Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013

Όταν η ιστορία επαναλαμβάνεται επειδή δεν ανανεώνεται ο τρόπος συγγραφής της


 του Μανώλη Μπιζά

Υπάρχουν αναλογίες, μας λέει σε ομιλία του στο Αμερικάνικο Κολέγιο Αθηνών (12/2/2013) ο γνωστός ιστορικός Mark Mazower, στην οπτική του Εβραϊκού ζητήματος από την πλευρά των ναζί της εποχής του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου αφ' ενός και της οπτικής του ζητήματος των μεταναστών από την πλευρά της ακροδεξιάς σήμερα. “Βάλτε στη θέση των μεταναστών τους Εβραίους και θα καταλάβετε την τρομακτική ομοιότητα”, είπε, για να συμπληρώσει: “Η Χρυσή Αυγή υπόσχεται κάτι το οποίο δεν γίνεται: επιστροφή στην αυτάρκεια μετά την αποκήρυξη του χρέους, αλλά ταυτόχρονα υπόσχονται και αμυντική ασφάλεια για τη χώρα, την οποία δεν μπορούν να πληρώσουν”
Προσπερνώντας την προφανή ιδεολογική συγγένεια του κόμματος της Χρυσής Αυγής με το ναζισμό, κάτι που φανερά ή κρυφά, αντιλαμβάνονται και οι πέτρες στην Ελλάδα, αξίζει να σταθούμε λίγο παραπάνω στην προσέγγιση του ομιλητή.
Εντυπωσιάζει κατ' αρχήν η ευκολία με την οποία παθητικά αποδέχεται ότι εφ' όσον έχεις μεγάλο δημόσιο χρέος, επαχθές ή μη δεν έχει καμιά σημασία, οφείλεις να ξεχάσεις όχι μόνο την αυτάρκειά σου, αλλά να υποταχθείς στα καπρίτσια και τα αγελαία ένστικτα των διεθνών χρηματαγορών μέχρι του σημείου να είναι κάτι φυσιολογικό το να μη μπορείς να εγγυηθείς την αμυντική ασφάλεια της χώρας σου. Η δυνατότητα εκπαραθύρωσης των διεθνών αρπακτικών που συνεπάγεται η εθνικοποίηση μιας οικονομίας υπό τις σημερινές συνθήκες ακραίας υποτίμησης της εργασίας, ούτε που του περνάει από το μυαλό. Μάλλον θα τη φαντάζεται “ιστορικά ξεπερασμένη”. Τι κι αν η χώρα μας έχει τεράστια συγκριτικά πλεονεκτήματα στις δυνατότητες ανάπτυξης αγροτικής παραγωγής, αξιοποίησης ορυκτού πλούτου, τουρισμού, ναυτιλίας; Όλα αυτά δεν έχουν καμιά σημασία. Η δουλοπαροικία λόγω χρέους είναι η νέα ιστορική κατάκτηση της ανθρωπότητας και συνεπώς, απέναντι στην υποθήκευση και του τελευταίου ελαιόδεντρου θα πρέπει να σηκώσουμε τα χέρια ψηλά και να αποδεχτούμε σαν κάτι φυσικό το να μη μπορούμε να πληρώσουμε ούτε για τις αμυντικές ανάγκες τις χώρας. Αρκεί βεβαίως να μπορούμε να πληρώνουμε, για όσο ακόμα υπάρχουμε ως κράτος και έθνος, τους τόκους. Και για ποιό λόγο είναι, υποτίθεται, ακραία θέση πλέον το να αποφασίσει ένα έθνος να διεκδικήσει το δικαίωμά του να υπάρχει; Μα, επειδή το λένε οι εθνικιστές.
Να λοιπόν που φτάσαμε. Σήμερα, παρόλο που ο ελέφαντας έχει μεγαλώσει τόσο που δε μπορεί να κρυφτεί από κανέναν κάτω από το χαλί, είτε είναι εθνικιστής είτε κομμουνιστής είτε ο απλός λαός, εξακολουθεί να είναι αόρατος σε γίγαντες της ιστορικής επιστήμης όπως ο Mazower.
Αυτό βεβαίως δεν ισχύει μόνο για τη δυνατότητα εθνικοποίησης της οικονομίας αλλά και για την επιφανειακή προσέγγιση του μεταναστευτικού ζητήματος. Μόνο ομοιότητες βλέπει ο κ. Mazower. Δε βλέπει διαφορές, και το βασικότερο, δε βλέπει αίτια. Και αυτό, δεν είναι συγχωρητέο για την επιστήμη, την κατεξοχήν πνευματική δραστηριότητα που στοχεύει στην αναζήτηση των αιτίων, στην αποκάλυψη της σχέσης αιτίου – αιτιατού. Δε βλέπει μάζες εξαθλιωμένων να γίνονται παγκόσμιοι νομάδες εξαιτίας τς δράσης ευαγών ιδρυμάτων όπως το ΝΑΤΟ (αξίζει να προσέξει κανείς την αντίληψη του συγγραφέα για το ΝΑΤΟ, στο βιβλίο του “Τα Βαλκάνια”) ή εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου και της συνακόλουθης κατακρήμνισης του εργασιακού κόστους, δε βλέπει την τερατογένεση που προκύπτει από την υπερσυγκέντρωση κεφαλαίου στα χέρια όλο και λιγότερων θεσμικών επενδυτών, την επινόηση της ιδιωτικοποίησης του δικαιώματος έκδοσης νομίσματος με την μεταβίβαση χρέους στην κοινωνία που αυτή συνεπάγεται. Και πάνω από όλα δε βλέπει, ότι οι λαοί, είτε με στρεβλό είτε με συνειδητοποιημένο τρόπο, βλέπουν στη συγκρότηση εθνικά συμπαγών κοινωνιών, ένα ασφαλές ιστορικό καταφύγιο απέναντι στη λαίλαπα που σαρώνει τις κοινωνίες τους.
Το εντυπωσιακό είναι, ότι όχι μόνο ο Mazower, αλλά ακόμα και μαρξιστές ιστορικοί, όπως ο Eric Hobsbaum δεν αποτυπώνουν με σαφήνεια αυτή την κατάσταση. Χαρακτηριστική νομίζω είναι η περίπτωση του βιβλίου του “Οι Επαναστάτες” όπου αυτό που κατεξοχήν αναδύεται είναι η συμπάθεια του συγγραφέα για την μοναχική αναζήτηση ρόλου των ρομαντικών - γραφικών επαναστατών ιδίως στις σταθερές (από τη σκοπιά της επαναστατικής αναγκαιότητας) κοινωνίες της Δύσης. Διαβάζοντάς το, ούτε καν υποπτεύεται κανείς το επικείμενο ξέσπασμα των αντιθέσεων του καπιταλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως το γνωρίζουμε στις μέρες μας. Η κατάσταση αλλάζει κάπως βέβαια στις τελευταίες συνεντεύξεις που έδωσε πριν το θάνατό του, μεσούσης και της οικονομικής κρίσης και τουλάχιστον πρέπει να του αναγνωριστεί η τιμιότητα και η ταπεινότητα να παραδεχτεί ότι το να αποτολμήσει προβλέψεις για το εγγύς μέλλον είναι κάτι που του έφερνε κάποια αμηχανία. Άλλωστε, όπως έλεγε, ιστορία δεν είναι αυτό που θα μπορούσε να συμβεί, αλλά αυτό που συνέβη, οριοθετώντας ξεκάθαρα τα όρια ευθύνης της επιστήμης του όπως αυτός τα αντιλαμβάνονταν.
Τίθεται πάντως ένα ζήτημα, που αντιλαμβάνομαι ότι κάθε άλλο παρά σύγχρονο είναι, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι και επίκαιρο: Το κατά πόσον μπορεί να γράφει κάποιος ιστορία, παραμερίζοντας στον ένα ή τον άλλο βαθμό ζητήματα που απορρέουν από τον κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο και τα διδάγματα της οικονομικής επιστήμης γενικότερα.


Δεν υπάρχουν σχόλια: