Από το: ΜΟΝΤΗLΥ REVIEW
Μηνιαία επιθεώρηση
Ανεξάρτητο σοσιαλιστικό περιοδικό
Τεύχος Νο 15, Μάρτιος 2006
του ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ Γ. ΡΙΖΑ*
Ο κυρίαρχος λόγος σήμερα –στην Ελλάδα και την Ευρώπη, υπό την υψηλή «καθοδήγηση»
από «προοδευτικούς» και μη διανοούμενους και πολιτικούς των ΗΠΑ– υποστηρίζει ότι, μέσα στα
πλαίσια της παγκοσμιοποίησης, τα έθνη έχουν πια ξεπεραστεί. Ότι αποτελούν «αναχρονισμό»,
εμπόδιο στην οικονομική ανάπτυξη και την ευημερία αλλά και στην επίτευξη της ειρήνης.[1] Ότι,
μέχρι τώρα, τα έθνη και το «εθνικό αίσθημα» προκάλεσαν μόνο εθνικές συγκρούσεις,
προκαταλήψεις και πολέμους.
Αυτός ο ισχυρισμός τους –πέρα από το αν ανταποκρίνεται ή όχι στην πραγματικότητα και
τι και ποιον εξυπηρετεί– βρίσκει μεγάλη απήχηση στους κύκλους της Αριστεράς. Κι αυτό γιατί
φαντάζει να στηρίζεται στο έργο των Μαρξ–Ένγκελς. Είναι αλήθεια ότι τόσο στο Κομμουνιστικό
Μανιφέστο, όσο και στη Γερμανική Ιδεολογία, αλλά και σε άλλα έργα τους, υπάρχουν διατυπώσεις
που επιτρέπουν τέτοιου είδους ερμηνείες και τις αντίστοιχες πολιτικές συμπεριφορές και
επιλογές. Οι λόγοι της αποδοχής αυτής δεν περιορίζονται μόνο στους δύο που θα αναφέρω στη
συνέχεια. Υπάρχουν και άλλοι στους οποίους θα αναφερθώ σε άλλο άρθρο, στο οποίο σκοπεύω πιο
αναλυτικά να εξετάσω τις θέσεις των Μαρξ–Ένγκελς για το εθνικό ζήτημα.
Ο πρώτος λόγος είναι ότι ένα τμήμα της Αριστεράς πιστεύει πως τα έθνη είναι
δημιούργημα της αστικής τάξης. Άρα, τους αξίζει να τα πετάξουμε στον σκουπιδοτενεκέ της
Ιστορίας. Ο δεύτερος γιατί, ως γνωστόν, «οι προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα», το εργατικό κίνημα
είναι διεθνιστικό και, άρα, κάθε εμπλοκή του με το εθνικό πρόβλημα προδίδει τις αρχές του
διεθνισμού του εργατικού κινήματος. Άλλωστε, η επίκληση του έθνους σημαίνει και υποβάθμιση, ή
και εξαφάνιση, της ταξικής πάλης. Το έθνος, το εθνικό συμφέρον δηλαδή, υποδηλώνει την
ενότητα των τάξεων, τη σύγκλιση, την ταύτιση των συμφερόντων τους, που την επικαλούνται
πάντοτε οι αντιδραστικές/αντεπαναστατικές δυνάμεις προκειμένου να καταπνίξουν το κίνημα για
κοινωνική αλλαγή.
Υπενθυμίζουν πάντοτε –και είναι το μόνο που φροντίζουν να θυμούνται– ότι ο εμφύλιος
διεξήχθη στο όνομα της υπεράσπισης του έθνους/της πατρίδας, όπως και οι δικτατορίες του
Μεταξά και της 21ης Απριλίου το 1967: Και οι δύο επικαλέστηκαν, όταν επιβλήθηκαν, τη σωτηρία
του έθνους από τον κομμουνισμό. Άρα, να που έχουν δίκιο. Κάθε αναφορά στο έθνος υποσκάπτει
τον ταξικό αγώνα. Στηρίζει τις αντιδραστικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις. Κι αυτές με τη
σειρά τους στηρίζονται σε αυτό.
Ακόμα και ο Λένιν, που υποστήριξε το αίτημα της «Αυτοδιάθεσης των Εθνών» –όπως και ο
Αμερικανός πρόεδρος Ουίλσον– ουσιαστικά υποτάχθηκε στο φιλελευθερισμό και ξεστράτισε,
εγκατέλειψε την αρχή της ταξικής πάλης σύμφωνα με τον Ιμμάνιουελ Βάλλερσταιν.[2] Οι
«αντιεθνικιστές» αριστεροί και μαρξιστές μάς πάνε ακόμα πιο πέρα. Υποστηρίζουν ότι «ο
εθνικισμός είναι το ανώτατο στάδιο του αντιαμερικανισμού και αντι-ιμπεριαλισμού». Σύμφωνα με
τις «αναλύσεις» τους, έχουμε να κάνουμε με ένα κόσμο παράθεσης εθνικών καπιταλιστικών
τρόπων παραγωγής. Η θεωρία του ιμπεριαλισμού, σύμφωνα με την οποία ο κόσμος είναι
οργανωμένος ιεραρχικά και κάθετα, όπου υπάρχουν κυρίαρχα ιμπεριαλιστικά έθνη-κράτη και
κυριαρχούμενα, είναι ένα λάθος, μια επικίνδυνη απάτη. Που σαν αποτέλεσμά της έχει την
1
υποβάθμιση έως εξάλειψη της ταξικής πάλης κ.λπ. Αυτό το ρεύμα είναι βαθύτατα αντιλενινιστικό
στη θεωρία. Στην πράξη ζει στον κόσμο του. Δεν υπήρξαν, ούτε υπάρχουν γι’ αυτό αντιαποικιακοί,
εθνικοαπελευθερωτικοί και αντι-ιμπεριαλιστικοί αγώνες. Ένα τέτοιο ρεύμα πριν εξήντα πέντε
χρόνια χλεύαζε όσους έπαιρναν τα βουνά και οργάνωναν την «αντίσταση κατά των κατακτητών»,
κάνοντας συμμαχίες με μικροαστούς, αστούς κ.λπ., αντί να απευθυνθούν στη γερμανική εργατική
τάξη και να παλέψουν μαζί της για την ανατροπή του καπιταλισμού. Λίγο ακόμα και οι δωσίλογοι
θα ανακηρυχτούν «αντιεθνικιστές» ή ακόμα και «διεθνιστές».
Μαρξισμός και έθνος
Ο Νίκος Πουλαντζάς ουσιαστικά διατύπωνε με θάρρος αυτό που ήταν συνείδηση στους
μαρξιστές –αλλά και σε μη μαρξιστές, σοβαρούς, όμως, κοινωνικούς επιστήμονες– όταν έγραφε
ότι «πρέπει να συνηθίσουμε σε τούτο το ολοφάνερο γεγονός: Δεν υπάρχει μαρξιστική θεωρία του
έθνους. Το να λέμε –παρά τις ζωηρές συζητήσεις πάνω σε τούτο το θέμα μέσα στο εργατικό
κίνημα– ότι υπάρχει υποτίμηση από μέρους του μαρξισμού της εθνικής πραγματικότητας είναι
ακόμα παρά πολύ μακριά από την αλήθεια».[3]
Πραγματικά, ο μαρξισμός δεν διαθέτει μια συγκροτημένη θεωρία για το έθνος. Οι
Μαρξ/Ένγκελς, όμως, αναφέρονται πολλές φορές στο έθνος, στα εθνικά κινήματα, στη σχέση
έθνους–εθνικού κινήματος και προλεταριακού κινήματος. Πουθενά, βεβαίως, δεν προσπαθούν να
διατυπώσουν μια θεωρία για το έθνος, να ορίσουν τι είναι έθνος, κ.λπ. Δεν τους απασχολεί.
Ανάλογα με την κατάσταση που επικρατεί και την παρουσία και το συσχετισμό των κοινωνικών
δυνάμεων, διατυπώνουν πάντοτε μια ανάλογη θέση προσέχοντας αυτή να υπηρετεί τη
δημοκρατία, το προλεταριάτο, την απελευθέρωση του λαού και της εργατικής τάξης. Δέχονται
πάντως την ύπαρξή του –μιλάνε μάλιστα και για «εθνικό αίσθημα»– χωρίς να συνδέουν αυστηρά
τον καπιταλισμό με τη δημιουργία των εθνών. Η μόνη σύνδεση που κάνουν αφορά τη δημιουργία
των εθνικών κρατών. Δηλαδή θεωρούν ότι με την ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου
παραγωγής αποκρυσταλλώνονται τα έθνη-κράτη. Συνδέουν δηλαδή τη νεωτερικότητα με το
έθνος-κράτος.[4] Η πιο «ολοκληρωμένη» προσπάθεια για μια μαρξιστική θεωρία για το έθνος
είναι αυτή του Στάλιν. Που, όπως φαίνεται, δεν ικανοποίησε ούτε τον Λένιν. Δεν αναφέρει αυτό το
έργο σε κανένα γραπτό του σχετικό με το εθνικό ζήτημα. Αποτελεί, πάντως, μια συμπαθητική
προσπάθεια.
Έθνος και κοινωνικοί/ταξικοί αγώνες
Στο πλαίσιο των εθνών διεξάγεται βέβαια η ταξική πάλη, και όπου το προλεταριάτο είναι
αναπτυγμένο αριθμητικά και πολιτικά καλείται να βάλει τη σφραγίδα του στην τελική εθνική
ενότητα και το χαρακτήρα που αυτή θα πάρει. Άλλωστε, είναι πια γνωστό ότι όχι μόνο η έγερση
των εθνικισμών υπακούει σε κοινωνικούς όρους, αλλά και το ιστορικό αίτημα της εθνικής
ολοκλήρωσης και της δημιουργίας εθνικού κράτους προϋποθέτει και υποδηλώνει κάποια εθνική
ομοφωνία μόνο σ’ ένα πολύ γενικό και αφηρημένο επίπεδο. Πρακτικά και συγκεκριμένα
συνεπάγεται άφευκτα διαμάχη και σύγκρουση. Γιατί θέτει αναγκαστικά και πιεστικά το ερώτημα:
Με ποια μορφή και με ποια στρατηγική σε τελευταία ανάλυση, από ποιον ιστορικό φορέα θα
αναληφθεί (και θα ελεγχθεί) η πραγμάτωση του αιτήματος. Το κρίσιμο αυτό ερώτημα παραπέμπει
αυτονόητα σε ταξικούς ανταγωνισμούς, που νομοτελειακά οξύνονται καθώς η πορεία προς την
εθνική και κρατική ολοκλήρωση απαιτεί τη συντριβή των κάθε λογής αντιστάσεων «δια πυρός και
σιδήρου». Όμοια με κεφαλή Ιανού, η άλλη όψη της εθνικής ολοκλήρωσης είναι μοιραία η εμφύλια
σύγκρουση. Γι’ αυτό και αποτελεί κλασικό λάθος να διαχωρίζουμε και να απομονώνουμε τα
κοινωνικά ζητήματα από το εθνικό. Ακριβώς από την έκβαση της εμφύλιας αναμέτρησης
εξαρτάται η συγκεκριμένη μορφή εθνικής ολοκλήρωσης και προπαντός κράτους που θα προκύψει
τελικά και τελεσίδικα.
2
Όχι μόνο το ελληνικό έθνος-κράτος γεννήθηκε και ολοκληρώθηκε μέσα από εμφύλιους
αγώνες και εθνικούς διχασμούς, και φυσικά –να μην το ξεχνάμε– από εξωτερικές επεμβάσεις στο
πλευρό των εκάστοτε πρόθυμων γι’ αυτό κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων, αλλά η εθνογένεση όλων
των σύγχρονων ευρωπαϊκών κρατών ήταν αποτέλεσμα σκληρών εμφύλιων ή αποσχιστικών
αγώνων: Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία κ.λπ., όπως και οι ΗΠΑ.
Η ενότητα και η πάλη των αντιθέτων είναι το κλειδί για να κατανοήσουμε τη σχέση έθνους
και ταξικής πάλης. Η αστική λογική δεν είναι διαλεκτική. Έτσι, είτε μόνο ενότητα βλέπει (έθνος)
και ξορκίζει την ταξική πάλη, είτε, στην «προοδευτική» εκδοχή της, μόνο αντίθεση (ταξική
πάλη). Δεν μπορεί να κατανοήσει, να συλλάβει τη δυναμική «ενότητα και πάλη των αντιθέτων». Ο
Λεφέβρ το τοποθετεί θαυμάσια:
«Οι τάξεις που πολώνονται, με την πάλη και τη σύγκρουση, δεν παύουν να συγκροτούν μια
ενότητα. Η ενότητα αυτή παίρνει ένα όνομα (η “κοινωνία”), ένα ιδιαίτερο όνομα (το έθνος), ή μια
ειδική ονομασία (καταμερισμός των συμπληρωματικών εργασιών στις μονάδες παραγωγής. Οι
συγκρούσεις μάς επιτρέπουν να δώσουμε έμφαση στην ενότητα. Αντίστοιχα, μόλις έχουμε
υπογραμμίσει την ενότητα, πρέπει να φωτίσουμε τη συγκρουσιακή ουσία της».[5]
Και ο Μαρξ αναγκάζεται να παραδεχτεί (στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο) ότι «η πάλη του
προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη, αν όχι στο περιεχόμενο, στη μορφή είναι καταρχήν
εθνική. Φυσικά, το προλεταριάτο κάθε χώρας πρέπει να ξεμπερδέψει πριν απ’ όλα με τη δική του
αστική τάξη». Το «κακό» είναι ότι και στο περιεχόμενο είναι εθνική, όχι μόνο στη μορφή.
Περιεχόμενο και μορφή δεν μπορούν να πάρουν, τουλάχιστον για πολύ και σε τόσο σοβαρά
προβλήματα, διαζύγιο. Το ότι για να είναι νικηφόρα η πάλη του προλεταριάτου, πραγματικά
απελευθερωτική και να έχει διάρκεια, πρέπει να μη μείνει στα εθνικά πλαίσια –πρέπει να
ακολουθήσουν οι «εθνικές» επαναστάσεις και των άλλων τμημάτων του παγκόσμιου
προλεταριάτου– αυτό είναι αλήθεια, και πικρή μάλιστα.
Εθνικισμός και διεθνισμός
Ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα που έχουν απασχολήσει και απασχολούν την
αριστερή –κι όχι μόνο– σκέψη και πολιτική είναι η σχέση εθνικισμού–διεθνισμού, εθνικισμού–
ουμανισμού κ.ο.κ. Ο εθνικισμός έχει ταυτιστεί πάντοτε με το σοβινισμό, τους πολέμους, τον
φασισμό κ.λπ. Η φιλελεύθερη σκέψη έχει συλλάβει διαφορετικά τη σχέση εθνικισμού–διεθνισμού. Ο
Χόμπσον υποστήριζε πριν από εκατό χρόνια:
«Ο εθνικισμός είναι η ευθεία πλατιά λεωφόρος προς το διεθνισμό, κι αν εκδηλώσει μια
παρέκκλιση, τότε μπορούμε με το δίκιο μας να υποψιαστούμε μια παραμόρφωση της φύσης του
και των καθηκόντων του. Μια τέτοια παραμόρφωση αποτελεί ο ιμπεριαλισμός, στην οποία τα
έθνη περνώντας τα όρια μιας ανώδυνης αφομοίωσης μετατρέπουν την υγιή παρορμητική άμιλλα
των διαφόρων εθνικών τύπων σε ληστρική πάλη συναγωνιζόμενων αυτοκρατοριών».[6]
Ηχεί, λογικά, παράδοξο το ότι ο «εθνικισμός» οδηγεί στο διεθνισμό; Πώς ένας εθνικιστής
μπορεί να είναι ταυτόχρονα «διεθνιστής»; Εθνικισμός και διεθνισμός δεν είναι αντίθετα; Να
συγκρίνουμε μ’ ένα τέτοιο ανάλογο ζευγάρι αντίθετων εννοιών, όπως «εγωιστής» και
«κομμουνιστής». Η πλειοψηφία θα υποστήριζε ότι ένας εγωιστής δεν μπορεί να είναι
κομμουνιστής – μια κι ο δεύτερος βάζει τη συλλογικότητα πάνω από το άτομο, από το Εγώ. Ο
Ένγκελς αντιμετώπισε το ζήτημα ως εξής:
«Αυτός ο εγωισμός ο τόσο παράλογος και συνάμα τόσο συνειδητός, έφτασε σε τέτοιο σημείο
παροξυσμού που δεν μπορεί πια να διατηρήσει για πολύ τον στενά ατομικιστικό χαρακτήρα του:
Πρέπει αμέσως να μεταμορφωθεί σε κομμουνισμό. Πρώτον, ακόμη κι ένα παιδί μπορεί να δείξει
στον Στίρνερ ότι οι εγωιστές άνθρωποί του πρέπει, εξαιτίας ακριβώς του εγωισμού τους, να
γίνουν αναγκαστικά κομμουνιστές. Να τι πρέπει να αντιπαρατάξουμε στον άνθρωπό μας!
Δεύτερον, πρέπει να του πούμε ότι η ανθρώπινη καρδιά μέσα στον εγωισμό της ευθύς εξαρχής και
αυτόματα αδιαφορεί για το ατομικό της συμφέρον κι ότι ο ίδιος οδηγείται έτσι στα
3
συμπεράσματα που μάχεται ... είμαστε κομμουνιστές και για λόγους εγωιστικούς και εξαιτίας του
εγωισμού μας θέλουμε να είμαστε άνθρωποι κι όχι απλά άτομα».[7]
Αναφέρθηκα στη σχέση εθνικισμού–διεθνισμού, γιατί έχει επικρατήσει ο εθνικισμός να
διαθέτει πάντοτε και μόνο αρνητικό πρόσημο. Αποφεύγονται οι διακρίσεις στις κατηγορίες
εθνικισμών. Αυτή π.χ. μεταξύ ενός αριστερού εθνικισμού, που επιδιώκει την απελευθέρωση από
τους αποικιοκράτες, την απελευθέρωση του έθνους από τον ξένο ζυγό, και ενός αντιδραστικού
εθνικισμού, ιμπεριαλιστικού, ενός «παραμορφωμένου εθνικισμού», που επιδιώκει την κατάκτηση
και την υποταγή κάποιου άλλου έθνους. Έτσι ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί «εθνικιστής» –να
απομονωθεί και αντιμετωπιστεί πιο άνετα– οποιοσδήποτε αγωνίζεται για την εθνική του
υπόσταση κι ελευθερία, ενάντια στον ιμπεριαλισμό.
Ελλάδα: Εθνική απελευθέρωση, εξάρτηση και κοινωνικοί αγώνες
Η Ελλάδα βρίσκεται σ’ ένα γεωγραφικό χώρο που υπήρξε ανέκαθεν σταυροδρόμι μεγάλων
πολιτισμών, λαών και εθνών, σημείο σύγκρουσης κρατικών, γεωπολιτικών και γεωοικονομικών
συμφερόντων – γι’ αυτό και η ιστορία της υπήρξε πάντοτε ταραχώδης. Πόλεμοι, επεμβάσεις,
κατακτήσεις, αγώνες εθνικής ανεξαρτησίας, κοινωνικοπολιτικοί αγώνες κ.λπ., συμπλέκονται
ουσιαστικά σ’ ένα αξεδιάλυτο κουβάρι. Τα προβλήματα και τα «καθήκοντα» των τάξεων που
πήραν μέρος σ’ αυτούς τους αγώνες και διεκδίκησαν την ηγεμονία τους στα πλαίσια του εθνικού
μας οργανισμού, πολλά και δύσκολα. Ιδιαίτερα για την Αριστερά – το πολιτικό κίνημα που
αναπτύχθηκε στο όνομα των συμφερόντων της εργατικής τάξης. Που δεν κατόρθωσε να
απαντήσει με επιτυχία σ’ αυτά τα προβλήματα, να χαράξει δηλαδή μια πολιτική γραμμή τέτοια
που να της εξασφαλίσει σταθερή ηγεμονία μέσα στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό,
απαραίτητη προϋπόθεση για την εθνική και κοινωνική απελευθέρωση που ευαγγελιζόταν και για
την οποία έδωσε αγώνες και αγώνες, θυσιάστηκαν οι καλύτεροι γιοί και κόρες του ελληνικού
λαού.
Η θέση αυτή της Ελλάδας την κατέστησε όμηρο των μεγάλων αυτών συμφερόντων και
συγκρούσεων και τη μετέτρεψε ουσιαστικά σ’ έναν από τους σημαντικότερους χώρους «δοκιμής
πολιτικών» που εφάρμοσαν οι Μεγάλες Δυτικές Δυνάμεις στον υπόλοιπο κόσμο, με σκοπό να
εξασφαλίσουν και να επιβάλουν τα συμφέροντά τους.
Είναι γνωστό ότι η Ελληνική Επανάσταση του 1821 έθεσε σε δοκιμασία την περιβόητη Ιερή
Συμμαχία – της οποίας αρχιτέκτονας υπήρξε ο Μέττερνιχ. Έδωσε το πρώτο χτύπημα στην
Οθωμανική αυτοκρατορία – το Μεγάλο Ασθενή. Σάλπισε την έναρξη του περιβόητου «Ανατολικού
Ζητήματος», δηλαδή της διαδοχής, του μοιράσματος των κτήσεων της παραπαίουσας
Οθωμανικής αυτοκρατορίας, κι έτσι έθεσε σε εγρήγορση, κινητοποίησε –μετά τη Γαλλική
Επανάσταση και την τελική ήττα του Ναπολέοντα– όλες τις Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης την
εποχή εκείνη. Σάλπισε ξανά τη εξέγερση των δημοκρατών στην Ευρώπη για την αποτίναξη των
δεσμών της απολυταρχικής Αυστρο-Ουγγαρίας, για την εθνική απελευθέρωσή τους. Να θυμίσουμε
ότι η ενοποίηση της Ιταλίας και της Γερμανίας ακολούθησαν την ελληνική ανεξαρτησία,
εμπνεύστηκαν από αυτήν.[8]
Στο πασίγνωστο εξ ακοής –αλλά άγνωστο από ανάγνωση– έργο του Ι.Φ. Φαλλμεράυερ (J.Ph.
Fallmerayer) Περί της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων διαβάζουμε:
«Οι βίαιες ανακατατάξεις της δυτικής Ευρώπης δεν κατόρθωσαν να αποσπάσουν την προσοχή
του κόσμου παρά για μικρό μονάχα χρονικό διάστημα από το σημαντικότερο συμβάν του αιώνα,
την επανίδρυση της Ελλάδας. Παντού επικρατεί το αίσθημα ότι η αναγέννηση της Ελλάδας είναι
μόνο η αρχή της πορείας για μια νέα τάξη πραγμάτων στους ανατολικούς ορίζοντες, μόνο ένα
πετραδάκι πάνω σε χρυσή εικονογραφημένη κολόνα που ανοίγει το δρόμο σε μεγάλα και
απροσδόκητα γεγονότα παγκόσμιας σημασίας ... Οι χώρες του ανατέλλοντος ηλίου, που τις επί
μακρόν κατάκλειστες πύλες τους άνοιξαν εκατοντάχρονες νίκες των Τσάρων της Μόσχας, μας
προσφέρουν σήμερα ένα νέο βήμα, ένα καινούριο πεδίο δράσης της φιλοσοφίας μας περί
ευδαιμονίας, νέους θριάμβους και νέες ηδονές.
4
»Στον προθάλαμο αυτού του νέου κοσμικού θεάτρου κατοικεί ο ελληνικός λαός – ανήκοντας σε
δύο ηπείρους αποτελεί τη γέφυρα μεταξύ Ευρώπης και Ασίας που ο Θεός τώρα θα παραδώσει στα
χέρια μας. Γιατί η Θεία Πρόνοια προόρισε την Ευρώπη να υψωθεί στο κέντρο της χριστιανικής
συγκρότησης του κόσμου».[9]
Η Θεία Πρόνοια και ο κόσμος του ανατέλλοντος ηλίου, η νέα τάξη πραγμάτων στους
ανατολικούς ορίζοντες δεν αποτελούν, όπως διαπιστώνουμε, πρωτοτυπία της οικογένειας Μπους.
Ούτε ότι η Ελλάδα παραδόθηκε από το Θεό στα χέρια των Βαυαρών –λόγω Όθωνα– για το καλό
της Ευρώπης στερείται ενδιαφέροντος. Από τότε όλο και κάπου παραδίδεται: πότε στους
Άγγλους, πότε στους Αμερικανούς, πότε στο διευθυντήριο της ΕΕ. Πάντοτε τα σχέδια κάποιων
άλλων εξυπηρετούσε – και σε αυτά εντάσσονταν και τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων ή
ομάδων του τόπου.
Ο πρώτος πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Ελλάδα, ο Κάρολος Τάκερμαν (Ch. Τuckerman),
δημοκράτης και φιλέλληνας, εξηγεί θαυμάσια τους λόγους που δεν επετράπη στην Ελλάδα να
φροντίσει για τα δικά της συμφέροντα αλλά για τα αλλότρια. Οι Έλληνες, παραδέχεται (και
επρόκειτο περί ενός «θετικού και ανεξάρτητου ... λαού»), επιθυμούσαν πάντοτε η «Ελλάς να
κυβερνά την Ελλάδα». Κι αυτό, όπως γράφει, είχε επιπτώσεις, γιατί ανησυχούσε τις τότε Μεγάλες
Δυνάμεις της Ευρώπης, και μάλιστα την Αγγλία. Που δεν ήθελε την εξασθένιση της Τουρκίας και
αντίστοιχα την ενίσχυση της Ρωσίας. Και γι’ αυτό ο ημίθεος των Άγγλων Ουέλλιγκτον
(Wellington) αποκάλεσε τη ναυμαχία του Ναυαρίνου «ατυχές συμβάν», φρονώντας ταυτόχρονα
ότι «η Ελλάς έπρεπε να εξαρτάται καθ’ ολοκληρίαν από την Τουρκία». Ο δε λόρδος Λοντοντέρρυ
(Londonderry) επιθυμούσε να καταστεί η Ελλάς «όσον οίον τε ήττον επικίνδυνος, ο δε λαός της
μικρόψυχος ως τα έθνη του Ινδοστάν». Κι έτσι εγκαινίασαν την πολιτική «αεννάου περιστολής
του αεννάως εκρηγνυμένου εθνικού αισθήματος» των Ελλήνων. Γι’ αυτό το λόγο οι ξένοι εν
Ελλάδι πρέσβεις, εξηγεί ο Τάκερμαν, «ακαταπαύστως καταγίνονται, ενεργούντες εναντίον της
κοινής γνώμης, ότε συζητούνται μέτρα αποβλέποντα εις τα εξωτερικά πράγματα, πολλάκις δε
και επεμβαίνουν οπόταν πραγματικαί διαδηλώσεις επαπειλούσι ταραχάς και την αναζωπύρησιν
του ανατολικού ζητήματος».[10] Επικρίνει μάλιστα τις ευρωπαϊκές δυνάμεις και τον Τύπο τους
που, επειδή οι Έλληνες διακατέχονται από την επιθυμία για «ένωσιν και το εθνικόν μεγαλείο», τη
Μεγάλη Ιδέα, διαρκώς καταφέρονται εναντίον της χώρας και του λαού της. Διότι, όπως
σημειώνει, αυτή η ιδέα δεν είναι «πρωτότυπος». Από αυτήν διακατέχονται όλοι οι λαοί. Η
αρνητική στάση και συμπεριφορά των Μεγάλων Δυνάμεων απέναντι στην Ελλάδα, λέει ο
αμερικανός πρεσβευτής, έχει απλή εξήγηση: «Αν οι Έλληνες εδείκνυντο μάλλον εύκαμπτοι εις τας
χείρας εκείνων, οίτινες επόθουν να μεταχειρισθώσιν αυτούς χάριν των ιδίων σκοπών, ως ο
τουρκικός πηλός εν ταις χερσί του κεραμέως, θα ηκούομεν ολιγώτερα κατ’ αυτών». Αλλά οι
πολιτικοί πόθοι της Ελλάδος «δεν δύνανται να συμβιβασθώσι προς την πολιτικήν της Δύσεως»,
[11] θα συμπληρώσει. Κατά τον ίδιο, όμως, ο σπουδαιότερος λόγος που στρέφονταν κατά της
Ελλάδας είναι αυτός που αναφέρει ως δεύτερο: «Αν αφεθήτε ελεύθεροι θα εξαφανίσητε το
αγγλικόν εμπόριον εκ της Μεσογείου. Και τώρα δε, ενώ είσθε αδύνατοι και εν διηνεκεί αγώνι,
έχετε εμπορικόν ναυτικόν έβδομον κατά την σπουδαιότητα εν τω κόσμω». Γι’ αυτό και η Αγγλία
δεν θα σας αφήνει να προχωρήσετε, έχοντας υπόψη τα δικά της συμφέροντα. Γι’ αυτό και
υπερασπίζει την Τουρκία. Αν η Ελλάδα δεν είχε αυτές τις οικονομικές δραστηριότητες και το
εμπόριο, εάν παραιτιόταν των φιλελεύθερων και ανεξάρτητων φρονημάτων της και προσπαθούσε
να εξευμενίσει τους εχθρούς της, τότε θα έβρισκε παρά των χριστιανικών κυβερνήσεων τόσους
συμμάχους όσους και η Τουρκία.[12]
Βλέπουμε ότι ο Αμερικανός πρεσβευτής κατανόησε πολύ καλά τι συνέβαινε την εποχή
εκείνη – τι προδιάγραψε την πορεία του ελληνικού λαού και της Ελλάδας από τότε μέχρι σήμερα.
Γιατί εμποδίστηκε, πολεμήθηκε τότε η εθνική ολοκλήρωση και ανεξαρτησία της Ελλάδας και
γιατί ο λαός της ποτέ δεν θα μπορούσε να είναι ελεύθερος, ανεξάρτητος και να ζει σε
δημοκρατία. Και γιατί, αν θέλετε, δεν θα του επιτραπεί να προχωρήσει, πολύ περισσότερο, σε
σοσιαλιστικές πολιτικές που θα θίξουν και μεγάλα, διεθνή συμφέροντα και ισορροπίες. Τότε, η
εθνική ολοκλήρωση θα καθιστούσε την Ελλάδα έναν επικίνδυνο ανταγωνιστή για τα αγγλικά
συμφέροντα στη Μεσόγειο. Δεν είχε σταθεροποιηθεί την εποχή εκείνη η παρουσία και τα
συμφέροντα της Αγγλίας στην περιοχή. Γι’ αυτό άλλωστε απορρίφθηκε κάθετα η πρόταση του
Λεοπόλδου να περιληφθεί και η Κρήτη στο Βασίλειο της Ελλάδος προκειμένου να γίνει βασιλιάς
5
της Ελλάδας. Ο Λεοπόλδος παραιτήθηκε από υποψήφιος βασιλιάς και γι’ αυτό το λόγο και διότι
δεν ήθελε να γίνει, ουσιαστικά, αρμοστής της Αγγλίας στην Ελλάδα.[13] Κάτι που έγινε
αργότερα, κι έτσι η επέκταση της Ελλάδας μπορούσε να εξυπηρετεί τα συμφέροντα της αγγλικής
αποικιοκρατίας. Τότε πια τα συμφέροντα του κυρίαρχου οικονομικοκοινωνικού και πολιτικού
μπλοκ εξουσίας στην Ελλάδα ήταν στενά συνδεδεμένα με τα βρετανικά συμφέροντα, με τη
διατήρηση της βρετανικής αποικιοκρατικής/ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Γι’ αυτό και κάθε αγώνας,
κάθε κίνημα απελευθέρωσης του ελληνικού έθνους στρεφόταν πάντοτε ενάντια σε αυτά τα
συμφέροντα και αντιμετώπιζε την έχθρα όχι μόνο της Τουρκίας και της
αποικιοκρατικής/ιμπεριαλιστικής Αγγλίας, αλλά και της εξαρτημένης από αυτήν ελληνικής
αστικής τάξης. Που ήταν πάντοτε πρόθυμη να θυσιάσει τα εθνικά συμφέροντα προκειμένου να
εξασφαλίσει τα δικά της ταξικά συμφέροντα.
Εθνική ολοκλήρωση/απελευθέρωση, ανεξαρτησία (του κράτους) και κοινωνική πρόοδος
(δημοκρατία, ανάπτυξη κ.λπ.) από την αρχή συνδέθηκαν πολύ στενά στην περίπτωση της
Ελλάδας. Το τρίπτυχο σύνθημα-αίτημα που θα διατυπώσει πολλά χρόνια αργότερα ο Μάο («Τα
κράτη θέλουν ανεξαρτησία, τα έθνη απελευθέρωση και οι λαοί επανάσταση») συμπυκνώνει και
εκφράζει θαυμάσια αυτή τη σχέση. Στην περίπτωσή μας η ανεξαρτησία και η εθνική ολοκλήρωση
εξαρτήθηκε εξαρχής από την κοινωνική επανάσταση και αντίστροφα: Η επιτυχία της κοινωνικής
επανάστασης εξαρτήθηκε από την ανεξαρτησία και την εθνική απελευθέρωση.
Μια μικρή παρένθεση
Να επανέλθουμε στην ιστορία μας, κάνοντας μια μικρή και αναγκαία παρένθεση που θα
μας επιτρέψει να συνδέσουμε παρελθόν και παρόν – με τα απαραίτητα άλματα και κενά. Δεν
γίνεται αλλιώτικα.
Ο δημοκράτης –για την εποχή του– Φαλλμεράυερ, όπως είναι γνωστό, αμφισβήτησε την
ελληνική καταγωγή των Νεοελλήνων. Αυτό απαντήθηκε τότε από τον Παπαρρηγόπουλο και
άλλους Έλληνες επιστήμονες. Σημασία έχει ότι σήμερα (ενώ δεν έχει πάψει ακόμα να «σέρνεται»
μια τέτοια ιδέα), για την εξυπηρέτηση των αναγκών της «νέας τάξης πραγμάτων» έχει προστεθεί
και αναδειχθεί σε κεντρικό θέμα η ιστορία –η διαμόρφωση– του ίδιου του ελληνικού έθνους. Η
τελευταία συζήτηση με αφορμή το μικρό πόνημα του Ν. Σβορώνου για το ελληνικό έθνος και η
«απάντηση» από πλευράς Λιάκου και άλλων τινών αποδείχνουν ότι είναι ανάγκη σήμερα για τον
ιμπεριαλισμό η «αναθεώρηση» της Ιστορίας, η αμφισβήτηση της ιστορικότητας των εθνών, η
παρουσίασή τους ως «κατασκευών», ως «επινοήσεων», δηλαδή ως μορφωμάτων που λίγο πολύ
μπορούν και πρέπει να κατεδαφιστούν ώστε στη θέση τους να χτιστεί η πολυπολιτισμική, μετα-
εθνική, μετα-ιστορική πολυκατοικία της νέας τάξης.
Εθνική απελευθέρωση και κοινωνικός αγώνας τη δεκαετία του 1950
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος έμπλεξε κάπως τα πράγματα. Ο ελληνικός λαός ήρθε στο προσκήνιο και
γύρεψε τη λευτεριά του: εθνική και κοινωνική. Για το τόλμημά του αυτό, μετά από ένα
μεγαλειώδη αγώνα ενάντια στους κατακτητές του, σύρθηκε σε αδελφοκτόνο εμφύλιο πόλεμο, στα
δικαστήρια, στις φυλακές, στις εξορίες, στα εκτελεστικά αποσπάσματα. Ο
εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας κατά των δυνάμεων της Κατοχής έφερε στο φως όλο το
κοινωνικό ζήτημα της χώρας. Ανέδειξε τη σχέση του εθνικού προβλήματος με το κοινωνικό.
Χωρίς εθνική απελευθέρωση δεν μπορούσε να κατακτηθεί η κοινωνική, και χωρίς κοινωνική δεν
μπορούσε να διεκδικηθεί η εθνική. Έτσι κι αλλιώς η ιστορία αυτό έχει δείξει: Κάθε αγώνας για
εθνική απελευθέρωση ή εθνική ενότητα κατακτήθηκε μέσα από εμφύλιους πολέμους όπου κάθε
τάξη προσπαθούσε να βάλει τη σφραγίδα της στο ανεξάρτητο εθνικό κράτος που θα προέκυπτε. Η
Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία και οι ΗΠΑ το επιβεβαιώνουν.
Κι ενώ έχει αποκατασταθεί η «τάξη» στην Ελλάδα –που όπως έλεγε ο Γ. Παπανδρέου
6
ανέπνεε με δύο πνεύμονες «τον μεν αμερικανικό τον δε αγγλικό»– ξεσπάει ο
εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας στην Κύπρο. Και βάζει σε κρίση το καθεστώς της εθνικής
υποτέλειας, της εξάρτησης και της κοινωνικής παρακμής που μόλις πριν λίγα χρόνια είχε στηθεί
στα πόδια του. Και το καθεστώς κινδυνεύει από «ασφυξία». Δεν θα αναπτύξω εδώ το ρόλο και την
ιστορία του Κυπριακού. Αλλά θα το συνδέσω με αυτό που είπα στην αρχή: Ότι δηλαδή εδώ
δοκιμάστηκαν πολλών ειδών πολιτικές ελέγχου λαών και χωρών που ενδιέφεραν ιδιαίτερα την
αποικιοκρατία και τον ιμπεριαλισμό. Και η Ελλάδα ήταν μια χώρα, ένας λαός, που λόγω θέσης,
ιστορίας, φρονήματος και αγώνων υπήρξε ιδανικός για «γενική δοκιμή» στρατιωτικών,
οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικοπολιτισμικών τρόπων και «όπλων» επέμβασης και
καταστολής.
Ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας της Κύπρου, κρίκος στην αλυσίδα των αγώνων του
ελληνικού λαού για την εθνική και κοινωνική του αποκατάσταση που άρχισε το 1821, «φώτισε
όλο το εθνικό μας πρόβλημα, έδωσε ξανά την ευκαιρία να φανερωθούν εχθροί και φίλοι.
Αποκάλυψε το βαθύτερο περιεχόμενο και την ουσία του εσωτερικού μας καθεστώτος. Ο
κυπριακός λαός παλεύει ηρωικά ενάντια στους ξένους δυνάστες για την αυτοδιάθεσή του,
έχοντας τη συμπαράσταση όλου του έθνους, και όμως η ιερή υπόθεση της Κύπρου
καταπροδίνεται»,[14] έλεγε σωστά το ΚΚΕ στην Προγραμματική Διακήρυξή του, τον Φεβρουάριο
του 1957. (Να προλάβω να σημειώσω ότι δεν υπήρχε, και σε ένα βαθμό δεν υπάρχει ούτε και
τώρα, σύμπτωση απόψεων ΚΚΕ και ΑΚΕΛ για τον αγώνα της Κύπρου. Επίσης, και η στάση του ΚΚΕ
για το Κυπριακό έχει διακυμάνσεις: Από την «αυτοδιάθεση της Κύπρου χωρίς παραχώρηση
πολεμικών βάσεων και χωρίς δεσμεύσεις, με κατοχύρωση των δικαιωμάτων της τουρκικής
μειονότητας»,[15] όπως έλεγε η απόφαση της 7ης πλατιάς ολομέλειας της ΚΕ, τον Φεβρουάριο
του 1957, στην αποδοχή της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, σήμερα.)
Ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας στην Κύπρο κατατρόμαξε τον αστισμό της χώρας μας
και δημιούργησε τεράστια προβλήματα στην αποδοτική λειτουργία του ιμπεριαλισμού στην
Ευρώπη – τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, τη Μέση Ανατολή κ.λπ. Ο αστισμός μας –ο
ιμπεριαλισμός γενικότερα– δοκίμαζε μια έκπληξη μέσα στην Ευρώπη, στην καρδιά του Ψυχρού
Πολέμου: Το έθνος τώρα στρεφόταν ενάντια στην κυρίαρχη τάξη.
Εμφάνιση του μεταμοντερνισμού: Η υπέρβαση του εθνικού κράτους
Τρομαγμένη, λοιπόν, η άρχουσα τάξη από τη δυναμική του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα
των Κυπρίων, που έβαζε σε κίνηση όλο τον ελληνικό λαό –όλο το έθνος– και μαζί σε κίνδυνο τα
συμφέροντα του ιμπεριαλισμού και τη δική της κυριαρχία, βιάστηκε να αποκηρύξει την ανάγκη
της εθνικής ανεξαρτησίας, να κηρύξει το τέλος του έθνους –τώρα πια από αίτημα νομιμοποιητικό
της κυριαρχίας της (στον εμφύλιο ο αγώνας δόθηκε στο όνομα του έθνους) γινόταν
αποσταθεροποιητικό της εξουσίας της– και να ευαγγελιστεί την ομοσπονδιακή Ευρώπη.
Έτσι, η Καθημερινή αποκαλούσε το σύνθημα της εθνικής ανεξαρτησίας «κενό ουσίας
πυροτέχνημα» (6/4/1958), ενώ ο διευθυντής της εφημερίδας Το Βήμα Χρ. Λαμπράκης σε σειρά
άρθρων του υποστήριζε πως η «η ανεξαρτησία στον σημερινό κόσμο είναι μια ουτοπία» (Το Βήμα,
22/10/1958). Ο Γρ. Οικονομάκος στη μελέτη του «Η ελληνική συντηρητική ιδεολογία» έγραφε:
«Μια ηνωμένη Ευρώπη ή μια ηνωμένη υφήλιος δεν θα απετέλει απαραιτήτως κίνδυνον διά το
έθνος ημών ασφαλή. Διότι η συγκρότησις των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης δεν θα
συνεπήγετο αναγκαίως την εξαφάνισιν των ευρωπαϊκών εθνών, αλλά απλώς κατάπαυσιν
οριστικήν μεταξύ των κρατών αυτής ανταγωνισμών και πολέμων» (Νέα εστία, τ. 749, 1958). Ο
Γιώργος Θεοτοκάς (με επιχειρήματα που σήμερα επαναλαμβάνουν παραδοσιακοί συντηρητικοί,
«εκσυγχρονιστές» κάθε λογής και προέλευσης περί «νέων δυνάμεων της οικονομίας», «νέων
τεχνολογιών» κ.λπ.) διακήρυσσε την ιστορική αναγκαιότητα της ένωσης των λαών σε
υπερεθνικούς σχηματισμούς, μια και «ο κόσμος δεν μπορεί πια να προκόψει τεμαχισμένος μέσα σε
αδιάλλακτους, κλειστούς, τοπικούς εθνικισμούς» (Το Βήμα, 24/9/1958) – για να συνεχίσει στο ίδιο
μοτίβο (Το Βήμα, 9/11/1958) και πιο αποκαλυπτικά: «Η ιστορία μάς ανοίγει δύο δρόμους για το
7
προβλεπτό μέλλον. Ο ένας είναι ο κομμουνισμός και ο άλλος η δημοκρατικά ομοσπονδιακή ένωση
των λαών με κοινότητα πολιτισμού και με προοδευτικό πνεύμα … ανάμεσα στις δύο κατευθύνσεις
θα έχουμε να διαλέξουμε…ως φαίνεται γρήγορα». Καλούσε τη Δύση να «μας φέρει στην
πραγματοποίηση μιας όσο το δυνατόν ευρύτερης δημοκρατικής ομοσπονδιακής ενότητας εθνών
του ευρωπαϊκού πολιτισμού», γιατί ας το «πάρουμε απόφαση από τώρα… δεν θα είναι το
μελλοντικό μας κράτος κλειστό και κυρίαρχο και αυτοτελές όπως το θέλησαν οι πατέρες μας»
(Το Βήμα, 8/10/1958).
Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος θα γράψει: «Η πολιτική εγγύηση κι εποπτεία θα πει
αναγκαστικά μείωση της πολιτικής ανεξαρτησίας των λαών … η πολιτική εποπτεία θα είναι
συνυφασμένη με τη μεγαλύτερη πρωτοβουλία και ευθύνη των μεγάλων δημοκρατιών, των
αγγλοσαξωνικών και ιδιαίτερα των ΗΠΑ» και θα εξοργιστεί με αυτούς που «δεν θέλουν να
παραιτηθούν από το ουσιαστικά ανύπαρκτο αγαθό της εθνικής ανεξαρτησίας».[16]
Η ομοσπονδία των εθνών του ευρωπαϊκού πολιτισμού –απάντηση στον κίνδυνο του
κομμουνισμού που τον έβλεπαν να ξαναζωντανεύει με τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της
Κύπρου– δεν ήταν άλλη από την ΕΟΚ. Η Ένωση των ανεπτυγμένων ιμπεριαλιστικών εθνών της
Ευρώπης, υπό την υψηλή εποπτεία των ΗΠΑ φάνταζε σαν η σίγουρη διέξοδος στην κρίση του
συστήματος, ανάχωμα στους λαούς της Ευρώπης και βέβαια του Τρίτου Κόσμου, που αγωνίζονταν
(και αγωνίζονται) για την εθνική και κοινωνική τους χειραφέτηση.
Λίγα χρόνια αργότερα, ένας από τους κορυφαίους αστούς διανοούμενους, ο Άγγελος
Τερζάκης, έγραφε στην εφημερίδα Το Βήμα (20/8/1972, αναδημοσιεύτηκε στον Οικονομικό
ταχυδρόμο, 7/9/1972) ένα άρθρο με τίτλο «Οικονομικός διεθνισμός», όπου υποστήριζε ότι ο
πολυεθνικός καπιταλισμός υπονομεύει τις πατρίδες, ενώ ο μαρξισμός έγινε οπισθοδρομικός
εθνικιστής! Έγραφε:
«Μας είχε τρομάξει τότε η Γ’ Διεθνής με τα συνθήματά της. Αγανακτούσαμε ακούγοντας
να μας καλούν να γίνουμε αρνησιπάτριδες. Το βρήκαμε από το μεγάλο κεφάλαιο κι από τις χώρες
που το εκφράζουν. Αυτές έχουν καταπιαστεί σήμερα να μας κάνουν να αλλαξοπιστήσουμε.
Αντικρύζουν την υφήλιο, και ιδιαίτερα τους “συμμάχους” τους, σαν αγορά, τόπους για
επενδύσεις, οικονομικές διεξόδους, γιατί όχι και αποικίες νεομακιαβελικού τύπου ... Κι έτσι
έχουμε το εξωφρενικό παράδοξο να υπονομεύονται οι πατρίδες όχι πια από το μαρξικό διεθνισμό,
όπως είχαμε φοβηθεί έναν καιρό, αλλά από την αντίθετη παράταξη».
Η εθνικοφροσύνη –η ιδεολογία που εξασφάλιζε την ιδεολογικοπολιτική ηγεμονία και
νομιμοποίηση της δεξιάς– έχει δεχτεί ήδη ισχυρό πλήγμα, αμφισβήτηση και απονομιμοποίηση από
τα «πάνω» και εκ των «έξω», όπως θα δούμε αμέσως.
Διεθνής κινητοποίηση για τον περιορισμό της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας
Το 1977, πραγματοποιήθηκε στη Ρώμη η «Τριεθνής Σύσκεψη» (διεθνής οργανισμός των
πολυεθνικών εταιριών ΗΠΑ, Καναδά, Ιαπωνίας και Ευρώπης), στην οποία προήδρευσε ο
Μπρζεζίνσκι –με συμμετέχοντες τους Χένρυ Κίσσιγκερ, Ντάβιντ Ροκφέλλερ, Γιόζεφ Στράους,
Βατανούκι (εκπρόσωπος του ιαπωνικού κεφαλαίου), Τζιάννι Ανιέλλι κ.ά.– και η οποία κατέληξε σε
σημαντικές αποφάσεις. Η σύσκεψη είχε για μοναδικό θέμα συζήτησης τα μέτρα που έπρεπε να
ληφθούν για να ξεπεραστεί η κρίση του καπιταλισμού. Οι λύσεις που προτάθηκαν συνοψίζονται σε
έξι σημεία:
1. Προγραμματισμένες οικονομίες σε επίπεδο εθνικό και διεθνές, για να αυξηθεί το
ατομικό εισόδημα.
2. Πειθαρχημένη εργασία.
3. Ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας.
8
4. Χρηματοδοτούμενα πολιτικά κόμματα.
5. Περιορισμένη εκπαίδευση.
6. Ελεγχόμενος Τύπος.
Οι «λύσεις» αυτές αποτελούσαν μια «μεγάλη στρατηγική», που θα επιδιωκόταν να
εφαρμοστεί σε όλες τις εκβιομηχανισμένες μη σοσιαλιστικές χώρες, και είχαν σκοπό να
αναστηλώσουν, κάτω από μια επιστημονική φόρμα, το καπιταλιστικό σύστημα διά μέσου ενός
αυταρχικού περιορισμού της λαϊκής συμμετοχής στη δημοκρατική εξέλιξη των κοινωνιών.
Δημοκρατία και καπιταλισμός δεν μπορούν να συμφωνήσουν πια, παραδέχονται σήμερα οι
διασημότεροι οικονομολόγοι των πολυεθνικών εταιριών του κόσμου, κι ακριβώς γι’ αυτό
κατέληξαν να προτείνουν τις «έξι λύσεις» για να μπορεί να κυβερνάται στο μέλλον μια
«καπιταλιστική δημοκρατία».
Όλο το σχέδιο προβλεπόταν να βασιστεί στην κυριαρχία των ΗΠΑ πάνω σε μια Ενωμένη Ευρώπη
που θα καθοδηγείται από ένα κέντρο εξουσίας. Σύμφωνα με δηλώσεις του Ανιέλλι, η «Ενωμένη
Ευρώπη θα είναι χρήσιμη για να μπορέσει να διαλύσει το κομμουνιστικό βάρος στην Ιταλία και τη
Γαλλία, βοηθώντας την Ευρώπη να ξαναβρεί την δύναμη για να διασώσει τη λειτουργία του
κοινωνικού της συστήματος».
Η ουσία της στρατηγικής και των λύσεων: Πολυεθνική δικτατορία για να σωθεί ο καπιταλισμός.
[17] Εύκολα μπορεί κάποιος να αναγνωρίσει σε αυτές τις λύσεις όσα προωθούνται σήμερα σε
εθνικό και πανευρωπαϊκό πεδίο: Δραστικός, μέχρι εξαφάνισης, περιορισμός της εθνικής
κυριαρχίας. Αντίστοιχος περιορισμός της λαϊκής κυριαρχίας και δημοκρατίας. Η διάσωση των
συμφερόντων του αστισμού, του κεφαλαίου, των πολυεθνικών απαιτούν και τα δύο: καταπάτηση
της εθνικής και της λαϊκής κυριαρχίας. Το ένα δεν μπορεί να υπάρξει, άλλωστε, χωρίς το άλλο
την εποχή του ιμπεριαλισμού.
Εμπρός στο δρόμο που χάραξαν ο ιμπεριαλισμός και οι πολυεθνικές
Οι εγχώριοι στυλοβάτες του ιμπεριαλισμού, της εθνικής υποτέλειας και εξάρτησης
υιοθέτησαν τα έξι αυτά σημεία και έχουν κάνει ήδη πολλά προς αυτή την κατεύθυνση. Προπαντός
συνέχισαν και συνεχίζουν καθημερινά τον πόλεμο κατά του τρισκατάρατου έθνους και του
εθνικισμού, της εθνικής ανεξαρτησίας και, συνεπώς, της λαϊκής κυριαρχίας. Της ίδιας της
δημοκρατίας. Το «ρεφρέν» τροποποιείται. Δεν κινδυνεύει τώρα πια το έθνος από τον ξενοκίνητο
σλαβοκομμουνισμό. Τώρα φταίει ο εθνικιστικός μαρξισμός, η «εθνικιστική Αριστερά», που
εμποδίζει τις υπερεθνικές ενότητες, στήριγμα και προϋπόθεση της γενικής «προόδου και
ευημερίας». Ανακηρύσσουν, χωρίς ενδοιασμό, οι «πούροι» εθνικόφρονες το έθνος και την εθνική
ανεξαρτησία ξεπερασμένα. Εντείνουν την επίθεση ενάντια στην Αριστερά ως «εθνικιστική» και γι’
αυτό αντιδραστική. Για να στηρίξουν την αναγκαιότητα των υπερεθνικών ενώσεων –με ό,τι αυτό
προαπαιτεί και συνεπάγεται–, δεν διστάζουν να επικαλεστούν ακόμα και το «διεθνιστικό»
μαρξισμό.
Πόσο πολύ προηγήθηκαν οι παλιοί αστοί διανοούμενοι και πολιτικοί των σημερινών
ντελάληδων του «κοσμοπολιτισμού», των οπαδών της «λογικής κατά του εθνικισμού». Όλων των
πρώην «αριστερών» που ανακαλύπτουν τα καλά της παγκοσμιοποίησης, της σύγκλισης, τη νέα
Μεγάλη Ιδέα που δεν είναι άλλη από την ΟΝΕ.
Εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι τον αγώνα για τη «σωτηρία του έθνους» τον πρόβαλαν και
τον αντιπαρέθεσαν στον αγώνα του λαού για να γίνει αφεντικό του τόπου και του εαυτού του. Στο
έθνος και το εθνικό συμφέρον του λαού, των εργαζομένων αντιπαρέθεσαν το έθνος και το εθνικό
συμφέρον το δικό τους. Ο αγώνας για την εξασφάλιση της ταξικής κυριαρχίας τους, με τη
στήριξη και τη βοήθεια των διεθνών ομογάλακτών τους, παρουσιάστηκε ως αγώνας υπεράσπισης
του έθνους. Ο αστικός κόσμος θεωρεί τον εαυτό του έθνος. Θεωρεί ότι το έθνος κινδυνεύει να
9
χαθεί –όπως και ο πολιτισμός, η γλώσσα, κ.λπ.– αν χάσει την εξουσία πάνω στις εργαζόμενες
μάζες του έθνους. Αυτό, όμως, δεν είναι αλήθεια. Το αντίθετο μάλιστα. Οι ίδιοι βιάστηκαν να
θεωρήσουν το έθνος νεκρό.
Η επίθεση συνεχίζεται
Αναλαμβάνει –μετά τη μεταπολίτευση– πρώτος ο Αθανάσιος Κανελλόπουλος να
κατηγορήσει την Αριστερά για «εθνικισμό» και να υπερασπιστεί τις μαρξιστικές καταβολές της
ΕΟΚ, από τις στήλες του Βήματος (βλ. άρθρα στις 3/4/1988 και 8/5/1988). Τελευταίος κρίκος στη
μακρά σειρά τέτοιων άρθρων και βιβλίων, το άρθρο του γνωστού Τάκη Μίχα στην εφημερίδα
Ελευθεροτυπία (4/1/2006) με τίτλο «Ο κ. Καραμανλής, ο Μαρξ και η Αριστερά».
Στο ερώτημα ποιος ο ρόλος της Ελλάδας σήμερα στα Βαλκάνια –στο σχετικό αφιέρωμα
του Οικονομικού ταχυδρόμου, Νο 19, 8/5/1997– ο τότε πρόεδρος του ΣΒΒΕ κ. Ν. Ευθυμιάδης
καλούσε τις ελληνικές επιχειρήσεις να αποκτήσουν εξωστρέφεια, να διεθνοποιήσουν τις
δραστηριότητές τους, ενώ ο Αθ. Παπανδρόπουλος («Τα 10 προβλήματα της βιομηχανίας»)
υποστήριζε ότι για να επιτύχουν οι Έλληνες βιομήχανοι θα πρέπει να απαλλαγούν από τις
«αρχαϊκές και ξεπερασμένες αντιλήψεις» και να «συνειδητοποιήσουν ότι οι εθνοκεντρισμοί», που
για πολλά χρόνια καλλιεργήθηκαν στη χώρα μας από αντιδραστικές, δήθεν «πατριωτικές»
πολιτικές δυνάμεις και από συμπλεγματικούς διανοουμένους, δεν έχουν πια καμιά αντικειμενική
αξία στη σημερινή εποχή της παγκοσμιότητας!
Ο γνωστός μας κ. Ανδρέας Ανδριανόπουλος κατανοεί πολύ καλά ότι διαμορφώνονται δύο
αντίθετα «στρατόπεδα» στην Ελλάδα. Το ένα είναι του «εθνικισμού» και περιλαμβάνει τον
«εθνικισμό» της παλιάς Δεξιάς «που παντρεύεται με τους απογοητευμένους αναρχομαρξιστές
ενός ντεμοντέ πια παραδοσιακού αντιδυτικισμού» και το οποίο μας οδήγησε στη διεθνή
απομόνωση με την ακατανόητη συμπαράταξή μας με τους Σέρβους σφαγείς, τα «ορθόδοξα τόξα»
και τους σλαβικούς λαούς. Το άλλο στρατόπεδο είναι των οπαδών της «δυτικοποιημένης
κοινωνίας της ανοχής που πιστεύουν πως η ελληνικότητα του έθνους στηρίζεται πάνω στις
ανθρωπιστικές αξίες της κλασικής μας ιστορικής παράδοσης».[18] Δεν έχει σημασία αν το ορίζει
με ακρίβεια. Σημασία έχει ότι η διαχωριστική γραμμή περνάει από το «έθνος» και την εθνική
κυριαρχία, σε σχέση πάντοτε με τη Δύση. Όλοι γνωρίζουμε τις θέσεις που έχει πάρει ο κ. Α.
Ανδριανόπουλος σε όλα τα προβλήματα που έχουν παρουσιαστεί. Κοινωνικά και πολιτικά, ακραίος
νεοφιλελεύθερος. Στα διεθνή πιστός υποστηρικτής της αμερικανικής πολιτικής, των κάθε λογής
επεμβάσεων, βομβαρδισμών, σφαγών κ.λπ. Στα δικά μας εθνικά προβλήματα πάντοτε κηρύσσει
την υποταγή στα δυτικά/αμερικανικά συμφέροντα. Η αναφορά του στις ανθρωπιστικές αξίες της
κλασικής μας παράδοσης –που δεν την ορίζει– είναι η ζάχαρη για να πάει κάτω το φάρμακο.
Στη γραμμή του Α. Ανδριανόπουλου βαδίζει κι ο γνωστός νεοφιλελεύθερος και σφόδρα
«αντιεθνικιστής» δημοσιογράφος της Ελευθεροτυπίας, κ. Τ. Μίχας, που δεν διστάζει να αποκαλεί
«φαιοκόκκινο» το μέτωπο –όπως φαντάζεται– μεταξύ του πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή και του
ΚΚΕ:
«Πρόκειται για τη σταδιακή διαμόρφωση του λεγόμενου “φαιοκόκκινου μετώπου” –δηλαδή της
συμμαχίας συντηρητικών, ορθόδοξων φονταμενταλιστών και σταλινικών– που οδήγησε στην
επικράτηση της Νέας Δημοκρατίας του Κώστα Καραμανλή ... Για το “φαιοκόκκινο μέτωπο” ο
Γιώργος Παπανδρέου αντιπροσώπευε όλα εκείνα τα στοιχεία που τον καθιστούσαν έναν τέλειο
“εχθρό”: Διέθετε μετριοπάθεια, ορθολογισμό, οικουμενικότητα. Όμως πάνω απ’ όλα είχε καλές
σχέσεις με τους “Φράγκους”, και μάλιστα μιλούσε τα “φράγκικα” τόσο καλά όσο τα ρωμαίικα –
ίσως και καλύτερα! Πάντως, ανάλογες εξελίξεις συμβαίνουν και σε άλλες χώρες όπου, όπως και
στην Ελλάδα, το μήνυμα του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού ακρωτηριάστηκε τελείως στο βωμό του
αλυτρωτικού εθνικισμού» (Ελευθεροτυπία, 29/5/2004).
Βλέπετε, όποιος δεν κάνει τα χατίρια –δεν ευθυγραμμίζεται άμεσα με τη θέληση των
αμερικανών ιμπεριαλιστών– και τολμήσει έστω να ψελλίσει κάτι για τα εθνικά του δίκαια, αμέσως
κατατάσσεται στο «φαιοκόκκινο» μέτωπο. Το άρθρο γράφτηκε τον Μάιο του 2004. Το
10
δημοψήφισμα στην Κύπρο –συντριπτική καταψήφιση του σχεδίου Ανάν– είχε ήδη γίνει τον Απρίλιο.
Ο Τ. Μίχας δεν έχει σταματήσει να γράφει παρόμοια άρθρα.
Περίπου ένα χρόνο μετά το άρθρο του Α. Ανδριανόπουλου, έγινε φασαρία στις εφημερίδες
από μια δήλωση του Γ. Παπανδρέου μπροστά σε κάμερες –που τη χαρακτήρισαν ατυχή– και που
έλεγε: «Δεν είμαστε δογματικοί. Έχουμε παραχωρήσει κι άλλες φορές κυριαρχικά δικαιώματα
στην ΕΕ» (βλ. Καθημερινή, 16/10/1999). Η δήλωση αυτή μετασκευάστηκε αργότερα στο γραπτό
κείμενο που διανεμήθηκε ως εξής: «Δεν τίθεται θέμα εκχώρησης κυριαρχικών δικαιωμάτων με
την ανάπτυξη ορισμένων νέων θεσμών δικαστικής προστασίας».[19] Αρπάζει την ευκαιρία η
Καθημερινή, στο ίδιο φύλλο, και στο κεντρικό άρθρο της με τίτλο «Το “ολίσθημα”» εκφράζει την
απορία της για το θόρυβο που δημιουργήθηκε από τη δήλωσή του:
«[Ο Γ. Π.] έχει δίκιο επί της ουσίας. Η Ελλάδα, όπως και όλα τα άλλα κράτη-μέλη, έχει
παραχωρήσει ορισμένα κυριαρχικά δικαιώματά της, γιατί διαφορετικά δεν θα μπορούσε να
υπάρξει ΕΕ. Θα πρέπει μάλιστα να υπογραμμισθεί ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση εκ της φύσεώς της
είναι μια διαδικασία εθελοντικής παραχωρήσεως κυριαρχικών δικαιωμάτων εκ μέρους των
χωρών οι οποίες την συναπαρτίζουν.
»Η Ελλάς είναι και μία από τις χώρες που συνειδητά επιδιώκουν την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής
ενοποιήσεως. Πράγμα, βεβαίως, που συνεπάγεται παραχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων και σε
άλλους ζωτικής σημασίας τομείς, όπως η εξωτερική πολιτική και η ασφάλεια.
»Η κοινή γνώμη αντιδρά σε δηλώσεις για παραχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων, επειδή
παραδοσιακά ο όρος αυτός έχει συνδεθεί με την τουρκική επεκτατική πίεση. Οι Έλληνες, όπως
και κάθε λαός, είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητοι για οτιδήποτε αφορά την εδαφική ακεραιότητα της
χώρας τους και τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Έχοντας την πικρή πείρα των τουρκικών
διεκδικήσεων επί του εθνικού εναερίου χώρου και των χωρικών μας υδάτων, έχοντας ακόμη
βιώσει τις διεθνείς πιέσεις για συμβιβασμούς, οι οποίοι περιορίζουν τα κυριαρχικά μας
δικαιώματα, αντιδρούν με έντονη ενστασιακή διάθεση.
»Η συμμετοχή στην ΕΕ δεν έχει καμιά σχέση μ’ αυτά τα σύνδρομα, αφού στην περίπτωση αυτή η
παραχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων είναι εκούσια και όχι πειθαναγκαστική. Με τη δήλωση
του, ο υπουργός Εξ. δεν προανήγγειλε, βεβαίως, καμιά εθνική μειοδοσία. Είπε το αυτονόητο.
Απλώς δεν έλαβε υπ’ όψιν του τον παράγοντα της σημειολογίας, ο οποίος, όπως ήδη σημειώσαμε,
αποτελεί σημαντική συνιστώσα του πολιτικού λόγου».
Αποκαλυπτικότατο: Σημασία δεν έχει να διατηρήσουμε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα,
αλλά σε ποιον θα τα εκχωρήσουμε. Στην ίδια γραμμή πλεύσης η Καθημερινή από το 1955.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η προσχώρηση σε αυτή τη γραμμή και του Αντώνη Καρκαγιάννη –
δύο μέρες αργότερα– παλιού μέλους του ΚΚΕ, καταδικασμένου για κατασκοπία επί πολλά χρόνια.
Στην Καθημερινή (19/10/1999) επανέρχεται με το άρθρο «Κυριαρχικά δικαιώματα (και κατά
συνθήκην ψεύδη)»:
«Όταν άκουσα τη λάβρα επίθεση της αντιπολίτευσης εναντίον του υπουργού Εξωτερικών κ. Γ.
Παπανδρέου για τις ομολογουμένως ατυχείς, αλλά όχι προς θάνατο, δηλώσεις του περί
δογματισμού και κυριαρχικών δικαιωμάτων είπα μέσα μου: Οι άνθρωποι από πού έρχονται και
κυρίως πού πηγαίνουν και πού φιλοδοξούνε να μας πάνε και μας; Όταν εδώ και είκοσι χρόνια ο
μακαρίτης Κ. Καραμανλής, με χίλιους κόπους και ζόρια και μόνο με το προσωπικό του πάθος και
ικανότητα (καλή του ώρα εκεί που βρίσκεται), μας έβαλε στην ΕΟΚ (σαν θλιβερούς επαρχιώτες
σε μεγάλη πρωτεύουσα), δεν ήξεραν τίποτα τι σημαίνει αυτό για ορισμένα κυριαρχικά μας
δικαιώματα; Ούτε στα είκοσι χρόνια που μεσολάβησαν κατάλαβαν τίποτα;
»Αφήνω το ΚΚΕ και την κ. Παπαρήγα. Από την αρχή μας μιλούσαν με “δογματισμό” για τα
κυριαρχικά μας δικαιώματα και την τύχη τους μέσα στην Ενωμένη Ευρώπη... Και είναι ίσως οι
μόνοι που έχουν δικαίωμα να εμφανίζονται με υπερβάλλουσα ευαισθησία, που ενίοτε τους οδηγεί
σε ελλιπή κατανόηση γεγονότων και δηλώσεων.
»Θα υπέθετε όμως κανείς ότι όλοι οι άλλοι το είχαν καταλάβει και, ορισμένοι με ενθουσιασμό και
άλλοι με χαζοχαρούμενο ρομαντισμό “περί Ευρώπης των λαών”, το είχαν αποδεχθεί, γιατί
11
αποτελούσε και αποτελεί την ουσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της προσχώρησής μας σ’ αυτήν.
Ότι προϋποθέτει την οικειοθελή υποχώρηση των μελών της 'Ένωσης από την πλήρη έννοια των
κυριαρχικών δικαιωμάτων. Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα στην ευρωπαϊκή (τουλάχιστον)
ιστορία, το οποίο στοίχημα το αποδεχθήκαμε με πολλές ελπίδες. Τι είναι οι δασμοί από τους
οποίους παραιτηθήκαμε; Δεν είναι παραίτηση από κυριαρχικά δικαιώματα; Τι είναι το Μάαστριχτ,
το οποίο, αν δεν κάνω λάθος, υπέγραψε η ΝΔ ως κυβέρνηση τότε; Τι είναι η “συνθήκη Σέγκεν”
(κυρίως), την οποία, επίσης αν δεν κάνω λάθος η ΝΔ την υπέγραψε; Και θα ακολουθήσουν και
πολλοί άλλοι τομείς, όπως ο δικαστικός στον οποίο σαφώς αναφερόταν ο κ. Γ. Παπανδρέου, όπου
θα απαιτηθεί να παραιτηθούμε από “κυριαρχικά μας δικαιώματα”.
»Πού θα μας βγάλει αυτό το πείραμα, κανείς δεν μπορεί να μας το πει με βεβαιότητα. Αλλά ήδη
μας έβγαλε από τη βαλκανική μας απομόνωση. Αλλά δεν πρόκειται περί αυτού ... Αν, λοιπόν,
άλλαξαν γνώμη να μας το πουν καθαρά και συνολικά με επιχειρήματα...
»(Ας μας πουν την αλήθεια και αυτό που πραγματικά πιστεύουν, γιατί κι εμείς έχουμε τις αγωνίες
μας τις καθημερινές και τις μελλοντικές. Δεν ξέρουμε πού θα μας βγάλει το πείραμα της
Ενωμένης Ευρώπης. Διάβασα κάπου την άποψη πολύ σοβαρού μελετητή: το Γένος –των Ελλήνων–
δύο φορές είχε την ευκαιρία να ακολουθήσει σταθερή γραμμή: Μια φορά τον 15ο αιώνα και δεν
το έκαμε, υποδουλώθηκε στους Τούρκους. Και μια δεύτερη φορά, τώρα με την Ενωμένη
Ευρώπη)».
Παρέθεσα ένα τόσο μεγάλο κομμάτι γιατί μας διαφωτίζει τέλεια: Εκχωρούμε την εθνική
κυριαρχία μας σε μια σειρά τομείς της ζωής μας. Άρα εκχωρούμε τη δημοκρατία μας. Σε ποιους;
Στους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές. Κι ύστερα διαμαρτυρόμαστε για τον καθημερινό περιορισμό
των δικαιωμάτων μας. Απορούμε και αγανακτούμε γιατί μας παρακολουθούν κ.λπ κ.λπ. Αυτοί
κάνουν τη δουλειά τους. Πολύ καλά μάλιστα. Εμείς;
Αυτό που πρότειναν οι κορυφαίοι Έλληνες ιδεολόγοι του αστισμού (Π. Κανελλόπουλος, Γ.
Θεοτοκάς, Άγγ. Τερζάκης), τη δημιουργία ενός «μεταμοντέρνου» ευρωπαϊκού κράτους, όπου έθνη
και λαοί θα έχαναν την ύπαρξη και την κυριαρχία τους, θα τους κυβερνούσαν –ακριβέστερα θα
τους επιτηρούσαν– οι Αγγλοσάξονες, το ζούμε σήμερα. Το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα αυτό είναι.
Μικρογραφία του – πρόπλασμά του σε μικρογραφία η Κύπρος κατά το σχέδιο Ανάν. Μας είχαν
προειδοποιήσει τι θα μας επιβάλουν από το 1977 – δηλαδή είκοσι χρόνια μετά τις ελληνικές
προτάσεις.
Το ερώτημα μπαίνει επιτακτικά: Αν είναι έτσι τα πράγματα, αν έτσι τα σχεδιάζουν και τα
υλοποιούν, τι πρέπει, τι μπορούν να κάνουν τα κινήματα, οι λαοί, εμείς εδώ; Έχουμε ελπίδα ή
«δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένουμε ίσως κάποιο θάμα»; Μπορούμε πέρα από τη
δραματικά αναγκαία ιδεολογική δουλειά, τη στράτευση όλων των δυνάμεων σ’ αυτή την
κατεύθυνση, να χαράξουμε δρόμους μιας πιο «πρακτικής» αντίδρασης, έτσι ώστε να βάλουμε
φρένο σε αυτή την ξέφρενη πορεία;
* Το άρθρο αυτό βασίζεται στην εισήγησή του Ε.Γ. Ριζά στην εκδήλωση που οργάνωσαν τα
περιοδικά Monthly Review, Ρεσάλτο και Τετράδια στις 13 Ιανουαρίου 2006 με θέμα
«Μεταμοντερνισμός, Αριστερά και εθνικό ζήτημα».
[1] Ο Καντ, άλλωστε, στήριζε όλες τις ελπίδες του για την επικράτηση της «αιώνιας ειρήνης»
στην ανάπτυξη του εμπορίου. Βέβαια, οι εμπορικοί πόλεμοι προκάλεσαν πάρα πολλούς «θερμούς»
πολέμους.
[2] Immanuel Wallerstein, Μετά τον φιλελευθερισμό, εισαγωγή Κωνσταντίνος Τσουκαλάς,
μετάφραση Γιάννης Δοδόπουλος, εκδ. Ηλέκτρα, Αθήνα 2004, σελ. 425. Βλ. επίσης «Επιθεώρηση
βιβλίου» στο Monthly Review, Νο 2, Φεβρουάριος 2005.
[3] Νίκος Πουλαντζάς, Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1982, σελ 133
κ.ε.
12
[4] Ο Φρ. Ένγκελς μάλιστα γράφει για τη Γερμανία και την ενοποίηση της από τον Μπίσμαρκ:
«Λίγο σήμαινε το πώς γίνανε όλ’ αυτά, λίγο σήμαινε για πιο κομμάτι από τη δισχιλιετή εθνική
κληρονομιά, ο Μπίσμαρκ με πρωτοβουλία του, είχε ή δεν είχε υποσχεθεί στο Λουδοβίκο-
Ναπολέοντα», βλ. Φρ. Ένγκελς, Ο ρόλος της βίας στην Ιστορία, εκδ. Μπάυρον, Αθήνα 1974, σελ.
86.
[5] Henri Lefebvre, Κοινωνιολογία του Μαρξ, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1985, σελ. 120.
[6] John A. Hobson, Imperialism: A Study, Λονδίνο 1902. Το βιβλίο υπήρξε σημαντικό βοήθημα για
να γράψει ο Λένιν το «Ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού». Το απόσπασμα
παρατίθεται στα «Τετράδια για τον ιμπεριαλισμό» (Άπαντα Λένιν, τόμ. 28, από την 5η ρωσ. Εκδ.
Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1980). Κατέχει περίοπτη θέση στις σημειώσεις του: από τη σελ. 381 ως
τη σελ. 414 – ολόκληρο το τετράδιο Κ.
[7] Ο Ένγκελς στον Μαρξ (Παρίσι, 19 Νοεμβρίου 1844), στο Μαρξ/Ένγκελς, Αλληλογραφία, Α΄
τόμος 1837-1848, εκδ. Ολκός, Αθήνα 1975, σελ. 77-78.
[8] Ακόμα και ο γνωστός «αντιεθνικιστής» του συγκροτήματος Λαμπράκη καθηγητής της
Ιστορίας κ. Αντώνης Λιάκος εξασφάλισε το διδακτορικό του γράφοντας ακριβώς γι’ αυτό: τη
σχέση της Μεγάλης Ιδέας με την ιταλική ενοποίηση, την επανάσταση του Γαριβάλδη.
[9] Βλ. εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1984, σελ. 31.
[10] Κάρολος Τάκερμαν, Οι Έλληνες της σήμερον, εκδ. Τυπογραφείου Φιλοκαλίας, Αθήνα 1877,
επανέκδοση Αναστατικές εκδόσεις Διον. Νότη Καραβία, σελ. 110-111.
[11] Τάκερμαν, στο ίδιο, σελ. 299.
[12] Πβ. και Γεώργιος Φιλάρετος, Ξενοκρατία και βασιλεία εν Ελλάδι 1821-1897, εκδ.
Επικαιρότητα, Αθήνα 1973, σελ. 13: «Η ιστορία διδάσκει ημάς, ότι αι ευρωπαϊκαί κυβερνήσεις
παρενέβησαν υπέρ της Ελλάδος μόνον εν τη τελευταία ώρα και πάντοτε παρά την θέλησίν των,
πάσαι δε ανεξαιρέτως περί ενός μόνον συνεφώνουν: Πώς να μη επιτρέψωσι την ανάπτυξιν
ελληνικού κράτους τοσούτον ισχυρού, ώστε να είναι αληθώς ανεξάρτητον».
[13] Φιλάρετος, στο ίδιο, σελ. 54-55.
[14] «Η κυβέρνηση Καραμανλή, με το αιματηρό χτύπημα του συλλαλητηρίου του Μάη 1956, με
απαγορεύσεις των κινητοποιήσεων αλληλεγγύης προς τον κυπριακό λαό, με την άρνησή της να
ικανοποιήσει την απαίτηση των Κυπρίων για πανεθνική ενότητα στην Ελλάδα, προετοίμασε την
προδοσία του Κυπριακού, θυσιάζοντας έτσι τα εθνικά μας δίκαια στο βωμό της ατλαντικής
συμμαχίας και ανταλλάσσοντας αυτή την προδοσία με τη διατήρησή της στην εξουσία»: «40
χρόνια του ΚΚΕ», σελ. 677.
[15] Στο χαιρετιστήριο λόγο προς τον αγωνιζόμενο για τη λευτεριά του λαό της Κύπρου, η 7η
πλατιά ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ καταλήγει ως εξής: «Να συνεχίσετε ακλόνητοι τον αγώνα σας
που διευθύνουν οι πατριωτικές οργανώσεις, ΑΚΕΛ, Εθναρχία και ΕΟΚΑ. Ζήτω η λευτεριά της
Κύπρου! Ψηλά τη σημαία της εθνικής ενότητας και του αγώνα για τη νίκη!».
[16] Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Ο εικοστός αιώνας, Αθήνα 1951, σελ. 214.
[17] Βλ. Γιάννης Τσένης, «Πολυεθνική δικτατορία», Τα Νέα, 5/11/1977.
[18] Ανδρέας Ανδριανόπουλος, «Το μέτωπο του νέου διχασμού», Επενδυτής, 6-7/6/1998.
[19] Συμπληρώνουν οι δημοσιογράφοι: «Γεγονός είναι, πάντως, ότι εν όψει της συζήτησης
σχετικώς με την ευρωπαϊκή αναβάθμιση της Τουρκίας, και –κυρίως– των επικρίσεων που δέχεται
η κυβέρνηση για “ασάφεια ή και ενδοτικότητα” στην άσκηση της πολιτικής που ακολουθεί
τελευταίως έναντι της γείτονος, αποστροφές, όπως αυτή του Παπανδρέου, εύλογα μπορούν να
παρεξηγηθούν» (Καθημερινή, 16/10/1999).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου