Τρίτη 5 Μαρτίου 2013

Ο ιμπεριαλισμός, η θέση της Ελλάδας στο σύστημα και ο πόλεμος στις «Θέσεις» για το 19ο Συνέδριο του ΚΚΕ



της Ρένας Γιαννοπούλου
Διάχυτη είναι – και όχι μόνο το τελευταίο διάστημα – ανάμεσα στον κόσμο ο οποίος έχει ενεργά στηρίξει το ΚΚΕ σε διάφορες περιόδους της μακρόχρονης δράσης του, η ανησυχία αν όχι η αγωνία για την κατεύθυνση στην οποία δείχνει να κινείται το Κόμμα της εργατικής τάξης το τελευταίο χρονικό διάστημα. Η δημοσίευση των «Θέσεων» για το 19ο Συνέδριο του Κόμματος κάθε άλλο παρά καθησύχασε αυτές τις ανησυχίες και τις αγωνίες, που επικεντρώνονται στα εξής ζητήματα:
-          Απομάκρυνση του ΚΚΕ από το Πρόγραμμα που συγκρότησε και διατύπωσε το 15ο Συνέδριο, με άξονα τη διαμόρφωση του Αντιϊμπεριαλιστικού – Αντιμονοπωλιακού – Δημοκρατικού Μετώπου.
-          Απομονωτική – σεχταριστική γραμμή και πολιτική στο πεδίο του μαζικού κινήματος (θεωρώντας ωστόσο οπωσδήποτε σωστή την κριτική που ασκεί το ΚΚΕ στα «επίσημα» συνδικάτα, τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ) .
-          Απομάκρυνση από την ιδεολογική αλλά και πρακτική – πολιτική παράδοση του Κόμματος, από τη θέση για την ενδιάμεση και εξαρτημένη θέση της Ελλάδας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, με συνακόλουθη υποτίμηση πολλών πεδίων δράσης, προνομιακών μέχρι σήμερα, για το ίδιο το Κόμμα, αλλά και για τους φορείς μέσα στους οποίους έχουν δράσει ιστορικά και εξακολουθούν (;) να δρουν οι κομμουνιστές. Αναφέρομαι συγκεκριμένα στο κίνημα για την ειρήνη, στο κίνημα για τα δημοκρατικά δικαιώματα, αλλά και στην πολιτική αξιοποίηση του πατριωτικού αισθήματος του ελληνικού λαού και το «καναλιζάρισμά» του σε ορθή, τελεσφόρα για τα ιστορικά αιτήματα της εργατικής τάξης, αντιϊμπεριαλιστική κατεύθυνση.
Στο παρόν σημείωμα, θα ήθελα να ασχοληθώ κυρίως με αυτή την τελευταία πλευρά, την οποία εξ άλλου θεωρώ ιδιαίτερα σημαντική, δεδομένης και της ανάπτυξης και της απήχησης του φασιστικού μορφώματος της «Χρυσής Αυγής», που σπεκουλάρει, μεταξύ άλλων, και στα πατριωτικά αισθήματα του λαού μας.
Τα τελευταία χρόνια, το σύνολο σχεδόν της κομματικής φιλολογίας, όπως αυτή δημοσιεύεται στο «Ριζοσπάστη» και στην «ΚΟΜΕΠ» προβάλλεται μία «μοντέρνα» αντίληψη περί ιμπεριαλισμού. Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση, ο ιμπεριαλισμός εκλαμβάνεται κυρίως ως εσωτερική διαδικασία: από τη στιγμή δηλαδή που, σε μια χώρα, υπάρχουν μονοπώλια, η χώρα αυτομάτως θεωρείται «ιμπεριαλιστική». Ωστόσο, είναι άλλο πράγμα η ένταξη μιας χώρας στο σύστημα του ιμπεριαλισμού (και, σαφώς, στις μέρες μας, όλες οι χώρες είναι) και άλλο η εγκυρότητα του παραπάνω επιθετικού προσδιορισμού που σαφώς εξαρτάται από τη θέση της σε αυτό. Αλλιώς, αγνοείται η παραποιείται η λενινιστική θέση για την «ανισόμετρη ανάπτυξη» και περί ύπαρξης μιας φούχτας ισχυρών χωρών που εκμεταλλεύονται τις υπόλοιπες και αποσπούν υπεραξία από τους εργαζομένους τους.
Το αντιϊμπεριαλιστικό κίνημα, πολύ ισχυρό παραδοσιακά στη χώρα μας, λάμβανε πάντα υπ` όψη του αυτή τη διάσταση, η οποία εξ άλλου συνεπάγεται και τις ποικίλες στρατιωτικές επεμβάσεις. Ο λαός μας, με την καθοδήγηση του ΚΚΕ και με την ίδια του εμπειρία από στρατιωτικές και πολιτικές επεμβάσεις (Δεκέμβρης του `44, αμερικάνικη επέμβαση ενάντια στο ΔΣΕ, χούντα του `67) υπήρξε σταθερός υπερασπιστής των λαών που αγωνίζονταν ενάντια σε αυτές. Ας θυμηθούμε τις πιο πρόσφατες περιπτώσεις, το γιουγκοσλαβικό αλλά και τους πολέμους ενάντια στους λαούς της Ασίας, το Αφγανιστάν και το Ιράκ. Είναι άραγε ιδέα μου ότι τα τελευταία χρόνια, χωρίς οι ισχυρές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις να έχουν μειώσει την επιθετικότητά τους, η σημαία αυτής της – άλλοτε εξαιρετικά ενεργής – συνιστώσας του λαϊκού κινήματος έχει μερικώς υποσταλεί;
Αποτέλεσμα αυτής της θεώρησης πάντως είναι και η πλήρης απάλειψη του όρου «αντιϊμπεριαλιστικός» από το πρόσφατο ντοκουμέντο των «Θέσεων».  Το γεγονός αιτιολογείται, γενικά, με τον ισχυρισμό ότι ο όρος «αντικαπιταλιστική» (ή/και «αντιμονοπωλιακή») που καθορίζει το χαρακτήρα της «Λαϊκής Συμμαχίας» καλύπτει και την αντιπαράθεση με τον ιμπεριαλισμό. Ωστόσο, ο Λένιν καθορίζει σαφώς τον ιμπεριαλισμό ως το ανώτατο, αλλά πάντως διακριτό στάδιο του καπιταλισμού, με ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Το στοιχείο της εξάρτησης των πιο αδύναμων χωρών, της διπλής καταπίεσης και της διπλής απομύζησης του πλούτου και της υπεραξίας που παράγει η εργατική τους τάξη, στο πλαίσιο της ανισόμετρης ανάπτυξης, από τη ντόπια αστική τάξη και τις ισχυρότερες δυνάμεις του συστήματος, αποτελούσε ανέκαθεν για το ΚΚΕ προνομιακό πεδίο πλησιάσματος ευρύτερων λαϊκών μαζών και συσπείρωσής τους στις γραμμές του. Με τις «Θέσεις» για το 19ο Συνέδριο αυτή η παραδεδομένη από την ιστορία του Κόμματος και – εν πολλοίς επιτυχημένη – τακτική φαίνεται να εγκαταλείπεται.
Σχετική με την προηγούμενη αντίληψη περί ιμπεριαλισμού είναι και η επιχειρούμενη – εδώ και πολλά χρόνια – αναθεώρηση της άποψης του ΚΚΕ για τη θέση της ίδιας της Ελλάδας στο σύστημα. Στο κείμενο των «Θέσεων», όπως και σε εκείνο των «Θέσεων» για το 18οΣυνέδριο, γίνεται λόγος όχι για θέση «ενδιάμεση και εξαρτημένη», αλλά για θέση «ενδιάμεση με πολλαπλές εξαρτήσεις». Εκτιμάται βέβαια ότι αυτή η θέση μέσα στους διεθνικούς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς που συμμετέχει η Ελλάδα, έχει παρουσιάσει δείγματα σαφούς υποχώρησης. Θεωρώ ότι η άποψη αυτή είναι, στην καλύτερη περίπτωση, με μεγάλη μετριοπάθεια διατυπωμένη μπροστά στις πραγματικές συνθήκες τις οποίες βιώνει η χώρα και ο λαός της. Η ΚΕ του ΚΚΕ δείχνει να θεωρεί ότι, αν εξαρθεί ο ρόλος του ιμπεριαλισμού (υπό την έννοια των ισχυρών ιμπεριαλιστικών χωρών και των διακρατικών ενώσεων) στη σημερινή κατάσταση, δίνεται «συγχωροχάρτι’ στη ντόπια αστική τάξη. Αναφέρει συγκεκριμένα το κείμενο των «Θέσεων»:
«Αναπαράγεται η συνθηματολογία περί απώλειας της εθνικής κυριαρ­χίας της Ελλάδας και κατοχής από τη Γερμανία. Πρόκειται για αποπροσα­νατολιστικό αστικό επιχείρημα, που επιδιώκει να συσκοτίσει το ουσιαστι­κό ζήτημα ότι η υποδεέστερη θέση μιας χώρας σε μια ιμπεριαλιστική συμ­μαχία καπιταλιστικών κρατών (από την οποία απορρέουν ανισότιμες σχέ­σεις μεταξύ τους) δεν αναιρεί τα κοινά στρατηγικά συμφέροντά τους, πά­νω στα οποία διαμορφώνεται η συμμαχία. Έχει αποδειχτεί ιστορικά ότι κα­πιταλιστικά κράτη στηρίχτηκαν ακόμα και με άμεση στρατιωτική και πολι­τική εμπλοκή στο εσωτερικό τους, προκειμένου να αντιμετωπίσουν εσω­τερικές κρίσεις, το ενδεχόμενο πολιτικής αστάθειας.
Ο χαρακτήρας του σύγχρονου πατριωτισμού ταυτίζεται με την ανατροπή της αστικής εξουσίας, της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγω­γής, την έξοδο από κάθε καπιταλιστικό διακρατικό συνασπισμό και ιμπερι­αλιστική συμμαχία». (Θέση 27, ΣΤ).
Θα ήθελα να κάνω ορισμένες παρατηρήσεις σε αυτό το απόσπασμα.  Οπωσδήποτε, «κατοχή» υπό την κυριολεκτική έννοια του όρου δεν υπάρχει. Ωστόσο, η αποδυνάμωση της θέσης του ελληνικού καπιταλισμού το τελευταίο διάστημα, η μακρόχρονη, πριν ακόμα από τη γέννηση του ελληνικού κράτους τολμώ να ισχυριστώ, εξάρτηση της ελληνικής αστικής τάξης από το ξένο κεφάλαιο, τα έκτυπα χαρακτηριστικά που λαμβάνουν αυτές οι διαδικασίες στις μέρες μας, με την – κάποτε ωμή και απροκάλυπτη – υπαγόρευση πολιτικών από τις ισχυρές ιμπεριαλιστικές χώρες και τους ποικίλους μηχανισμούς και οργανισμούς τους (ΕΕ, ΗΠΑ, ΔΝΤ, «Τρόϊκα», ως φορέας που συμπυκνώνει τα συμφέροντα όλων αυτών), η πανθομολογούμενη εκποίηση κυριαρχικών δικαιωμάτων αλλά και εθνικού εδάφους και πλούτου, είναι στοιχεία που καταδεικνύουν ότι, ακόμη κι αν κάποτε η αστική τάξης της Ελλάδας έτρεφε όνειρα να γίνει «μικρός ιμπεριαλιστής» (αδόκιμη ωστόσο η έκφραση) η βούλησή της σκόνταψε στην αντικειμενική πραγματικότητα. Τούτο καθόλου δεν σημαίνει ότι η σημερινή κατάσταση δεν της αποφέρει σημαντικά ταξικά οφέλη. Τα «κοινά στρατηγικά συμφέροντα» τα οποία ορίζει και επικαλείται το κείμενο των θέσεων στην πράξη άλλο δεν σημαίνουν παρά διπλά βάρη, διπλή καταπίεση για την ελληνική εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα του τόπου μας. Από αυτή την πλευρά οφείλουν να μιλούν οι κομμουνιστές για την εξάρτηση, αυτή την πλευρά έχουν αναδείξει και αντιπαλέψει ιστορικά, συσπειρώνοντας κάτω από την επιρροή του Κόμματος πλατειές λαϊκές μάζες.
Θα ήθελα να σταθώ και στο υπογραμμισμένο κομμάτι του αποσπάσματος (η υπογράμμιση δική μου). Το τμήμα αυτό του κειμένου αναφέρεται σε στρατιωτικές επεμβάσεις στο εσωτερικό καπιταλιστικών κρατών με σκοπό τη στήριξή τους, προκειμένου να αντιμετωπίσουν εσωτερικές κρίσεις. Και μόνο η διατύπωση αυτού του αποσπάσματος, με τον τρόπο που γίνεται, «στρογγυλεύει», κατά την άποψή μου, το στοιχείο της στρατιωτικής επέμβασης. Στη χώρα που έζησε το Δεκέμβρη του `44 και τις βόμβες Ναπάλμ στο Γράμμο, αυτές οι επεμβάσεις περιγράφονται ως να μην υπήρξε λαϊκός παράγοντας που η παρουσία και η δράση του να κατέστησε «αναγκαία» για τα συμφέροντα του ιμπεριαλισμού τη στρατιωτική του δράση. Ωσάν να μην  καταλύθηκε η – όποια, στα πλαίσια του καπιταλισμού – λαϊκή κυριαρχία και να μην καταστρατηγήθηκε το δικαίωμα του λαού, κάθε λαού, να επιλέξει μόνος του τις τύχες του … Ωσάν επίσης οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις να κινούνται από … αγνά αισθήματα αλληλεγγύης απέναντι στους πιο αδύναμους ομολόγους τους και να μην έχουν δικά τους συμφέροντα τα οποία στηρίζουν με τις εν λόγω επεμβάσεις… Και για να το πω αλλιώς και με ένα δικό μας παράδειγμα: το Δεκέμβρη του `44, ήταν μόνο η ντόπια αστική τάξη που θέλησε να ξαναπάρει την εξουσία της; Ο βρετανικός ιμπεριαλισμός δεν είχε δικά του συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή, τα οποία κινδύνευαν από μια πιθανή απόσπαση της Ελλάδας από το σύστημα; Και, σε τελευταία ανάλυση, για ποιο λόγο παρατίθεται το παράδειγμα των στρατιωτικών επεμβάσεων στο εσωτερικό των καπιταλιστικών χωρών; Για να ενισχύσει ποια άποψη; Θεωρείται κάτι ως φυσικό φαινόμενο; Οι λαοί δεν έχουν το δικαίωμα – και την υποχρέωση θα έλεγα – να αντισταθούν σε αυτού του είδους της επεμβάσεις; Εάν τραβήξουμε αυτή τη λογική (που περισσότερο υπονοείται παρά ομολογείται στο συγκεκριμένο απόσπασμα) τότε, δίκιο έχει το ΚΚ Ιράκ που συμμετείχε στη δοσίλογη, αμερικανόδουλη κυβέρνηση!
Το απόσπασμα που παρέθεσα προηγουμένως κλείνει με μια νεόκοπη περί πατριωτισμού αντίληψη. Στα πλαίσια της ίδιας αντίληψης, σε κεντρική συγκέντρωση του ΚΚΕ πριν από δύο περίπου χρόνια, η Αλέκα Παπαρήγα διατύπωσε την άποψη ότι ο όρος πατρίδα έχει νόημα μόνον όταν η εργατική τάξη έχει ανατρέψει την καπιταλιστική ιδιοκτησία και οικοδομεί το σοσιαλισμό! Στο πνεύμα αυτής της διακήρυξης, ακυρώνεται εντελώς η σπουδαιότητα του περίφημου γράμματος του Νίκου Ζαχαριάδη, με το οποίο κάλεσε τον ελληνικό λαό να στρατευτεί στην υπόθεση της υπεράσπισης της πατρίδας από την επίθεση του ιταλικού φασισμού και το οποίο αποτέλεσε την ιδεολογική πλατφόρμα πάνω στην οποία στηρίχτηκε η ίδρυση του ΕΑΜ.  Ας θυμηθούμε ακόμη το Στάλιν και την παραίνεσή του στους εκπροσώπους των κομμουνιστικών κομμάτων των καπιταλιστικών χωρών στο 19ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, με την οποία καλεί την εργατική τάξη και τα κομμουνιστικά κόμματα να πάρουν στα χέρια τους την υπόθεση της υπεράσπισης της πατρίδας, αφού η αστική τάξη («υπεύθυνη», στην προοδευτική της φάση, για τη συγκρότηση των εθνών και των εθνών – κρατών) έχει απεμπολήσει, στις συνθήκες του ιμπεριαλισμού την έννοια της υπεράσπισης της επικράτειας, θέτοντας πάνω απ` όλα τα οικονομικά της συμφέροντα.
Απόρροια μιας τέτοιας, μονομερούς αντίληψης για τον πατριωτισμό, είναι και δύο σημεία των θέσεων με τα οποία ορίζονται τα καθήκοντα των κομμουνιστών στην περίπτωση ενός επικείμενου πολέμου. Παραθέτω αυτούσια τα αποσπάσματα:
(Θέση 60): «Οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις στην περιοχή αυξάνουν τους κινδύνους τοπικών πολεμικών συγκρούσεων που θα πάρουν γενικότερο χαρακτήρα, αφού στην ευρύτερη περιοχή συγκρούονται ιμπεριαλιστικά κέντρα και ι­μπεριαλιστικές δυνάμεις και μάλιστα σε συνθήκες αλλεπάλληλων κρίσεων που πλήττουν και το σκληρό πυρήνα της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας. Μια τέτοια περίπτωση, στις σύγχρονες συνθήκες, με ενεργητική συμμετοχή της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, προϋποθέτει όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών στην περιοχή που δεν μπορούν να λυθούν με μη στρατιω­τικά μέσα. Συνεπάγεται σπάσιμο συμμαχιών, σοβαρές αλλαγές και αναδια­τάξεις μέχρι και ισχυρές φυγόκεντρες τάσεις στα πλαίσια όχι μόνο της ΕΕ αλλά και του ΝΑΤΟ, γενικότερη αναδιάταξη συμμαχιών.
Μέσα στα ενδεχόμενα για τη στάση της αστικής τάξης της Ελλάδας, μέ­ρους των πολιτικών της εκπροσώπων, είναι και να επιδιώξει συμμετοχή στο πλευρό μιας άλλης ισχυρής ιμπεριαλιστικής δύναμης, ακόμα και ανάλογα με τις συνθήκες να επιδιώξει τη μετατροπή του αμυντικού πολέμου σε ε­πιθετικό.
Αν δεχτεί επίθεση η Ελλάδα από γειτονική χώρα ή και από άλλη χώρα της περιοχής ή αν επιτεθεί πρώτη μέσα σε συμμαχία ή όχι, το Κόμμα σε κάθε περίπτωση πρέπει να ηγηθεί στην αυτοτελή οργάνωση της εργατικής - λα­ϊκής αντίστασης και να συνδεθεί η αντίσταση με την πάλη για ολοκληρωτι­κή ήττα της αστικής τάξης, εγχώριας και ξένης ως εισβολέα. Με την πρω­τοβουλία και καθοδήγηση του Κόμματος να συγκροτηθεί εργατικό - λαϊκό μέτωπο με όλες τις μορφές δράσης, με σύνθημα: Ο λαός θα δώσει την ε­λευθερία και τη διέξοδο από το καπιταλιστικό σύστημα που, όσο κυριαρχεί, φέρνει τον πόλεμο και την «ειρήνη» με το πιστόλι στον κρόταφο».
Η τελευταία, υπογραμμισμένη παράγραφος (η υπογράμμιση δική μου) επαναλαμβάνεται αυτολεξεί στη Θέση 76.
Πέρα από την ορθότητα της διαπίστωσης ότι οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις στην περιοχή μπορεί να οδηγήσουν σε πολεμική σύρραξη με ενδεχόμενη εμπλοκή της Ελλάδας, στο συγκεκριμένο απόσπασμα μπορούν να γίνουν μια σειρά παρατηρήσεις:
Ούτε όλοι οι πόλεμοι είναι ίδιοι ούτε και μπορούμε να μαντέψουμε αν η Ελλάδα θα εμπλακεί σε ένα μελλοντικό πόλεμο, ως επιτιθέμενη ή ως αμυνόμενη, ως ευρισκόμενη εν δικαίω ή εν αδίκω. Ωστόσο, οι Θέσεις δεν διαφοροποιούν τα καθήκοντα των κομμουνιστών ανάλογα με την περίσταση. Αναφέρονται στη  αυτοτελή οργάνωση της εργατικής τάξης και τη μετατροπή της εμπόλεμης κατάστασης σε επαναστατική, ενώ δεν αναφέρεται σε καμμία περίπτωση η ανάγκη υπεράσπισης της επικράτειας.
Ωστόσο, η λενινιστική και σταλινική παράδοση, τόσο στο θεωρητικό πεδίο όσο και στην παραδομένη τακτική των κομμουνιστικών κομμάτων (εννοείται και του ΚΚΕ, για να μην πω κυρίως του ΚΚΕ) σαφέστατα και διαφοροποιεί τους πολέμους. Για παράδειγμα, ήταν σαφώς θέση του Λένιν, για τον Α` Παγκόσμιο Πόλεμο, ότι το σύνθημα της «υπεράσπισης της πατρίδας» ήταν ψευδεπίγραφο και στόχευε στην υποταγή της εργατικής τάξης κάθε χώρας στα συμφέροντα της αντίστοιχης αστικής. Ο Λένιν μάλιστα επιζητούσε τη μετατροπή του πολέμου σε διεθνή εμφύλιο, με την έννοια ότι κάθε εργατική τάξη κάθε χώρας θα έπρεπε να πάρει τα όπλα ενάντια στην αστική τάξη της χώρας της. Με την ίδια σαφήνεια όμως, ο Λένιν τόνιζε ότι το καθήκον αυτό αφορά πρώτα και κύρια την εργατική τάξη των ισχυρών ιμπεριαλιστικών χωρών, της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της ίδιας της Ρωσίας, στα πλαίσια ενός πολέμου που αποτελούσε ένα γενικευμένο σφαγείο, με αποκλειστικό στόχο το ξαναμοίρασμα των παγκόσμιων αγορών.
Δεν είναι ίδια η θέση του Λένιν για τους Βαλκανικούς πολέμους, τους οποίους θεωρεί μια αντικειμενικά προοδευτική διαδικασία, καθώς συντελούν στην οριστική διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενός από τα τελευταία υπολείμματα της φεουδαρχίας στην Ευρώπη, αλλά και στην εθνοκρατική ολοκλήρωση των βαλκανικών χωρών, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι στους συγκεκριμένους πολέμους ηγούνταν οι αστικές τάξεις των Βαλκανίων. Αξίζει, νομίζω, εδώ να παρατεθεί ένα μικρό κεφάλαιο από τις «Θέσεις» του Λένιν, υπό το γενικό τίτλο «Η σοσιαλιστική επανάσταση και το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών», λαμβάνοντας βέβαια υπ` όψη ότι πρόκειται για κείμενο γραμμένο στις αρχές του 20ουαιώνα:
«6. ΤΡΕΙΣ ΤΥΠΟΙ ΧΩΡΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΥΤΟΔΙΑΘΕΣΗ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ.
Σχετικά με την αυτοδιάθεση των εθνών πρέπει να διακρίνουμε τρεις βασικούς τύπους χωρών;
Πρώτο, τις προχωρημένες κεφαλαιοκρατικές χώρες της Δυτικής Ευρώπης και τις Ενωμένες Πολιτείες. Στις χώρες αυτές έχουν από καιρό τελειώσει τα αστικοπροοδευτικά εθνικά κινήματα. Το καθένα απ` αυτά τα «μεγάλα» έθνη καταπιέζει ξένα έθνη στις αποικίες και μέσα στη χώρα του. Τα καθήκοντα του προλεταριάτου των κυρίαρχων εθνών είναι εδώ ακριβώς τα ίδια με τα καθήκοντα που είχε τον ΧΙΧ αιώνα το προλεταριάτο της Αγγλίας απέναντι στην Ιρλανδία.
Δεύτερο, την Ανατολική Ευρώπη: Αυστρία, Βαλκάνια και ιδιαίτερα η Ρωσία. Εδώ ακριβώς ο ΧΧ αιώνας ανάπτυξε πολύ τα αστικοδημοκρατικά εθνικά κινήματα και όξυνε τον εθνικό αγώνα. Τα καθήκοντα του προλεταριάτου αυτών των χωρών, τόσο στο ζήτημα της ολοκλήρωσης του αστικοδημοκρατικού μετασχηματισμού τους, όσο και στο ζήτημα της βοήθειας προς τη σοσιαλιστική επανάσταση των άλλων χωρών, δεν μπορούν να εκπληρωθούν χωρίς την υπεράσπιση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης των εθνών. Εξαιρετικά δύσκολο και εξαιρετικά σπουδαίο είναι εδώ το καθήκον της συνένωσης της ταξικής πάλης των εργατών των εθνών που καταπιέζουν και των εργατών των εθνών που καταπιέζονται.
Τρίτο, τις μισοαποικιακές χώρες, όπως η Κίνα, η Περσία, η Τουρκία και όλες οι αποικίες που ο πληθυσμός τους  φτάνει το ένα δισεκατομμύριο. Στις χώρες αυτές τα αστικοδημοκρατικά κινήματα ενμέρει μόλις αρχίζουν, ενμέρει κάθε άλλο παρά τέλειωσαν. Οι σοσιαλιστές πρέπει όχι μόνο να απαιτούν την χωρίς όρους, χωρίς αποζημίωση και άμεση απελευθέρωση των αποικιών – και η διεκδίκηση αυτή στην πολιτική της έκφραση δε σημαίνει τίποτ` άλλο παρά ακριβώς την αναγνώριση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης. Οι σοσιαλιστές πρέπει να υποστηρίζουν με τον πιο αποφασιστικό τρόπο τα πιο επαναστατικά στοιχεία των αστικοδημοκρατικών εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων σ` αυτές τις χώρες και να βοηθούν το ξεσήκωμά τους – και σε περίπτωση ανάγκης και τον επαναστατικό τους πόλεμο – ενάντια στις ιμπεριαλιστικές Δυνάμεις που τις καταπιέζουν»[1].
Είναι λοιπόν σαφές ότι ο Λένιν δεν υποτιμά το εθνικό ζήτημα και δεν καθορίζει κατά τον ίδιο τρόπο τα καθήκοντα του προλεταριάτου όλων των χωρών απέναντι στον πόλεμο και στο ζήτημα της εθνικής ανεξαρτησίας, αλλά το συναρτά απόλυτα με τη θέση κάθε χώρας στο σύστημα. Προφανώς δεν ισχυρίζομαι ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε καθεστώς αποικίας ούτε και ότι δεν έχει πετύχει την εθνοκρατική της ολοκλήρωση. Ωστόσο, υπάρχει το στοιχείο της έντασης της εξάρτησης της χώρας από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και τους διακρατικούς οργανισμούς. Πρόκειται για μια σκληρή πραγματικότητα που ζει ο ελληνικός λαός που η άρνησή της φέρνει τον αρνητή αντίπαλο με την ίδια τη ζωή και που θέτει ιδιαίτερα καθήκοντα στο φυσικό καθοδηγητή της ελληνικής εργατικής τάξης.
Να θυμηθούμε και τη σταλινική παράδοση, όπως αποκρυσταλλώθηκε στο 7ο Συνέδριο της Γ` Διεθνούς το 1935. Με το Συνέδριο αυτό, που καλούσε τους κομμουνιστές να υπερασπιστούν τις πατρίδες τους από τη φασιστική επίθεση αλλά και τη Σοβιετική ΄Ενωση, τέθηκαν οι βάσεις της συγκρότησης των μεγάλων λαϊκών αντιφασιστικών και απελευθερωτικών κινημάτων της δεκαετίας του `40. Είναι άλλο πράγμα το ότι τα κινήματα (μαζί και το ΕΑΜ) δεν διεκδίκησαν την εξουσία και άλλο πράγμα η εκ των ων ουκ άνευ συμβολή τους στην αντιφασιστική νίκη των λαών.
Αλλά και η πλούσια ιστορική πείρα του ΚΚΕ μπορεί να αποτελέσει και σήμερα γνώμονα για το πώς πρέπει το Κόμμα να πολιτευτεί στην περίπτωση ενός πολέμου. Το ΚΚΕ έχει αποδείξει ότι μπορεί να διακρίνει τους πολέμους και ανάλογα να πολιτευτεί. Νεοσύστατο ακόμη αντιτάχθηκε σθεναρά στη Μικρασιατική εκστρατεία, υπήρξε όμως πρωτοπόρο στην αντίσταση του ελληνικού λαού στην ιταλική και, αργότερα, στη γερμανική επίθεση και εισβολή. Θεωρώ περιττό να αναφερθώ στο έπος και στο μεγαλείο της εαμικής εθνικής αντίστασης. Να σημειώσω όμως τούτο: άριστα κάνει το ΚΚΕ όταν τιμά με κάθε δυνατό τρόπο τον αγώνα του ΔΣΕ. Ωστόσο, η πολιτική (αλλά και ηθική) βάση πάνω στην οποία οικοδομείται και νομιμοποιείται στη συνείδηση του ελληνικού λαού ο ΔΣΕ είναι ακριβώς ο αγώνας του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ. Ο ΔΣΕ υπήρξε ο ένοπλος βραχίονας με τον οποίο διεκδίκησαν τη χώρα οι ίδιοι αυτοί (ως τάξη, ως πολιτικός φορέας, ως πρόσωπα) που σήκωσαν στους ώμους τους όλο το βάρος της υπεράσπισής της από τον εισβολέα.
Είναι καθαρό για μένα ότι, σε περίπτωση πολέμου, θα πρέπει να διεκδικηθεί από το επαναστατικό υποκείμενο, την εργατική τάξη και το Κόμμα της, η εξουσία. Ωστόσο, το καθήκον της υπεράσπισης της πατρίδας σε περίπτωση που η χώρα βρεθεί εν δικαίω σε εμπόλεμη κατάσταση, θεωρώ ότι είναι επίσης παράγοντας εκ των ων ουκ άνευ ακριβώς για να εμπιστευτεί η εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα το ΚΚΕ. (Δεν συζητώ καν ποια πρέπει να είναι η στάση των κομμουνιστών σε περίπτωση που η Ελλάδα «άρξεται χειρών αδίκων». Όπως σημείωσα και παραπάνω, το ΚΚΕ έχει αποδείξει ότι γνωρίζει τι πρέπει να κάνει από το 1919, όντας ακόμη ΣΕΚΕ). Εξ άλλου, τίθενται και ορισμένα πρακτικά ζητήματα: αντιλαμβάνομαι τι σημαίνει «αυτοτελής οργάνωση της εργατικής τάξης» σε περίπτωση αντίστασης σε εισβολέα ο οποίος έχει ήδη καταλάβει τη χώρα∙ στη διάρκεια όμως των πολεμικών επιχειρήσεων πώς υλοποιείται κάτι τέτοιο; Έχει άραγε προβλεφθεί συγκεκριμένη δουλειά μέσα στις ένοπλες δυνάμεις;
Εν πάση περιπτώσει, η μη ρητή αναφορά στην ανάγκη υπεράσπισης της επικράτειας σε περίπτωση δίκαιου πολέμου, με οδηγεί σε ορισμένες σκέψεις που, θέλω να πιστεύω ότι είναι ακραίες διότι δεν μπορώ να δεχτώ ότι υπάρχουν στο μυαλό κομμουνιστών. Οι στρατεύσιμοι κομμουνιστές θα κληθούν να λιποτακτήσουν; Αν κάτι τέτοιο συμβεί, πολύ φοβάμαι ότι θα μιλάμε για τη βιολογική εξόντωση μιας ολόκληρης βάρδιας νέων κομμουνιστών. Αλλά και, αυτό είναι το χειρότερο, θα μιλάμε για την άρνηση και τη σπίλωση ολόκληρης της ιστορίας του ΚΚΕ που χαρακτηρίζεται και από τον πρωτοπόρο ρόλο του κάθε φορά στην υπεράσπιση της πατρίδας και του λαού. Θα πρόκειται, φοβάμαι, για μια ολοκληρωτική καταστροφή, δεδομένου ότι το Κόμμα θα έχει αμετάκλητα σπιλωθεί στη συνείδηση ενός κόσμου που το περιμένει πρωτοπόρο σε όλους τους αγώνες του. Θα έχει χάσει ένα σκαλοπάτι για να πατήσει και να διαπαιδαγωγήσει στην  κατεύθυνση της πάλης για το σοσιαλισμό το μεγαλύτερο δυνατό κομμάτι του ελληνικού λαού, αλλά και να αποδείξει στην πράξη την πολιτική και ηθική του ανωτερότητα απέναντι στην αστική τάξη και στα πολιτικά της μορφώματα.
Είναι εξαιρετικά πολλά τα ζητήματα που ανοίγουν οι «Θέσεις» για το 19 Συνέδριο του ΚΚΕ και φοβάμαι ότι όλα αποδεικνύουν πως η διαρκής διολίσθηση όχι μόνο από το Πρόγραμμα που διατυπώθηκε στο 15ο Συνέδριο, αλλά και από το σύστημα αρχών και αξιών με τις οποίες πολιτεύτηκε μέχρι σήμερα το Κόμμα, από την ίδια την, σε τελευταία ανάλυση, λενινιστική παράδοση, οδηγείται σε οριστική απομάκρυνση και ρήξη. Κομβική θέση ανάμεσα στα ζητήματα αυτά πιστεύω ότι κατέχουν ακριβώς οι νεόκοπη πρόσληψη του ιμπεριαλισμού, η αλλαγή της ιστορικής άποψης του Κόμματος για την εξάρτηση της χώρας μας και, τέλος, ακριβώς η γεμάτη ασάφειες τοποθέτηση για τον πόλεμο που παραπέμπει περισσότερο στις θέσεις των τροτσκιστών κατά το Β` Παγκόσμιο και καθόλου στο ίδιο το ΚΚΕ. Θαρρώ ότι, ως προς τις πλευρές αυτές, τα μέλη και οι φίλοι του Κόμματος θα πρέπει να είναι σε πολύ μεγάλη εγρήγορση, αν δεν θέλουν να το δουν να μεταλλάσσεται σε ένα αριστερίστικό, βολουνταριστικό μόρφωμα που θα περιφρονεί, όσο και αν τον επικαλείται, το λαό, τις αγωνίες και τις ανάγκες του.


[1]Από την έκδοση «Β. Ι. Λένιν: Κριτικά σημειώματα πάνω στο εθνικό ζήτημα – Για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών’, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2006. (Για λόγους οικονομίας χώρου, έχω παραλείψει τις υποσημειώσεις).

Δεν υπάρχουν σχόλια: