν λέμε ότι νοτίως της Κρήτης η αλατότητα είναι 40 pty, εννοούμε ότι εάν πάρουμε 1.000 μέρη θαλασσινού νερού και τα εξατμίσουμε θα μείνουν 40 μέρη αλατιού. Γι' αυτόν τον λόγο κάποιοι μετρούν την αλατότητα με ποσοστό επί τοις χιλίοις (π.χ. 40ο/οο στη συγκεκριμένη περίπτωση). Η μέτρηση γίνεται με ένα ειδικό όργανο που κατεβαίνει στο βυθό και μετράει τη θερμότητα, την αγωγιμότητα, την αλατότητα και την πυκνότητα του θαλασσινού νερού».


Ο χάρτης της αλατότητας εντάσσεται στο πρόγραμμα «Ποσειδών» του Εθνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών. Στο πλαίσιο του προγράμματος οκτώ μεγάλες σημαδούρες και 10 μικρότερες μετρούν σε Αιγαίο, Ιόνιο και Κρητικό, με
αισθητήρες, παραμέτρους όπως ηλιακή ακτινοβολία, ατμοσφαιρική πίεση,
θερμοκρασία νερού και αέρα, αλατότητα, βροχόπτωση, άνεμο, ύψος κύματος,
θαλάσσια ρεύματα, θρεπτικά στοιχεία στο νερό, αιωρούμενο υλικό και οξυγόνο.
Σκοπός του «Ποσειδώνα» είναι «οι Έλληνες επιστήμονες να ενισχύσουν την
περιβαλλοντική έρευνα στο Αιγαίο, την προστασία του θαλάσσιου οικοσυστήματος, την καλύτερη αντιμετώπιση περιβαλλοντικών καταστροφών (π.χ. πετρελαιοκηλίδες), αλλά και την παροχή πληφοροριών σε χρήστες, όπως υπουργεία, ερευνητικά ιδρύματα, τουριστική βιομηχανία, αλιείς καιιχθυοκαλλιεργητές, περιβαλλοντικές οργανώσεις κ.λπ., στοιχεία που θα βοηθήσουν στην ασφαλή ναυσιπλοΐα, τον εντοπισμό ρυπαντών, την προστασία και ανάπτυξη της παράκτιας ζώνης, του τουρισμού και της αλιείας», όπως εξηγεί ο Κώστας Νίττης, φυσικός ωκεανογράφος- ερευνητής του ΕΚΘΕ.


Ο χάρτης της *αλατότητας των νερών ανανεώνεται καθημερινά και είναι προσβάσιμος
στους χρήστες του Ίντερνετ στη διεύθυνση http: //www. poseidon. ncmr.gr. Στην
ίδια σελίδα υπάρχει επίσης πρόγνωση της αλατότητας για το επόμενο
σαρανταοκτάωρο.