ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΘΕ ΗΛΙΚΙΑΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΑΝ ΜΕΤΑ ΤΟΥΣ ΕΜΒΟΛΙΑΣΜΟΥΣ ΤΟΥΣ...ΕΠΙΣΗΜΑ ΣΤΟΙΧΕΊΑ ΣΤΟ VAERS....ΠΡΟΦΑΝΩΣ ΚΑΙ ΈΧΟΥΝ ΠΕΘΑΝΕΙ ΠΟΛΛΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΜΕΤΑ ΤΟΥΣ ΕΜΒΟΛΙΑΣΜΟΥΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΠΟΚΡΥΠΤΟΥΝ..... ΣΤΟ VAERS ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΜΟΝΟ ΤΟ 1% ΤΩΝ ΘΑΝΑΤΩΝ......
«Γνῶμες, καρδιές, ὅσοι Ἕλληνες, ὅ,τι εἶστε μὴν ξεχνᾶτε, δὲν εἶστε ἀπὸ τὰ χέρια σας μονάχα, ὄχι! Χρωστᾶτε καὶ σὲ ὅσους ἦρθαν, πέρασαν, θὰ ᾿ρθοῦνε, θὰ περάσουν! Κριτές, θὰ μᾶς δικάσουν οἱ ἀγέννητοι, οἱ νεκροί.» Κωστής Παλαμάς
Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2021
Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2021
Κώστας Βάρναλης.14 Φλεβάρη του 1884 -16 του Δεκέμβρη 1974. Αφιέρωμα
Κι άμα θα σπάσουν οι αλυσίδες τ’ αδερφού ,η λευτεριά η δικιά του θα ’ναι λευτεριά σου, κι ανάγκη πια δε θα ’χεις κανενός Θεού.

Το γεννά και το μεγαλώνει το ίδιο κεφαλαιοκρατικό καθεστώς. Δηλαδή η φθορά αυτού του καθεστώτος και η αδυναμία του να λύσει τα θεμελιώδη προβλήματα, που το βασανίζουνε. Είναι νόμος κοινωνικός, πως η ίδια εξέλιξη ενός κοινωνικού συστήματος γεννά τις δυνάμεις που θα το ανατρέψουν. Γι’ αυτό κανένα μέτρο βίας δε μπορεί να βάλει φραγμό στην εξέλιξη ― στο εργατικό κίνημα σ’ όλον τον κόσμο!
Εξόριστοι
στον 'Αι-Στράτη. Αναμεσά τους και ο Γιάννης Ρίτσος. Ο Κώστας Βάρναλης
εξορίστηκε στη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά στη Μυτιλήνη και τον
'ΑηΣτράτη. |
Με τον Αϊ - Στράτη συνδέονται δύο ποιήματα του Κώστα Βάρναλη.
Στη Μόσχα απονομή του βραβείου Λένιν (1959) |
Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού "Ηγησώ" το οποίο κυκλοφόρησε δέκα τεύχη.
Τρία χρόνια αργότερα έγινε σχολάρχης στην Αργαλαστή του Πηλίου και μετά από κατηγορίες εναντίον του για εμπλοκή στην υπόθεση των "Αθεϊκών" του Βόλου μετατέθηκε στα Μέγαρα.
Μετά το δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο πήρε μέρος με τους "απαλλαγέντας και αγυμνάστους του 1900-1902", φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Γληνού και το 1915 διορίστηκε σχολάρχης στην Κερατιά Αττικής.
Από το 1910 άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση και ως το 1916 ολοκλήρωσε τους Ηρακλείδες του Ευριπίδη, τον Αίαντα του Σοφοκλή, τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα και τον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου του Φλωμπέρ.
Το 1916 επιστρατεύτηκε ξανά, αυτή τη φορά στη Λήμνο (είχε προηγηθεί η λήξη της Βουλγαρικής ουδετερότητας). Το 1917 διορίστηκε καθηγητής στο Γυμνάσιο Πειραιά, και το 1919 έφυγε με υποτροφία για μετεκπαίδευση στην αισθητική και τη νεοελληνική φιλολογία στο Παρίσι. Η εκεί παραμονή του σηματοδότησε την ιδεολογική προσχώρησή του στο μαρξιστικό διαλεκτικό υλισμό, καρπός της οποίας στάθηκε το ποίημα "Προσκυνητής".
Μετά την πτώση της κυβέρνησης Βενιζέλου η υποτροφία του διακόπηκε και ο Βάρναλης επέστρεψε στην Αθήνα, όπου στις αρχές του 1921 διορίστηκε καθηγητής στο Γ΄ Γυμνάσιο του Πειραιά. Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου έγραψε στην Αίγινα "Το Φως που καίει", που εξέδωσε ένα χρόνο αργότερα στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας (δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση πραγματοποίησε το 1933).
![]() |
Εδώ η τέταρτη έκδοση |
Το 1924 γύρισε στην Αθήνα και δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία υπό τη διεύθυνση του Γληνού.
Ένα χρόνο αργότερα σημειώθηκε η κριτική διαμάχη του Βάρναλη με τον Γιάννη Αποστολάκη. Ο Βάρναλης δημοσίευσε το δοκίμιο "Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική", αντιτιθέμενος στην ιδεαλιστική ποιητική θεωρία που είχε εκφράσει ο Αποστολάκης στο έργο του "Η ποίηση στη ζωή μας".
Το 1926 παύτηκε από τη θέση του ως καθηγητή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, αρχικά προσωρινά και στη συνέχεια οριστικά, με αφορμή ένα δημοσίευμα της Εστίας που δημοσίευσε ως παράδειγμα της αντεθνικής δράσης των μεταρρυθμιστών Παιδαγωγών ένα απόσπασμα από Το φως που καίει.
Ο Βάρναλης στράφηκε στη δημοσιογραφία και έφυγε για τη Γαλλία ως ανταποκριτής της εφημερίδας "Πρόοδος".
Το 1927 επέστρεψε στην Αθήνα και τύπωσε τους Σκλάβους Πολιορκημένους.
Το 1929 παντρεύτηκε την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου.
Το 1932 εξέδωσε την "Αληθινή απολογία του Σωκράτη" .
Το 1935 πήρε μέρος ως αντιπρόσωπος των ελλήνων συγγραφέων στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα μαζί με το Γληνό και μετά από εντολή του Κονδύλη εξορίστηκε στη Μυτιλήνη και τον Άγιο Ευστράτιο. Παρέμεινε πιστός στην ιδεολογία του κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου.
Είχαν προηγηθεί μεταξύ άλλων εκδόσεις των έργων του Ζωντανοί άνθρωποι, Το Ημερολόγιο της Πηνελόπης, Ποιητικά, Διχτάτορες, Αισθητικά- Κριτικά (δύο τόμοι).
Το 1965 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο "Ελεύθερος κόσμος" και το 1972 το θεατρικό έργο "Άτταλος ο Γ"΄.
Μετά το θάνατό του κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή του "Οργή Λαού", γραμμένη κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου και τα "Φιλολογικά Απομνημονεύματα", συγκεντρωτικός τόμος δημοσιευμάτων του στην εφημερίδα Ανεξάρτητος από το Φεβρουάριο ως τον Αύγουστο του 1935.
Στα πρώτα του βήματα συμπορεύτηκε πνευματικά με τον Άγγελο Σικελιανό και το Νίκο Καζαντζάκη με έντονες επιρροές από το ρεύμα του παρνασσισμού και τις διονυσιακές και ανθρωπιστικές ιδέες.
Ο τελευταίος αυτός προσανατολισμός του τον συνόδεψε σ’ όλη τη ζωή του και κυριαρχεί και στα κριτικά του κείμενα.
Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό . Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984 και Παπαγεωργίου Κώστας Γ., "Εργο-βιογραφικό χρονολόγιο του Κώστα Βάρναλη", Διαβάζω (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).




Η ποίηση που έδωσε στο Βάρναλη ξεχωριστή και ιστορική θέση στην ελληνική λογοτεχνία, είναι αυτή που αρχίζει μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μια ποίηση κοινωνική και επαναστατική.
Παρακάτω μερικά τραγούδια σε ποίηση
Κώστα Βάρναλη
Ακούστε τα
Οι μοιραίοι-Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Κώστας Βάρναλης - Νίκος Μαμαγκάκης - Μαντινάδες
Νίκος Μαμαγκάκης - Το τραγούδι του Ιούδα
Αιδώς Αργείοι-Θωμάς Μπακαλάκος
Νίκος Μαμαγκάκης - Το τραγούδι της ψυχής
Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2021
Πανάρχαιο έθιμο τα κάλαντα-βίντεο με κρητικά κάλαντα
Τα κάλαντα είναι εθιμικά ποιήματα.
Είναι πανάρχαιο έθιμο και έχει τις ρίζες του
στα προχριστιανικά χρόνια.
Στην Αρχαία Αθήνα,
στα Ανθεστήρια τα παιδιά, στα δικά τους «κάλαντα» εκρατούσανε καραβάκι
που εσυμβόλιζε τον ερχομό του Διόνυσου, του οποίου η γέννηση εορταζόταν με
το συμβολικό αναγέννησης της ζωής Χειμερινό Ηλιοστάσιο που τότε το υπολόγιζαν στις
25 Δεκεμβρίου.
Στην Ασσυροβαβυλωνία και Μέση Ανατολή, τότε
γιόρταζαν, για τον ίδιο συμβολικό λόγο, την γέννηση του θεού Μίθρα-Ηλίου.
Και τέλος, στην συνέχεια των παραπάνω πανάρχαιων συμβολισμών αναγέννησης της Φύσης με γεννήσεις Θεών, καταργήθηκαν με εκκλησιαστική απόφαση και στην συνέχεια με αυτοκρατορικό διάταγμα οι Διονυσιακές και Μιθραϊκές γιορτές της 25ης Δεκεμβρίου και καθιερώθηκε αντ΄αυτών να εορτάζεται τότε η γέννηση του Χριστού.
Ήταν απόφαση του πάπα Ιουλίου το 354 μΧ... Η οποία κατάργησε παράλληλα τον ως τότε εορτασμό γέννησης του Χριστού την 6η ημέρα του έτους, στις 6 Ιανουαρίου (που είχε καθιερωθεί συμβολικά επειδή η Π.Διαθήκη αναφέρει πως την 6η ημέρα της Δημιουργίας, έπλασε ο Θεός τον Άνθρωπο.
βλ: https://www.thermisnews.gr/2021/12/25.html
Η λέξη κάλαντα
ετυμολογείται από τη ρωμαϊκή λέξη καλένδα που σημαίνει η πρώτη μέρα του
μήνα. Κάλαντα κυρίως είναι αυτά της πρωτοχρονιάς, μα κάλαντα λέμε και τα
γέννα και τα Φώτα, και του Λαζάρου, και τα Θρηνητικά της Μ. Παρασκευής.
Ο Σφακιανός λαογράφος Κανάκης Γερωνυμάκης γράφει, καταγράφοντάς τα:
«Δεν βρίσκω καμιά χάρη στα κάλαντα. Ούτε λογοτεχνικά,
ούτε στιχουργικά. Προφανώς τα γράψανε αγράμματοι και ανιστόρητοι άνθρωποι. Στα
θρηνητικά κάλαντα π.χ. της Μεγάλης Παρασκευής μας παρουσιάζουνε ότι η Αγία
Ελένη εσχολίασε την Παναγία, ενώ τις χώριζε τριών αιώνων ζωή. ιδιαίτερα αυτά τα
παλιά της Πρωτοχρονιάς, τα μακροσκελή, είναι τελείως άκομψα και εν πολλοίς
άσχετα, όμως τα καταγράφω χάριν της λαογραφίας:
Τα γέννα
Καλήν εσπέρα άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας
Χριστού τη θεία γέννηση να πω στ’ αρχοντικό σας
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ την πόλη
οι ουρανοί αγάλλονται χαίρεται η φύση όλη
Εν τω σπηλαίω τίκτεται εν φάτνη των αλόγων
ο βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων
Πλήθος αγγέλων ψάλουσι το δόξα εν υψίστοις
και τούτο άξιον εστί η των αγγέλων πίστις.
Εκ της Περσίας έρχονται τρεις μάγοι με τα δώρα
άστρο λαμπρό τους οδηγεί δίχως να λείψει ώρα.
Φθάσαντες εις Γερουσαλήμ με πόθον ερωτώσι
πού εγεννήθη ο Χριστός να παν να τονε βρώσι.
Διά Χριστόν ως άκουσε ο βασιλιάς Ηρώδης
αμέσως εταράχτηκε κι εγίνη θηριώδης.
Γιατί πολλά φοβήθηκε διά τη βασιλεία
μην του την πάρει ο Χριστός και χάσει την αξία.
Κράζει τους μάγους και ρωτά «που ο Χριστός γεννάται»
«Εις Βηθλεέμ ηξεύρομεν ως η γραφή διηγάται»
Τους είπε να υπάγωσι και όπου τον βρώσι
σαν τονε προσκυνήσωσι να παν να του το πώσι
Όπως υπάγει και αυτό σαν τονε προσκυνήσει
με δόλον ο μισόθεος για να τον αφανίσει.
Βγαίνουν οι μάγοι τρέχουσι και τον αστέρα βλέπουν
φως θεϊκό τους οδηγεί και με χαρά προστρέχουν.
Εν τω σπηλαίω φθάνουσι βρίσκουν τη θεοτόκο
κι εβάστα στις αγκάλες της τον άγιόν της τόκο
Γονατιστοί τον προσκυνούν και δώρα του χαρίζουν
σμύρνα, χρυσόν και λίβανον Θεό τον ευφημίζουν.
Τη σμύρνα μεν ως άνθρωπον, χρυσόν ως βασιλέα
τον λίβανον ωσάν θεό όλης της ατμοσφαίρας.
Αφού τον επροσκύνησαν ευθύς πάλι μισεύουν
και τον Ηρώδη μελετούν να πάνε να τον εύρουν.
Πλην άγγελος εξ ουρανού βγαίνει τους εμποδίζει
άλλην οδόν να πορευθούν αυτός τους διορίζει.
Και πάλιν άλλος άγγελος τον Ιωσήφ προστάζει
εις Αίγυπτο να πορευθεί κι εκεί να ησυχάζει.
Να πάρει και τη Μαριάμ μαζί με τον υιόν της
γιατί ο Ηρώδης τον ζητεί τον τόκο τον δικό της
Μη βλέπων δε ο βασιλεύς τους μάγους να γυρίσουν
εις Βηθλεέμ επρόσταξε παιδί να μην αφήσουν.
Όσα παιδία εύρωσιν δύο ετών και κάτω
όλα να τα περάσωσι κάτω από τα σπαθιά των
Χιλιάδες δέκα τέσσερις σφάζουν σε μιαν ημέρα
θρήνους κλαυθμούς και οδυρμούς είχε κάθε μητέρα
Έτσι επληρώθει το ρηθέν προφήτου Ησαΐού
μετά και άλλων προφητών και του Ιερεμίου
Φωνή ακούσθη εν Ραμά Ραχήλ τα τέκνα κλαίει
παραμυθεί ουκ ήθελεν ότι αυτά ουκ έχει
Ιδού όπου σας είπομεν όλη την υμνωδίαν
του Ιησού μας του Χριστού γέννηση την Αγία
Και σας καληνυχτίζουμεν πέσετε κοιμηθείτε
ολίγον ύπνο πάρετε μετά να σηκωθείτε
Να βάλετε τα ρούχα σας έμμορφα να ντυθείτε
στην εκκλησιά να τρέξετε με προθυμιά να μπείτε
Ν’ ακούσετε με προσοχή όλη τη λειτουργία
για του Χριστού τη γέννηση τη θεία την Αγία.
Ευθύς άμα γυρίσετε εις το αρχοντικό σας
στρώσετε το τραπέζι σας, βάλτε το φαγητό σας.
και το σταυρό σας κάμετε γευθείτε και ευφρανθείτε
δώστε και κανιούς φτωχού όπου το υστερείται.
Δώσε κι εμάς τον κόπο μας ότι είναι ορισμός σας
και ο Χριστός μας πάντοτε να είναι βοηθός σας.
Φεύγοντας από το σπίτι που λέγαμε τα κάλαντα, πάντα
λέγαμε το παρακάτω:
Επά που καλαντίσαμε πέτρα να μη ραΐσει
ο νοικοκύρης κ’ η κερά χρόνια πολλά να ζήσει
Να ζήσει χρόνια εκατό και να τα ξεπεράσει
κι απάνω εις τα εκατό ν’ ασπρίσει να γεράσει.
Τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς τέλη 19ου, αρχές 20ου
αιώνα
Ταχιά, ταχιά ‘ν’ αρχιμενιά ταχιά ‘ν’ αρχή του χρόνου
ταχιά ‘ν’ απού προπάτηξεν ο Κύριος του κόσμου.
Ταχιά εβγήκεν ο Χριστός στη γη να προπατήξει
κι εβγήκεν κι εδιαλάλησεν ούλους τσοι ζευγολάτες.
Κι ο πρώτος που τα’ απάντηξεν ήτον Άγιος Βασίλης
– Άγιε Βασίλη Δέσποτα, καλό ζυγάριν έχεις;
– Καλό το λέω αφέντη μου, καλό κι ευλοημένο
γιατί το βλόησε ο Χριστός με το δεξί του χέρι
με το δεξί, με το ζερβί με το στεφανοχέρι.
– Να σε ρωτήξω Δέσποτα, πόσα μουζούρια σπέρνεις;
– Μετά χαράς αφέντη μου θα σου το μολοήσω.
Σπέρνω κριθάρι δώδεκα και στάρι δέκα πέντε
ψαρές και ρόβι δεκαοχτώ κι από νωρίς στο σταύλο
Μ’ αλήθεια κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιλάκι
μουζούρια στάριν έσπειρα μ’ ένα πλατέ πινάκι.
Μα κει τ’ ανεριαστήκανε λαγούδια και περδίκια
Μούδε λαγούδια ν έπιασα μούδε και τα περδίκια
μα θέρισα κι αλώνεψα χίλια οχτώ μουζούρια.
Με τ’ αποσκυβαλίδια μου σα χίλια πεντακόσια
εκειά που εστάθην ο Χριστός χρυσό δεντρίν εβγήκε.
Κ’ είν’ η κορφή ν-του ολόχρυση κ’ οι ρίζες του ασημένιες
και στα κλαδάκια του δεντρού πέρδικες κακαρίζου.
Κακάριζε, κακάριε πέρδικα κορωνάτη
κι εγώ θα χρίσω εκκλησιά με δεκαοχτώ καμάρες.
Κάθα καμάρα και κερί και κάθα δυό λαμπάδα
και κάθα τρεις και τέσσερις ώρια πανώρια βρύση.
Όσοι διαβάτες κι α(ν)διαβού, περάτες κι αν περάσου
να πιούσινε κρυγιό νερό τον Κύριο να δοξάσου.
Όσα άστρα έχει ο ουρανός και φύλλα το σπαρμένο
τόσο ψηλά ποκάμισα να καταλύσει ο αφέντης.
Θωρείς εκείνη την κορφή, την πέρα την παρέκει;
Εκειά κοιμάται αφέντης μας κι εκειά τον πήρε ο ύπνος
Και ποιος θα μπει και ποιος θα βγει για να τονε ξυπνήσει
βάλε πανέρια κάστανα, πανέρια με καρύδια
κι εγώ θα μπω κι εγώ θα βγω και θα τονε ξυπνήσω.
Ξύπνησ’ αφέντη ξύπνησε να φάμε και να πιούμε
να φάμε από λαγού μερί και από αγριμιού τη μέση.
Κερά μαρμαροτράχηλη και φεγγαρομαγούλα
απού τον έχεις τον υγιό το μοσκοκανακάρη
Λούγεις τον και χτενίζεις τον και στο σκολειό τον μπέμπεις
άψε βαγίτσα το κερί και πιάσε το λυχνάρι
και κάτσε και λογάριασε ίντα θα μασε φέρεις.
Απάκι γη λουκάνικο γη από πλευράς κομμάτι
για απού τη μαύρη όρθα σας κιανένα αυγούλάκι
Γη απού το κασελάκι σας κιανένα τσικινάκι
γη απού το γέρο πίθαρο κιαμιά σταλέ λαδάκι
Κι αν είναι με το θέλημα χρυσή μου πελιστέρα
ανοίξετε την πόρτα σας να πούμε καλησπέρα.
Τα κάλαντα που λέγαμε στη δεκαετία του 1930
Αρχιμενιά κι αρχιχρονιά κι αρχή του Γεναρίου
αύριο ξημερώματα τ’ Αγίου Βασιλείου.
Κι αρχή που βγήκεν ο Χριστός στη γη να προπατήξει
Κι εβγήκε κι εδιαλάλησεν ούλους τσοι ζευγολάτες
κι ο πρώτος που τ’ απάντηξεν ήτον Αγιός Βασίλης.
Άγιε Βασίλη Δέσποτα καλό ζευγάριν έχεις;
Καλό το λέω αφέντη μου, καλό κι ευλοημένο
γιατί το βλόησε ο Χριστός με το δεξιό ν- του χέρι
με το δεξιό, με το ζερβό με το στεφανοχέρι.
Πιάσε βαγίτσα το κερί και πιάσε το δευτέρι
και κα΄τσε και λογάριασε ίντα θα μασε φέρεις.
Απάκι γη λουκάνικο γη από πλευράς κομμάτι
γη απού τη μαύρη όρθα σας κιανένα αυγουλάκι
κι αν το ‘καμεν κ’ η γαλανή ας είν’ και ζευγαράκι
γη απού το γεροπίθαρο κιαμιά σταλέ λαδάκι
η απού το βαρελάκι σας κιαμιά σταλέ κρασάκι
Και αν είναι με το θέλημα χρυσή μου πελιστέρα
ανοίξετε την πόρτα σας να πούμε καλησπέρα.
Τα κάλαντα όπως τα λένε σήμερα
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχί καλός μας χρόνος, εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος.
Κι αρχή που βγήκεν ο Χριστός, άγιος και πνεματικός
στη γη να περπατήσει και να μας καλοκαρδίσει.
Άγιος Βασίλης έρχεται, άρχοντες το κατέχετε
από την Καισαρία, συ ‘σ’ αρχόντισσα κυρία.
Κρατά εικόνα και χαρτί, ζαχαροκάντιο ζυμωτή
χαρτί και καλαμάρι δες κι εμέ το παληκάρι.
Το καλαμάριν έγραφε, τη μοίρα μου την έγραφε
και το χαρτίν εμίλιε, άσπρε μου χρυσέ μου ήλιε.
Βασίλη πόθεν έρχεσαι και δε μας καταδέχεσαι;
από τση μάνας μ’ έρχομαι, μα γω σας καταδέχομαι.
Και στο σκολειό μου πάω, δε μου λέτε τι να φάω.
Κάτσε να φας, κάτσε να πιείς, κάτσε τον πόνο σου να πεις
κάτσε να τραγουδήσεις και να μας καλοκαρδίσεις.
Μα γω γράμματα μάθαινα, μα να σας πω τι πάθαινα
τραγούδια δεν ηξεύρω, αντίκρυ μου να σ’ εύρω
Αφού ηξεύρεις γράμματα, πολλές φορές με κλάματα
πες μα την άλφα βήτα, ‘πης απέφαγες την πίτα.
Χλωρό ραβδί ξερό ραβδί, ποτέ στην πόρτα σου μη μπει
χλωρά βλαστάρια επέτα ροδοκόκκινη βιολέτα.
Μ’ απάνω στα βλαστάρι και στα περικλωνάρια του
πέρδικες κελαϊδούσαν
Δεν ήσαν μόνο πέρδικες, γαρεφαλιές λεβέντικες
μα και περιστεράκια, άσπρα μου γλυκά ματάκια.
Πετάχτηκε μια πέρδικα, που περπατά λεβέντικα
να ράνει το φτερό της.
Κι έρανε τον αφέντη μας, το ρήγα το λεβέντη μας
τον πολυχρονεμένο και τον κοσμοξακουσμένο.
Τα Φώτα
Τα Φώτα φαίνεται ότι είναι από δύο διαφορετικά έμμετρα
διότι οι πρώτοι πέντε στίχοι είναι 11σύλλαβοι και οι άλλοι είναι 15σύλλαβοι και
ακόμα λέγονται με διαφορετικό σκοπό οι πέντε στίχοι από τους άλλους.
Ήρθανε τα Φώτα κι οι φωτισμοί
κ’ οι καλές ημέρες κ’ οι αγιασμοί
Ήρθε κ’ η κερά μας η Μαγδαληνή
σπάγκαλον εβάστα και βαγί κερί.
Ήρθε να βαφτίσει του Θεού παιδιί
Να βαφτιστούν τ’ αβάφτιστα να μυρωθούν τα μύρα
Κάτω στ’ Αγεροσόλυμα εις του Χριστού τον τάφο
εκειά δεντρό δεν ήτονε δεντρόν εφανερώθη.
Στη μέση κάθετ’ ο Χριστός στην άκρα η Παναγία
και στ’ αποκλωναράκια ν-του αγγέλοι κι αρχαγγέλοι
Εκειά απού πάει ο δίκαιος είναι καλά στρωμένα
άθη και τριαντάφυλλα είναι ξεφουντωμένα
Μα κειά που πάει αμαρτωλός οφίδια και λιακόνια
ως τ’ άκουσε ο αμαρτωλός έδερνε το κορμί του
με πέτρες και με σίντερα ώστε να βγει η ψυχή του.
Μα η Παναγία Δέσποινα αυτή τον παρηγόρα
μη δέρνεσαι αμαρτωλέ, μη δέρνεις το κορμί σου
μα γω ‘χω γιον ευσπλαχνικό να σώσει την ψυχή σου