Πέμπτη 1 Αυγούστου 2019


Συνέντευξη – Επιμέλεια: Νίκος Μόττας
  //
Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 140 χρόνων από τη γέννηση του Ιωσήφ. Β. Στάλιν μιλήσαμε με τον Grover Furr, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Montclair του Νιού Τζέρσι, γνωστό για τις μελέτες και το συγγραφικό του έργο πάνω στην ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης και ιδιαίτερα για την περίοδο της ηγεσίας του Ι.Β.Στάλιν. Από τα πλέον γνωστά βιβλία του είναι το “Khrushchev Lied” (Ο Χρουστσόφ είπε ψέματα) ενώ έχει συγγράψει πληθώρα ερευνητικών πονημάτων, μεταξύ άλλων για τη δολοφονία του Σεργκέι Κιρόφ, τις Δίκες της Μόσχας και την υπόθεση της «σφαγής στο Κατίν». Το 2007 το όνομα του Grover Furr συγκαταλέχθηκε από συντηρητικούς κύκλους των ΗΠΑ στον κατάλογο των «101 πιο επικίνδυνων ακαδημαϊκών στην Αμερική».

* * *  

-Εξήντα-πέντε χρόνια μετά το θάνατο του Στάλιν, το όνομα του παραμένει στο επίκεντρο του αντικομμουνισμού. 
Η αστική ιστοριογραφία και οι πολιτικές δυνάμεις της αστικής τάξης συνεχίζουν την συκοφάντηση του, αποκαλώντας τον «δικτάτορα» και «αιμοσταγή τύραννο» που- όπως ισχυρίζονται- «σκότωσε δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους»
Γιατί οι αντικομμουνιστές εστιάζουν ακόμη και σήμερα τις επιθέσεις τους στον Στάλιν και ποιες είναι οι κύριες πηγές των ισχυρισμών τους;
Ο Grover Furr.
Ο καθηγητής Grover Furr.
Οι υπερασπιστές του καπιταλισμού χρειάζεται να παρουσιάσουν τον κομμουνισμό σαν κάτι απαίσιο. Γι’ αυτό, εκτός απ’ το να κρύβουν την φρίκη του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού, χρειάζονται έναν «μπαμπούλα» στον οποίο να εστιάζουν, χρησιμοποιώντας τον σαν την επιτομή των «κακών» του κομμουνισμού. 
 Ο Στάλιν υπήρξε ο ηγέτης της ΕΣΣΔ και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος κατά την περίοδο των μεγαλύτερων τους θριάμβων και επομένως κατά την περίοδο της μεγαλύτερης απειλής ενάντια στον καπιταλισμό. Ως εκ τούτου, ο Στάλιν είναι φυσικό να αποτελεί στόχο σε κάθε περίπτωση.
Υπάρχουν, όμως, τουλάχιστον άλλοι δύο λόγοι. 
Ο πρώτος είναι ο Λέων Τρότσκι, ο οποίος είπε ψέματα για τον Στάλιν σε όλα όσα έγραψε από το 1928 έως τη δολοφονία του το 1940. Τα γραπτά του Τρότσκι, από το 1929 και έπειτα, αποτέλεσαν την πρώτη βασική πηγή ψεμάτων και συκοφαντιών ενάντια στον Στάλιν και την ΕΣΣΔ.  
Ο δεύτερος είναι ο Νικίτα Χρουστσόφ. Η «μυστική ομιλία» του στις 25 Φλεβάρη 1956 στο 20ο Συνέδριο [του ΚΚΣΕ] ήταν ένα ολέθριο πλήγμα για το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Αποτέλεσε δε ένα ανεκτίμητο δώρο για τους αντικομμουνιστές όλου του κόσμου!
Έπειτα από το 22ο Συνέδριο του Κόμματος τον Οκτώβρη του 1961, όταν ο Χρουστσόφ και οι συνεργάτες του επιτέθηκαν ακόμη πιο άγρια στον Στάλιν, με ακόμη περισσότερα ψέματα, ο Χρουστσόφ και το ΚΚΣΕ στήριξαν την έκδοση εκατοντάδων βιβλίων και άρθρων που επιτίθονταν και ψευδολογούσαν ενάντια στον Στάλιν. 
 Επίσης, υπό την αιγίδα του Χρουστσόφ, εκδόθηκαν εκατοντάδες βιβλία και άρθρα με επιθέσεις και ψέματα ενάντια στο Λαβρέντι Μπέρια, τη δολοφονία του οποίου οργάνωσε ο ίδιος ο Χρουστσόφ στις 26 Ιούνη 1953. 
Ο Μπέρια δεν είναι τόσο σημαντική φυσιογνωμία στην σοβιετική ιστορία όσο ο Στάλιν. 
Αλλά ο Χρουστσόφ και οι συνεργάτες του συκοφάντησαν τον Μπέρια το ίδιο αγρίως- αν όχι και περισσότερο- όπως έπραξαν με τον Στάλιν. 
Και αυτοί που είχαν υπάρξει πιο κοντά στον Στάλιν – οι Μόλοτοφ, Μαλένκοφ, Καγκανόβιτς- υποστήριξαν τον Χρουστσόφ σε αυτήν την αδίστακτη επίθεση εναντίον του, όπως και στην δολοφονία του Μπέρια.
Άμεσο αποτέλεσμα της αντισταλινικής εκστρατείας του Χρουστσόφ ήταν ο μισός περίπου αριθμός των κομμουνιστών διεθνώς- εκτός του σοσιαλιστικού μπλοκ – να εγκαταλείψουν τα κόμματα τους.
 Κάποιοι εξ’ αυτών πέρασαν κυριολεκτικά στο απέναντι πεζοδρόμιο και έγιναν μέλη τροτσκιστικών κομμάτων.
Σε ότι αφορά τα ψέματα του Χρουστσόφ για τον Στάλιν και την Σοβιετική ιστορία, πρέπει να θυμόμαστε πως, την εποχή εκείνη, ελάχιστοι άνθρωποι αντιλήφθηκαν πραγματικά πως ήταν ψέματα. Κανείς δεν μπορούσε να αποδείξει ότι ήταν ψέματα, μιας και ο Χρουστσόφ ουδέποτε δημοσίευσε κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Ούτε ο Χρουστσόφ, ούτε οι διάδοχοι του, επέτρεψαν την πρόσβαση – ακόμη και σε ιστορικούς του Κόμματος- σε βασικά ντοκουμέντα των αρχείων.
Οι ψευδολογίες του Χρουστσόφ και των εκατοντάδων γραφιάδων του έγιναν δεκτές με ενθουσιασμό από αντικομμουνιστές της Δύσης και αναδείχθηκαν σε βασική πηγή αντισταλινικών ψεμάτων για όλους τους αντικομμουνιστές συγγραφείς και «ακαδημαϊκούς» που ακολούθησαν, μέχρι και σήμερα.  
Κάποια απ’ τα σοβιετικά αντικομμουνιστικά έργα της εποχής του Χρουστσόφ δημοσιεύθηκαν στο δυτικό κόσμο και γνώρισαν ευρεία δημοσιότητα από τους καπιταλιστές. Ανάμεσα σε αυτούς τους συγγραφείς περιλαμβάνονται οι Αλεξάντρ Σολζενίτσιν, Ρόι Μεντβέντεφ και Αλεξάντρ Νέκριτς.
Πολλά έργα δυτικών «ειδημόνων» περί της ΕΣΣΔ βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό στις ψευδολογίες της χρουστσοφικής περιόδου. Σημαντικά παραδείγματα αυτών είναι τα έργα του Ρόμπερτ Κόνκουεστ και η βιογραφία του Μπουχάριν από τον αμερικανό ιστορικό Στίβεν Κοέν. 
Κατά την διάρκεια της ηγεσίας του Μπρέζνιεφ και των διαδόχων του, του Αντρόποφ και Τσερνιένκο, τα αντισταλινικά πονήματα και άρθρα σχεδόν εξαλείφθηκαν. Ο Μπρέζνιεφ και οι άλλοι σοβιετικοί ηγέτες αντιλήφθηκαν τη μεγάλη ζημιά που ο Χρουστσόφ – και τα εμπνευσμένα από τον Χρουστσόφ έργα – προκαλούσαν στην Σοβιετική Ένωση και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Είναι, όμως, σημαντικό να σημειώσουμε ότι αυτοί οι μετα-χρουστσοφικοί ηγέτες ουδέποτε αποκήρυξαν τα ψέματα του Χρουστσόφ για τον Στάλιν και την σταλινική περίοδο.  
Θα μπορούσαν να το έχουν πράξει. Τόσο οι ίδιοι, όσο και οι ερευνητές τους, είχαν πρόσβαση σε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, σε όλο το αρχειακό υλικό. 
 Ήξεραν, ασφαλώς, ότι ο Χρουστσόφ είχε πει ψέματα. Όμως δεν απέρριψαν κανένα από αυτά τα ψέματα. 

Προκύπτει, λοιπόν, ένα ερώτημα: Γιατί ο Χρουστσόφ έκανε ότι έκανε; 
Ανάμεσα στους λόγους είναι σίγουρα το γεγονός ότι ο Χρουστσόφ και η υπόλοιπη ηγεσία του Κόμματος είχε εγκαταλείψει την ιδέα του κομμουνισμού.
 Ήθελαν μια Σοβιετική Ένωση που να ήταν ισχυρή οικονομικά, στρατιωτικά και πολιτικά. Δεν ήθελαν όμως να προχωρήσει η ΕΣΣΔ προς την κατεύθυνση μιας αληθινά κομμουνιστικής κοινωνίας. Ο Στάλιν το ήθελε! Το πέρασμα στο επόμενο στάδιο [της σοσιαλιστικής οικοδόμησης] προς τον κομμουνισμό ήταν το θέμα του 19ου Συνεδρίου του Κόμματος το 1952. Πρόκειται για το ΜΟΝΑΔΙΚΟ κομματικό συνέδριο στην ιστορία της ΕΣΣΔ τα πρακτικά του οποίου ουδέποτε δημοσιεύθηκαν. Υπάρχουν πολλά περισσότερα που μπορούν να ειπωθούν για την προώθηση, εκ μέρους του Στάλιν, της κομμουνιστικής προοπτικής, όπως και για τις αποτυχημένες απόπειρες περαιτέρω εκδημοκρατισμού της Σοβιετικής Ένωσης, όμως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αναλυθεί στο πλαίσιο μιας συνέντευξης.
Ένα χρόνο και πλέον από τότε που έγινε Γενικός Γραμματέας του ΚΚΣΕ, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ξεκίνησε μια εκστρατεία ψεμάτων και συκοφαντιών για τον Στάλιν και ευρύτερα για την σοβιετική ιστορία που έκανε ακόμη και την αντίστοιχη καμπάνια του 1962-1964 επί Χρουστσόφ να μοιάζει μετριοπαθής! 
Για άλλη μια φορά, εκατοντάδες βιβλία και χιλιάδες άρθρα γράφτηκαν, επιτιθέμενα στον Στάλιν, παρουσιάζοντας την ΕΣΣΔ της σταλινικής περιόδου ως πεδίο τερατωδών εγκλημάτων και τον ίδιο τον Στάλιν ως αρχιεγκληματία. 
Και πάλι δεν υπήρχαν αποδείξεις, μονάχα επανάληψη των ψεμάτων της περιόδου του Χρουστσόφ αλλά και ανακάλυψη κι’ άλλων ψευδολογιών.  
Αυτή η αντισταλινική, αντικομμουνιστική επίθεση βοήθησε ιδεολογικά στο να στρωθεί ο δρόμος για την επιστροφή στον καπιταλισμό και την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης
Διότι, άπαξ και έχεις εγκαταλείψει τον προλεταριακό διεθνισμό, σε τι χρειάζεται ένα πολυεθνικό, πολυφυλετικό κράτος όπως η ΕΣΣΔ;
Τα ψέματα επί εποχής Χρουστσόφ και Γκορμπατσόφ αναφορικά με τον Στάλιν και την σταλινική περίοδο αποτελούν τη βασική πηγή της αντικομμουνιστικής προπαγάνδας σε όλο τον κόσμο. Πρόκειται για ψευδολογίες πολύ χρήσιμες για τους καπιταλιστές και τους αντικομμουνιστές για την συκοφάντηση του κομμουνισμού. 
Τόσο χρήσιμες που είναι αδύνατο για έναν ιστορικό να βρει δουλειά ως καθηγητής σοβιετικής ιστορίας εάν δεν αποδέχεται ως αλήθειες τα αντικομμουνιστικά ψέματα της περιόδου του Χρουστσόφ και του Γκορμπατσόφ.
 Για παράδειγμα, είναι απαγορευμένο να δηλώνεις ότι ο Χρουστσόφ είπε ψέματα στη «μυστική ομιλία» του, παρ’ ότι οι ακαδημαϊκοί ερευνητές της σοβιετικής ιστορίας γνωρίζουν πολύ καλά ότι ο Χρουστσόφ ψεύδονταν. 
Αλλά το να το παραδεχτείς ότι ο ίδιος και οι συνεργάτες του είπαν ψέματα – όπως είπαν ο Γκορμπατσόφ και οι δικοί του συνεργάτες – είναι σα να γκρεμίζεις και να απορρίπτεις όλη την αντικομμουνιστική ιστοριογραφία τουλάχιστον τριών γενεών «ακαδημαϊκών». 
Αυτό απαγορεύεται. Αυτά τα ψέματα ήταν και συνεχίζουν να είναι εξαιρετικά χρήσιμα για τους αντικομμουνιστές και τους καπιταλιστές ώστε να τα εγκαταλείψουν!
Φυσικά και ο Τρότσκι είπε ψέματα. Ελάχιστοι του έδωσαν σημασία μέχρι τη «μυστική ομιλία» του Χρουστσόφ. Τότε, ο Τρότσκι έμοιαζε σαν «προφήτης», ως «ο μόνος αληθινός κομμουνιστής», όπως ο ίδιος και οι οπαδοί του πάντοτε ισχυρίζονταν. 
Μετά την ομιλία Χρουστσόφ ο τροτσκισμός ξαναγεννήθηκε. Ο τροτσκισμός μπορεί να συνεχίζει να υπάρχει διαδίδοντας αντισταλινικά και αντικομμουνιστικά ψεύδη
Γι’ αυτό σήμερα οι τροτσκιστές προωθούν όλα τα αντισταλινικά ψέματα – αυτά του Τρότσκι, του Χρουστσόφ και των συγγραφέων της περιόδου του, των δυτικών αντικομμουνιστών όπως ο Κόνκουεστ, ο Ρόμπερτ Τάκερ και τόσων άλλων, του Γκορμπατσόφ, των μετασοβιετικών αντικομμουνιστών ψευδολόγων όπως οι Όλεγκ Χλεβνιούκ, Γιοργκ Μπαμπερόφσκι, Νίκολας Γουέρθ, Ανδρέα Γρατσιόζι και Τίμοθι Σνάϊντερ που είναι ιδιαίτερα γνωστοί στην Ευρώπη. Ο τροτσκισμός διαθέτει κάποιο κύρος σε ανθρώπους που βλέπουν μέσα από το μαρξισμό και τον κομμουνισμό την απελευθέρωση από τον καπιταλισμό, αλλά που έχουν εμποτιστεί βαθιά από τα αντισταλινικά ψέματα που προωθούνται παντού από το 1956. Επομένως, ο τροτσκισμός αποτελεί μια (μηδενικής λαϊκής απήχησης, αλλά σε ακαδημαϊκά και πολιτικά πόστα  σημαντική) δύναμη, η οποία ωστόσο βασίζεται εξ’ ολοκλήρου σε ψεύδη. Πρόκειται για ένα είδος «δόγματος». Καμία κριτική δεν επιτρέπεται για τον «μεγάλο ηγέτη» τους.
Ένα εύλογο συμπέρασμα είναι ότι κανένας αντισταλινιστής, από τον Τρότσκι και τον Χρουστσόφ μέχρι τους πιο διαβασμένους, σύγχρονους «ειδικούς» του αντικομμουνισμού, δε μπορεί να αποδείξει ούτε ένα πραγματικό έγκλημα που να διέπραξε ο Στάλιν. Διότι δεν υπήρξε κανένα! Το λέω αυτό με σιγουριά διότι, εάν υπήρχαν τέτοια εγκλήματα, οι αφοσιωμένοι αυτοί αντικομμουνιστές ακαδημαϊκοί θα τα είχαν σίγουρα αποκαλύψει και δημοσιοποιήσει σε όλο τον κόσμο. Δεν έχουν βρει όμως κανένα αληθινό έγκλημα!
 Γι’ αυτό και αναγκάζονται να πουν ψέματα, να επινοήσουν πράγματα, να πλαστογραφήσουν:
Stalin 2
-Ένα από τα πλέον συνηθισμένα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται ενάντια στον Στάλιν είναι ότι «σύναψε συμμαχία με την χιτλερική Γερμανία», με το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο μη-επίθεσης Ρίμπεντροπ-Μολότοφ που υπογράφτηκε στις 23 Αυγούστου 1939. Αυτός ο ισχυρισμός αποτελεί έναν από τους πυλώνες της αντιδραστικής θεωρίας «των δύο άκρων» που επιχειρεί την εξίσωση του κομμουνισμού με το ναζισμό και το φασισμό. Ποια είναι η ιστορική αλήθεια για το σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ;
Όλα αυτά τα αναλύω με όλα τα σχετικά ντοκουμέντα στα κεφάλαια 7 και 8 του βιβλίου μου Blood Lies”. Η ΕΣΣΔ επιχείρησε να δημιουργήσει μια συμμαχία – μια αμοιβαία αμυντική συμφωνία ενάντια στη ναζιστική Γερμανία – με τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία και την Πολωνία. Οι διαπραγματεύσεις κορυφώθηκαν τον Αύγουστο του 1939, όταν Βρετανοί και Γάλλοι απεσταλμένοι βρέθηκαν στη Μόσχα για συνομιλίες. Ωστόσο, οι απεσταλμένοι-εκπρόσωποι της Βρετανίας και της Γαλλίας δεν είχαν δικαιοδοσία να υπογράψουν οποιαδήποτε συμφωνία. Η πολωνική κυβέρνηση αρνήθηκε ακόμη και να σκεφτεί το ενδεχόμενο να επιτρέψει την παρουσία σοβιετικών δυνάμεων στο έδαφος της. Ήταν επομένως ξεκάθαρο στους σοβιετικούς ότι η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία δεν ήθελαν πραγματικά μια συμφωνία συλλογικής ασφάλειας που θα τις δέσμευε να αντεπιτεθούν στη ναζιστική Γερμανία σε περίπτωση που οι Γερμανοί επιτίθονταν πρώτοι σε οποιαδήποτε απ’ αυτές τις χώρες (η Πολωνία ήταν ο πιο προφανής στόχος της Γερμανίας). Η Βρετανία και η Γαλλία χρησιμοποιούσαν τις συνομιλίες ώστε να πιέσουν τη Γερμανία, με την οποία ήθελαν πράγματι να κάνουν κάποια συμφωνία.
Αυτή τους η στάση ήταν συνεπής με τη διπλωματία που ασκούσαν τα προηγούμενα χρόνια, ιδιαίτερα με την Συμφωνία του Μονάχου, με την οποία Βρετανία και Γαλλία παρέδωσαν τμήμα της Τσεχοσλοβακίας στον Χίτλερ χωρίς καν να ρωτήσουν την τσέχικη κυβέρνηση. Οι βρετανοί και οι γάλλοι ήθελαν να ενθαρρύνουν τον Χίτλερ να επιτεθεί στην ΕΣΣΔ. Αλλά αυτό σήμαινε πως θα άφηναν τη Γερμανία να υποτάξει την Πολωνία, μιας και η Γερμανία δεν είχε σύνορα με την ΕΣΣΔ. Και αυτό ήταν που στην πραγματικότητα η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία έπραξαν. 
Υπέγραψαν αμοιβαίο αμυντικό σύμφωνο με την Πολωνία αλλά αρνήθηκαν να επιτεθούν στη Γερμανία ακόμη κι’ όταν η Πολωνία είχε ηττηθεί κατά κράτος τις πρώτες μέρες μετά τη γερμανική εισβολή.
Όταν το πολωνικό κράτος κατέρρευσε, ο Κόκκινος Στρατός κατέλαβε την ανατολική Πολωνία. Όμως, η «ανατολική Πολωνία» αποτελούσε τμήμα της σοβιετικής Ρωσίας μέχρι που η ιμπεριαλιστική πολωνική κυβέρνηση το άρπαξε δια της βίας στον Ρωσο-Πολωνικό πόλεμο του 1919-1921. 
Οι Πολωνοί ουδέποτε ήταν πλειοψηφία στην περιοχή εκείνη. Ακόμη και το μετασοσιαλιστικό αντιδραστικό καθεστώς της Πολωνίας ουδέποτε έχει διεκδικήσει τα εδάφη αυτά μέχρι σήμερα.
Το σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ δεν συνιστούσε «συμμαχία». Ήταν ένα σύμφωνο μη-επίθεσης μεταξύ της ΕΣΣΔ και της Γερμανίας. Περιελάμβανε μια απόρρητη ρήτρα στην οποία ο Χίτλερ αναγνώριζε την σοβιετική δικαιοδοσία στο ανατολικό τμήμα της Πολωνίας, τις χώρες της Βαλτικής και την Φινλανδία. Αυτή η ρήτρα κρατούσε τα γερμανικά στρατεύματα εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τα σοβιετικά σύνορα. Όταν ο Χίτλερ επιτέθηκε στην ΕΣΣΔ αυτή η επιπλέον απόσταση που ο γερμανικός στρατός είχε να διασχίσει, συνέβαλε στο να αποσοβηθεί η κατάληψη και η καταστροφή της Μόσχας και του Λένινγκραντ.
Stalin children
-Είναι γνωστό ότι έχετε ερευνήσει εκτενώς την υπόθεση της «σφαγής του Κατίν» η οποία σύμφωνα με την αστική ιστοριογραφία ήταν ενα έγκλημα που διέπραξε η Σοβιετική Ένωση. Σε επίσημη ανακοίνωση που εξέδωσε τον Απρίλη του 1990 η κυβέρνηση Γκορμπατσόφ εξέφρασε την «ειλικρινή της θλίψη για την τραγωδία του Κατίν», αποκαλώντας την «ένα από τα χειρότερα εγκλήματα του σταλινισμού». Ένας αριθμός «αποχαρακτηρισθέντων» ρωσικών κρατικών εγγράφων έχουν παρουσιαστεί ως απόδειξη της- υποτιθέμενης- ενοχής του Στάλιν για τη μαζική σφαγή στο Κατίν. Κάνοντας μια σύνοψη των ευρημάτων της έρευνας σας, ποιος είναι ο πραγματικός ένοχος για το έγκλημα στο Κατίν και ποια είναι τα σημεία-κλειδιά της υπόθεσης;
Οι Γερμανοί σκότωσαν τους Πολωνούς. Τα αποδεικτικά στοιχεία δεν αφήνουν περιθώριο για κανένα άλλο συμπέρασμα. Στα τέλη του 1991, ο Γκορμπατσόφ παρέδωσε στο Γέλτσιν τα έγγραφα που αναφέρατε, τα οποία είναι γνωστά ως «Κλειστό Πακέτο 1»
Αυτά τα ντοκουμέντα, εάν ήταν αληθινά, θα αποδείκνυαν την σοβιετική ενοχή στην σφαγή του Κατίν. Ωστόσο, το 2010, το μέλος της Δούμα, βουλευτής του ΚΚ της Ρωσικής Ομοσπονδίας Βίκτορ Ιλιούχιν παρουσίασε δημοσίως ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με τα οποία τα έγγραφα του «Κλειστού Πακέτου 1» ήταν πλαστογραφημένα.
Το 2012, σε έκθεση ενός Πολωνού αρχαιολόγου, όπου συνοψίζονται τα ευρήματα κοινής πολωνο-ουκρανικής ανασκαφής σε τοποθεσία μαζικών εκτελέσεων στο Βολιντίμιρ-Βολίνσκι (Ουκρανία), αναφέρεται ότι βρέθηκε σε μαζικό τάφο το διακριτικό σήμα ενός Πολωνού αστυνομικού. Ο εν λόγω αστυνομικός είναι ένας απ’ τους Πολωνούς που φέρονται να δολοφονήθηκαν από τους σοβιετικούς την άνοιξη του 1940 και να τάφηκαν κοντά στο Τβερ (τέως Καλίνιν), εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά. Ένα χρόνο πριν τη δημοσιοποίηση της αυτής της έκθεσης, το διακριτικό ενός άλλου Πολωνού αστυνομικού – που επίσης υποτίθεται πως δολοφονήθηκε από τους σοβιετικούς στο Τβερ την άνοιξη του ’40 – είχε επίσης βρεθεί στον ίδιο μαζικό τάφο. Το θέμα συζητήθηκε στα πολωνικά και ουκρανικά ΜΜΕ, αν και η ανακάλυψη αυτή είχε παραληφθεί από το πόρισμα του Πολωνού αρχαιολόγου. 
Η πολωνική έκθεση σημείωνε επίσης ότι τα θύματα του μαζικού τάφου είχαν αδιαμφισβήτητα δολοφονηθεί από τους Γερμανούς το 1941
 Ωστόσο, στο σχετικό πόρισμα των Ουκρανών αρχαιολόγων δεν αναφέρονταν ούτε η εύρεση των δύο [αστυνομικών] διακριτικών που ανήκαν σε υποτιθέμενα θύματα του Κατίν, ούτε τα ευρήματα που αποδείκνυαν ότι οι άνθρωποι είχαν δολοφονηθεί από τους Γερμανούς. Ενας δε Ουκρανός αρχαιολόγος δήλωσε πως ήταν λάθος του Πολωνού συναδέλφου του να αναφέρει τα σχετικά ευρήματα, καθώς κάτι τέτοιο θα μπορούσε να «εγείρει αμφιβολίες» για την σφαγή στο Κατίν.
Το 2013 δημοσίευσα σχετικό άρθρο για τις ανακαλύψεις αυτές που, από μόνες τις, εγείρουν σοβαρότατες αμφιβολίες για τα περί σοβιετικής ενοχής στο Κατίν. Ήξερα όμως ότι έπρεπε να ψάξω περισσότερο την υπόθεση. 
Μεταξύ 2015 και 2018 διεξήγαγα μεγάλης κλίμακας έρευνα για την υπόθεση Κατίν. Αποφάσισα να προσεγγίσω το Κατίν ως μυστήριο, χωρίς κάποια προκατάληψη σχετικά με το ποια πλευρά – γερμανοί ή σοβιετικοί – είναι ένοχη. Στο βιβλίο μου The Mystery of the Katyn Massacre: The Evidence, The Solution”, που δημοσιεύθηκε τον Ιούλη του 2018, αναφέρω όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που πιθανότατα δε μπορούν να αμφισβητηθούν. Το αποτέλεσμα είναι ολοφάνερο, όσο και απρόσμενο. 
ΌΛΑ τα αδιαμφισβήτητα έγκυρα αποδεικτικά στοιχεία δείχνουν γερμανική ενοχή. ΚΑΝΕΝΑ απ’ αυτά δεν συνηγορεί ως προς την ενοχή των σοβιετικών.
Ασφαλώς, αυτό το συμπέρασμα δεν είναι «αποδεκτό», αποτελεί «ταμπού». 
 Έχω ήδη γίνει δέκτης πάρα πολλών παρενοχλήσεων από Πολωνούς εθνικιστές αλλά και από ακαδημαϊκούς ειδικούς στον τομέα της σοβιετικής ιστορίας. Θεωρείται απλώς αδιανόητο να συμπεραίνει κάποιος πως οι σοβιετικοί δεν ήταν ένοχοι και… ποιος νοιάστηκε για αποδείξεις!
Η σφαγή του Κατίν, λοιπόν, που υποτίθεται πως είναι το πλέον καλά τεκμηριωμένο «έγκλημα του Στάλιν» είναι ένα ψέμα!
-Αστοί ιστορικοί θεωρούν τις «Δίκες της Μόσχας» ως σκευωρίες με στόχο την ενοχοποίηση αθώων κατηγορούμενων και πως ο Στάλιν κατασκεύασε τις κατηγορίες. Ποια είναι η αλήθεια; Ήταν πράγματι οι κατηγορούμενοι (τροτσκιστές, ζινοβιεφικοί, «μπλοκ των δεξιών», κλπ) αθώοι;
Δεν έχει υπάρξει, ουδέποτε, καμία απόδειξη ότι οι Δίκες της Μόσχας, όπως και η υπόθεση Τουχατσέφσκι τον Ιούνη του 1937, ήταν «σκευωρίες» και πως οι κατηγορούμενοι βασανίστηκαν, απειλήθηκαν, κλπ, ώστε να προβούν σε ψευδείς ομολογίες. Στα πρώτα 12 κεφάλαια του βιβλίου μου Trotsky’s Amalgams (2015) εξετάζω και διασταυρώνω όσες περισσότερες δηλώσεις των κατηγορούμενων μπόρεσα. Νωρίτερα φέτος δημοσίευσα μια επικαιροποιημένη έκδοση της έρευνας αυτής ως ξεχωριστό βιβλίο (The Moscow Trials As Evidence).
Έχουμε συντριπτικές αποδείξεις ότι οι κατηγορούμενοι στις Δίκες της Μόσχας ήταν ένοχοι το λιγότερο για τα εγκλήματα που οι ίδιοι ομολόγησαν. Σε ορισμένες δε περιπτώσεις, όπως επί παραδείγματι του Νικολάι Μπουχάριν, γνωρίζουμε πλέον ότι οι κατηγορούμενοι ήταν ένοχοι εγκλημάτων τα οποία ουδέποτε ομολόγησαν. Έχουμε επίσης πληθώρα αποδεικτικών στοιχείων που επιβεβαιώνουν ότι ο Τρότσκι συνεργάστηκε πράγματι με τη ναζιστική Γερμανία και την φασιστική Ιταλία, όπως κατηγορήθηκε στις Δίκες της Μόσχας. 


Ιταλός μαρξιστής Ντομένικο Λοζούρντο- που πέθανε φέτος- είχε γράψει ότι «υπάρχουν δυο κρίσιμα χρονικά σημεία που διαμόρφωσαν την σύγχρονη άποψη που υπάρχει για τον Στάλιν: η έναρξη του Ψυχρού Πολέμου το 1947 και το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ». Συμφωνείτε με την εκτίμηση αυτήν;
Συμφωνώ με τον καθηγητή Λοζούρντο, ο θάνατος του οποίου αποτελεί μεγάλη απώλεια για όλους εμάς που ψάχνουμε την αλήθεια για την παγκόσμια ιστορία και την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος του 20ου αιώνα. Κοιτώντας πίσω στο παρελθόν, ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν αναπόφευκτος. Παρ’ όλα αυτά, για πολλούς εντός του κομμουνιστικού κινήματος, δεν έδειχνε αναπόφευκτος. Με το που ξεκίνησε, όλη η αντισταλινική αντικομμουνιστική προπαγάνδα μπήκε πολύ γρήγορα σε εφαρμογή.
lenin_stalin
-Πως εκτιμάτε την συνολική συμβολή του Ιωσήφ Στάλιν στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην Σοβιετική Ένωση;
Κάτω από την ηγεσία του Στάλιν στην Σοβιετική Ένωση οικοδομήθηκε η σοσιαλιστική κοινωνία. Ο φασισμός ηττήθηκε. Το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα διέδωσε τη θεωρία του Μαρξισμού-Λενινισμού σε όλο τον κόσμο. Ο ιμπεριαλισμός δέχθηκε θανάσιμο πλήγμα στο οποίο συνέβαλαν, με την αφοσιωμένη βοήθεια τους, μια σειρά κομμουνιστικά κόμματα. Ωστόσο, ο σοσιαλισμός της ΕΣΣΔ δεν εξελίχθηκε σταθερά προς την κατεύθυνση του κομμουνισμού, παρά το γεγονός ότι ακριβώς αυτό ήταν που ήθελε ο Στάλιν και που πίστευε πως θα συμβεί. Αντίθετα, την περίοδο του θανάτου του, στις 5 Μάρτη 1953, ο ίδιος ήταν πολιτικά απομονωμένος στην ηγεσία του ΚΚΣΕ.
Ο δρόμος προς τον κομμουνισμό εγκαταλείφθηκε. 
 Ο Χρουστσόφ αντικατέστησε την ιδέα ότι η επανάσταση ήταν αναγκαία για την ανατροπή του καπιταλισμού με την λανθασμένη θεωρία του «ειρηνικού ανταγωνισμού» (σ.σ: ειρηνικής συνύπαρξης) με τον καπιταλισμό. 
 Σύμφωνα μ’ αυτήν την θεωρία ήταν οι εκλογές, αντί της επανάστασης, που θα έφερναν τη νίκη του κομμουνισμού. Αυτό σήμαινε απόρριψη της εργατικής τάξης ως ηγέτιδας δύναμης της ιστορίας. Όμως η εργατική τάξη ήταν και συνεχίζει να είναι ικανή να παρεμποδίσει την καπιταλιστική παραγωγή και, στο βαθμό που είναι οργανωμένη από ένα επαναστατικό κόμμα, να κάνει την επανάσταση, να ανατρέψει τον καπιταλισμό και να κατακτήσει την εξουσία.
Υπό την ηγεσία του Στάλιν η Σοβιετική Ένωση έκανε πράξη τη λενινιστική θεωρία του σοσιαλισμού. 
Αυτό δεν σημαίνει ότι η θεωρία του Λένιν και του Στάλιν για τον σοσιαλισμό δεν εμπεριείχε μοιραία λάθη. Από την έρευνα μου συμπεραίνω ότι η θεωρία των Λένιν-Στάλιν για τον σοσιαλισμό διατήρησε υπερβολικά πολλά στοιχεία της θεωρίας που αναπτύχθηκε από την Δεύτερη Σοσιαλιστική Διεθνή πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο. 
Από τη μια πλευρά, «σοσιαλισμός» σήμαινε ένα είδος καπιταλισμού με ισχυρό εργατικό κίνημα βασισμένο στα εργατικά συνδικάτα, αρκετά ισχυρό πολιτικά ώστε να αναγκάζει τις καπιταλιστικές κυβερνήσεις να προβαίνουν σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις ώστε να γίνεται λιγότερο ανυπόφορη η ζωή των εργαζόμενων: υψηλότερη μισθοί και μια σειρά κοινωνικές παροχές. 
Από την άλλη πλευρά, ο «σοσιαλισμός» έφτασε στο σημείο να σημαίνει μια πλήρως βιομηχανοποιημένη κοινωνία στην οποία ο καπιταλισμός είχε ανατραπεί και η πολιτική εξουσία είχε περιέλθει στην εργατική τάξη μέσω του κομμουνιστικού κόμματος. Η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής είχε καταργηθεί. Τα σοβιέτ ήταν ο μηχανισμός που διοικούσε την κοινωνία προς όφελος της εργατικής τάξης. Οι εργάτες και οι αγρότες- όχι οι καπιταλιστές- ήταν οι προνομιούχοι. Αυτή είναι η λενινιστική θεωρία του σοσιαλισμού.
Ωστόσο, στο πλαίσιο αυτής της θεωρίας, οι σχέσεις παραγωγής παρέμειναν αρκετά όμοιες με τις αντίστοιχες που επικρατούσαν επί καπιταλισμού. Το χρήμα συνέχιζε να καθορίζει την κατανομή των αγαθών και των υπηρεσιών. 
 Ήταν βέβαια αδύνατο να συσσωρεύσει κάποιος προσωπικό πλούτο και οι εργάτες μαζί με τους αγρότες απολάμβαναν πολύ περισσότερες κοινωνικές παροχές και δικαιώματα σε σχέση με οποιαδήποτε καπιταλιστική χώρα. 
Ωστόσο, οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, η συνεχιζόμενη διαφοροποίηση μεταξύ πόλης και υπαίθρου, η διαφορά πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας, συνέχιζαν να υπάρχουν. Αυτές οι αδυναμίες αποδείχθηκαν ισχυρότερες από την πολιτική θέληση να προχωρήσει μπροστά η προοπτική της πραγμάτωσης μιας κομμουνιστικής κοινωνίας.
Η ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης την περίοδο του Στάλιν είναι μια μεγάλη αποθήκη μαθημάτων, ένα «βιβλίο» το οποίο μπορούμε και πρέπει να μελετήσουμε, ώστε να αντλήσουμε μαθήματα, τόσο θετικά όσο και αρνητικά, για το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα του 20ου αιώνα.  
Πρέπει να διδαχθούμε από όσα σωστά και ηρωικά έκαναν οι σοβιετικοί και – υπό την ηγεσία αυτών- η Κομιντέρν, προς την κατεύθυνση της κομμουνιστικής προοπτικής. Όπως πρέπει να μάθουμε να ξεχωρίζουμε όσα λάθη έγιναν τα οποία σταδιακά απομάκρυναν την Σοβιετική Ένωση και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα από την ανάπτυξη του κομμουνισμού, οδηγώντας πίσω στον ληστρικό καπιταλισμό.
Χάρη στις κοσμοϊστορικές προσπάθειες των κομμουνιστών του 20ου αιώνα, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της ηγεσίας του Στάλιν, μπορούμε να μελετήσουμε αυτήν την εκπληκτική κληρονομιά. 
Στηριζόμενοι στους ώμους γιγάντων μπορούμε να δούμε μακρύτερα απ’ όσο μπόρεσαν αυτοί, χάρη στην εμπειρία που μας παρείχαν, προς την κατεύθυνση του κομμουνιστικού μέλλοντος της ισότητας και της ελευθερίας για το οποίο η ανθρωπότητα πασχίζει.
____________________________________________________________________________
Νίκος Μόττας

Phd) Πολιτικής Επιστήμης, Διεθνών Σχέσεων και Ιστορίας. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Westminster του Λονδίνου και είναι κάτοχος δύο μεταπτυχιακών τίτλων (Master of Arts) στις διπλωματικές σπουδές (Παρίσι) και στις διεθνείς διπλωματικές σχέσεις (Πανεπιστήμιο Τελ Αβίβ). Άρθρα του έχουν δημοσιευθεί σε ελληνόφωνα και ξενόγλωσσα μέσα.
Γεννήθηκε το 1984 στη Θεσσαλονίκη. Είναι υποψήφιος διδάκτορας (Phd) Πολιτικής Επιστήμης, Διεθνών Σχέσεων και Ιστορίας. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Westminster του Λονδίνου και είναι κάτοχος δύο μεταπτυχιακών τίτλων (Master of Arts) στις διπλωματικές σπουδές (Παρίσι) και στις διεθνείς διπλωματικές σχέσεις (Πανεπιστήμιο Τελ Αβίβ). Άρθρα του έχουν δημοσιευθεί σε ελληνόφωνα και ξενόγλωσσα μέσα.

Τετάρτη 31 Ιουλίου 2019

Μετά την Αριστερά - του Δημήτρη Μπελαντή




Μετά την Αριστερά



1. Τέλος της Αριστεράς , συνέχιση των αγώνων κατά του καπιταλισμού

Τι έχει μείνει  από την έννοια της Αριστεράς στην Ελλάδα και την Ευρώπη ; Η Αριστερά  ως έννοια δεν εκπροσωπεί,  πλέον , στο σήμερα  την μαζικοποίηση και την μεγιστοποίηση  ούτε των αγώνων για την αντικαπιταλιστική ανατροπή ούτε καν την μαζικοποίηση των αγώνων για μια φιλολαϊκή κοινωνική  αναδιανομή. Τίποτε δεν έχει μείνει από την «Αριστερά», όπως υπήρχε  και όπως οριζόταν  ως το 2008 ή το  2010 περίπου στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Συντρίμμια και θρύψαλα.
Η συμβολή ιδίως του ΣΥΡΙΖΑ στην απαξίωση της Αριστεράς υπήρξε καθοριστική.   Καθοριστική σε ευρωπαϊκή κλίμακα , αν όχι και παγκόσμια:  το Μπλοκο  της Αριστεράς στην Πορτογαλία , οι Ποδέμος στην Ισπανία  ακολούθησαν κι αυτοί την  ίδια πορεία, ενώ ο Κόρμπυν ,παρά τον ταξικότερο λόγο του, δεν μας εμπνέει καμία εμπιστοσύνη και το γερμανικό  Die Linke ακόμη λιγότερο.

Μέχρι το 2010 περίπου, οι δυτικές κοινωνίες  ή έστω η μεγάλη  πλειοψηφία τους  χρησιμοποιούσαν τον όρο «Αριστερά» για να προσδιορίσουν την κλασσική ή και την φιλελεύθερη πια σοσιαλδημοκρατία ( υπό την έννοια της κλασσικής  αναδιανεμητικής  σοσιαλδημοκρατίας τύπου Όλαφ Πάλμε, δηλαδή του  παλιού σουηδικού μοντέλου μοντέλου,  ή Βίλλυ Μπραντ (ρηνανικός καπιταλισμός),   ή της επιλεκτικής φιλελεύθερης  σοσιαλδημοκρατίας τύπου Μπλαίρ και Σρέντερ ),  καθώς, δευτερευόντως πια μετά το «1989»,  και τα ΚΚ, την κομμουνιστική/ κομμουνιστογενή Αριστερά  ή και  την συνήθως τροτσκιστική Άκρα Αριστερά.Ειδικά στην Ελλάδα, λόγω του Εμφυλίου αλλά και της ιδιομορφίας του φαινομένου ΠΑΣΟΚ, συνήθως ως Αριστερά οριζόταν η κομμουνιστογενής και μόνο (η προερχόμενη από το ιστορικό  ΚΚΕ, δηλ. το ΚΚΕ και το ΚΚΕ Εσωτερικού, μετά ο Συνασπισμός κλπ  ), καθώς  και η «αντικαπιταλιστική» ή επαναστατική .Αναλυτικά λάθος, καθώς η σοσιαλιστική Αριστερά (ΠΑΣΟΚ) υπήρξε  μια αναδιανεμητική παράταξη υπέρ του λαού ως τις αρχές της δεκαετίας του 1990, και, άρα, ήταν η Πρώτη Φορά Αριστερά, εντός του συστήματος πάντοτε( σχετικό και το  πρόσφατο βιβλίο του Βασίλη Ασημακόπουλου για το ΠΑΣΟΚ).
Όμως, και το ΠΑΣΟΚ από μόνο του χρησιμοποιούσε  κυρίως τον όρο «σοσιαλισμός», αντιπαρατασσόμενο στην «παραδοσιακή Αριστερά», σαν να σεβόταν τον κληρονομημένο καταμερισμό των συμβόλων.

Η εμπειρία της  μετεξέλιξης και συρρίκνωσης του ΠΑΣΟΚ  καθώς και της καπιταλιστικής μετεξέλιξης   ΣΥΡΙΖΑ τελείωσε αυτό το κεφάλαιο σε όλη την Ευρώπη. Πιθανότατα οριστικά.

Σήμερα, η σοσιαλδημοκρατία και τα ΚΚ βασικά δεν υπάρχουν διεθνώς  ή είναι σε κατακόρυφη πτώση-ακόμη και   αυτό το κάποτε κραταιό γερμανικό SPD. Το κόμμα του Μιτεράν έχει διαλυθεί ουσιαστικά, ενώ του Μαρσαί  είναι ένα μετριοπαθές  γκρουπούσκουλο. Φυτρώνουν διάφορα νέου τύπου  πράσινα και σοσιαλδημοκρατικοφανή κόμματα όπως λ.χ. το ΜΕΡΑ25. Επίσης, αναπτύσσονται δεξιόστροφα ή απολίτικα λαϊκιστικά κόμματα που απορροφούν  δυνάμεις που άλλοτε ψήφιζαν από ταξικό πρίσμα την Αριστερά.  Σε όλη την Ευρώπη, επιβιώνει ως σχετικά μαζικό  κομμουνιστικό κόμμα  και με κάποιαν υπολογίσιμη  εκλογική απήχηση, από τα παλιά ΚΚ, μονάχα το ΚΚΕ , και αυτό για ιδιαίτερους  ιστορικούς λόγους,  αλλά και λόγω της παρέμβασής του στους κοινωνικούς αγώνες,  επιβιώνει   σε  περιορισμένα αλλά όχι  περιθωριακά επίπεδα.  Ορισμένα κόμματα με κομμουνιστογενή ή και  αντικαπιταλιστική  παράδοση έγιναν καθαρά σοσιαλφιλελεύθερα ή  καθεστωτικά με την χειρότερη δυνατή έννοια  (ΣΥΡΙΖΑ, Δημοκρατικό  Κόμμα στην Ιταλία-πρώην PCI  , Μπλόκο της Αριστεράς  στην Πορτογαλία, ΚΚ Πορτογαλίας) , ενώ ορισμένα αριστερά κόμματα , αμιγώς κινηματογενή, όπως οι Ποδέμος, ενσωματώθηκαν  πλήρως στον κυβερνητισμό και την διαχείριση. Υπάρχουν, ακόμη, κάποια σχετικά αξιοπρεπή αριστερά κόμματα όπως αυτό του Μελανσόν, αλλά σε καθοδική πορεία.

Οι προσπάθειες των οργανώσεων και τάσεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς να επενδύσουν επεκτατικά και «ψευδοηρωϊκά»  πάνω σε μια  διαστολή   και κατάχρηση της έννοιας της «κομμουνιστικής Αριστεράς», του «κομμουνισμού» και της «εργατικής τάξης»  έχουν κυρίως συμβολικό και μεταφυσικό χαρακτήρα: δεν έχουν σχέση ούτε με το (σχεδόν ανύπαρκτο)  ακούμπισμά τους πάνω  στην  υπαρκτή εργατική τάξη ή άλλα λαϊκά  στρώματα ούτε με την (μη) πραγματική   συστηματική  επαφή τους με ανατρεπτικά ή επαναστατικά  ρεύματα στην εργατική τάξη και τον λαό.
Ουσιαστικά, αυτές οι οργανώσεις , και σε ένα βαθμό και το ΚΚΕ ή ο ΣΥΡΙΖΑ , με διαφορετικό τρόπο ο καθένας λειτουργούν ως αυτοαναπαραγόμενοι γραφειοκρατικοί   μηχανισμοί, οι οποίοι χρησιμοποιούν  συλλογικές   μνήμες, ιστορικότητες, αγωνιστικές παραδόσεις, με τα οποία πια μικρή ή και καμία  σχέση δεν  έχουν, υπό την έννοια των «ομοιωμάτων» ( Simulacra)  του  Γάλλου φιλοσόφου  Ζαν Μπωντριγιάρ. Πίσω από τα «αριστερά» κόμματα και την ρητορική τους υπάρχουν ενδεχομένως κάποιες  εναπομείνασες σχέσεις εκπροσώπησης, πάρα πολύ ασταθείς και χαλαρές, αλλά από την  σκοπιά της πραγματικής  οργάνωσης  για τον σοσιαλισμό δεν υπάρχει σχεδόν τίποτε (αυτή είναι και η έννοια του «ομοιώματος» στον Μπωντριγιάρ, το ομοίωμα ( simulacrum) αποκρύπτει ότι πίσω του δεν υπάρχει  ως σημασία και ως περιεχόμενο τίποτε) .   Δεν είναι όλα το ίδιο, αυτό θα ήταν ισοπεδωτικό ως παρατήρηση : ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα  σοσιαλφιλελεύθερο  κρατικό κόμμα-κόμμα  καρτέλ με βοναπαρτικά χαρακτηριστικά , το ΚΚΕ ένα κόμμα γραφειοκρατικό κομμουνιστικό, με μια υπαρκτή τάση οργάνωσης τομέων του ταξικού εργατικού κινήματος  (το μόνο), με μια άλλοτε θετική και άλλοτε αρνητική/θεολογική    επιμονή στην διεκδίκηση της Ιστορίας του,  αλλά και με έναν βαθύ φόβο προς τα «άλματα», η Άκρα χώρος όπου συγκατοικούν πραγματικοί κοινωνικοί αγωνιστές μαζί με μικρογραφειοκρατίες και παράγοντες, επίσης χώροι πολύ συντηρητικοί αλλά και με  συστηματικά πια «φιλελεύθερα» ανοίγματα στον δικαιωματισμό.
Όλα όμως αυτά τα σχήματα υπερχρησιμοποιούν σχήματα του παρελθόντος, μνήμες και παλιές διαχωριστικές, που ούτε τα εκπροσωπούν ούτε ουσιαστικά τους ανήκουν.   Πίσω από τα σούπερ μάρκετ ή έστω τις αγορές  των ιδεών και των συμβόλων, έχουν μείνει είτε μεγάλοι καθεστωτικοί μηχανισμοί είτε μικρά σχήματα που «διαχειρίζονται» γραφειοκρατικά μια υπαρκτή ή  ανύπαρκτη περιουσία τους, χώροι καθρέφτες του παλιού εαυτού τους. Ο  διασταλτικός τρόπος χρήσης ιδίως της έννοιας του «κομμουνισμού» από τις οργανώσεις αυτές δεν έχει σχεδόν τίποτε το γόνιμο.

Έχει νόημα να συνεχίσουμε να διεκδικούμε την  «Αριστερά» από τους καθεστωτικούς του ΣΥΡΙΖΑ  και τους μικρογραφειοκράτες  ηγέτες της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς; (το ΚΚΕ ούτως ή άλλως δεν χρησιμοποιεί αυτήν την έννοια για να αυτοπροσδιορισθεί) ;  Κατά την γνώμη μας, όχι : θα διεκδικούσαμε αυτό που  φαινομενικά   μας ενώνει στο παρόν, ακόμη και με τον ΣΥΡΙΖΑ, , παρά αυτό που θα μας διαχώριζε στο παρελθόν  .  Στις κοινωνίες του 2020, ως «Αριστερά» καταγράφεται κάτι το  εξουσιαστικά κυνικό και ιδιοτελές που αξιοποιεί την ρητορική περί κοινωνικής δικαιοσύνης  ή περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων για να διαχειριστεί τον καπιταλισμό   ή, εναλλακτικά,  κάτι το πολύ δογματικό και σεχταριστικό  που διεκδικεί  ορισμένα «σύμβολα» και μόνο, για να υπάρχει σε μια μικροαγρορά πολιτικών συμβολικών  εμπορευμάτων.

2.Η ταξική πάλη  μετά την «Αριστερά» και η  συνεχής   διεκδίκηση του σοσιαλισμού/κομμουνισμού.

Το τέλος της «Αριστεράς» ως τωρινής λειτουργικής έννοιας  για το εργατικό και τα άλλα κοινωνικά κινήματα δεν σημαίνει την εγκατάλειψη της αναφοράς στην Ιστορία των λαϊκών κινημάτων κατά του καπιταλισμού και της κοινωνικής αδικίας.  Η ιστορικότητα της Αριστεράς και του σοσιαλισμού και κομμουνισμού ως πεδίων αγώνων κατά του καπιταλισμού και με σκοπό την ανατροπή του ή έστω την φιλολαϊκή του διαμόρφωση  μας ανήκει-και δεν ανήκει στον ΣΥΡΙΖΑ και τους ομοίους του –  και δεν σκοπεύουμε να την απαρνηθούμε. Δεν θεωρούμε όμως ότι η έννοια της «Αριστεράς» είναι   χρήσιμη για το Σήμερα, για την παρούσα φάση της πάλης των τάξεων.  Έχει μετασχηματισθεί αρνητικά, χάνοντας , κατά κανόνα, κάθε λαϊκό και αντισυστημικό περιεχόμενο. Ακόμη και αν στην συνείδηση των ανθρώπων στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς δεν σήμαινε πια κατά κανόνα κάτι το αντισυστημικό, σήμαινε, πάντως,  μια τάση μεταφοράς πόρων και εξουσίας από  τους δυνατούς στους αδύναμους. Σήμερα, δεν σημαίνει πια κάτι τέτοιο : είναι η μια δογματική  εμμονή στο παρελθόν ή κυρίως  μια δόλια καπιταλιστική διαχείριση των συμβόλων, που στηρίζεται στο επιδοματικό κράτος, στον  νεοφιλελευθερισμό, στην κατάχρηση των «δικαιωμάτων» και στην συνεργασία με τον καπιταλισμό/ ιμπεριαλισμό και σφετερίζεται αυτήν την παράδοση αγώνων. Από ορισμένες απόψεις, η αστική  Αριστερά είναι πιο κοντά στην ιδεολογία της καπιταλιστικής διεθνοποίησης και παγκοσμιοποίησης από ό,τι η αστική Δεξιά.

Αντίθετα, οι έννοιες του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού και είναι παλιότερες από την «αριστερά» μέσα στο εργατικό κίνημα . Αξίζει να θυμίσουμε εδώ ότι  η «Αριστερά»  (έννοια παρμένη από την Γαλλική Επανάσταση)  δεν χρησιμοποιείται ως έννοια ως το Λαϊκό  Μέτωπο, το 1935, ούτε από τα ΚΚ ούτε από την σοσιαλδημοκρατία, τους δύο δηλαδή οργανωτικούς και πολιτικούς πόλους του μαρξισμού. Αναφέρεται και χρησιμοποιείται  σε συνάφεια με τα  προοδευτικά κοινωνικά αστικά κόμματα, όπως, ιδίως,  το Ριζοσπαστικό Κόμμα στην Γαλλία.  Στην Γαλλία του β’μισού του 19ου,  αιώνα, οι μαρξιστές ορίζονται ως «αριστεροί» , μόνο όταν, όπως ο Ζωρές,  προσεγγίζουν ή συμμαχούν με τους Ριζοσπάστες  κατά της συντηρητικής Δεξιάς και Ακροδεξιάς  ( υπόθεση Ντρέυφους) .   Στον Λένιν και  τον μαρξισμό της Τρίτης Διεθνούς, η έννοια της «Αριστεράς» προσδιορίζει μόνο την εξτρεμιστική ή μαχητική πτέρυγα ενός μαρξιστικού κόμματος και   τίποτε παραπάνω («Αριστερά» των Μενσεβίκων, του ΚΚ Γερμανίας κλπ). Βεβαίως, μετά τα Λαϊκά Μέτωπα, η έννοια  διευρύνεται ποσοτικά και ποιοτικά,  προσδιορίζει πια μια τάση μαζικοποίησης και λαϊκοποίησης των μαρξιστικών κομμάτων, πράγμα  που συνεχίστηκε, κυρίως ρεφορμιστικά ή σε κάποιες περιπτώσεις, βασικά εκτός Δύσης,  και επαναστατικά, ως και την δεκαετία του 1980.
Όμως, στην εποχή μας,  δεν ισχύει πιά.   Οι έννοιες του σοσιαλισμού κι κομμουνισμού είναι  βαθύτερες σε  περιεχόμενο  αλλά και ιστορικά  διαρκέστερες. Είναι σημαντικότερες και από τον «αντικαπιταλισμό», που βασικά δηλώνει μια άρνηση και μόνο και που μπορεί να ανευρεθεί  και σε ακροδεξιά ακόμη σχήματα.  Ουσιαστικά , όσον αφορά τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό,  πρόκειται για έννοιες προγενέστερες, με την έννοια του κολλεκτιβισμού και της κοινωνικής  δικαιοσύνης και ισότητας, ακόμη και από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.

Δεν είμαστε πια με την Αριστερά, είμαστε με τις ιδέες μιας κοινωνίας δικαιοσύνης και ισότητας, σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής. Αναγνωρίζουμε ότι αυτές οι έννοιες είναι επίσης φθαρμένες και πρέπει να ξαναπροσδιοριστούν ριζικά στο φως του 20ου αιώνα και κυρίως στο φως της εποχής μας.

Δεν αρκεί, όμως, να εγκαταλείψουμε την «Αριστερά», για να πάμε στον  σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό  με έναν τρόπο αφηρημένο και ιδεοληπτικό . Οι έννοιες αυτές είναι από αντικαπιταλιστική άποψη πιο αξιόπιστες και πιο   μόνιμες από την «Αριστερά». Και  για έναν λόγο ακόμη. Η «Αριστερά» είναι μια έννοια που όχι μόνο δεν έχει σχέση πια με την πάρελθούσα της χρήση αλλά είναι και γέφυρα των «αντικαπιταλιστικών δυνάμεων» και κινημάτων με την ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης, τον κοσμοπολιτισμό, την αταξική δικαιωματοκρατία,  τον σοσιαλφιλελευθερισμό, την διάρρηξη της ταξικής ενότητας, τον πολυκεντρικό και υβριδικό χαρακτήρα του κοινωνικού. Σπάζοντας την γέφυρα με την έννοια της «Αριστεράς» , κάνουμε ένα πρώτο βήμα να σπάσουμε την γέφυρα και με αυτόν τον χώρο, μέσω του οποίου ασκείται μια σοβαρή επίθεση  και πίεση από το διεθνοποιημένο κεφάλαιο και τους εκπροσώπους του. Όμως,  και οι έννοιες αυτές , του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, δεν αποτελούν , από μόνες τους και χωρίς τον αναστοχασμό,   πανάκεια.

Οι  έννοιες αυτές δεν είναι τόσο ταυτισμένες με τον καπιταλισμό  και την  μεταμοντέρνα φιλελεύθερη σκέψη του σήμερα , όσο η «Αριστερά». Αυτή είναι η θετική τους όψη. Δεν είναι, όμως, άφθαρτες έννοιες. Ακόμη και σήμερα  μια βασική απώθηση των ανθρώπων προς τον κομμουνισμό  ειδικά είναι η σοβιετική εμπειρία, αυτό που κάποιοι ορίζουν ως το «Εκεί που οικοδομήθηκε ο Σοσιαλισμός».  Ορισμένοι φίλοι  και σύντροφοι νομίζουν ότι οι άνθρωποι επιθυμούν να ξαναζήσουν κάτι σαν τον σοβιετικό «κομμουνισμό», επειδή εκεί, ιδίως από το 1960 και μετά (δηλαδή στην περίοδο που οι ίδιοι  λοιδωρούν ως «ρεβιζιονιστική», αντισταλινική  κλπ)   υπήρχαν σοβαρά  κοινωνικά δικαιώματα και ορισμένα  βασικά υλικά αγαθά σε επάρκεια, που σε μεγάλο βαθμό χάθηκαν με την «καπιταλιστική παλινόρθωση» στην Ανατολική Ευρώπη.. Χωρίς καθόλου να υποτιμούμε αυτήν την  βιοτική και επιβιωτική διάσταση, δεν πιστεύουμε καθόλου ότι οι άνθρωποι θα δήλωναν κάτι τέτοιο, αν  ένα καθεστώς σαν του «Υπαρκτού Σοσιαλισμού» μπορούσε όντως να επιστρέψει, αν αυτή η εικόνα δεν ήταν απλώς μια  ψυχική παρηγοριά .  Οι άνθρωποι του 21ου αιώνα μπορεί να ζουν σε μια «εικονική ελευθερία» αλλά καθόλου δεν θα την αντέλλασσαν με ένα καθεστώς χωρίς  πολιτικά και ατομικά δικαιώματα  και με ένα καθεστώς συνεχών παραβιάσεων ή και ανυπαρξίας μιας σοσιαλιστικής νομιμότητας. Αυταπάτη. Και γιατί αποτελεί σοσιαλιστική αξία το να μπορεί το κράτος να σε συλλάβει όποτε θέλει, χωρίς κανέναν συνταγματικό και πραγματικό περιορισμό, στις τέσσερις η ώρα το πρωί  ;   Στο όνομα της «όξυνσης της πάλης των τάξεων»;


3. Τα ταξικά περιεχόμενα χωρίς δογματικά  στερεότυπα
Διεκδικώντας   έναν χώρο για τον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό  του 21ου αιώνα, πρέπει να κάνουμε ορισμένες παραδοχές. Χωρίς  αυτές, δεν μπορεί να γίνει απολύτως τίποτε.

1η παραδοχή. Ο κύκλος του  ιστορικού κομμουνισμού του 20ου αιώνα έχει κλείσει. Ο κύκλος των κλασσικών επαναστάσεων  κι αντεπαναστάσεων, από το 1789 ως το 1989, έχει κλείσει.  Αν ανοίξει ένας νέος κύκλος σοσιαλιστικών  ανατροπών, αυτός θα αξιοποιήσει μεν τις παλιές ανατρεπτικές γνώσεις, θεωρίες και  σοσιαλ-κομμουνιστικές, μαρξιστικές  ή και αναρχικές ακόμη παραδόσεις, επαναδιατυπωμένες και επαναστοχασμένες  πάνω  στις σύγχρονες συνθήκες , αλλά θα έχει πρωτότυπα χαρακτηριστικά, δεν θα είναι αντιγραφή του 1871 ή του  1917 ή του 1945 ή του 1968. Νισάφι πια με το «νέο ΕΑΜ» , τον «νέο ΔΣΕ», την «νέα Οκτωβριανή  Επανάσταση», τα «Πολυτεχνεία της Γενιάς μας»   κλπ    Ακόμη παραπάνω, θα πρέπει να σκεφτούμε πάνω στους λόγους που το σοβιετικό μοντέλο, παρά την γιγαντιαία  λαϊκή και κοινωνική  προσπάθεια που έγινε και στην Ρωσία και όπου αλλού το μοντέλο αυτό εφαρμόστηκε,  έστω  με  πολύ σημαντικές  παραλλαγές (πχ Κίνα) , απέτυχε οικτρά.  Και δεν απέτυχε το «1989» : η αποτυχία του φτάνει στην δεκαετία του 1920, ενώ πολλές βάσεις του ήταν από την αρχή εσφαλμένες  και σε λάθος  κατεύθυνση και  εξαρχής λανθασμένα μεταφέρθηκαν από τη Σοβιετική Ρωσία σε όλο το διεθνές κίνημα  ( πχ «πάνσοφο» Κόμμα Νέου Τύπου, ταύτιση του Συνειδητού βασικά με το Κόμμα,   απουσία θεωρίας για την σοσιαλιστική δημοκρατία ή και σαφής άρνησή της , προτεραιότητα των παραγωγικών δυνάμεων  και της τεχνοκρατίας δηλ. οικονομισμός και παραγωγισμός , επανάσταση από τα πάνω  κλπ ). Με το όνομα του «σοσιαλισμού/κομμουνισμού»  και πάνω σε αυτό χτίστηκαν με ψευδεπίγραφο τρόπο   ανελεύθερα και καταπιεστικά εκμεταλλευτικά καθεστώτα, που κατέστησαν απωθητικές  τις έννοιες του σοσιαλισμού και  του κομμουνισμού, παρά την ενίσχυση κάποιων κοινωνικών δικαιωμάτων, ιδίως μετά τον πόλεμο,  παρά την περηφανή νίκη της ΕΣΣΔ πάνω στον ναζισμό και πολλά άλλα . Από μια άλλη σκοπιά, απέτυχε, όμως,  και το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο, που και αυτό σε σημαντικό βαθμό στηρίχτηκε στον Ψυχρό Πόλεμο  και σε έναν πολύ καλύτερο ταξικό συσχετισμό υπέρ του εργατικού κινήματος. Ένα μοντέλο για τριάντα περίπου χρόνια ( 1945-1975) φιλεργατικό, το οποίο, όμως, συνδέθηκε με την καταστροφή των επαναστατικών παραδόσεων, την καταστολή επαναστατικών εγχειρημάτων,  τον καταναλωτισμό και την «μαζικοποίηση» της εργατικής τάξης,  και την ιμπεριαλιστική καταλήστευση του Τρίτου Κόσμου.

2η παραδοχή. Το άνοιγμα ενός νέου κύκλου ανατροπών, ακόμη γενικότερα η ιστορική δυνατότητα μιας σοσιαλιστικής ανατροπής του καπιταλισμού, είναι ιστορικό  ενδεχόμενο αλλά  όχι νομοτέλεια. Είναι αρκετά πιθανό να μην συμβεί, να μην μπορέσει να επέλθει,  και ο κόσμος να κινηθεί προς την βαρβαρότητα και προς τον πόλεμο. Μπορούμε να αγωνιστούμε και  να αξιοποιήσουμε  τις αντιφάσεις και δυσκολίες του κυρίαρχου συστήματος, αλλά δεν έχουμε καμία βεβαιότητα με το μέρος μας. Ούτε ισχύουν οι απόψεις που λένε ότι ζήσαμε τον «Ανώριμο Σοσιαλισμό», και τώρα θα έρθει κάποια στιγμή σίγουρα «ο ώριμος Σοσιαλισμός».   Έχουμε τις αντιφάσεις  και δυσκολίες, την αποτυχία  του καπιταλιστικού  συστήματος  να απαντήσει στις  ριζικές ανθρώπινες ανάγκες και την υποκειμενικότητά μας. Τίποτε παραπάνω. Αν καταρρεύσει, χωρίς να μετασχηματισθεί θετικά,  ο καπιταλισμός ή αν  αντικατασταθεί από ένα άλλο σύστημα ταξικής κυριαρχίας, θα είναι κάτι που έχει ήδη  ξανασυμβεί ( π.χ.πτώση Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κι άφιξη «βαρβάρων» φυλών  ), και που οι μαρξιστές το υποτίμησαν πάντοτε ως δυνατότητα-αν και ο Τρότσκυ ακουμπά  αυτό το ζήτημα στο κείμενό του «Για την Υπεράσπιση του Μαρξισμού» στα 1939-1940. Με την διαφορά ότι αυτήν την φορά θα πρόκειται μάλλον βέβαια  και για το τέλος του ανθρώπινου πολιτισμού.Σε κάθε περίπτωση, θα άξιζε να αγωνιζόμαστε κατά της καπιταλιστικής αδικίας και υπέρ των καταπιεζόμενων και αδικούμενων τάξεων καθώς και κατά της ιμπεριαλιστικής βαρβαρότητας, ακόμη και αν είχαμε την βεβαιότητα ότι ο καπιταλισμός είναι μη ανατρέψιμος.

3η παραδοχή. Το εργατικό κίνημα στην Δύση , αλλά σε μεγάλο βαθμό και διεθνώς, έχει υποστεί τις τελευταίες δεκαετίες, μετά την δεκαετία του 1970, και ιδίως μετά το «1989» μια μεγάλη στρατηγική ήτταΣτο επίπεδο της επαναστατικής συνείδησης και του κοινωνικού πολιτισμού , αυτή η ήττα  είναι, ειλικρινά,  χωρίς προηγούμενο και μετράει τουλάχιστον τέσσερις δεκαετίες, από την απόσυρση των κινημάτων του Μάη 1968 και πιο πάγια από το «1989» . Κανείς στην Αριστερά, την συνεπή ή την «προδοτική»,  δεν συζητά σοβαρά και ειλικρινά πάνω σε αυτήν την εξέλιξη κλίμακας, την οποίαν καθόλου-δυστυχώς- δεν ήραν τα κινήματα κατά της παγκοσμιοποίησης, παρά την  όποια θετική τους αξία,  ή τα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους «αριστερά» κυβερνητικά πειράματα ( με πραγματικές θετικές πλευρές στην Λατινική Αμερική, σκέτα αστικά διαχειριστικά  πειράματα στην Ευρώπη)  .    Παρά τις όποιες δυνατότητες αμφισβήτησης υπάρχουν και  αντικειμενικά κινούνται σήμερα, δεδομένου ότι καμία κοινωνία  δεν είναι στάσιμη και δεν είναι στεγανή  σε συγκρούσεις ,  στην μαζική συνείδηση των δυτικών κοινωνιών και η προλεταριακότητα ως συνθήκη και ως βίωμα  ( με την πιθανή   εξαίρεση των μεταναστών εργατών, ορισμένων κατώτερων στην ιεραρχία εργατικών στρωμάτων   και  του πρεκαριάτου) και πολύ παραπάνω η ιδέα της επαναστατικής αλλαγής είναι εξαιρετικά μακρυά από  την μέση κοινωνική  συνείδηση, αποτελούν μια εκδοχή «παραδοξότητας» σε σχέση με την κοινή λογική.   Ενώ η μισθωτή εργασία και η ίδια η εργατική τάξη εντός αυτής  έχουν ποσοτικά αυξηθεί, η σχέση αυτής της αύξησης με την ενίσχυση μιας αντισυστημικής και  επαναστατικής συνείδησης    είναι αντιστρόφως ανάλογη. Η ταξικότητα   δεν είναι απλώς μια στατιστική διαπίστωση. Ο Πουλαντζάς στην εποχή του είχε σωστότατα διακρίνει μεταξύ αντικειμενικού ταξικού προσδιορισμού ( δομικού) και υποκειμενικής ταξικής τοποθέτησης στην πάλη των τάξεων.  Πόσο μάλλον που η αντισυστημικότητα  ως αντίθεση προς τον κοσμοπολίτικο φιλελευθερισμό και ανθρωπισμό, ως ανερχόμενη  διάσταση  της αστικής ιδεολογίας , λαμβάνει κυρίως δεξιές και ακροδεξιές μορφές,  μέσα στα εργατικά στρώματα, που είναι βέβαια τελικά «ψευδοαντισυστημικές», παρά σοσιαλιστικές ή κομμουνιστικές μορφές.

Όπως σωστά είχε επισημανθεί ήδη από την δεκαετία του 1960 ( πχ από τους φιλοσόφους της Σχολής της Φραγκφούρτης  και ειδικότερα τον  Χέρμπερτ  Μαρκούζε , αλλά αργότερα και από  τον Γκυ Ντεμπόρ) και χωρίς να φτάνουμε στην υπεργενίκευση που έκαναν, η μετατροπή της  όψιμης καπιταλιστικής κοινωνίας σε υπερεμπορευματική και θεαματική κοινωνία, οι μηχανισμοί  εξατομίκευσης που προωθήθηκαν με τις πληροφορικές τεχνολογίες, έχουν οδηγήσει σε μια ισχυρότατη εξατομίκευση των ανθρώπων  και σε έναν ναρκισσιστικό πολιτισμό, όπου η σχέση διάκρισης μεταξύ   ατομικότητας και περιβάλλοντος κόσμου έχει διαρραγεί ( ο Κρίστοφερ Λας και άλλοι αμερικάνοι κοινοτιστές  στοχαστές έχουν γράψει ενδιαφέροντα πράγματα  γι’ αυτό)  . Υπάρχουν, βεβαίως, και οι νέες δυνατότητες γνώσης και κατανόησης του κόσμου , που δεν είναι αμελητέες.  Δεν συμφωνούμε όμως καθόλου με την θέση ότι φταίει μόνο ποιός ταξικά  κατέχει το πληροφορικό  και βιογενετικό  σύστημα, με μια εργαλειακή έννοια , δηλαδή μια  άλλη εξουσία θα διαχειριζόταν όλως διαφορετικά και φιλοκοινωνικά τα ίδια ακριβώς εργαλεία, τα οποία δεν έχουν κανένα απολύτως πρόσημο ταξικότητας ή γενικότερα κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο και την φύση .   Η  ίδια η εγγενής λογική ανάπτυξης αυτών των συστημάτων ενέχει ισχυρές όψεις εξουσίασης ( π.χ. βιογενετική  τεχνολογία «αριστοποίησης» του ανθρώπου και ευγονική, ξεκινάμε από την θετική ευγονική να προλαμβάνουμε ασθένειες και καταλήγουμε  στην αναπαραγωγή μιας γενετικής αριστοκρατίας   κπα).  Δεν είμαστε λουδίτες, αλλά μπορούμε να βλέπουμε και να αντιλαμβανόμαστε  τι γίνεται γύρω μας, δεν είμαστε και τεχνολάτρες . Οι άνθρωποι επικοινωνούν πολύ περισσότερο με το ίδιο το  κίνητό τους παρά μέσω αυτού με τους άλλους ανθρώπους. Πραγμοποίηση των ανθρώπινων σχέσεων, αντικατάσταση των σχέσεων των ανθρώπων μεταξύ τους από  την σχέση των πραγμάτων μεταξύ τους,  αλλοτρίωση στο έπακρο.

4η παραδοχή. Δεν μπορεί να υπάρξει ανάταξη από αυτήν την κοινωνική, πολιτική και αξιακή ήττα , παρά μόνο  αν απαλλαγούμε  από ορισμένες στερεοτυπικές, δήθεν «μαρξιστικές»,  υποπαραδοχές. Ή ακόμη και λαθεμένες υποπαραδοχές, που όντως ήταν ή είναι μαρξιστικές υποπαραδοχές.

4.1. Η  εργατική τάξη είναι αναμφίβολα, βέβαια  και αντικειμενικά η επαναστατική τάξη. Λάθος πρώτο.  Ακόμη και στην εποχή του κλασσικού  «κύκλου των επαναστάσεων» , αυτό δεν ίσχυσε ποτέ με την έννοια της βεβαιότητας και της νομοτέλειας.  Στις πιο αναπτυγμένες και κλασσικές καπιταλιστικές χώρες, όπου αρχικά προσέβλεπε ο Μαρξ,   είτε δεν συνέβη  ποτέ καμία επανάσταση ( Βρετανία, ΗΠΑ) είτε η επανάσταση ηττήθηκε (Γερμανία, Ιταλία κλπ)     Η εργατική τάξη είναι μια δυνάμει και ενδεχόμενα επαναστατική τάξη, όπως και ενδεχόμενα  (και συνηθέστερα) μια τάξη που συνεργάζεται με το κεφάλαιο και υποτάσσεται σε αυτό . Ο βαθμός του  επαναστατικού ενδεχομένου, με βάση την ιστορική εμπειρία, είναι μικρότερος τώρα  από ό,τι ήταν εξήντα χρόνια πριν. Αλλά δεν έχει εξαλειφθεί.

4.2. Δεν υπάρχουν άλλες  δυνάμει επαναστατικές ή πάντως προοδευτικές  κοινωνικές δυνάμεις πέρα από την (μοναδική) εργατική τάξη. Λάθος δεύτερο.. Όπου επικράτησε η σοσιαλιστική επανάσταση, αυτό έγινε μόνο στην βάση μιας  ευρείας συμμαχίας της εργατικής τάξης με την μικρή και μεσαία αγροτιά και με εκτενή στρώματα της μικροαστικής τάξης και της διανόησης. Ιδίως, σε χώρες που η εργατική τάξη ήταν σχετικά περιορισμένη. Επίσης, στις χώρες όπου το καθεστώς σεβάστηκε  την αγροτική μικροιδιοκτησία ( λχ Κίνα) , τα πήγε καλύτερα από την ΕΣΣΔ.   Θα χρειαστεί, για να υπάρξουν νέες κοινωνικές ανατροπές, η μισθωτή εργασία και να ριζοσπαστικοποιήσει τον εαυτό της αλλά και να συνδεθεί με όψεις ριζοσπαστικοποίησης   μικροαστικών στρωμάτων, ανέργων, διανοουμένων, ντεκλασέ στρωμάτων , αγροτών και τόσων άλλων-τις οποίες δεν τις δημιουργεί ευθέως η εργατική τάξη αλλά οι δικές τους ταξικές εμπειρίες . Το πρόσφατο παράδειγμα του μεγάλου ριζοσπαστικού κινήματος των κίτρινων γιλέκων στην Γαλλία αποδεικνύει την σύμμειξη σε τέτοιες στιγμές των  εργατικών με ευρύτερα λαϊκά  στρώματα, την λαϊκοποίηση και όχι αποκλειστικά  την εργατικοποίηση του ριζοσπαστισμού. Σκεφθείτε πόσο αντιστερεοτυπικό αλλά και πόσο υλικά  επαναστατικότερο  είναι το  να πεις ότι σήμερα  το εν δυνάμει  λαϊκό στρατόπεδο δεν είναι αποκλειστικά εργατικό στρατόπεδο αλλά είναι ένα εργατικό-άνεργο- ανασφαλές-διανοούμενο και μικροαστικό στρατόπεδο, αναφερόμενο σε Έλληνες και μετανάστες εργάτες αλλά και μικροαστούς . Μη στερεοτυπικό αλλά και αληθές.

4.3. Η εργατική τάξη είναι μια ομοιογενής  διεθνής τάξη, μια  φύσει αντεθνική  και αντιπατριωτική τάξη, είναι από την φύση της αντίθετη στην εθνική κοινότητα, δεν γνωρίζει σύνορα,  ουσιαστικά είναι με την κοσμόπολη-επίσης, ο κομμουνισμός του μέλλοντος θα καταργήσει τα έθνη και  τις τοπικές και εθνικές αγκιστρώσεις.  Ο διεθνισμός είναι η αρνητικότητα  προς τον  πατριωτισμό , η άρνησή του. Συνεπώς, και ο σοσιαλισμός είναι μια  αντιπατριωτική, αντεθνική ή εθνοαρνητική ιδεολογία.

Λάθος  μεγάλο, ιδεολογικό και πραγματικό, με ανυπολόγιστες αρνητικές  συνέπειες-άποψη που είναι αντίθετη, σε μεγάλο βαθμό, και στις απόψεις των κλασσικών του μαρξισμού . Πέραν του ότι ακόμη και σε εθνική κλίμακα ακόμη και οι εργ΄τες που έχουν την κυρίαρχη εθνική ταυτότητα  δεν είναι ομοιογενείς. Ο εθνοαρνητισμός είναι η   θεώρηση μιας υπερεθνικής διανοούμενης-ακαδημαϊκής   μεσαίας τάξης, που παιρνιέται για δήθεν  καθοδηγήτρια  των εργαζομένων και καθρεφτίζει πάνω σε αυτούς την δική της κοσμοαντίληψη και κοσμοείδωλο . Ανεξάρτητα από το αν το έθνος είναι «κατασκευή της  καπιταλιστικής νεωτερικότητας» (τυπικά οικονομίστικη και ντετερμινιστική άποψη)   ή προυπάρχουσα αντικειμενική πραγματικότητα  (τασσόμαστε  σαφώς υπέρ της δεύτερης άποψης) , η εθνική ταυτότητα είναι καθοριστική και για την κοινωνική και ταξική  συνείδηση. Δεν υπάρχουν γενικά και αόριστα εργάτες όλης της γης, που είναι αλληλέγγυοι   μεταξύ τους, αλλά εργάτες με ελληνική, με τουρκική, με ιταλική, με γερμανική κλπ εθνική ταυτότητα, που είναι αλληλέγγυοι μεταξύ τους, ο κάθε ένας με την παράδοσή του και τον τρόπο του. Όλες οι τάξεις μετέχουν σε μια εθνική κοινότητα, με κοινή Ιστορία, γλώσσα, πολιτισμό, οικονομική κατάσταση, ιδιαίτερα εθνικά χαρακτηριστικά, η οποία και τις προσδιορίζει.  Η πάλη για ταξική ηγεμονία σε αυτήν την κοινότητα και η οικειοποίηση διαφορετικών εθνικών παραδόσεων , ριζοσπαστικών ή συντηρητικών, είναι αναπόφευκτη στιγμή της  ταξικής πάλης. Αυτό εννοούν οι Μαρξ και Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, όταν λένε ότι η εργατική τάξη  καταλαμβάνοντας την πολιτική εξουσία θα γίνει «εθνική» τάξη και ηγεμόνας του έθνους.

Η αντίθετη «υπερδιεθνιστική»  άποψη ( οι εργάτες είναι α-εθνικοί και αντι-εθνικοί) αποτελεί μια διαστολή παλιότερων λανθασμένων τροτσκιστικών αντιλήψεων (με την εξαίρεση των απόψεων του Πάμπλο) και στην ουσία οδηγεί στο εθνικό ξερίζωμα και στην ενίσχυση του ιμπεριαλισμού, λειτουργώντας ως η «Άκρα  Αριστερά» της  παγκοσμιοποίησης και της τάσης αποδυνάμωσης των εθνικών κοινοτήτων αλλά και των μικρότερων εθνικών κρατών.
Ο δημοκρατικός  και ριζοσπαστικός πατριωτισμός ή εθνισμός, που δεν ταυτίζεται σε καμία περίπτωση με τον εθνικισμό (θεωρία εθνικής ανωτερότητας ή μόνιμων εθνικών εχθροτήτων) , τον  σωβινισμό και τον ρατσισμό ούτε την πατριδοκαπηλεία,  αποτελεί αναγκαίο στοιχείο κάθε σοσιαλιστικού πειράματος και ρεύματος σήμερα, όπως και σε όλες τις απόπειρες επανάστασης ή ριζικής κοινωνικής αναδιανομής του 20ου  αιώνα. Ιδίως, η παράδοση  του ΕΑΜ και των κινημάτων κατά της  ναζιστικής Κατοχής στην Ευρώπη   αποτέλεσε ένα φωτεινό παράδειγμα σε αυτήν την κατεύθυνση στην Ελλάδα.

4.4. Καθώς είμαστε αντίθετοι σε κάθε καταπίεση υπερασπίζουμε, από  φιλελεύθερη ή ανθρωπιστική ή «ταξική»  σκοπιά,  κάθε ομάδα δικαιωμάτων που αμύνεται στην καταπίεση και αυτό είναι αναγκαίο στοιχείο του σοσιαλισμού.  Ως σοσιαλιστές ή κομμουνιστές είμαστε και δικαιωματικοί.    Αυτό το επιχείρημα σίγουρα  δεν είναι αυτόματα λάθος, έχει έναν πυρήνα αλήθειας,  αλλά πρέπει να αντιμετωπιστεί    κριτικά και με περίσκεψη. Ως μαρξιστές και μαρξίστριες  είμαστε  σαφώς αντίθετοι σε κάθε είδους καταπίεση , διάκριση, άνιση μεταχείριση οιασδήποτε ομάδας, των γυναικών, των μεταναστών, των ΛΟΑΤ , των Ρομά, των ΑΜΕΑ κλπ. Ιδίως το γυναικείο κίνημα, σε μια εποχή που δεν ήταν απολύτως διακριτό από το εργατικό κίνημα, υπήρξε αυτονόητα κεφαλαιώδης  σύμμαχος του εργατικού κινήματος.

Εδώ και δύο δεκαετίες, όμως,  εμφανίζεται ένας προβληματικός υπερφιλελεύθερος και αταξικός   «δικαιωματισμός» , με τον οποίον δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε άκριτα σε καμία περίπτωση .    Ο σοσιαλισμός είναι με  την δημοκρατία, τα δικαιώματα και κατά της αδικίας, αλλά δεν είναι φιλελευθερισμός. Είναι κατά του φιλελευθερισμού και του ατομικισμού.

-Η έμφαση στο προσωπικό και ατομικό δικαίωμα είναι σεβαστή. Το προσωπικό είναι και πολιτικό.  Πολλές δικαιωματικές κοινότητες αποτελούν συλλογική έκφραση ατομικών δικαιωμάτων. Ως εδώ, καλά, θα μπορούσαμε να το υπογράψουμε.   Δεν είναι, όμως, αποδεκτό ότι έχει αξία μόνο το δικό σου δικαίωμα και ας καεί ο κόσμος όλος. Ούτε η στροφή από τον σεβασμό του διαφορετικού στον ναρκισσισμό ότι το μόνο που αξίζει είναι η προβολή της «διαφοράς» και η καταγγελία των «μη διαφορετικών».

-Η έμφαση στο προσωπικό και ατομικό δικαίωμα και η πάλη κατά των διακρίσεων δεν μπορεί να οδηγεί προς ένα μίσος απέναντι σε όλη την υπόλοιπη κοινωνία, η οποία βαφτίζεται «πατριαρχική», «ρατσιστική» κλπ  Αυτό οδηγεί σε μικρούς εμφυλίους, που αποδυναμώνουν την ταξική πάλη. Επίσης, οφείλουμε να ερευνήσουμε  πιο διεξοδικά αν όντως η σημερινή κοινωνία είναι πατριαρχική, τουλάχιστον με την έννοια  και την μορφή που είχε αυτός ο όρος παλιότερα.

– Η αντίληψη ότι το φύλο είναι μόνο ή αποκλειστικά κοινωνική κατασκευή ( gender) , δεν έχει κανέναν βιολογικό  προσδιορισμό και ότι μπορεί να πάμε  σε απροσδιόριστα πολλές μορφές κατασκευασμένου φύλου, και μάλιστα με χρήση και  των νέων τεχνολογιών προς την ανακατασκευή, μια αντίληψη «Μετανθρώπου».

-Δεν υπάρχουν  διακριτές σοσιαλιστικές συνιστώσες μέσα στις δικαιωματικές κοινότητες,κι αυτό δεν μπορεί να είναι τυχαίο. Η έμφαση στο προσωπικό δικαίωμα απορροφά τα πάντα. Η σχέση των αριστερών κομμάτων με τις κοινότητες αυτές δεν είναι συναγωνιστική αλλά σχέση εκλογικού σούπερ μάρκετ.

-Σύνδεση με ισχυρά διεθνή δίκτυα και χρηματοδοτήσεις μάλλον προβληματικές.

-Σύνδεση των δικαιωματισμών με την κοσμόπολη και τον φιλελεύθερο κοσμοπολιτισμό και αντίθεση στην εθνική ταυτότητα και μέσω αυτών.

4.5. Η κυρίαρχη μορφή της αστικής ιδεολογίας είναι σήμερα  παντού ο εθνικισμός, ο ρατσισμός, η ξενοφοβία και τελικά ο φασισμός ή η τάση προς αυτόν.

Λάθος σημαντικό. Που αποδεικνύεται και από το βραχύβιο της Χρυσής Αυγής  στην ελληνική πολιτική σκηνή. Αλλά και από την μη αύξηση της Ακροδεξιάς στις τελευταίες ευρωεκλογές.    Πάντοτε , ο εθνικισμός, ο ρατσισμός και η Ακροδεξιά αποτελούν αρωγούς και μηχανισμούς του καπιταλιστικού συστήματος σε περιόδους κρίσης, και το μέτωπο σε αυτά τα ρεύματα οφείλει να παραμένει  σταθερό. Όμως, η κυρίαρχη μορφή της αστικής ιδεολογίας στον σύγχρονο καπιταλισμό , ιδίως στην Δύση και στα αστικά και μορφωμένα μεσοαστικά στρώματα, καθώς και στα στρώματα της εργατικής αριστοκρατίας δεν  είναι κυρίως ο εθνικισμός-ρατσισμός αλλά  ο αταξικός φιλελευθερισμός, ο «αντιρατσισμός», η πολιτική ορθότητα και ο κοσμοπολιτισμός. Που αποτελεί και την πολιτιστική έκφραση του διεθνούς νεοφιλελευθερισμού .  Αν δεν γίνει δεκτή αυτή η παραδοχή, δεν μπορεί να υπάρξει ούτε ορθό αντιρατσιστικό και αντι-ακροδεξιό μέτωπο. Αν θεωρείς ότι εγκαταλείποντας την εθνική ταυτότητα και ότι  ταυτίζοντας πατριωτισμό και Ακροδεξιά νικάς τον φασισμό, κάνεις τεράστιο λάθος. Ο φασισμός και η Ακροδεξιά τρέφονται και από την αντιπαράθεση με τον αταξικό δικαιωματισμό ( «Να καεί η Ελλάδα, να ζήσουμε εμείς») αλλά και από την αποχώρηση και παραίτηση  του «αριστερού» χώρου από το εθνικό ζήτημα.    Η καχεκτική στάση της πέραν του ΣΥΡΙΖΑ Αριστεράς ή και η ανοιχτή υποστήριξη της Συνθήκης των Πρεσπών υπήρξε ένα τέτοιο πεδίο.

4.6. Μεταναστευτικό – επίσης ζήτημα  με μεγάλες  δυσκολίες. Οι δυνάμεις του σοσιαλισμού- κομμουνισμού , οι δυνάμεις της εργασίας, δεν μπορούν παρά να είναι αλληλέγγυες και φιλικές προς τους οικονομικούς μετανάστες ως εργαζόμενους   και φτωχούς ανθρώπους που εξαναγκάζονται να μεταναστεύσουν για να επίβιώσουν. Πολύ περισσότερο στους πρόσφυγες που δεν «επέλεξαν» , ούτε καν με την έννοια της  οικονομικής ανάγκης , να φύγουν από την χώρα τους, και παρ’όλα αυτά, διαβιώνουν  στην Ελλάδα υπό φριχτές συνθήκες .  Αυτό δεν σημαίνει ότι η μετανάστευση είναι θετική διαδικασία, άλλο αναγκαστική και άλλο θετική. Είναι  πολύ  αρνητική κυρίως  για τους ίδιους τους μετανάστες που ξεριζώνονται από το περιβάλλον τους, την οικογένειά τους και  την χώρα τους,  τους φίλους τους, τον εθνικό  πολιτισμό τους. Από ένα σημείο και πέρα, μπορεί να γίνει αρνητική και για την χώρα υποδοχής, ιδίως στον βαθμό που δεν θα μπορεί να προσφέρει ικανοποιητικές  συνθήκες  διαβίωσης στο σύνολο «ντόπιων» και μεταναστών, με αποτέλεσμα το εργασιακό και  κοινωνικό ντάμπινγκ και τις ζώνες ή δεξαμενές περιθωριοποίησης . Η ριζική λύση- που δεν φαίνεται καθόλου στον ορίζοντα- είναι η ειρήνη και η οικονομική ανάπτυξη στις χώρες προέλευσης, λύση που έχει σαφώς και αντιιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά. Προς το παρόν, ούτε οι   φράχτες και τα πολυβολεία αλλά  ούτε και τα «ανοιχτά σύνορα» αποτελούν λύση. Πρέπει να υπάρξει μια αναλογική και ισομερής  κατανομή των μεταναστών και προσφύγων   στις ευρωπαϊκές χώρες, να εκτιμηθεί ποιες  και πόσες δυνατότητες φιλοξενίας και αξιοπρεπούς  εργασίας και διαβίωσης υπάρχουν  ρεαλιστικά για κάθε χώρα υποδοχής και να προσαρμοστούν οι διαδικασίες νομιμοποίησης σε αυτά τα δεδομένα.  Επίσης, όσοι θέλουν να αφομοιωθούν μονιμότερα θα πρέπει να αποκτούν εκπαιδευτικά  και κοινωνικά ορισμένους βασικούς  δεσμούς ιστορικούς και πολιτιστικούς με την χώρα  υποδοχής.   Τα «ανοιχτά σύνορα» , χωρίς κανέναν περιορισμό, είναι απολύτως βέβαιο ότι οδηγούν σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις  φτώχειας και  δεξαμενές περιθωριοποίησης και  για τους μετανάστες αλλά και  τις λαϊκές  τάξεις των χωρών υποδοχής, φουσκώνοντας  τα ακροδεξιά και    ξενόφοβα ρεύματα αλλά και επιχειρηματικά  κυκλώματα τύπου ΜΚΟ  που βγάζουν ένα σωρό ποσά με το κεφάλι κάθε μετανάστη ή πρόσφυγα.

4.7. Ο σοσιαλισμός και κομμουνισμός, εφόσον υπάρξουν, θα είναι μια  τέλεια εναρμονισμένη κοινωνία,  χωρίς καθόλου σχέσεις εξουσίασης, με απόλυτη  κοινωνική ισότητα, χωρίς καθόλου  μορφές βίας ή σύγκρουσης, και χωρίς κανέναν μηχανισμό δημοκρατικής διαβούλευσης, αφού  πλέον θα επικρατεί όχι η διακυβέρνηση των ανθρώπων αλλά  η «διαχείριση των πραγμάτων»Λάθος.  Δεν μπορεί , δυστυχώς, να υπάρξει μια τόσο  απόλυτα εναρμονισμένη  και ιδανική ανθρώπινη κοινωνία.  Δευτερεύουσες όψεις ανισότητας, εξουσίασης και σύγκρουσης  θα υπάρχουν και στον σοσιαλισμό- κομμουνισμό , εφόσον κάποτε συσταθεί. Ο σοσιαλισμός  δεν είναι ο ανθρωποποιημένος Παράδεισος. Κι αν εκλήφθηκε έτσι ιστορικά , λάθος εκλήφθηκε

4.Και  τώρα-μετά την ήττα-  τι κάνουμε;
Υπάρχουν μερικά  δύσκολα  αλλά και αναγκαία βήματα που πρέπει να γίνουν , χωρίς να είναι και δεδομένο ότι θα γίνουν. Αναφερόμαστε κυρίως σε κόσμο και δυνάμεις που προέρχονται  από την ριζοσπαστική Αριστερά ή τον ΣΥΡΙΖΑ ή ανένταχτους ανθρώπους που θέλουν να αγωνιστούν , από ταξική και αντιιμπεριαλιστική θέση,  κατά της αδικίας  και αντιλαμβάνονται το αδιέξοδο της  σημερινής κατάστασης.  Δεν βλέπουμε ως πιθανό να εμπλακούν σήμερα σε μια τέτοια στρατηγική συζήτηση οι δυνάμεις του ΚΚΕ, παρά το ότι θεωρούμε θετικό μέγεθος την διατήρηση και μη συρρίκνωση των δυνάμεων του ΚΚΕ ως ενός χώρου ταξικής αντίστασης, την ύπαρξη ενός πλαισίου κοινής δράσης με τις δυνάμεις του ΚΚΕ. Δυστυχώς, οι δυνάμεις του ΚΚΕ νοιώθουν μια ακλόνητη βεβαιότητα για το μη φθαρτό και το αλάθητο των δικών τους ιδιαίτερων αντιλήψεων. Ας ελπίσουμε αυτό κάποια στιγμή να αλλάξει.

Σταδιακή συνειδητοποίηση της αδιέξοδης πορείας και της ολοκλήρωσης του κύκλου  των σχημάτων ΛΑΕ, Ανταρσύα, άλλων σχημάτων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, αφερεγγυότητα του ΜΕΡΑ25 , οριστική υπέρβαση αυταπατών για τον ΣΥΡΙΖΑ για όσους/ες τις διατηρούν ακόμη. Η συνεχής παραμονή σε φθοροποιές διαδικασίες δεν θα παράξει κάτι γόνιμο. 

Άμεσο άνοιγμα ανοιχτών διαδικασιών διαλόγου χωρίς δεσμεύσεις και δεδομένα για την πολιτική οργάνωση ή τις πολιτικές οργανώσεις  των δυνάμεων της εργασίας, των  μη εύπορων μικροαστικών στρωμάτων  και των άλλων λαϊκών τάξεων
Ένα είδος επανίδρυσης του μαρξιστικού χώρου  με όρους Μπινγκ Μπανγκ (εκ του μηδενός)  και πιθανόν πολλές διαφορετικές εστίες. Με προοπτική την  συγκρότηση πολιτικής οργάνωσης και όχι έναν αέναο διάλογο. 

Διαφωνία εδώ "Αντίλογου"-Κ.Ντ:
***Λάθος σοβαρό το "εκ του μηδενός".
Υπάρχει πλούσιο και πολύτιμο ιστορικό κεκτημένο αγώνων, θεωρητικό, ιδεολογικό, πολιτικό, θετικών και αρνητικών εμπειριών το οποίο επιβάλλεται να αξιοποιηθεί δημιουργικά. Οι περισσότερες (όχι όλες) βασικές διαπιστώσεις κι αναλύσεις των Μαρξ Ένγκελς, Λένιν, Τσε, μα ακόμα και επιμέρους απόψεις, χειρισμοί (μα και λάθη) των Στάλιν, Λούξεμπουργκ, Γκράμσι,Τρότσκι, Μπουχάριν, Λούκατς, Μάο, Πάμπλο κλπ και προπαντός όλων των εθνικοαπελευθερωτικών και σοσιαλιστικών εξεγέρσεων ή επαναστάσεων και όλων των αποπειρών οικοδόμησης σοσιαλισμού είναι ένα κεκτημένο που πρέπει να αξιοποιηθεί συστηματικά και στο έπακρο, παράλληλα με αναλύσεις της τωρινής κατάστασης, βασισμένες σε αυτή την δημιουργική, χωρίς προκαταλήψεις και μανιχαϊστικές αντιδιαλεκτικές θεοποιήσεις και δαιμονοποιήσεις ιστορικών προσώπων και ρευμάτων αντικαπιταλιστικής, επαναστατικής σοσιαλιστικής σκέψης και δράσης.)

Άνοιγμα όλων των στρατηγικών ζητημάτων χωρίς δογματισμό. Βασικός στόχος η διαμόρφωση ενός χώρου διακριτού από την σοσιαλδημοκρατία και τον λεγόμενο  σοβιετικού τύπου «μαρξισμό-λενινισμό» ή και τον «υπερδιεθνισμό»  Τα παραπάνω ζητήματα και θέσεις που αναφέραμε  μπορούν να είναι ένα πρώτο υλικό προς συζήτηση .  Χωρίς την ανάγκη να  υπάρξει συμφωνία σε όλα τα παραπάνω.  Τοποθετήσεις κατά προτίμηση γραπτές και διαδικασίες  δημόσιας  σύνθεσης. Περιφρούρηση αυτών των διαδικασιών από τις ήδη  υπαρκτές δυνάμεις .

Συνδυασμός του στρατηγικού με το συγκεκριμένο. Ο χώρος του δημιουργικού μαρξισμού οφείλει να παλέψει στρατηγικά για μια μορφή εξουσίας των εργαζομένων. Αυτό καθόλου δεν αίρει την ανάγκη  συγκεκριμένων στόχων από σήμερα λ.χ  διαγραφή μονομερής του χρέους της χώρας, έξοδος από ευρω-ΕΕ , κοινωνικοποίηση στρατηγικών επιχειρήσεων  και τραπεζών  κλπ, που συνιστούν ένα μεταβατικό πρόγραμμα.  Και με επισήμανση του Πως και με ποιες Κοινωνικές Θυσίες μπορεί να ανοιχτεί ένας τέτοιος δρόμος.   Ούτε μπορούμε να  αποφύγουμε το ερώτημα : σήμερα στην καπιταλιστική Ελλάδα ακόμη , τι θα θέλαμε να παράγεται , πώς θα θέλαμε να λειτουργήσει το ασφαλιστικό σύστημα, πώς θα θέλαμε να είναι η εργατική νομοθεσία, πώς να λειτουργούν οι δημόσιες υπηρεσίες, τι λέμε για την  δημόσια ασφάλεια  κλπ. Όποιος αποφεύγει συστηματικά αυτά τα  τακτικά ερωτήματα ή τα μεταθέτει όλα στην «δικτατορία του προλεταριάτου» ,  δεν μπορεί να χαράξει και στρατηγική για το μέλλον.  

Σύνδεση του ταξικού με το στοιχείο της αντιιμπεριαλιστικής εθνικής ανεξαρτησίας και αντίστροφα .Ο σοσιαλισμός/κομμουνισμός είναι αναγκαστικά αντιιμπεριαλιστικός κι δεν δέχετι την καταπίεση και εξάρτηση των πιο ανίσχυρων κοινωνιών και εθνικών κρατών από τον ιμπεριαλισμό.

Χρήση του δημιουργικού μαρξισμού ως εργαλείου κατανόησης και αλλαγής της κοινωνίας , χωρίς δογματικές και ιδεοληπτικές εμμονές. Ο μαρξισμός ούτε είναι κλειστό σύστημα, ούτε απαντά σε όλα τα σύγχρονα προβλήματα, ούτε είναι και απόλυτα δικαιωμένος ιστορικά.Χρειάζεται επαναπροσδιορισμό αλλά και συμπλήρωση και από άλλα κριτικά ρεύματα, όπως ο αναρχισμός, η ριζοσπαστική οικολογία, η εμπειρία των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων κλπ 

Δημοκρατικές διαδικασίες συγκρότησης παντού, πάγια και μόνιμα.
  Όχι σταθερές ηγεσίες – θεσμοί θητειών και αντικαταστάσεων-

Όχι συγκρότηση « οργανώσεων- μετώπων» που είναι ουσιαστικά συμμαχία μηχανισμών.
Αποδρομή από τις οργανώσεις-μέτωπα Οργάνωση ή οργανώσεις  με μίνιμουμ ιδεολογικά χαρακτηριστικά.

Τα παραπάνω δεν είναι ούτε εύκολα ούτε αυτονόητα. Αν όμως δεν προχωρήσουν, θα μπούμε σε μια καθοδική πορεία  και σπείρα πολλών δεκαετιών. Πιθανόν και χωρίς επιστροφή.

Μετά την Αριστερά

Του Δημήτρη Μπελαντή