Ξεκινώντας με την φράση του Οδυσσέα Ελύτη πως
«καμμιά επανάσταση, ούτε στην τέχνη, ούτε στην ζωή, δεν έχει περισσότερες ελπίδες επιτυχίας από ΄κείνη που χρησιμοποιεί για ορμητήριό της την παράδοση»2,
ας προσπαθήσουμε σήμερα να ιδούμε πώς καταγράφηκε η, κατά τ’ άλλα, άγραφη παράδοση.
Πώς διεσώθη το παραδοσιακό-δημοτικό μας τραγούδι, αφού ήταν λόγος κι αέρας, και ποιοι ήσαν οι πρώτοι που εργάσθηκαν για να φθάσει έως εμάς;
Μ’ άλλα λόγια, πώς γράφεται το άγραφο, πώς αποτυπώνεται και διατυπώνεται η λαϊκή νοοληψία… Πώς ζωγραφίσθηκε στο χαρτί ή άυλη Μούσα του λαού μας; Πώς, εν τέλει, θωρήσαμε το άθωρο;
Το ελληνικό δημοτικό τραγούδι δεν είναι μια παράδοση που ξεκινά στα βυζαντινά και νεώτερα χρόνια!
Τα πρώτα ελληνικά δημοτικά τραγούδια είχαν συνθέσει ανώνυμοι αρχαίοι μας πρόγονοι!
Ήταν τραγούδια των «αδόντων» (τραγουδιστών) και χωρίζονται σε κατηγορίες (με βάση το περιεχόμενο), ενώ σε τίποτε δεν διαφέρουν στην τεχνοτροπία από τα νεώτερα ελληνικά δημοτικά.
Τέτοια διασώζει ο θείος Όμηρος, αλλά και άλλοι (Αθήναιος, Δίων Χρυσόστομος, Ιουλιανός, Λουκιανός, Πλούταρχος, κ.ά.).
Είναι βέβαια πολύ ολιγώτερα σε σχέση με τα νεώτερα γνωστά δημοτικά τραγούδια του λαού μας. Αλλά η ιστορία τους και η μελέτη τους είναι προφανώς θέμα μιας άλλης εισηγήσεως.
Τα νεώτερα ελληνικά δημοτικά τραγούδια έχουν καταγραφεί από ξένους περιηγητές στην Ελλάδα, αλλά σποραδικά.
Δεν ήταν μια συγκεντρωμένη και αναλυτική καταγραφή με στοιχεία. Αναφέρεται μόνον ότι στην Ι. Μονή Ιβήρων του Αγ. Όρους υπήρχε μια συλλογή από 13 ελληνικά δημοτικά τραγούδια, αλλά κι αυτή δεν ευρέθη ποτέ!
Το 1804 φαίνεται πρώτος να ενδιαφέρεται για τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια ο οικονομολόγος Sismonde de Sismondi3, ο οποίος σε γράμμα σε αριστοκράτισσα φίλη του στην Κέρκυρα, της ζητάει να του στείλει τα δημοτικά τραγούδια του νησιού της. Πράγματι, λοιπόν, η Κερκυραία του έστειλε κάποια δημοτικά της περιοχής της, αλλά άγνωστο τι απέγιναν κι αυτά και οι προθέσεις του Sismondi…
Το 1814 στο Συνέδριο της Βιέννης, που εξελίχθηκε σε μια πανευρωπαϊκή εορτή (κυρίως εξ αιτίας του τέλους των ναπολεόντειων πολέμων), για την οποία συνευρέθησαν πολιτικοί, διπλωμάτες, αλλά και άνθρωποι των Γραμμάτων και των Τεχνών, πήγε κι ένας – κατά τ’ άλλα παράξενος - βαρόνος, ονόματι Βέρνερ φον Χαξτχάουζεν4, ο οποίος μιλούσε 13 ανατολικές γλώσσες! Αυτοεξόριστος στο Λονδίνο εργαζόταν, ως ιατρός, σε ναυτικό νοσοκομείο.
Εκεί, άκουσε έναν ανώνυμο Έλληνα ναύτη να τραγουδά:
«Συννέφιασε ο Παρνασσός, βρέχει στα καμποχώρια…»...
Συγκινήθηκε και ενδιαφέρθηκε γι΄ αυτό το τραγούδι. Όταν έμαθε πως υπάρχει πλούτος από δαύτα στα στόματα και τις ψυχές των Ελλήνων, επιδόθηκε στο έργο να τα καταγράψει! Ηταν η πρώτη επιχείρηση καταγραφής των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών…
Στην Βιέννη, λοιπόν, είδε έκπληκτος να κυκλοφορεί στα λογοτεχνικά στέκια μια συλλογή σέρβικων δημοτικών τραγουδιών, που μάλιστα άρεσε πολύ και έγινε δεκτή στους ευρωπαϊκούς φιλολογικούς κύκλους με ενθουσιασμό. Αυτό συνέβη γιατί διευθυντής της Αυτοκρατορικής Βιβλιοθήκης ήταν ο Κοπιτάρ. Ο Χαξτχάουζεν τον βρίσκει, του δείχνει την δική του συλλογή, με ελληνικά δημοτικά τραγούδια και ο Κοπιτάρ δείχνει αμέριστο ενδιαφέρον, λέγοντας πως στην Βιέννη υπάρχουν πολλοί Έλληνες και παράλληλα εκδίδονται δυο ελληνικά περιοδικά, ο «Λόγιος Ερμής» και ο «Φιλολογικός Τηλέγραφος» – μάλιστα εν έτει 18145! Στην προσπάθειά του να πλουτίσει την συλλογή του ο Χαξτχάουζεν προσπαθούσε να συναναστραφεί με Έλληνες της περιοχής. ώσπου συναντά κάποιον Μακεδόνα, ονομάτι Θεόδωρο Μανούσο, ο οποίος του λέει ότι φιλοξενεί σπίτι του και την γιαγιά του, η οποία γνωρίζει πολλά τέτοια τραγούδια! Πράγματι, λοιπόν, η γιαγιά Αλεξάνδρα Μανούσου, τραγουδά στον Χαξτχάουζεν τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια που θυμόταν κι εκείνος τα καταγράφει – δυστυχώς – σε έμμετρη γερμανική γλώσσα. Ο Μανούσος, βέβαια, κράτησε αντίγραφα, τα οποία και έστειλε στον Κοραή στην πόλη των Παρισίων.
Το καλοκαίρι του 1815 ο Γκαίτε πήγε για λουτρά στην γερμανική λουτρόπολη Βιζμπάντεν. Η 10η Μούσα, αυτή της Λαϊκής Ποιήσως, που ζητούσε επί τέλους να καταγραφεί, έκαμε την ίδια εποχή να είναι εκεί και ο Καποδίστριας και ο Χαξτχάουζεν!
Οι τρεις άνδρες συναντήθηκαν! Ο Χαξτχάουζεν τους δείχνει την ήδη αρκετά καλή συλλογή από ελληνικά δημοτικά τραγούδια που έχει στα χέρια του, τα οποία είχε συλλέξει από ανθρώπους της υπαίθρου6. Ο Γκαίτε - και άλλοι – τον προτρέπουν να τα εκδώσει. Μάλιστα ο Γκαίτε δημοσίως, μέσω του περιοδικού “Kunst und Alterum”.
Παρά ταύτα, ο Χαξτχάουζεν καθυστερεί και αρκείται στην κυκλοφορία τους σε αντίγραφα, από χέρι σε χέρι λογίων. Η επίσημη αιτιολογία του απορριγώντος Χαξτχάουζεν είναι ότι δεν είχε τις απαραίτητες φιλολογικές και εθνολογικές γνώσεις για να σχολιάσει και να αναλύσει αυτά τα αριστουργήματα της λαϊκής τέχνης. Έτσι, και με την αναγγελία της εκδόσεως της συλλογής των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών του Γάλλου Κλωντ Φωριέλ7, η συλλογή Χαξτχάουζεν σταμάτησε να ενδιαφέρει και δεν είδε το φως της δημοσιότητος, παρά μόνον το 1935.
Στις αρχές του 19ου αι., πράγματι λοιπόν εμφανίζεται ο Γάλλος λόγιος Φωριέλ (1772-1844) ένας εραστής της Ελλάδος (της αρχαίας, αλλά και της νεωτέρας – άλλωστε η Ελλάς ήταν πάντα μία) που έβγαινε διαλελυμένη, αλλά υπερήφανη μέσα από μία γενναία επανάσταση.
Ο ίδιος, καθηγητής φιλολογίας στην Σορβόννη, δεν γύρεψε τα αρχαία ερείπιά της, όπως έκαναν τόσοι και τόσοι άλλοι, πλουτίζοντας τα μουσεία τους με τα λείψανά μας, για να αποκτήσουν έναν πολιτισμικό πλούτο που δεν είχαν, αλλά συνέλεξε τα δημοτικά τραγούδια της χώρας μας, και τα εξέδωσε στην ευδίοδο πόλη των Παρισίων, το 1824.
Το 1815 ο μέγιστος πνευματικός ηγέτης της Γερμανίας, Γκαίτε, κάνει μια συγκέντρωση στο σπίτι του, στην Φρανκφούρτη, όπου καλεί φίλους του, επιφανείς ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών. Ήταν τότε της μόδας τα λεγόμενα «φιλολογικά σαλόνια», τα οποία είχαν ξεκινήσει από την Γαλλία και για τον θεσμό τους, ειρήσθω εν παρόδω, σπουδαίο ρόλο έπαιξε η Ελληνίδα μαντάμ Σενιέ και ο Θραξ υιός της ποιητής Αντρέ Σενιέ8.
Το περίεργο, όμως, με το κάλεσμα του Γκαίτε ήταν το κάλεσμα των ζωγράφων, που έκανε τους ανθρώπους των Γραμμάτων να απορήσουν. Οι απορίες λύθηκαν, όταν μίλησε ο Γκαίτε και τους είπε ότι τους φώναξε για να τους γνωστοποιήσει το… ελληνικό δημοτικό τραγούδι!
Όπως είχε γράψει και στον υιό του, Αύγουστο (15.6.1815), το βρίσκει «τόσο λαϊκό, αλλά και τόσο δραματικό, τόσο επικό και τόσο λυρικό, που αντίστοιχό του δεν υπάρχει στον κόσμο»!
Κάτι παρόμοιο είχε πει και στους λογίους του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης, το φθινόπωρο του 1815: Πως «οι εικόνες αυτού του τραγουδιού, του ελληνικού δημοτικού, είναι εκπληκτικές. Φανταστείτε να βάζει δυο βουνά να μαλώνουν μεταξύ τους! Φανταστείτε έναν αετό να μιλάει με το κομμένο κεφάλι του κλέφτη! Φανταστείτε ένας κλέφτης να λέει να του κόψουν το κεφάλι, για να μην το πάρουν οι Τούρκοι, αλλά και να μην το πουν στην αρραβωνιαστικιά του!
Αλλά σας αφήνω τελευταίο και ένα άλλο τραγούδι, το οποίο είναι το κορυφαίο», τους είπε και τους διάβασε - σε μετάφραση βέβαια στα γερμανικά - το ελληνικό παραδοσιακό μοιρολόι «Ο Χάρος με τους αποθαμένους»:
Γιατ’ είναι μαύρα τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα;
Μήν’ άνεμος τα πολεμά; Μήνα βροχή τα δέρνει;
Ούδ΄ άνεμος τα πολεμά κι ούδέ βροχή τα δέρνει.
Μόν’ εδιαβαίνει ο Χάροντας με τους αποθαμένους.
Σέρνει τους νιους από μπροστά, τους γέροντας κατόπι,
τα τρυφερά παιδόπουλα στη σέλλα αραδιασμένα.
Παρακαλούν οι γέροντες, τ’ αγόρια γονατίζουν:
«Κόνεψε, Χάρο, σε χωριό, κόνεψε καν σε βρύση,
να πιουν οι γέροντες νερό κι οι νιοι να λιθαρίσουν
και τα μικρά παιδόπουλα να μάσουνε λουλούδια».
«Όχι! Χωριά δεν θέλω εγώ, σε βρύσες δεν κονεύω,
έρχονται οι μάνες για νερό, γνωρίζουν τα παιδιά τους,
γνωρίζονται τ΄ αντρόγυνα και χωρισμό δεν έχουν»…
Πράγματι, το απόσπασμα αυτό είναι τόσο τραγικό και τόσο λεπτομερές συνάμα! Δίνει το σκηνικό-πλαίσιο μέσα στο οποίο θα εκτυλιχτεί το δράμα («μαύρα βουνά, δαρμένα από ανέμους και βροχές»), περνά το κορυφαίο ενεργειακό στοιχείο του, ο αρχαίος Έλλην Χάρων (ο Χάροντας των χριστιανών), με τους απεθαμένους, κι αρχίζει ο υπερβατικός διάλογος των νεκρών με τον Χάρωνα, ο οποίος κορυφώνει την τραγωδία! Κι ενώ όλο το λογοτεχνικό δημιούργημα είναι στην σφαίρα της «ποιητικής αδείας», κλείνει με το πιο ρεαλιστικό δίστιχο: Την ανίκητη δύναμη του πάθους και του πόθου του έρωτα, την μυστοδόκο του σύμπαντος…
Ο Γκαίτε, λοιπόν, εξομολογήθηκε πως τον συνεπήραν αυτές οι εικόνες και κάλεσε τους ζωγράφους για να τους τις διαβάσει και να τις ζωγραφίσουν!
Το 1824 κάνει την εμφάνισή της στην πόλη των Παρισίων ο πρώτος τόμος της συλλογής του Φωριέλ, με τίτλο «Ελληνικά τραγούδια» ή «Δημοτικά τραγούδια της σύγχρονης Ελλάδος».
Τον επόμενο χρόνο κυκλοφορεί και ο δεύτερος τόμος. Πράγματι ο Φωριέλ είχε μια εισαγωγή-ανάλυση για κάθε τραγούδι και μια εκτενή εισαγωγή 100 σελίδων για όλο το πόνημά του, που ακόμα και σήμερα θεωρείται από τις πλέον εμβριθείς που έχουν γίνει ποτέ για το ελληνικό δημοτικό τραγούδι.
Το 1826 η συλλογή αυτή, που έκανε πάταγο στην Γαλλία, μεταφράθηκε από τον Muller στα γερμανικά. Αργότερα μεταφράσθηκε στα αγγλικά, ρωσικά και τα ιταλικά9.
Αυτή ήταν η πρώτη επίσημη συγκεντρωμένη και αναλυμένη καταγραφή των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών! Και μάλιστα κυκλοφόρησε στην Ευρώπη μεσούντος του αγώνος μας κατά των Τούρκων! Οι Ευρωπαίοι φιλέλληνες βρήκαν τώρα πατήματα να υποστηρίζουν τους αγώνες ενός ευρωπαϊκού έθνους ενάντια στους βάρβαρους Ασιάτες.
Αλλά και οι μη φιλέλληνες καταλάβαιναν πια ότι η Ελλάς δεν είχε μόνον αρχαίες περγαμηνές να επιδείξει, αλλά και σύγχρονες.
Το δε περίεργο είναι πως Φωριέλ και Χαξτχάουζεν δεν είχαν επισκεφθεί ποτέ την Ελλάδα!
Αλλά εν Παρισίοις ο Φωριέλ είχε έλθει σε επαφή με τον Κοραή, που είχε την συλλογή Μανούσου, και την οποία δώρισε στον Κλωνάρη, αλλά και με άλλους Έλληνες της παροικίας, όπως τους Μουστοξύδη, Μαυρομάτη και Νικόλαο Πίκολο, από τον οποίο έμαθε και τα ελληνικά. Αυτοί – και άλλοι – λοιπόν, έστειλαν επιστολές σε Έλληνες στην Ελλάδα να τους στείλουν δημοτικά από την περιοχή τους, έδωσαν τα χειρόγραφα στον Φωριέλ και ο τελευταίος εξέδωσε το πόνημά του.
Επίσης, οι ανακοινώσεις του Γερμανού φιλόλογου Hasse αύξησαν την συλλογή του. Ο ίδιος ο Φωριέλ λέει πως στην προσπάθειά του να έλθει σε επαφή και με άλλους Έλληνες για τον ίδιο λόγο, κατέβηκε στην Ενετία και την Τεργέστη. Αλλά οι λόγιοι δεν τα ήξευραν κι οι αμόρφωτοι νόμιζαν πως τους κορόιδευε κι ήταν δύσπιστοι...
Το 1844 στο Μάνχαϊμ της Γερμανίας κυκλοφορεί η εργασία του D. Sanders «Η λαϊκή ζωή των νεοελλήνων» (“Das Volksleben der Neugriechen”), μέσα στην οποία περιλαμβάνονται κάποια δημοτικά μας τραγούδια.
Αλλά και ο Διονύσιος Σολωμός με το που ήλθε στην Ελλάδα από την Ιταλία επιδόθηκε στον αγώνα συλλογής ελληνικών δημοτικών τραγουδιών και λαϊκών στίχων-παροιμιών.
Την συλλογή Σολωμού ζήτησε ο Tommaseo Canti, ο οποίος έκανε κι αυτός μια σχετική συλλογή και πράγματι ο Σολωμός του την παραχώρησε. Η συλλογή Tommaseo κυκλοφόρησε το 1842 στην Ενετία και ήταν ελληνικά δημοτικά σε ιταλική μετάφραση.
Βέβαια, η συλλογή του είχε και τραγούδια από Αλβανία και Σερβία, σε ξεχωριστά κεφάλαια. Αυτή η συλλογή, η αναμεμειγμένη με αλβανικά και σέρβικα τραγούδια, έκανε τον Σολωμό να πει στον Κερκυραίο φίλο του, Αντώνη Μανούσο, να περάσει απέναντι και να καταγράψει τα ελληνικά δημοτικά που τραγουδιούνται εκεί στην Ήπειρο. Του έδωσε μάλιστα και μια συλλογή του Φωριέλ με σημειώσεις και παρατηρήσεις, για να ελέγχει αυτά που καταγράφει.
Η συλλογή Αντ. Μανούσου «Τραγούδια εθνικά, συναγμένα και διασαφηνισμένα υπό Αντ. Μανούσου» κυκλοφόρησε το 1850 στην Κέρκυρα.
Έκτοτε κυκλοφόρησαν πολλά και σημαντικά βιβλία, ανθολογίες ελληνικού δημοτικού τραγουδιού, όπως:
1850 «Τραγούδια εθνικά, συναγμένα και διασαφηνισμένα υπό Αντ. Μανούσου», Κέρκυρα.
1851 «Chants populaires de la Grece”, του M. de Marcellus, Παρίσι.
1852 «Άσματα δημοτικά της Ελλάδος», του Σπ. Ζαμπέλιου, Κέρκυρα.
1859 «Συλλογή δημοτικών ασμάτων», του Α. Ιατρίδη, Αθήνα.
1860 «Τραγούδια ρωμαίικα – Carmina popularia Graecia recentioris», του Arnoldus Passow, Λειψία .
; “Anthologia Neugriechischer Volkslieder” του Teod. Kind, Λειψία.
1866 «Συλλογή των κατά την Ήπειρον δημοτικών ασμάτων», του Γ. Χασιώτου, Αθήνα.
1866 “Etudes sur la litterature grecque moderne” του Ch. Gidel, στο Παρίσιοι. Επανεκδόθη το 1878.
1867 «Δημοτική Ανθολογία» του Μ. Πελέκου, Αθήνα.
1868 «Νεοελληνική φιλολογία» του Κ. Σάθα.
1868 «Εκλογή μνημείων της νεωτέρας ελληνικής γλώσσης», Μαυροφρύδου εκδ. Αθήναι.
1873 “Recueuil de chansons populaires grecques” του Legrand.
1876 «Άσματα κρητικά μετά διστίχων παροιμιών» του Α. Jeannarakis ή Αντ. Γιανναρή ή/και Γιάνναρη/Γιανναράκη, Λειψία.
1879 “Das ABC der Liebe – eine Sammlung Rhodischer Liebslieder” («Η Αλφάβητος της αγάπης – μια συλλογή τραγουδιών αγάπης από την Ρόδο»), του W. Wagner, δίγλωσση έκδ. Με το ελληνικό και αντικρυστά την γερμανική μετάφραση, έκδ. Teubner, Λειψία.
1880 «Συλλογή δημωδών ασμάτων Ηπείρου», του Π. Αραβαντινού.
1881 “Trois poemes grecs du moyen-age”, Βερολίνο, πάλι του W. Wagner.
1881 “Poetes grecs contemporains” του J. Lamber, στο Παρίσιοι.
1888 «Κρητικές ρίμες» του Εμμ. Βαρδίδη.
1888 η β΄ επαυξημένη έκδ. του έργου “Greek folk songs from the Ottoman Provinces of Northern Hellas, Litteral and metrical translations, classified, revised and edited with essays on the survival of Paganism, and the sience of folklore” των M. J. Garnett, Stuart Stuart και J. Glennie, εκδ. Ward & Downey, Λονδίνο.
1893 «Κρητικός γάμος» του Π. Βλαστού.
Γιώργος Λεκάκης
www.lekakis.com
Απόσπασμα από την μελέτη του Γιώργου Σταυράκη με τίτλο "Η ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ"
Παραπομπές
2. «Οι εικονογραφίες του Στρατηγού Μακρυγιάννη και ο λαϊκός τεχνίτης Παναγιώτης Ζωγράφος», Ανοιχτά χαρτιά, Ίκαρος, Αθήναι, γ΄, 1987.
3. Μέγας οικονομολόγος, σημαντικός στην ιστορία της οικονομικής σκέψεως, για τον οποίο κάνει αναφορά και ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο».
4. Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας της Βεστφαλίας (1780 - ), με σπουδές Νομικής και Ιατρικής. Έκανε τον αγώνα του κατά του Ναπολέοντα και όταν ο τελευταίος κατέκτησε και την Γερμανία, αυτοεξορίσθη στο Λονδίνο.
5. Είχαν προηγηθεί η ολιγόμηνη έκδοση εφημερίδος από τον γνωστό Έλληνα τυπογράφο Γεώργιο Βεντότη, την κυκλοφορία της οποίας απαγόρευσαν οι αυστριακές Αρχές, η ατελέσφορος προσπάθεια του Δ. Θεοχαρίδη και η σπουδαιότερη όλων, η «Εφημερίς» των Σιατιστινών αδελφών Μαρκίδων του Πούλιου. (βλ. σχ. άρθρα μου «Η ιστορική συμβολή των εκδοτών Μαρκίδων Πούλιου», στην εφημερίδα «Ελευθερία» του Λονδίνου 2, 9, 16 και 23.2.2006).
6. Αυτή ήταν η τακτική του φιλοσοφικού ρεύματος του ρομαντισμού της εποχής, που έψαχνε την αλήθεια μέσα στις λαϊκές ψυχές των χωρικών, των καμπίσιων και των ορεινών, σε αντίθεση με τον γαλλικό Διαφωτισμό.
7. Εκλεκτό τέκνο της Γαλλίας (1772-1844), ιδιαίτερος γραμματέας του Φουσέ, απ’ τον οποίο παραιτήθηκε το 1802, μένοντας πιστός στις δημοκρατικές αρχές του. Είχε εγκυκλοπαιδική μόρφωση, εγκατεστημένος στο Σεντ Ετιέν. Γνώριζε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες! Κύρια μελετούσε την ιστορία του Μεσαίωνα του Νότου, της νότιας Γαλλίας. Αλλά ασχολήθηκε μέχρι και με τη βοτανική! Το 1830 διορίσθηκε καθηγητής Γλωσσών και Λογοτεχνιών της Μεσημβρινής Ευρώπης στη Σορβόνη, όπου δίδαξε 11 μαθήματα για τα ελληνικά και τα σέρβικα δημοτικά τραγούδια. Το 1836 έγινε μέλος της Ακαδημίας των Επιγραφών. Άλλα έργα του: «Ιστορία της προβηγκιανής ποίησης» (1847), «Ο Δάντης και η γένεση της ιταλικής γλώσσας και φιλολογίας» (1859), κ.ά.
8. βλ. σχ. άρθρο μου «Ανδρέας ο Θραξ, ο τελευταίος Γάλλος κλασικός», στο περιοδικό «Ενδοχώρα», τ. 89-90, Ιανουαρίου 2004.
9. Όσο για την Ελλάδα, εδώ εξεδόθησαν μόλις το…
1956 (!) υπό τον τίτλο «Δημώδη άσματα της νεωτέρας Ελλάδος»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου