Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΦΥΛΑ

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΦΥΛΑ
Πελασγοί
Οι παλαιότεροι κάτοικοι της Ελλάδας ονομάστηκαν Πελασγοί, όπως κι όλες οι φυλές που κατοίκησαν στην Ελλάδα τα προϊστορικά χρόνια. Ο Στράβωναναφέρει ότι η φυλή των Πελασγών κατοικούσε στη θεσσαλική περιοχή που λεγόταν Πελασγικό Άργος κι αργότερα ονομάστηκε Πελασγιώτιδα.
Γενάρχης των Πελασγών αναφέρεται ο Πελασγός. Με το όνομά του συνδέθηκαν πολυάριθμοι θρύλοι και παραδόσεις.
Σύμφωνα με μια απ’ αυτές, ο Πελασγός ήταν ο πρώτος άνθρωπος που αναδύθηκε απ’ τη γη κι έγινε έτσι γενάρχης των ανθρώπων. Στην Αρκαδία, όπου υπήρχε αυτή η παράδοση, πίστευαν ότι υιος του Πελασγού από τη νύμφη Κυλλήνη, ήταν ο Λυκάων, ο μυθικός βασιλέας της Αρκαδίας. Αυτή ονομάστηκε στην αρχή Πελασγία, από το όνομα του γενάρχη της.
Ο Πελασγός αναφερόταν και ως ιδρυτής του Άργους της Πελοποννήσου, γιος του Αγήνορα και πατέρας της Λάρισας.
Σύμφωνα με άλλη πηγή ήταν υιος του Ποσειδώνα και της νύμφης Λάρισας, αδελφός του Αχαιού και του Φθίου.
Άλλες παραδόσεις αναφέρουν ότι ήταν ο μυθικός γενάρχης των Πελασγών της Θεσσαλίας ή ότι ήταν γιος του Αιρέστορα κι εγγονός του Έκβασου, οικιστή της Παρρασίας, στην Αρκαδία
Οι Μυρμιδόνες ήταν αρχαίος πολεμικός λαός που κατοικούσε, σύμφωνα με τον Όμηρο, στη Φθία, τη σημερινή Θεσσαλία, και ήταν υπήκοοι του Αχιλλέα. Σύμφωνα με άλλη παράδοση, οι Μυρμιδόνες ήταν κάτοικοι της Αίγινας. Αυτοί δημιουργήθηκαν από το Δία, μεταμορφώνοντας σε ανθρώπους τα μυρμήγκια του νησιού, για να μην είναι μόνος εκεί ο γιος του Αιακός και χωρίς υπηκόους.
Οι Μαίδοι ήταν Θρακικό φύλο το οποίο κατοίκησε την πάνω κοιλάδα του Στρυμόνα περίπου τον 14ο αιώνα π.Χ.. Το 356 π.Χ. υποτάχθηκαν στον Φίλιππο τον Β’. Επαναστάτησαν αργότερα για να επανακτήσουν την ανεξαρτησία τους, αλλά η απόπειρα τους καταπνίγηκε από τον 16χρονο τότε Μέγα Αλέξανδρο, ο οποίος για να τους τιμωρήσει κατέστρεψε την πρωτεύου­σα τους Ιαμφορίνα.
Εκτός από την πρωτεύουσα Ιαμφορίνα, είναι γνωστή σήμερα η ύπαρξη άλλων δύο μεγάλων πόλεων της Θρακικής αυτής φυλής: της Δεσούδαβας και της Πέτρας (σήμερα Πετρίτσι). Οι Μαίδοι θεωρείται ότι ήταν οι πρώτοι κάτοικοι του Μελένικου. Από την φυλή των Μαίδων καταγόταν ο Σπάρτακος
Λέλεγες
Οι Λέλεγες ήταν, κατά τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, μία από τις φυλές που ζούσαν στην Ελλάδα, στην περιοχή του Αιγαίου και τη νοτιοανατολική Μικρά Ασία, πριν τον ερχομό των κυρίως ελληνικών φύλων.

Οι Λέλεγες στη Μικρά Ασία

Στην Ιλιάδα βρίσκουμε τους Λέλεγες να είναι σύμμαχοι των Τρώων (Κ 429), μολονότι η πατρίδα τους δεν προσδιορίζεται. Διακρίνονται από τους Κάρες, με τους οποίους τους συγχέουν μεταγενέστεροι συγγραφείς. Ο βασιλιάς τους είναι ο Άλτης και η πόλη τους, η Πήδασος καταστρέφεται από τον Αχιλλέα. Ο Αλκαίος (7ος ή 6ος αιώνας π.Χ.) ονομάζει την Άντανδρο στην Τρωάδα «Λελέγειο», αλλά αργότερα ο Ηρόδοτος το υποκαθιστά με το επίθετο «Πελασγικός», και έτσι ίσως οι δύο όροι ήταν σε μεγάλο βαθμό συνώνυμοι για τους `Ελληνες.
Ο Παυσανίας λέει ότι ο διάσημος ναός της Αρτέμιδος στην Έφεσο ήταν πανάρχαιος και οι Λέλεγες και οι Λυδοί τον χρησιμοποιούσαν πριν την άφιξη των Ιώνων για τη λατρεία της «Κυρίας της Εφέσου», που οι Έλληνες αργότερα ονόμασαν Άρτεμι.
Ο Φερεκύδης (περ. 480) γράφει ότι οι Λέλεγες κατοικούσαν στην παραλιακή ζώνη της Καρίας, από την Έφεσο ως τη Φώκαια και στις νήσους Σάμο και Χίο, τοποθετώντας τους Κάρες νοτιότερα. Ακόμα και ο Στράβων, αιώνες αργότερα, αποδίδει στους Λέλεγες μία ξεχωριστή ομάδα μικρών κάστρων, τύμβων και κατοικιών από την Αλικαρνασσό μέχρι τη Μίλητο στα βόρεια. Ο Πλούταρχος επίσης υπονοεί την ιστορική ύπαρξη Λελέγων ως υποταγμένων δουλοπαροίκων στις Τράλλεις στο εσωτερικό.

Οι Λέλεγες στην Ελλάδα και το Αιγαίο

Στον κατάλογο του Ησιόδου, ένα μοναδικό σπάραγμα (Kinkel, Epicorum Graecorum Fragmenta I, 136 – Leipzig, 1877) τοποθετεί τους Λέλεγες κατά την μυθολογική εποχή του Δευκαλίωνα στη Λοκρίδα της κεντρικής Ελλάδας. Αλλά μέχρι τον 4ο αιώνα π.Χ. κανένας άλλος συγγραφέας δεν τους τοποθετεί δυτικά του Αιγαίου. Η σύγχυση με τους Κάρες (μετανάστες κατακτητές όπως οι Λυδοί και οι Μυσοί) οδήγησε στο συμπέρασμα του Καλλισθένους ότι οι Λέλεγες συμμάχησαν με τους Κάρες σε επιδρομές στα ελληνικά παράλια.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως παράδοση, προερχόμενη από τους Κρήτες, ταυτίζει τους Λέλεγες με τους Κάρες. Η παράδοση αυτή αναφέρει πως ήταν λαός των νησιών του Αιγαίου, υποτελής στον Μίνωα όχι με υποχρέωση καταβολής φόρου αλλά με την υποχρέωση να επανδρώνουν τα πλοία του. Η ίδια παράδοση έλεγε ότι οι Λέλεγες, οι οποίοι επινόησαν πολλά από τα στοιχεία της μετέπειτα πολεμικής εξάρτυσης των Ελλήνων, τελικά διώχθηκαν από τις αρχικές τους εστίες από τους Δωριείς και τους Ίωνες, οπότε και κατέφυγαν στην Καρία και ονομάσθηκαν Κάρες. Όμως ο Ηρόδοτος παραθέτει και την εκδοχή των σύγχρονών του Καρών, οι οποίοι απέρριπταν την προαναφερθείσα παράδοση και θεωρούσαν τους εαυτούς τους αυτόχθονες που έφεραν το ίδιο πάντοτε όνομα.[1]
Μετά το 400 π.Χ. περίπου, άλλοι συγγραφείς ισχυρίσθηκαν ότι είχαν ανακαλύψει τους Λέλεγες στη Βοιωτία, στη δυτική Ακαρνανία – Λευκάδα και αργότερα πάλι στη Θεσσαλία, την Εύβοια, τα Μέγαρα, τη Λακεδαίμονα και τη Μεσσηνία. Στη Μεσσηνία υπήρχε ο θρύλος ότι ήταν οι μετανάστες ιδρυτές της Πύλου και ότι σχετίζονταν με τους θαλασσοπόρους Τηλεβοείς του Ομήρου, διαχωριζόμενοι από τους Πελασγούς. Ωστόσο στη Λευκάδα τους θεωρούσαν αυτόχθονες.
Έτσι, ο περιηγητής Παυσανίας (2ος αι. μ.Χ.) γράφει ότι, σύμφωνα με την παράδοση των Λακεδαιμονίων, υπήρχε ένας αυτόχθονας βασιλιάς της Λακωνίας, ο Λέλεξ, του οποίου εγγονός ήταν ο Ευρώτας. Από τον βασιλιά αυτόν, οι υποτελείς του ονομάστηκαν Λέλεγες.[2] Τέτοιες παραδόσεις στην ελληνική μυθολογία υπάρχουν για όλα σχεδόν τα πανάρχαια φύλα της Ελλάδας.
Κατά τον Απολλώνιο τον Ρόδιο,[3] ο Λέλεγας ήταν αυτόχθων της Λακεδαίμονος, γιός ναϊάδας νύμφης. Γιος του Λέλεγα ήταν ο Ευρώτας, του οποίου η κόρη Σπάρτη, νυμφεύτηκε τον Λακεδαίμονα, γιο του Δία και της Ταϋγέτης.
Οι Κυλικράνες ήταν αρχαίος λαός που ζούσε στη περιοχή της Φθιώτιδας, περί την Τραχίνα, θεωρούμενος όμως αλλόφυλος.
Βασιλεύς του λαού αυτού φερόταν ο μυθικός και περίφημος τοξότης Εύρυτος και του οποίου την κύρια πόλη – πρωτεύουσα – Οιχαλία κατέστρεψε ο Ηρακλής στη θέση της οποίας ίδρυσε αργότερα την Ηρακλεία καθιστώντας τους Κυλικράνες παντοτινούς δούλους, που καλλιεργούσαν τους αγρούς των Ηρακλεωτών.
Κατά άλλη παράδοση οι Κυλικράνες που λέγονταν έτσι από το βάρβαρο έθιμο της δερματόστιξης (τατουάζ) με παράσταση κύλικα στο βραχίονα, δεν ήταν κάτοικοι της περιοχής αλλά σύρθηκαν εκεί από τη Λυδία ως αιχμάλωτοι του Ηρακλή μετά την απολύτρωσή του από την Ομφάλη. Έτσι οι Κυλικράνες στους ιστορικούς χρόνους, στερημένοι πολιτικών δικαιωμάτων ζούσαν ως είλωτες στη περιοχή την Ηρακλείας.
Οι αρχαίοι Αθηναίοι κωμικοί ποιητές με την ονομασία “κυλικράνες” αποκαλούσαν σκωπτικά τους Ηρακλεώτες, ως λακωνίζοντες.
Οι Κίκονες ήταν Θρακικός λαός που κατοικούσε στην περιοχή ανάμεσα στη Βιστονίδα λίμνη και τις εκβολές του ποταμού Έβρου.
Για πρώτη φορά οι Κίκονες αναφέρονται από τον Όμηρο. Στην Ιλιάδα (Β 846) μνημονεύονται ως σύμμαχοι των Τρώων, που είχαν εκστρατεύσει με τον αρχηγό τους Εύφημο. Στην Οδύσσεια (ι 39) αναφέρονται ως το πρώτο «επεισόδιο» στις περιπλανήσεις του Οδυσσέα, αφού έφυγε από την Τροία. Κατά τη σχετική εξιστόρηση, οι Κίκονες ήταν πολυάριθμοι, επιδέξιοι πολεμιστές. Εκδικήθηκαν τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του, οι οποίοι είχαν καταστρέψει την πόλη τους Ίσμαρο, σκοτώνοντας πολλούς από αυτούς και αναγκάζοντας τους υπόλοιπους να φύγουν νύχτα από τη χώρα τους.
Ο Ηρόδοτος κάνει επίσης λόγο για τους Κίκονες, αναφέροντάς τους ως έθνος που (κατά τον 5ο αιώνα π.Χ.) κατοικούσε στην παραθαλάσσια ζώνη δυτικά των εκβολών του Έβρου, όπου βρίσκονταν οι πόλεις Σούλη και Ζώνη. Εκεί προσορμίσθηκε ο στόλος του Ξέρξη όταν αυτός απαριθμούσε τους πεζούς του στον Δορίσκο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Κίκονες ακολούθησαν τον Ξέρξη στην εκστρατεία του κατά της Ελλάδας.
Οι αρχαίοι Θράκες ήταν αρχαίο φύλο, που ομιλούσε την θρακική γλώσσα, κλάδο της ινδοευρωπαϊκής, και κατοικούσε κυρίως στην κεντρική, ανατολική βαλκανική χερσόνησο, καθώς και σε γειτονικά τμήματα της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Από την ονομασία τους έλαβε το όνομα της η περιοχή της ανατολικής βαλκανικής
Οι Θράκες αναφέρονται για πρώτη φορά στην Ιλιάδα του Ομήρου, ως σύμμαχοι των Τρώων κατά των Τρωικό Πόλεμο. Ζούσαν στα όρια του αρχαίου ελληνικού κόσμου και ένα μέρος από αυτούς εξελληνίστηκε κατά την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή εποχή. Άλλα τμήματα των Θρακών εκλατινίστικαν και εκσλαβίστηκαν με την πάροδο των αιώνων
Εορδοί ή Εορδαίοι: Αρχαίοι κάτοικοι της επαρχίας – αρχαίας πόλης της Εορδαίας της Μακεδονίας που σχεδόν εκ των πρώτων υποτάχθηκαν στους Τημενίδες (Ηρακλείδες εξ Άργους) ιδρυτές του Μακεδονικού Βασιλείου

Οι Κάτοικοι της Εορδαίας

Οι Πελασγοί ήταν ένας από τους Προελληνικούς- ινδοευρωπαϊκούς λαούς, που φαίνεται πως κατοίκησαν στην Εορδαία, κατά το τέλος της Νεολιθικής Εποχής, Ερείπια πελασγικών τειχών όπως και άλλων φρουρίων πιθανότατα της ίδιας εποχής, υπάρχουν στην Εράτειρα ή Ερέτρια. Εικάζεται ότι δεν είναι και τα μόνα. Ιστορικοί θεωρούν ότι στις περιοχές αυτές πολλά τοπωνύμια είναι Πελασγικά ( Άρνισσα, Εορδαία ), και διαβλέπουν Πελασγική εγκατάσταση για πολλά χρόνια.
Σημείωση : Τους προϊστορικούς χρόνους στα βόρεια σύνορα της Εορδαίας κατοικούσαν οι Πελαγόνες (η περιοχή μέχρι σήμερα ονομάζεται Πελαγονία).

Η Προέλευση

Αρχική κοιτίδα των Εορδών θεωρείται η γύρω από τη Βεγορίτιδα χώρα, την οποία εποφθαλμιούσαν οι γείτονες Φρύγες. Η κατοχή της Εορδαίας από τους Φρύγες εικάζεται πως έγινε αμέσως μετά το 1200 π.Χ. και κράτησε ως το μέσα του 9ου π.Χ. αιώνα, Αλλά με την αναχώρηση των τελευταίων στη Μ. Ασία, η Εορδαία συνέχισε να είναι ένα χωριστό και γεμάτο ζωτικότητα και ακμή Βασίλειο.

Μακεδονία

Οι Μακεδονικές παραδόσεις, που αναφέρει ο Ηρόδοτος(7,73) διατήρησαν την ανάμνηση για την παρουσία Φρυγών στη Δυτική και Κεντρική Μακεδονία. Με τη μετανάστευση όμως του κύριου όγκου των Φρυγών, φαίνεται ότι τα υπολείμματα τους έμειναν στην Κ. Μακεδονία, και με τον καιρό εξελληνίστηκαν. Οι κάτοικοι της Μυγδονίας ακόμη στην αρχή του 5ου αιώνα λέγονταν Φρύγες και ξεχωρίζουν απ’ τους άλλους λαούς στο στρατό του Αλέξανδρου Α’ (Ηρόδοτος 7.185).

Ιστορικά Πρόσωπα

Εορδοί στη καταγωγή φέρονται: ο Γενάρχης της “εν Αιγύπτω” μακεδονικής δυναστείας των Πτολεμαίων, Πτολεμαίος ο Λάγου, επίσης ο και ιδρυτής του Βασιλείου της Αιγύπτου κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους ο Πείθων (Πόθων), γιος του Κρατεύα (σωματοφύλακα του Μ. Αλεξάνδρου) και Σατράπηςαργότερα της Μηδίας, αλλά και ο Φιλίσκος, σοφός διδάσκαλος μιας των Αθηναϊκών σχολών κατά τη ρωμαϊκή περίοδο επί Αυτοκράτορα Καρακάλλα – γνωστός δια την προς τους συμπολίτες του Εορδαίους δίκη του.
Οι Δρύοπες ή Δολοπες ήταν μία πανάρχαια προελληνική φυλή που κατοικούσε στην αρχαία Ελλάδα. Επειδή το όνομα «Δρύοπες» είναι ινδοευρωπαϊκό, πιστεύεται ότι ανήκαν στα ινδοευρωπαϊκά φύλα που συνιστούσαν μέρος του προελληνικού φυλετικού υποστρώματος. Αρχικά κατοικούσαν στην περιοχή ανάμεσα στα βουνά Οίτη και Παρνασσός, μία άγονη γη που ήταν γνωστή ως Δρυοπίς. Πιστευόταν ότι σχετίζονταν με τους Λέλεγες, και είχαν χαρακτηρισθεί ως φυλή ληστών. Οι οικισμοί των Δρυόπων, όπως και των Λελέγων, διατηρήθηκαν μέχρι και το τέλος της Νεολιθικής Εποχής, όταν άρχισαν να εμφανίζονται στον ελληνικό χώρο τα πρώτα καθαυτό ελληνικά φύλα. Η ακμή του πολιτισμού τους τοποθετείται γύρω στα 1600 π.Χ..
Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, οι Δρύοπες εκδιώχθηκαν από τη Δρυοπίδα από τον Ηρακλή και τους Μαλιείς, που κατέλαβαν την οχυρωμένη πόλη τους στον Παρνασσό (Ηρόδοτος, 8, 43). Κατά τον μύθο, στην Τραχινία η Διηάνειρα βοήθησε τον Ηρακλή πολεμώντας στο πλευρό του κατά των Δρυόπων και πληγώθηκε στο στήθος. Στη συνέχεια οι Δρύοπες εποίκισαν την `Ηπειρο, όπου μία περιοχή επίσης ονομαζόταν Δρυοπίς. Εκδιώχθηκαν όμως και από εκεί, από τους Δωριείς του Ολύμπου και της `Οσσας. Τελικά μετανάστευσαν προς τα νότια και εγκαταστάθηκαν στην Εύβοια και τις Κυκλάδες. Κοντά στο γεωγραφικό κέντρο της νήσου Κύθνου υπήρχε αρχαία πόλη με το όνομα Δρυοπίς (και σήμερα χωριό), ενώ ο Ηρόδοτος (8, 46) απέδιδε το όνομα σε ολόκληρη την Κύθνο, η οποία αργότερα απέκτησε το σημερινό της όνομα από ομώνυμο αρχηγό των Δρυόπων. Οι Δρύοπες ίδρυσαν στο νοτιοανατολικό μέρος της Αργολίδας, καθώς και στα γύρω εκεί νησιά, κατά τον 14οπ.Χ αιώνα, τρεία κρατίδια, δρυοπικού καθαρά πληθυσμιακού στοιχείου τα οποία και αναπτύχθηκαν ως ένα ορισμένο βαθμό υπό την επικυριαρχία του Μυκηναϊκου βασιλείου του Άργους, αυτά τα κρατίδια ήταν η Έρμιων (Ερμιόνη), ο Μάσης (στην κοιλάδα του Μάσητος) και των Ηιόνων (ξεχωριστός Δολοπικός πληθυσμός που κατοικούσε στα παράλια της ευρύτερης περιοχής του Αργοσαρωνικού, με έδρα την βραχονησίδα Λιοντάρι ανατολικα του Πόρου, όπου και βρισκόταν και το κοινό ιερό τους).
Κατά τη μυθολογία και πάλι, όσοι Δρύοπες κατέφυγαν στην Πελοπόννησο προσέπεσαν ως ικέτες στον βασιλιά Ευρυσθέα, ο οποίος ως αντίπαλος του Ηρακλή τους έδωσε την αργολική πόλη Ασίνη. Οι ίδιοι οι Δρύοπες ίδρυσαν από μόνοι τους και τη Νεμέα. Ο Παυσανίας στα «Μεσσηνιακά» (τόμος Β, λδ΄, 9) μας πληροφορεί ότι αυτή η μετανάστευση έλαβε χώρα κατά την «τρίτη γενεά», όταν βασιλιάς των Δρυόπων ήταν ο Φύλας. Αντιμετωπίζοντας και εκεί διωγμούς ως σύμμαχοι των Σπαρτιατών, έφυγαν όταν οι Σπαρτιάτες τους επέτρεψαν να εγκατασταθούν σε μία πόλη της Μεσσηνίας την οποία οι Δρύοπες μετονόμασαν επίσης σε «Ασίνη».
Οι ίδιοι οι Δρύοπες θεωρούσαν ότι ο Δρύωψ ήταν ο μυθικός γενάρχης τους και πρώτος τους βασιλιάς στην Οίτη. Για να τον τιμήσουν, οι Δρύοπες είχαν ιδρύσει ένα ιερό με το άγαλμά του στην Ασίνη της Αργολίδας και κάθε δύο χρόνια τελούσαν προς τιμή του μία μυστικιστική εορτή, ενώ παράλληλα τιμούσαν και τη θυγατέρα του, τη νύμφη Δρυόπη, μία από τις Αμαδρυάδες.
Στους Δρύοπες αποδίδεται η ανέγερση των Δρακόσπιτων, 23 μεγαλιθικών μνημείων που βρίσκονται μόνο στη νοτιοανατολική Εύβοια, το τμήμα δηλαδή του νησιού όπου εγκαταστάθηκαν οι Δρύοπες.
Οι Ίωνες ήταν ένα από τα τέσσερα αρχαία ελληνικά φύλα (τα υπόλοιπα είναι οι Αχαιοί, οι Αιολείς και οι Δωριείς) και ήταν εγκατεστημένοι κυρίως στην Αττική, στα νησιά του Αιγαίου (εκτός από τη Λέσβο, τη Ρόδο και την Τένεδο) και στην Μικρά Ασία, στην περιοχή που ονομάζεται Ιωνία

Προέλευση της ονομασίας των Ιώνων

Σύμφωνα με τη μυθολογία, οι Ίωνες και τα υπόλοιπα ελληνικά φύλα, ήταν απόγονοι του Δευκαλίωνα και της Πύρρας οι οποίοι είχαν γιό τον Έλληνα. Ο Έλληνας είχε τρεις γιους με την Ορσηίδα, τον Δώρο (πρόγονο του δωρικού φύλου), τον Ξούθο και τον Αίολο (πρόγονο του αιολικού φύλου). Ο Ξούθος είχε κι αυτός δύο γιούς τον Αχαιό, πρόγονο των Αχαιών και τον Ίωνα, πρόγονο των Ιώνων. Οι Ίωνες λοιπόν ονομάστηκαν σύμφωνα με το όνομα του πρόγονού τους.

Ιστορία

Οι Ίωνες κατά την εποχή του Χαλκού ήταν εξαπλωμένοι μεταξύ της Εύβοιας, της Αττικής και της βορειοανατολικής Πελοποννήσου. Το 1100 π.Χ. περίπου κατά την αρχή της γεωμετρικής περιόδου, που σηματοδοτήθηκε από την κάθοδο των Δωριέων, οι ανακατατάξεις στο εσωτερικό της Ελληνικής χερσονήσου τους ανάγκασαν να εγκαταλείψουν μεγάλο μέρος της περιοχής στην οποία ζούσαν. Οι μετακινήσεις αυτές των αρχαίων ελληνικών φύλων ονομάζονται Α’ Ελληνικός αποικισμός. Οι Ίωνες λοιπόν μετακινήθηκαν προς τα ανατολικά δημιουργώντας αποικίες στα νησιά του Αιγαίου (ΧίοςΣάμοςκ.α.) καθώς και στην κεντρική Μικρά Ασία, στην περιοχή γνωστή ως Ιωνία. Το μεγαλύτερο μέρος των νησιών του Αιγαίου, με εξαίρεση τη Λέσβο, την Τένεδο και τη Ρόδο αποικήθηκε από τους Ίωνες, ενώ οι σημαντικότερες αποικίες στην Ιωνία ήταν η Μίλητος και η Έφεσος. Η δημιουργία αποικιών στη Μικρά Ασία ήταν μια προοπτική που χρόνια απασχολούσε τα αρχαία ελληνικά φύλα και κυρίως τους Αχαιούς, δεδομένου ότι ήταν πολύ πιο εύπορα από την ορεινή και σχετικά άγονη ελληνική χερσόνησο.

Γλώσσα

Οι Ίωνες μιλούσαν την ιωνική διάλεκτο. Η διάλεκτος αυτή αποτελεί τη γλώσσα της επικής ποίησης, καθώς το ομηρικό ιδίωμα έχει ως βάση του την ιωνική εμπλουτισμένη με στοιχεία από την αιολική και την αρκαδοκυπριακή. Οι λυρικοί ποιητές όπως ο Τυρταίος, ο Αρχίλοχος και άλλοι, χρησιμοποιούσαν την ιωνική διάλεκτο για τις ελεγείες τους. Επίσης ιστορικοί όπως ο Ηρόδοτος έγραφαν στην ιωνική. Χαρακτηριστικά τα α και ε μακρά γράφονται η και η εξάλειψη του συμφώνου F (δίγαμμα). Επίσης ο σχηματισμός των απαρεμφάτων σε -ναι είναι ιωνικό στοιχείο.

Πολιτισμός

Κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. η Μίλητος και η Έφεσος έγιναν κέντρα όσον αφορά τη σκέψη πάνω στο φυσικό κόσμο. Με βάση αυτή τη σκέψη δημιουργούνταν υποθέσεις που εξηγούσαν τα φυσικά φαινόμενα χωρίς να αποδίδεται το αίτιό τους στο θείο, όπως γινόταν μέχρι τότε. Οι υποθέσεις αυτές διαχέονταν από την έρευνα και από προσωπικές εμπειρίες. Οι εκπρόσωποι αυτού του κινήματος λέγονταν «Φυσικοί» ή «Φυσιολόγοι». Κύριος εκπρόσωπος ήταν ο Θαλής ο Μιλήσιος, ο οποίος ήταν κι ένας από τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας. Και ο λεγόμενος “σκοτεινός” φιλόσοφος Ηρακλειτος από την Έφεσο.
Γνήτες ή Ίγνητες ονομάζονταν στη Ρόδο οι «γνήσιοι» (από όπου και η προέλευση της λέξεως), δηλαδή οι ιθαγενείς κάτοικοι του νησιού. Οι «`Ιγνητες Ρόδιοι» ήταν όσοι απέδιδαν την καταγωγή τους στους 6 μυθικούς αδελφούς Γνήτες. Κατά την ελληνική μυθολογία οι Γνήτες ήταν γιοι του θεού Ποσειδώνα και της αδελφής των Τελχίνων Αλίας ή Καφείρας ή Λευκοθέας. Οι Ρόδιοι πίστευαν ότι οι Γνήτες κατοικούσαν στην ανατολική πλευρά του νησιού τους και για τον λόγο αυτό τους έδιναν την ονομασία «προσηώοι δαίμονες».
Κατά την τοπική παράδοση (Διόδ., Ε 55) οι Γνήτες κάποτε εμπόδισαν τη θεά Αφροδίτη να αποβιβασθεί στη Ρόδο και η θεά τους τιμώρησε «εμβαλούσα αυτοίς μανίαν», δηλαδή τους ενεφύσησε ερωτική μανία, υπό την κυριαρχία της οποίας βίασαν τη μητέρα τους και έκαναν πολλά άλλα κακουργήματα. Για αυτές τις πράξεις τους, ο Ποσειδώνας αναγκάσθηκε να τους κρύψει κάτω από τη γη.
Οι Βισάλτες ήταν αρχαίος λαός της ανατολικής Μακεδονίας, που έζησε στα δυτικά του ποταμού Στρυμόνα, Θρακικής καταγωγής. Ο Ηρόδοτος αναφέρει για την περιοχή «Ειη δέ Παιονίη επί τω Στρυμόνι ποταμώ πεπολισσμένη» (Ηροδ Υ,13).
Ο Βισάλτης ήταν γιος του Ήλιου και της Γης, από τον οποίο πήρε και το όνομά της η χώρα. Πατέρας της Θεοφανώς, η οποία με μορφή προβάτου, συνέλαβε από τον Ποσειδώνα, που και αυτός είχε πάρει μορφή κριαριού, τον κριό που έδωσε το χρυσόμαλλο δέρας των Αργοναυτών. Γι’ αυτό η Θεοφανώ λέγεται και Βισαλτίς. Ο λαός αυτός, εκτός από τον Ηρόδοτο, αναφέρεται και από τον Θουκυδίδη, τον Διόδωρο, τον Πλίνιο και τον Πλούταρχο. Η αρχαία Βισαλτία ανήκε στο χώρο της αρχαίας Μακεδονίας, μεταξύ του όρους Βερτίσκος που ήταν το δυτικό της σύνορο, και του Στρυμόνα και της Κερκινίτιδος λίμνης, που ήταν το ανατολικό. Βρίσκεται, δηλαδή, στο γεωγραφικό χώρο που περιλαμβάνεται σήμερα η περιοχή της Νιγρίτας και του Σοχού.
Το 490 π.Χ., κατά την εκστρατεία των Περσών εναντίον της Ελλάδος, ο βασιλιάς της Βισαλτίας μη θέλοντας ν’ ακολουθήσει τους βαρβάρους, έφυγε στη Ροδόπη, στους δε γιους του απαγόρευσε να εκστρατεύουν κατά της Ελλάδος στο πλευρό των Ασιατών επιδρομέων. Αυτοί όμως δεν άκουσαν την συμβουλή του πατέρα τους, και ακολούθησαν τους βαρβάρους. ‘Όταν μετά τη φυγή των Περσών ο βασιλιάς επανήλθε και βρήκε τους γιους του σώους και αβλαβείς, αυτοτυφλώθηκε. Από το 479 π.Χ. η Βισαλτία κατακτήθηκε από τον Αλέξανδρο τον Α’. Αργότερα ο Περικλής έστειλε 1000 Αθηναίους αποίκους, οι οποίοι συνέβαλαν πολύ στον εκπολιτισμό των Βισαλτών. Στη μάχη της Πύδνας το 168 π.Χ., στην οποία κρίθηκε η τύχη της Μακεδονίας, οι Βισάλτες πολέμησαν στο πλευρό του Περσέα. Τόσο πολύ διακρίθηκαν για την ανδρεία τους, ώστε ο Περσέας μετά την ήττα του, τότε μόνο απελπίστηκε τελείως, όταν τον εγκατέλειψαν και οι “ανδρείοι Βισάλτες”.
Η επαρχία αυτή, αν και είχε μικρή έκταση κατά την αρχαιότητα, εν τούτοις περιείχε πολλές πόλεις, οι οποίες συχνά μνημονεύονται από τους αρχαίους συγγραφείς: η Άργιλος, το Κερδύλιο, η Βισαλτία, πρωτεύουσα της χώρας, οι Καλλίτεραι, η Ορεσκία, η Ευπορία, η Βέργα και η ‘Οσσα. Η πιο επίσημη από τις παραπάνω πόλεις ήταν η Άργιλος, που σύμφωνα με τη μαρτυρία των αρχαίων κτίσθηκε από τους Θράκες, τους πρώτους κατοίκους της χώρας, σε χρόνο άγνωστο, αποικίστηκε όμως από τους Ανδρίους συγχρόνως με τα Στάγειρα της Χαλκιδικής, γύρω στα μέσα της 7ης εκατονταετηρίδας. Μετά τη φυγή των Θρακών και τον αποικισμό των Ανδρίων, η Άργιλος που είχε παραμείνει ελεύθερη και αυτόνομη από το 655π.Χ. μέχρι την εκστρατεία του Ξέρξη (480 π.Χ.), υπέκυψε και αυτή στο κράτος του. Μετά από την ήττα και τη φυγή του συμπεριλήφθηκε στις συμμαχικές πόλεις της Αθήνας. Αργότερα όμως, αποστάτησε από τους Αθηναίους και διευκόλυνε το στρατηγό των Λακεδαιμονίων να καταλάβει την Αμφίπολη. Αργίλιος ήταν ο άντρας που πρόδωσε τον Παυσανία στους Σπαρτιάτες, ο οποίος όταν στάλθηκε σαν γραμματοκομιστής στον Αρτάβαζο αποσφράγισε τις επιστολές και κατήγγειλε την προδοσία στους Εφόρους.
Οι Βισάλτες ήταν Θράκες στην καταγωγή και μιλούσαν διάφορες γλώσσες. Είχαν ανεπτυγμένη την θρησκευτικότητα, δημιούργησαν θρησκευτικές ιδέες και ήταν εργατικοί, πράγμα που μαρτυριέται από τον πλούτο που απέκτησαν. Είχαν, επίσης, ανεπτυγμένη την αγάπη τους προς τη πατρίδα. Παρόλα αυτά, ήταν ειρηνικός λαός. Όμως, όπως όλοι οι Θράκες, δεν είχαν συναίσθηση της κοινωνικότητας και της κρατικής ενότητας, έτσι ώστε το κράτος τους να έχει τη δύναμη να επιβιώσει και να αντισταθεί στους ποικίλους εχθρούς της περιοχής και κυρίως τους Μακεδόνες. Το πολίτευμα της περιοχής ήταν η Βασιλεία και ο βασιλιάς ήταν ο απόλυτος δεσπότης. Οι βασιλείς ήταν φορείς της υπέρτατης εξουσίας και συμπεριφέρονταν προς τους υπηκόους τους χωρίς να δίνουν σε κανένα συλλογικό όργανο λόγο των πράξεων τους και μάλιστα, οι πράξεις τους είχαν τη σφραγίδα της αγριότητας. Αργότερα όταν υποτάχθηκαν στους Μακεδόνες (479 π.Χ.) διατήρησαν την αυτονομία τους από τον ίδιο το βασιλιά. Μόνο το 342π.Χ. καταργείται η αυτονομία των λαών της Θράκης.
Δύο είναι οι κεντρικοί πόλοι γύρω από τους οποίους στρέφεται η ζωή των Βισαλτών και η προσπάθειά τους προς την πρόοδο και την πολιτιστική ανάπτυξη. Ο Στρυμόνας που λατρευόταν ως θεός, θεωρούνταν θεϊκό δώρο και το λίκνο των Μαινάδων το Παγγαίο, αποτελεί το κέντρο της αινιγματικής λατρείας του Διονύσου. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα που συνέθεταν το χρώμα της κοινωνικής ζωής των Βισαλτών, ήταν ότι παρείχαν ελευθερία στις γυναίκες πριν από το γάμο, ενώ απαιτούσαν πίστη από αυτές όταν τις παντρεύονταν. Εκτός από αυτό, είχαν τη συνήθεια να πουλούν ως δούλους τα παιδιά τους και να εξαγοράζουν τις γυναίκες τους με πολλά χρήματα από τους γονείς τους. Χρησιμοποιούσαν πολύ τον οίνο που ήταν το ιερό ποτό του θεού Διονύσου. Καλλιεργούσαν τα αμπέλια και τα δημητριακά ενώ ασχολούνταν με την κτηνοτροφία, την υλοτομία καθώς και την εξόρυξη χρυσού και αργύρου από τα ορυχεία, που τους έκανε πολύ πλούσιους. Πολύ διαδεδομένη ήταν και η καλλιέργεια της ελιάς.
Οι Αγριάνες ή Αγρίοι ήταν ένα αρχαίο Παιονικό φύλο της Θράκης που κατοικούσε στην επάνω κοιλάδα του Στρυμόνα, μεταξύ Αίμου και Ροδόπης.
Οι Αγριάνες ήταν γνωστοί ως πολεμική φυλή και ειδικότερα ως επιδέξιοι ακοντιστές. Εγκατεστημένοι σε άγονη περιοχή και ζώντας κυρίως με την κτηνοτροφία κατατάσσονταν συχνά ως μισθοφόροι για λογαριασμό των Οδρυσών, των Αθηναίων, των Μακεδόνων και των Ρωμαίων. Απετέλεσαν μέρος του στρατού του Μεγάλου Αλεξάνδρου που πήρε μαζί του στην εκστρατεία κατά των Περσών, ως σώματα ελαφρά οπλισμένων πεζών (ψιλών).
Πόλεις της χώρας των Αγριανών αναφέρονται η Ορθόπολη και η Παρορβηλία. Ο Λάγγαρος ήταν ο διασημότερος βασιλιάς τους και φίλος του Αλέξανδρου.
Σήμερα, μερικοί Πομάκοι θεωρούν ότι η φυλή τους είναι απόγονος των Αγριάνων
Οι Χάονες ήταν ένα από τα αρχαία ελληνικά φύλα [1][2] που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Ηπείρου, και συγκεκριμένα στα Βορειοδυτικά της Ηπείρου
Γεωγραφικά, η περιοχή σήμερα ανήκει στην νότια Αλβανία, και περιλαμβάνει τις παράκτιες περιοχές ΩρικούΧειμάρρας, Όγχησμου (σύγχρονων Αγίων Σαράντα) και Βουθρωτού στο Ιόνιο πέλαγος. Στην ηπειρωτική ενδοχώρα οι Δέξαροι (ή Δασσαρέται) που κατοικούσαν στο όρος Άμυρον (σημ. Τομορίτ) και εκτείνονταν ως το νότιο πέρας της λίμνης Λιχνήτιδος (σημ. Αχρίδα), ήταν η βορειότερη από τις φυλές της ομάδας των Χαόνων. Κατά την περίοδο αυτή της ακμής τους οι Χάονες κατείχαν ασφαλώς την πεδιάδα της Κορυτσάς. Δεδομένου ότι ο τύμβος ΙΙ στη θέση Κούτσι, κοντά στην Κορυτσά, περιείχε ταφές νέων ηγεμόνων της περιόδου 650-500 π.Χ. περίπου, η αρχή της επεκτάσεως των Χαόνων μπορεί να χρονολογηθεί στις αρχές του 7ου αι. π.Χ..[3] Η εξουσία της ομάδας των Χαόνων μπορεί να εκτεινόταν εκείνο το διάστημα και επί των Μολοσσών.
Μαζί με τα φύλα των Μολοσσών και των Θεσπρωτών αποτελούσαν τις τρεις κύριες φυλές που εγκαταστάθηκαν στην Ήπειρο την Αρχαία εποχή. Οι Χάονες υπήρξαν το πιο βόρειο ελληνικό φύλο στην περιοχή και συνόρευαν με ιλλυρικά φύλα. Σύμφωνα με τον Βιργίλιο[4] οι Χάονες υπήρξαν απόγονοι του επώνυμου γενάρχη τους Χάονα (Αρχ.: Χάον). Κατά τον 5ο π.χ. αιώνα, κατακτήθηκαν από τους Θεσπρωτούς και τους Μολοσσούς. Ο Χάονες αποτελούσαν μέρος του Κοινού των Ηπειρωτών ως το 170 π.χ., όταν υποτάχθηκαν στους Ρωμαίους.
Οι Φωκείς είναι αρχαίο ελληνικό φύλο που κατοικούσε στην περιοχή γύρω από την εύφορη κοιλάδα του Κηφισού. Η χώρα τους, η αρχαία Φωκίδα εκτεινόταν από τον Βόρειο Ευβοϊκό κόλπο μέχρι τον Κορινθιακό κόλπο και περιλάμβανε ολόκληρη την κοιλάδα του Κηφισού και μεγάλο τμήμα των ορεινών όγκων του Παρνασσού και του Καλλίδρομου. Η αρχαία Φωκίδα συνόρευε στα ανατολικά και στα δυτικά με τις χώρες των Οπούντιων Λοκρώνκαι των Οζολών Λοκρών, στα νότια με την χώρα των Βοιωτών, και στα βόρεια με τις χώρες των Μαλιέων των Οιταίων και των Δωριέων της αρχαιάς Δωρίδας. Οι τρεις βόρειοι γείτονες ήταν συνήθως κάτω από την σφαίρα επιρροής των Θεσσαλών με αποτέλεσμα οι Φωκείς να βρίσκονται συχνά αντιμέτωποι με τους Θεσσαλούς

Καταγωγή

Οι Φωκείς στο μεγαλύτερο ποσοστό τους ήταν Δωριείς στην καταγωγή τους. Ένας σημαντικός αριθμός Φωκικών πόλεων όμως είχε διαφορετική προέλευση. Παρόλα αυτά όλες οι πόλεις της Φωκίδας σταδιακά συνδέθηκαν στην συμπολιτεία λόγω κοινών συμφερόντων αλλά και κοινών εχθρών. Οι πόλεις που σύμφωνα με τις αναφορές δεν είχαν Δωρική καταγωγή σύμφωνα κυρίως με τον περιηγητή Παυσανία ήταν η Στείριδα, οι Άβες, η Υάμπολη, η Ελάτεια και ο Πανοπέας. Οι κάτοικοι της αρχαίας Στείριδας είχαν Αθηναϊκή καταγωγή, της αρχαίας Ελάτειας Αρκαδική, οι κάτοικοι του Πανοπέα ήταν Φλυγύες από τον γειτονικό Ορχομενό και οι κάτοικοι των Αβών ήταν Αργείοι[1].

Αρχαίες Φωκικές πόλεις

Η αρχαία Τιθορέα
Η Φωκίδα περιλάμβανε έναν μεγάλο αριθμό πόλεων, οι περισσότερες εκ των οποίων ήταν καλά οχυρωμένες. Στον βορά στα σύνορα με την Δωρίδα υπήρχαν η Λιλαία, ο Έρωχος και η μικρότερη πόλη Χαράδρα. Γύρω από τον ποταμό Κηφισό που αποτελούσε την καρδιά της Φωκίδας βρίσκονταν οι περισσότερες αρχαίες Φωκικές πόλεις. Η Ελάτεια που ήταν και η πρωτεύουσα της συμπολιτείας, η Τιθορέα, η Αμφίκλεια, ή Δρυμαία, το Τεθρώνιο, οι Νέωνες, οι Παραποτάμιοι, η Τριταία, οι Πεδιείς, ο Λέδων και λίγο πιο ανατολικά οι Άβες και η Υάμπολη. Νοτιότερα στις κοιλάδες νότια του Παρνασσού, κοντά στα σύνορα με την Βοιωτία βρισκόταν η Δαυλίδα και ο Πανοπέας, ενώ λίγο δυτικότερα στις βόρειες πλαγιές του Ελικώνα βρισκόταν το Φλυγόνιο, η Στείριδα και η Άμβροσσος (ή Άμβρυσσος). Δυτικότερα στα σύνορα με του Οζολέους λοκρούς ήταν χτισμένες οι πόλεις ΚρίσσαΚυπάρισσοςΕχεδάμεια και Ανεμώρεια, ενώ η παραθαλάσσια Κίρρα κοντά στην σημερινή Ιτέα ήταν για μεγάλη περίοδο Φωκική πόλη και επίνειο της Κρίσσας.[1]. Άλλες παραθαλάσσιες πόλεις των Φωκέων ήταν η Αντίκυρα ο Μεδεώνας και η Βούλις (ή Βούλιδα) . Σε κάποιες περιόδους της ιστορίας οι Φωκείς ελέγχαν και την περιοχή των Δελφών.[2]
Ο Όμηρος στην Ιλιάδα, στον κατάλογο των Νεών αναφέρει συνολικά εννέα Φωκικές πόλεις που έλαβαν μέρος στην Τρωική εκστρατεία[3]. Αυτές ήταν η Λιλαία, ο Πανοπέας, η Δαυλίδα, η Υάμπολη, η Κυπάρισσος, η Κρίσσα, η Ανεμώρεια, οι Παραποτάμιοι[4] και η Πυθώ (Πυθώ είναι το Ομηρικό όνομα των Δελφών). Η Λιλαία, ο Πανοπέας, η Δαυλίδα και η Υάμπολη παρέμεναν ίσχυρές Φωκικές πόλεις για μεγάλη περίοδο της ιστορίας. Η πόλη Κρίσσα ήταν η δυτικότερη Φωκική πόλη και βρισκόταν πάνω από τον κάμπο της Άμφισσας στην περιοχή που σήμερα είναι χτισμένο το χωριό Χρισσό (το οποίο φέρει παραφθαρμένο το αρχαίο όνομα). Κατά τον πρώτο ιερό πόλεμο (595-591 π.Χ.) καταστράφηκε η Κίρρα, το επίνειο της Κρίσσας και η Κρίσσα υπέστη μεγάλες καταστροφές και πέρασε στον έλεγχο των Δελφών. Η Κυπάρισσος και η Ανεμώρεια ήταν μικρότερες πόλεις με μικρό ρόλο τα μεταγενέστερα χρόνια. Πιστεύεται ότι βρίσκονταν στις νοτιοδυτικές πλαγιές του Παρνασσού στην περιοχή της σημερινής Αράχωβας.

Ιστορία

Η πρώτη αναφορά των Φωκέων στην ιστορία γίνεται από τον Όμηρο, που αναφέρει εννέα συνολικά Φωκικές πόλεις που έλαβαν μέρος στην Τρωική εκστρατεία[3]. Τα επόμενα χρόνια στην περιοχή της Φωκίδας εγκαταστάθηκαν Δωριείς οι οποίοι αφομοιώθηκαν σταδιακά από τον ντόπιο πληθυσμό, διαμορφώνοντας το φύλο των Φωκέων. Οι Φωκείς ξεπρόβαλαν στην ιστορία κυρίως κατά την διάρκεια του Α’ ιερού πολέμου. Η αφορμή για το ξέσπασμα αυτού του πολέμου ήταν πως οι κάτοικοι της Κρίσσας και της Κίρρας εκμεταλλεύονταν τους προσκυνητές του μαντείου των Δελφών. Η Δελφική Αμφικτυονία, της οποίας τότε ηγούνταν οι Θεσσαλοί, ήθελε να αποκτήσει τον έλεγχο του μαντείου και έτσι το 595 π.Χ. περίπου ξέσπασε πόλεμος μεταξύ της Δελφικής Αμφικτυονίας και των Φωκέων ο οποίος είχε διάρκεια δέκα χρόνια και τελείωσε με ήττα των τελευταίων. Μετά τον πόλεμο οι Φωκείς υποδουλώθηκαν στους Θεσσαλούς. και λίγο μετά, πιθανόν το 590π.Χ., αποφάσισαν να δημιουργήσουν την Φωκική συμπολιτεία για να αντιμετωπίσουν τους επικυριαρχούς τους Θεσσαλούς. Η υποδούλωση στους Θεσσαλούς ενίσχυσε τους δεσμούς μεταξύ των Φωκικών πόλεων οι οποίες κατάφεραν τελικά να απελευθερωθούν το 571 π.Χ. όταν οι Θεσσαλοί ηττήθηκαν από τους Βοιωτούς και αναγκάστηκαν να αποσυρθούν και από την Φωκίδα. Το 510 π.Χ. αντιμετώπισαν νικηφόρα τον Θεσσαλικό στρατό στην μάχη της Υάμπολης και διατήρησαν την ανεξαρτησία τους. Μετά την μάχη αυτή, οι Φωκείς δεν απειλήθηκαν ξανά από τους βόρειους γείτονές τους. Οι Φωκείς αναμείχθηκαν και στους τρεις ιερούς πολέμους που ακολούθησαν τους επόμενους αιώνες με αφορμή το μαντείο των Δελφών αλλά και στον Κορινθιακό πόλεμο το 395π.Χ. [5].

Οι περσικοί πόλεμοι

Χάρτης των Περσικών Πολέμων. Με μπλε χρώμα οι ελληνικές πόλεις-κράτη που συγκρότησαν την συμμαχία εναντίων των Περσών
Οι Φωκείς ήταν οι μόνοι από τις βόρειες ελληνικές χώρες που δεν πήγαν με το μέρος των Περσών όταν ο Ξέρξης, εκστράτευσε εναντίον της Ελλάδας. Συμμετείχαν με αξιόλογο στράτευμα στην μάχη των Θερμοπυλών. Την στάση τους αυτή την ερμηνεύει ο Ηρόδοτος, ως αποτέλεσμα της εναντίωσης τους στην επιλογή των μακροχρόνιων εχθρών τους Θεσσαλών, Βοιωτών και Λοκρών οι οποίοι είχαν τηρήσει ουδέτερη στάση και επέτρεψαν την διέλευση του Περσικού στρατεύματος από τα εδάφη τους[6].Η στάση τους αυτή είχε ως αποτέλεσμα να τους εμπιστευτούν οι ισχυρές χώρες της αρχαίας Ελλάδας τον έλεγχο του μαντείου των Δελφών για μεγάλη περίοδο κατά τον 5ο π.Χ αιώνα. Μετά την ήττα των Ελλήνων στις Θερμοπύλες ο περσικός στρατός διέσχισε την Φωκίδα προκαλώντας τεράστιες καταστροφές στις Φωκικές πόλεις. Όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος ο περσικός στρατός περνώντας από την πεδιάδα του Κηφισού κατέστρεψε τις πόλεις Δρυμαία, Έρωχο, Τεθρώνιο, Αμφίκλεια, Ελάτεια, Πεδιείς, Τριταία, Υάμπολη, Άβες, Νέων και Παραποτάμιους[7]. Οι περισσότερες Φωκικές πόλεις εξαναγκάστηκαν να συμμαχήσουν με τους Πέρσες και να τους παρέχουν βοήθεια στην μάχη των Πλαταιών. Οι Φωκείς έστειλαν στις Πλαταιές χίλιους οπλίτες να ενισχύσουν το Περσικό στράτευμα. Οι πόλεις της Φωκίδας όμως που παρέμεναν ελεύθερες βοήθησαν τον ελληνικό στρατό.

Οι επόμενοι αιώνες

Τα χρόνια που ακολούθησαν τους περσικούς πολέμους οι Φωκείς λόγω της στάσης τους να εναντιωθούν στους Πέρσες βρέθηκαν να έχουν αναβαθμισμένο ρόλο στα γεγονότα της αρχαίας Ελλάδας. Το 457 π.Χ. οι Αθηναίοι τους παρέδωσαν το μαντείο των Δελφών, γεγονός που προκάλεσε την επέμβαση της Σπάρτης με αποτέλεσμα να ξεσπάσει ο δεύτερος ιερός πόλεμος. Οι Φωκείς μετά το τέλος του πολέμου διατήρησαν τον έλεγχο του μαντείου μέχρι την Νικίειο ειρήνη το 421 π.Χ. οπότε και ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο. Κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα όταν κυριάρχησε στον ελλαδικό χώρο η Θήβα η Φωκίδα υποχρεώθηκε να συμμετάσχει στην συμμαχία της Θήβας. Η άρνηση των Φωκέων να στείλουν στρατό να βοηθήσει την Θήβα κατά την εκστρατεία των Θηβαίων στην Πελοπόννησο έστρεψε την τελευταία εναντίον τους. Η Θήβα για να τιμωρήσει τους Φωκείς τους κατηγόρησε στο Αμφικτυονικό συνέδριο πως είχαν καλλιεργήσει μέρος των ιερών κτημάτων των Δελφών. Το Αμφικτυονικό συνέδριο αποφάσισε να τους επιβάλλει βαρύ πρόστιμο το οποίο οι Φωκείς αδυνατούσαν να πληρώσουν. Οι Φωκείς τότε αποφάσισαν να αντιδράσουν στην απόφαση. Εξέλεξαν στρατηγό τον Φιλόμηλο και με την βοήθεια της Σπάρτης έφτιαξαν έναν στρατό 5.000 αντρών με τον οποίο κατέλαβαν το μαντείο των Δελφών και προσπάθησαν να ακυρώσουν την απόφαση. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε την αφορμή του τρίτου ιερού πολέμου. Κατά την διάρκεια του πολέμου οι Φωκείς εξασφάλισαν την συμμαχία των Σπαρτιατών, των Αθηναίων και των τυράννων των Φερών ενώ εναντίον τους κινήθηκαν τα μέλη της Δελφικής Αμφικτυονίας κάτω από την ηγεσία των Θηβαίων και αργότερα οι Μακεδόνες. Μετά τον θάνατο του Φιλόμηλου το 354 π.Χ. στην μάχη στο Νέον, τον διαδέχτηκε ο Ονόμαρχος. Ο Ονόμαρχος δαπανόντας χρήματα από τους θησαυρούς των Δελφών έφτιαξε έναν ισχυρό μισθοφορικό στρατό 20.000 πολεμιστών και 1000 ιππέων ενώ την ίδια περίοδο άρχισε να οχυρώνει τις Φωκικές πόλεις. Με τον στρατό εκστράτευσε κατά των γειτονικών Επικνημίδιων Λοκρών καταλαμβάνοντας το Θρόνιο.[8] Επίσης εκστράτευσε κατά της Δωρίδας αλλά και της Βοιωτίας καταλαμβάνοντας τον Ορχομενό. Στην συνέχεια στράφηκε εναντίον της Θεσσαλίας προκαλώντας για πρώτη φορά την παρέμβαση των Μακεδόνων. Ο Ονόμαρχος κατάφερε δύο φορές να επιβληθεί εναντίον των Μακεδόνων αλλά ηττήθηκε στην μάχη του Κρόκιου Πεδίου όπου και σκοτώθηκε. Τον Ονόμαρχο διαδέχτηκε ο αδερφός του Φάυλλος, ο οποίος πέθανε δύο χρόνια μετά και ανέλαβε την ηγεσία του στρατού ο Φάλαιρος. Τα επόμενα χρόνια οι Φωκείς εκστράτευσαν κατά της Βοιωτίας αλλά χωρίς επιτυχία. Κατόρθωσαν όμως στο διάστημα αυτό να διατηρήσουν τις κτήσεις τους. Η Φιλοκράτειος ειρήνη που υπογράφτηκε μεταξύ Αθηναίων και Μακεδόνων απομόνωσε τους Φωκείς που έμειναν χωρίς συμμάχους. Τελικά το 346 π.Χ. οι Φωκείς αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Η ποινή που τους επιβλήθηκε ήταν πολύ σκληρή καθώς υποχρεώθηκαν να πληρώνουν 60 τάλαντα ετησίως για να ξεπληρώσουν τους θησαυρούς που αφαίρεσαν από τους Δελφούς ενώ τους αφαιρέθηκαν και οι δύο ψήφοι που είχαν στο Αμφικτυονικό συνέδριο οι οποίοι δόθηκαν στους Μακεδόνες. Κατά την διάρκεια του τέταρτου ιερού πολέμου που ξέσπασε έξι χρόνια μετά οι Φωκικές πόλεις που αναμίχθηκαν καταστράφηκαν από τον Μακεδονικό στρατό. Στην συνέχεια η Φωκίδα παρήκμασε. Από το 301 π.Χ. οι Φωκείς συμμάχησαν με την Αιτωλική Συμπολιτεία που απέκτησε τον έλεγχο του μαντείου των Δελφών σε αυτό το διάστημα, ενώ κατάφερε να αντιμετωπίσει μαζί με τους Θεσσαλούς την γαλατική επιδρομή του 279 π.Χ.[5]

Αποικίες των Φωκέων

Οι Φωκείς δεν ίδρυσαν πολλές αποικίες. Η σημαντικότερη αποικία των Φωκαίων ήταν η Φώκαια στα παράλια της Μικράς Ασίας, απέναντι από την Χίο. Οι Φωκείς ίδρυσαν αυτή την αποικία μαζί με Αθηναίους αποίκους. Αρχηγός των πρώτων αποίκων ήταν ο Αθηναίος Φιλογένης. Η Φώκαια εξελίχθηκε σε μία από τις ισχυρότερες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας. Δημιούργησε έναν νέο τύπο πλοίου, την πεντηκόντορο που τις έδωσε την δυνατότητα να πραγματοποιήσει μακρινά θαλάσσια ταξίδια και να ιδρύσει απομακρυσμένες αποικίες, στην Μαύρη Θάλασσα, στην νότια Γαλλία, στην Ιβηρική χερσόνησο και στην Κορσική. Γνωστότερη αποικία της Φώκαιας ήταν η Μασσαλία[9].

Κληρονομιά

Από τις πολυάριθμες αρχαίες Φωκικές πόλεις σήμερα διασώζονται τα ερείπια ενός μεγάλου αριθμού απ’ αυτές. Χαρακτηριστικό των περισσότερων αρχαίων Φωκικών πόλεων που διασώζονται σήμερα είναι η ισχυρή οχύρωση τους, αποτέλεσμα των συνεχών πολέμων που διεξάγονταν στην περιοχή, αλλά και η έλλειψη σημαντικών μνημείων και ναών κάτι που οφείλεται στις λεηλασίες που υπέστησαν αυτές οι πόλεις, αλλά και στην μέτρια οικονομική τους κατάσταση. Σε καλύτερη κατάσταση σώζονται σήμερα η Δαυλίδα, δίπλα στο χωριό Δαύλεια, ο Πανοπέας δίπλα στο χωριό Άγιος Βλάσιος, η Δρυμαία δίπλα στο ομώνυμο χωριό και οι Άβες πολύ κοντά στο χωριό Έξαρχος. Σημαντικά ερείπια διασώζονται επίσης από την αρχαία Λιλαία, δίπλα στο ομώνυμο χωριό, από την αρχαία Τιθορέα, στην οποία τα ερείπια και τα τείχη της αρχαίας πόλης βρίσκονται μέσα στον σύγχρονο οικισμό της Τιθορέας, από την αρχαία Αμφίκλεια, στην οποία διασώζεται τμήμα της οχύρωσης και από το Τεθρώνιο που σώζεται μέρος της οχύρωσης. Ερείπια της αρχαίας Άμβροσσου είναι ευδιάκριτα δίπλα στην κωμοπολη Δίστομο καθώς και της Υάμπολης δίπλα στο χωριό Έξαρχο. Η αρχαία Στείριδα που βρισκόταν κοντά στο χωριό Στείρι αλλά δεν διασώζεται, καθώς μεγάλο μέρος των ερειπίων της χρησιμοποιήθηκε κατά τον Μεσαίωνα στην ανοικοδόμηση της τοπικής μονής του Οσίου Λουκά. Επίσης ελάχιστα διασώζονται από την αρχαία Ελάτεια, την ισχυρότερη από τις Φωκικές πόλεις.
Οι Περραιβοί ήταν αρχαίο ελληνικό πελασγικό φύλο που διέμενε στην αρχαία Θεσσαλία, πριν την κάθοδο άλλων φυλών που κατίσχυσαν αυτούς υπό το όνομα Λάπιθες (αιολικό φύλο), και στη συνέχεια από τους εκ Μακεδονίας Δωριείς.[1] που ζούσε[2] στη λεγόμενη Περραιβία. Πήραν μέρος στον πόλεμο της Τροίας και στην Μάχη των Θερμοπυλών. Πρωτεύουσά τους ήταν η Φάλαννα, και η πιο σημαντική πόλη ήταν η Ελασσόνα. Οι Περραιβοί, αν και ζούσαν υπό την εξουσία των Θεσσαλών, συμμετείχαν στο Αμφικτυονικό Συνέδριο με δύο ψήφους. Ο Φίλιππος απάλλαξε τους Περραιβούς από την εξουσία της Θεσσαλίας και έθεσε το βασίλειό τους υπό τον έλεγχο των Μακεδόνων, όπου παρέμεινε ως την κατάκτηση από τους Ρωμαίους το 196.
Οι Περραιβοί είχαν κόψει νόμισμα, και μερικά αρχαία κέρματα έχουν διασωθεί.[4]
  • § Η αργυρή Αιγινίτηκη δραχμή της Φάλαννας του 4ου αι. π.Χ. απεικονίζει το δεξί προφίλ της προτομής ενός εφήβου χωρίς γένια και με κοντά μαλλιά. Η πίσω όψη φέρει την επιγραφή ΦΑΛΑ ΝΝ ΑΙΩΝ γύρω από την εικόνα ενός αλόγου που βηματίζει φορώντας χαλινάρι. Στο έδαφος φυτρώνει βελανιδιά. Φέρει επίσης τον αριθμό 72. Το κέρμα έχει διάμετρο 20 χιλ. και ζυγίζει 5,09 γραμ..[4]
Άλλα νομίσματά τους απεικόνιζαν στην μπροστινή όψη έναν έφηβο που δαμάζει έναν ταύρο, και στην πίσω όψη ένα άλογο
Οι Οιταίοι ήταν αρχαίο ελληνικό φύλο εγκατεστημένο στην ορεινή περιοχή της Οίτης. Συνόρευαν με τους Μαλιείς και τους Αινιάνες στα βόρεια και με τους Δωριείς της Δωρίδας στα νότια. Οι Οιταίοι σύμφωνα με τις αρχαίες αναφορές ήταν το αρχαιότερο φύλο στην ευρύτερη περιοχή της κοιλάδας του Σπερχειού και περιορίστηκαν στα ορεινά μετά την κάθοδο των υπολοίπων φύλων στην περιοχή
Συμμετείχαν στο Αμφικτυονικό συνέδρειο των Δελφών με δύο ψήφους. Ήταν στενοί σύμμαχοι με τους βόρειους γειτονές τους Αινιάνες. Το 426 π.Χ. συγκρούστηκαν με τους γείτονες τους Μαλιείς. Οι Μαλιείς ζήτησαν την βοήθεια της Σπάρτης, η οποία έσπευσε σε βοήθεια και κατανίκησε τους Οιταίους. Σχεδόν στα σύνορα των δύο κρατών, των Οιταίων και των Μαλιέων η Σπάρτη ίδρυσε μία νέα πόλη την Ηράκλεια Τραχίνα, η οποία κυριάρχησε στην περιοχή τα επόμενα χρόνια. Τον επόμενο αιώνα οι Οιταίοι απέσπασαν από τους Μαλιείς την περιοχή της παλιάς τους πρωτεύουσας της Τραχίνας[εκκρεμεί παραπομπή]. Στην συνέχεια υποτάχτηκαν στους Αιτωλούς όπως και οι γειτονές τους Αινιάνες και έγιναν μέρος της
Οι Μολοσσοί ήταν αρχαίο ελληνικό φύλο[1] που εγκαταστάθηκε στην Ήπειρο κατά τη διάρκεια των Μυκηναϊκών χρόνων. Στα βορειοανατολικά σύνορά τους είχαν τους Χάονες, στα νότια σύνορά τους το βασίλειο των Θεσπρωτών, ενώ στα βόρεια τους ήταν οι Ιλλυριοί. Οι Μολοσσοί ανήκαν στο Κοινό των Ηπειρωτών, έως ότου υποτάθηκαν στους Ρωμαίους το 170 π.χ., οι οποίοι έκαναν σκλάβους 150.000 Μολοσσούς.

Μυθολογία

Οι Μολοσσοί ήταν απόγονοι του επώνυμου ήρωά τους, του Μολοσσού, ενός από τους τρεις γιούς του Νεοπτόλεμου, γιος του Αχιλλέα και της Δειδάμειας. Μετά την πτώση της Τροίας, ο Νεοπτόλεμος μαζί με τον στρατό του εγκαταστάθηκαν στην Ήπειρο. Ο Μολοσσός κληρονόμησε το βασίλειο της Ηπείρου μετά τον θάνατο του Έλενου, γιο του Πριάμου και της Εκάβης, του βασιλικού ζεύγους της Τροίας. Ο Πλούταρχος αναφέρει, ότι σύμφωνα με κάποιους αρχαίους ιστορικούς ο πρώτος τους βασιλιάς ήταν ο Φαίδων, ένας από αυτούς που εγκαταστάθηκαν στην Ήπειρο με τον Πελασγό. Ο Πλούταρχος, επισημαίνει κιόλας, ότι ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα, εγκαινίασαν στην περιοχή των Μολοσσών την λατρεία του Δωδωναίου Δία.

Αρχαίες Πηγές

Ο Στράβων μας λέει ότι οι Μολοσσοί, μαζί με τους Χάονες και τους Θεσπρωτούς, ήταν οι διασημότεροι μεταξύ των δεκατεσσάρων Ηπειρώτικων φυλών, οι οποίοι Κάποτε για ένα διάστημα επικράτησαν σε ολόκληρη την περιοχή της Ηπείρου. Οι Χάονες ήταν εγκατεστημένοι στην Ήπειρο πριν από τους Μολοσσούς, οι Θεσπρωτοί και οι Μολοσσοί εισήλθαν στην περιοχή κάποια ύστερη εποχή. Οι Μολοσσοί ήταν ξακουστοί για τους σκύλους τους που ήταν άριστοι φύλακες των αιγοπροβάτων των ποιμένων, ο λεγόμενος Μολοσσικός Σκύλος ή Μολοσσός. Ο Βιργίλιος μας αναφέρει ότι οι Ρωμαίοι και οι Αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τους Μολοσσικούς σκύλους στο κυνήγι και στη φύλαξη των σπιτιών και των τροφίμων.
Η Δωδώνη ήταν το μέρος που λαμβάνονταν οι σημαντικές αποφάσεις. Παρόλο που το πολίτευμά τους ήταν Μοναρχικό, οι Μολοσσοί είχαν στείλει πρίγκιπές τους στην Αθήνα για να μάθουν τα της Δημοκρατίας, καθώς θεωρούσαν ότι κάποια στοιχεία της δημοκρατίας δεν αντίκειται στον μοναρχικό πολίτευμα.

Βασιλικός Οίκος των Μολοσσών

Η πιο διάσημη μορφή της δυναστείας των Μολοσσών στους ιστορικούς χρόνους ήταν ο Πύρρος, γνωστός για τις Πυρρείους νίκες του εναντίον των Ρωμαίων στη νότια Ιταλία. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο ο Πύρρος ήταν ο γιος του Αιακίδη της Ηπείρου και της Φθίας από την Θεσσαλία. Ο Πύρρος ήταν δεύτερος εξάδελφος του Μέγα Αλέξανδρου.
Οι Μινύες ήταν προϊστορικό ελληνικό έθνος που κατοικούσε στη Βοιωτία και μάλιστα στον Ορχομενό της Βοιωτίας σε αντιδιαστολή με τον Ορχομενό της Θεσσαλίας, όπως διαφαίνεται να συμφωνούν οι: Όμηρος (Ιλιάδα Β΄511 και Οδύσσεια ια΄ 284), Ησίοδος (αποσπάσματα 144), Πίνδαρος (Ολ. ΧΙV), και Θουκυδίδης (IV 76). Επιπρόσθετα σημειώνει ο Στράβων ότι αυτοί οι Μινύες της Βοιωτίας διέφεραν από εκείνους της Θεσσαλίας, (ΙΧ 2, 3, 40).
Γενάρχης και επώνυμος ήρωας των Μινύων, όπως επίσης σημειώνει ο Παυσανίας (ΙΧ 37, 7), ήταν ο Μινύας του οποίου τον τάφο (θησαυρό) είχε δει και αυτός ο ίδιος. Επιπρόσθετα όπως σημειώνει και ο Απολλώνιος ο Ρόδιος ο γενάρχης Μινύας καταγόταν από την Ιωλκό της Θεσσαλίας (“την γαρ Ιωλκόν Μινύαι ώκουν, ώς φησι Σιμωνίδης εν Συμμίκτοις“). Ίσως αυτή η Ιωλκός να πρόκειται για την “Μινύα πόλις Θετταλίας, ή πρότερον Αλμωνίας” (που αναφέρει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης).
Κατά την αρχαιολογική σκαπάνη και ιστορική έρευνα, σήμερα έχει γίνει αποδεκτό ότι οι Μινύες που εγκαταστάθηκαν στον Ορχομενό της Βοιωτίας υπήρξε έθνος δραστήριο και ιδίως ναυτικό που ανέπτυξε εμπορικές σχέσεις με άλλα ελληνικά φύλα ομόδοξα, ομόγλωσσα και ομότροπα, με συνέπεια ν΄ αποκτήσει μεγάλο πλούτο και ισχύ. Σε απόδειξη αυτού ο Παυσανίας αναφέρει τον πολύ πλούσιο θησαυρό, (μνήμα), του γενάρχη Μινύα που ο ίδιος είδε και που ανήκε στος λεγόμενους μεσο-ελλαδικούς χρόνους, δηλαδή τον 17ο με 16ο αιώνα π.Χ. Σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν ότι οι Μινύες αυτοί άκμασαν ιδίως κατά το πρώτο ήμισυ της 2ης χιλιετίας π.Χ. και επί μακρό διάστημα έτσι ώστε ν΄ αποκτήσουν πολλές αποικίες.
Αλλά και οι Μινύες της Θεσσαλίας δεν υπήρξαν κατώτεροι αυτών που αναδείχθηκαν ιδιάιτερα ως ναυτικός λαός. Βέβαια η μορφολογία του εδάφους της Θεσσαλίας την εποχή εκείνη συνέβαλε κατά πολύ στην ανάδειξή τους αυτή. Ειδικότερα θεωρείται ότι η Αργοναυτική εκστρατεία ήταν δημιούργημα των Μινύων της Θεσσαλίας στα πλαίσια των μεγάλων τότε επιχειρήσεων – μετακινήσεων και δημιουργίας νέων αποικιών που σημειώθηκαν την εποχή εκείνη.
Σημαντικότερες αποικίες των Μινύων ήταν στη Τέω, τη Λήμνο, τη Σαντορίνη, τη Πύλο, το Ακρωτήριο Ταίναρο κ.ά. που όλες είναι παράλιες ή νήσοι Αιγαίου. Εκτός όμως του Μινύα άλλος σημαντικός μυθικός βασιλιάς αυτών ήταν ο Εργίνος που σύμφωνα με την Ελληνική Μυθολογία ηττήθηκε από τον Ηρακλή και έγινε φόρου υποτελής των Θηβών, όπως σημειώνουν ο Διόδωρος, ο Ισοκράτης και ο Παυσανίας,(που ίσως ν΄ αποτελεί μια αλληγορική ερμηνεία της Καθόδου των Ηρακλειδών). Σημειώνεται ότι την ίδια εποχή καταλύθηκαν και οι Μυκήνες. Μετά όμως από την ολοκληρωτική επικράτηση των Δωριέων9ος αιώνας π.Χ., φαίνεται πως το κράτος των Μινύων εξαφανίσθηκε
Οι Μαλιείς ήταν αρχαίο ελληνικό φύλο που κατοικούσε στην ανατολική κοιλάδα του Σπερχειού, γύρω από τον Μαλιακό κόλπο. Στα δυτικά συνόρευαν με τους Αινιάνες, νότια με τους Οιταίους και βόρεια με τους Θεσσαλούς. Η κύρια πόλη τους ήταν η Τραχίνα. Στην άλλη μεγάλη πόλη τους την Ανθήληυπήρχε μεγάλος ναός, αφιερωμένος στην θεά Δήμητρα ενώ η πόλη αποτελούσε και πρώιμο κέντρο της Δελφικής Αμφικτυονίας. Το 426 π.Χ. οι Μαλιείς ζήτησαν την βοήθεια της Σπάρτης στον πόλεμο που είχαν με τους γείτονες τους Οιταίους. Οι Σπαρτιάτες έσπευσαν για βοήθεια και ίδρυσαν μία νέα πόλη στην περιοχή των Μαλιέων την Ηράκλεια Τραχίνα. Τις επόμενες δεκαετίες οι Μαλιείς βρέθηκαν κάτω από την ηγεμονία της Σπάρτης, μέχρι τον Κορινθιακό πόλεμο που συμμάχησαν με την Κόρινθο και στράφηκαν εναντίον της Σπάρτης. Σε αυτό των πόλεμο οι Μαλιείς έχασαν την περιοχή της Τραχίνας που πέρασε στους Οιταίους και νέα τους πρωτεύουσα έγινε η Λαμία. Τα επόμενα χρόνια μαζί με τους γείτονές τους Οιταίους και Αινιάνες έγιναν μέλη της Κορινθιακής συμπολιτείας και αργότερα της Αιτωλικής. Το 189 π.Χ. εντάχθηκαν στην Αχαΐα Φθιώτιδα της Θεσσαλίας και τα επόμενα χρόνια θεωρούνταν Θεσσαλοί.
Οι Μακεδόνες ή Μακεδνοί ήταν αρχαίο ελληνικό φύλο, εγκατεστημένο στην βόρεια Ελλάδα, στην περιοχή ανάμεσα στον Αλιάκμονα και τον Αξιό. Μεταξύ του 8ου και του 7ου αιώνα, οι Μακεδόνες αφού κυριάρχησαν στα γειτονικά φύλα, τους Πελαγόνες, τους Ελιμιώτες, τους Εορδαίους, τους Αλμωπούς, τους Λυγκηστές κλπ. δημιούργησαν το Μακεδονικο Βασίλειο. Τα επόμενα χρόνια κατάφερναν να αντιμετωπίζουν επιτυχώς τις συχνές επιδρομές των Ιλλυριών

Καταγωγή

Ο Ηρόδοτος θεωρεί τους Μακεδόνες ελληνικό φύλο, συγγενικό των Δωριέων. Οι ίδιοι θεωρούσαν προγόνους τους τους Ηρακλείδες και η βασιλική δυναστεία των Μακεδόνων, οι Αργεάδες, απέδιδε την καταγωγή της στον πρώτο Δωριέα βασιλιά του Άργους Τήμενο.[1][2] Οι Μακεδόνες μιλούσαν την αρχαία Μακεδονική γλώσσα. Από το 504 π.Χ συμμετείχαν στους Ολυμπιακούς αγώνες όταν ο βασιλιάς της Μακεδονίας Αλέξανδρος Α’ κατάφερε να πείσει τους Ελλανοδίκες για την ελληνική καταγωγή των Μακεδόνων.[3]

Μυθολογία

Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, γενάρχης των Μακεδόνων ήταν ο Μακεδνός. Σύμφωνα με τον Ησίοδο, ο Μακεδνός ήταν γιος του Δία και της Θυίας, της κόρης του Δευκαλίωνα και της Πύρρας.[4] Ο Ελλάνικος αργότερα θεωρεί τον Μακεδόνα γιο του Αίολου και εγγονό του Έλληνα, του μυθικού γενάρχη των Ελλήνων

Οι Μάγνητες ήταν αρχαίο ελληνικό φύλο που κατοικούσε στην περιοχή του Πηλίου και της Όσσας, στην ανατολική Θεσσαλία. Οι Μάγνητες πιθανόν ήταν συγγενικό φύλο με τους Μακεδόνες. Εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Θεσσαλίας την περίοδο των μεγάλων μετακινήσεων των ελληνικών φύλων, κατά τον 12ο αιώνα π.Χ. Τον 10ο αιώνα ίδρυσαν δύο αποικίες στην Μικρά Ασία που έφεραν και οι δύο το όνομα Μαγνησία. Η Μαγνησία του Σιπύλου, χτισμένη στους πρόποδες του όρους Σίπυλο στις όχθες του ποταμού Έρμου και η Μαγνησία του Μαιάνδρου στις όχθες του ποταμού Μαίανδρου. Από τις δύο αυτές πόλεις η περιοχή της Μικράς Ασίας ανατολικά της Ιωνίας ονομάστηκε ΜαγνησίαΜαγνησία επίσης ονομάστηκε η περιοχή εγκατάστασης των Μαγνητών στην Θεσσαλία, ονομασία που διατηρεί η περιοχή μέχρι σήμερα. Οι Μάγνητες δεν διατήρησαν την ανεξαρτησία τους αλλά υποτάχτηκαν και έγιναν Περίοικοι των Θεσσαλών πιθανόν στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ
Οι Λοκροί ήταν αρχαίο ελληνικό φύλο, που κατοικούσε στην κεντρική Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Λοκρίδα, η οποία στην αρχαιότητα χωριζόταν σε δύο περιοχές. Σύμφωνα με τον Στράβωνα, στα δυτικά κατοικούσαν οι Εσπέριοι ή Οζόλες Λοκροί, σε μια περιοχή η οποία βρισκόταν στους σημερινούς νομούς Φωκίδας και Αιτωλοακαρνανίας. Στα ανατολικά (“Εώα Λοκρίς”) οι Λοκροί κατοικούσαν στην περιοχή του σημερινού νομού Φθιώτιδας. Αυτοί με την σειρά τους χωρίζονταν σε Λοκρούς Οπούντιους (σ’ αυτούς δηλαδή που είχαν μητρόπολη τον Οπούντα) και Λοκρούς Επικνημίδιους (που ονομάζονταν έτσι από το βουνό πλάι στο οποίο ζούσαν, την Κνημίδα, με κυριότερη πόλη το Θρόνιο), αλλά, γενικά, δεν συνήθιζαν να τους διαχωρίζουν καθώς ήταν ενωμένοι σε κοινό με πρωτεύουσα την πόλη Οπούς.
Επιφανής ήρωας των Λοκρών υπήρξε ο Αίας ο Λοκρός, που έλαβε μέρος στον Τρωικό πόλεμο ως επικεφαλής των υπόλοιπων Λοκρών.

Καταγωγή

Σχετικά με την καταγωγή των Λοκρών υπάρχουν δύο εκδοχές. Οι Λοκροί ίσως να ήταν από τα πρώτα δωρικά – βορειοδυτικά φύλα που έφτασαν στη νότια Ελλάδα. Κατά μία δεύτερη εκδοχή, οι Λοκροί προέρχονταν από τους Λέλεγες και πήραν το όνομά τους από τον βασιλιά Λοκρό[1]. Η εγκατάσταση αυτή έγινε πριν την έναρξη του Τρωικού πολέμου[Σημ. 1]. Οι Οζολοί Λοκροί ξεκίνησαν από την Ανατολική Λοκρίδα και εγκαταστάθηκαν στην Δυτική.

Λοκρίδα

Ο Παρνασσός, η Φωκίδα και η Τετράπολη των Δωριέων χώριζαν τους Οζολούς Λοκρούς (Δυτικοί) από τους Οπούντιους Λοκρούς (Ανατολικοί), με σημαντικότερες πόλεις τους την Άμφισσα και τον Οπούντα αντίστοιχα.
Η Άμφισσα, η Οιάνθεια[Σημ. 2], ο Φύσκος (σημερινό Μαλανδρίνο) και η Μυωνία (σημερινή Αγία Ευθυμία), κάτοικοι της οποίας είχαν αφιερώσει και μία ασπίδα στον Δία στην Ολυμπία, ήταν οι σημαντικότερες πόλεις των Οζολών Λοκρών, ενώ το σημαντικότερο λιμάνι τους ήταν η Ναύπακτος.
Στην Οπούντια (Ανατολική) Λοκρίδα σημαντικές πόλεις ήταν ο Οπούντας (στην περιοχή της σημερινής Αταλάντης), το Θρόνιον, η Νίκαια, η Σκάρφεια και ο Κύνος (επίνειο του Οπούντα).

Ιστορία

Οι Λοκροί ήταν πάντα προσεκτικοί επειδή γνώριζαν ότι είχαν γύρω τους επικίνδυνους εχθρούς όπως οι Φωκείς ανατολικά της Άμφισσας, οι Αιτωλοίδυτικά, και οι Θηβαίοι που ήταν κοντά στους Οπούντιους.
Οι Οζολοί Λοκροί έλαβαν μέρος στον Α’ Μεσσηνιακό πόλεμο (743 – 723 π.Χ.) αλλά και στον Β’ Μεσσηνιακό πόλεμο (685 – 668 π.Χ.).
Στην διάρκεια των Περσικών επιδρομών στην Άμφισσα κατέφυγε ο άμαχος πληθυσμός των Φωκικών πόλεων που κατέστρεψαν οι Πέρσες, όπου ήταν ασφαλείς χάρις στο φρούριο της, ενώ οι Οπούντιοι Λοκροί ήταν από τους λίγους μη Πελοποννήσιους, μαζί με τους συγγενείς και γείτονες τους Φωκείς και τους Θεσπιείς, οι οποίοι ακολούθησαν τον Λεωνίδα στις Θερμοπύλες για την υπεράσπισή της Ελλάδας από την επιδρομή των Περσών. Στη ναυμαχία στο Αρτεμίσιο το 480 π.Χ., συνέβαλλαν με επτά πεντηκοντόρους[2]. Μετά την ναυμαχία, οι Πέρσες υπέταξαν την Οπούντια Λοκρίδα, που δεν είχε την δύναμη να αντιμετωπίσει μόνη της τον στρατό του Ξέρξη. Στην μάχη των Πλαταιών, οι υποταγμένοι Οπούντιοι, αναγκάζονται να πολεμήσουν στο πλευρό των Περσών και μαζί με τους Μακεδόνες, τους Θεσσαλούς και τους Φωκείς που βρέθηκαν στην ίδια κατάσταση, αλλά και τους Θηβαίους, που όμως ήταν και οι μόνοι που είχαν πολιτικούς λόγους να θέλουν να επικρατήσουν οι Πέρσες.
Το 454 π.Χ., κατά τον Πρώτο Πελοποννησιακό πόλεμο, οι Αθηναίοι καταλαμβάνουν την Ναύπακτο, την οποία αφαιρούν από την κυριαρχία την Εσπέριων Λοκρών, και στην πόλη εγκαθίστανται Μεσσήνιοι, που είχαν διωχθεί από τους Σπαρτιάτες.[3]
Στον Πελοποννησιακό πόλεμο, οι Λοκροί, τάχθηκαν υπέρ των Σπαρτιατών. Το 426 π.Χ., και με την προτροπή των Μεσσήνιων της Ναυπάκτου, ο Αθηναίος στρατηγός Δημοσθένης εκστρατεύει ενάντια στους Αιτωλούς, βοηθούμενος από Λοκρούς της περιοχής. Ο Σπαρτιάτης στρατηγός Ευρύλοχος, όμως, με την βοήθεια των υπόλοιπων Λοκρών της περιοχής, προήλασε στην Ναύπακτο, που τελικά επανέρχεται στην κυριαρχία των Εσπέριων Λοκρών, ενώ οι Μεσσήνιοι, μετά και την μάχη στους Αιγός ποταμούς, εγκαταλείπουν την πόλη.[4]
Μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, οι Σπαρτιάτες κατά την επιχείρησή τους να καταλάβουν την Βοιωτία, κινήθηκαν εναντίον και των Λοκρών οι οποίοι απέφυγαν να αντιπαραταχθούν, αναγκάζοντας τους Λακεδαιμόνιους να επιδίδονται σε συστηματικές λεηλασίες και επιδρομές. Οι Λοκροί όμως γνωρίζοντας την περιοχή, τους αντιμετώπιζαν με ξαφνικές βραδινές επιδρομές, προκαλώντας τους μεγάλες απώλειες και αναγκάζοντάς τους να εγκαταλείψουν την κεντρική Ελλάδα.
Στον τρίτο Ιερό Πόλεμο, οι Λοκροί πολέμησαν μαζί με τους Θηβαίους ενάντια στους Φωκείς, όταν αυτοί κατέλαβαν τους Δελφούς. Οι Φωκείς λεηλάτησαν πόλεις και στις δύο πλευρές της Λοκρίδας. [5]
Οι διαμάχες των Λοκρών της Άμφισσας με τους Φωκείς, έγιναν αφορμή για τον Κορινθιακό πόλεμο[6].
Το 388 π.Χ., όταν οι Μακεδόνες κατέλαβαν τη Ναύπακτο, οι Οζολοί υπέγραψαν συμμαχία μαζί τους και τους ακολούθησαν στην εκστρατεία εναντίον των Περσών.[εκκρεμεί παραπομπή]
Οι Οζολοί, παρασύρθηκαν από τους Θηβαίους και προσπάθησαν να κατηγορήσουν τους Αθηναίους για αλαζονεία[Σημ. 3]. Με παρέμβαση όμως του ρήτορα και πυλαγόρα των Αθηναίων Αισχίνη[7], οι κατηγορίες γύρισαν εναντίων τους, γιατί καλλιέργησαν κτήματα του Κρισαίου πεδίου που ανήκαν στο μαντείο των Δελφών και εκμεταλλεύτηκαν την ερημωμένη από τον πρώτο Ιερό πόλεμο Κίρρα, περιοχή στην οποία απαγορευόταν κάθε δραστηριότητα, με αποτέλεσμα η Δελφική Αμφικτυονία να καλέσει τον Φίλιππο Β’ της Μακεδονίας να τους τιμωρήσει. Αυτός πολιόρκησε την λοκρική πρωτεύουσα, την Άμφισσα.
Το 278 π.Χ. συμμετέχουν μαζί με τους Φωκείς και τους Αιτωλείς κατά των Γαλατών, τους οποίους και νικήσαν. Οι Λοκροί θα ενταχθούν στην Αιτωλική Συμπολιτεία. Την περίοδο που ο Φλαμινίνος θα κηρύξει τις Ελληνικές πόλεις ανεξάρτητες, πολλές από τις λοκρικές πόλεις θα εκδώσουν για πρώτη φορά δικά τους νομίσματα. Αργότερα θα γίνουν και αυτοί τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, μετά την ήττα των Αιτωλών στο πόλεμο κατά των Ρωμαίων.[Σημ. 4]

Πολιτισμός

Ονόματα

Το όνομα Οζολοί Λοκροί, σύμφωνα με τον Παυσανία, προερχόταν από το ρήμα όζω που σημαίνει μυρίζω άσχημα επειδή κατά μία εκδοχή[Σημ. 5] δεν φορούσαν ενδύματα από ύφασμα αλλά προβιές ζώων. Αναφέρονται τον καιρό του Πελοποννησιακού πολέμου από τον Θουκυδίδη ως ημι-βάρβαροι όπως οι Αιτωλοί και οι Ακαρνάνες. Συχνά επίσης αναφέρονται και ως Εσπέριοι.
Οι Λοκροί της Ανατολικής Λοκρίδας ονομάζονταν Οπούντιοι, λόγω της πόλης του Οπούντα ή Επικνημίδιοι όσοι από αυτούς κατοικούσαν κοντά στο όρος Κνήμις.
Οι Λοκροί πρέπει να ήταν οι πρώτοι που ονομάστηκαν Έλληνες, από τον Έλληνα, γιο του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, οι οποίοι προέρχονταν από την Οπουντία Λοκρίδα.
Μερικά από τα ονόματα των πόλεων, προέρχονται από μυθολογικά πρόσωπα που είχαν σχέση με τον Λοκρό (ΟπούνταςΚύνος, Φύσκος).

Διάλεκτος

Οι Λοκροί είχαν δημιουργήσει ισχυρές λοκρικές πόλεις με δωρική κληρονομιά και μιλούσαν την λοκρική διάλεκτο, μια δωρική-βορειοδυτική διάλεκτο, σε αντίθεση με γύρω φύλα της κεντρικής Ελλάδας, όπως οι Βοιωτοί και οι Θεσσαλοί οι οποίοι μιλούσαν την αιολική διάλεκτο

Σχέσεις και Κοινωνική Ζωή

Ήταν μία από τις 12 φυλές που συμμετείχαν στην Αμφικτυονία των Δελφών. Κάθε φυλή είχε δύο ψήφους. Στην περίπτωση των Λοκρών μία ψήφο είχαν οι Οζολοί και μία οι Οπούντιοι Λοκροί.
Οι κατοίκους της αρχαίας Φωκίδας, Λοκρίδας και Αιτωλίας, αν και συχνά υπήρχαν πολεμικές κόντρες μεταξύ τους (κυρίως με τους Φωκείς), είχαν συγγενικές σχέσεις μεταξύ τους. Για παράδειγμα, γνωρίζουμε ότι το 27 π.Χ. ο Οκταβιανός Αύγουστος, σε ανάμνηση της νίκης του στο Άκτιο, ίδρυσε τη Νικόπολη, αλλά πολλοί Αιτωλοί δεν υπάκουσαν στη διαταγή του να εποικίσουν τη νέα πόλη και προτίμησαν να μετοικήσουν στην Άμφισσα όπως τους υπαγόρευαν αρχαιότατοι συγγενικοί δεσμοί, ενώ κατά την διάρκεια των Περσικών επιδρομών, στην πόλη είχε καταφύγει ο άμαχος πληθυσμός των Φωκικών πόλεων που κατέστρεψαν οι Πέρσες. Διαφορές είχαν συχνά και με τους κατοίκους της Εύβοιας και της Θήβας. Μεταξύ των Λοκρικών πόλεων ανατολικής και δυτικής περιοχής υπήρχαν πάντοτε πολύ καλές σχέσεις, πράγμα που μαρτυράτε τόσο από την συνεργασία για την δημιουργία της αποικίας στην Kάτω Ιταλία όσο και από ανασκαφικά ευρήματα[Σημ. 6].
Παρόλο που δεν είναι γνωστές πολλές πτυχές της ιστορίας τους και οι υπόλοιποι αρχαίοι Έλληνες τους θεωρούσαν ημι-βάρβαρους (δηλαδή απολίτιστους)—-κυρίως λόγω της απλού τρόπου ζωής τους[Σημ. 7] αλλά και επειδή, λόγω της έλλειψη εύφορων εδαφών στην περιοχής της Δυτικής Λοκρίδας, συχνά οι κάτοικοί της επιδίδονταν σε ληστείες [8] και στην πειρατεία[9] —- η διασπορά των Λοκρών κατά την αρχαιότητα υπήρξε μεγάλη και ο πολιτισμός που ανέπτυξαν πολύ αξιόλογος. Στοιχεία λατρείας, μυθολογίας και πολιτισμού των Λοκρών διαδόθηκαν σε όλο τον αρχαίο κόσμο, ο οποίος σε μεγάλη έκταση είχε αποικηθεί από αυτούς.
Στην περιοχή της νοτιοδυτικής Λοκρίδας (Ναύπακτος) αναπτύχθηκε, μεταξύ άλλων, η ποίηση [Σημ. 8] αλλά και η αγαλματοποιία[10].

Διοίκηση

Διοικητικά, οι Οπούντιοι Λοκροί ήταν ενωμένοι σε κοινό με πρωτεύουσα την πόλη του Οπούντα, αλλά με την κάθε πόλη να έχει δικά της κέντρα εξουσίας. Εξίσου χαλαρή ήταν και η κατάσταση στην δυτική περιοχή, όπου κάθε πόλη ήταν ανεξάρτητη, αλλά είχαν μία χαλαρή κεντρική ένωση (κοινό) από τον 4ο π.Χ. αιώνα, με επίκεντρο την πόλη Φύσκος. Το πολίτευμα που κυρίως επικρατούσε ήταν η ολιγαρχία ή η αριστοκρατία.

Στρατός

Η Λοκρίδα δεν ήταν ιδιαίτερα πλούσια περιοχή αλλά οι πολεμιστές της ήταν γνωστοί για την ανδρεία τους. Έχοντας δημιουργήσει μια ιδιαίτερα κλειστή κοινωνία, τιμούσαν την κληρονομιά τους, διατηρώντας τις αξίες και αρετές που τους έδωσαν οι πρόγονοι τους. Μπορούσαν να δημιουργήσουν μεγάλες παρατάξεις από οπλίτες οι οποίοι φορούσαν περικεφαλαίες όμοιες με των Αχαιών με περισσότερα του ενός λοφία. Ήταν πολεμοχαρείς και από τις λίγες ελληνικές φυλές των κλασικών χρόνων που δεν μισούσαν αλλά τιμούσαν ιδιαίτερα τον Άρη, τον θεό του πολέμου, και έφεραν σύμβολα του στον θώρακα τους. Πολεμώντας με την φάλαγγα τους, άφηναν πάντα μια θέση κενή γιατί πίστευαν ότι ο Αίας ο Λοκρός πολεμούσε πάντα μαζί τους και μετά τον θάνατό του.

Νομίσματα

Τα περισσότερα λοκρικά νομίσματα που έχουν βρεθεί, άρα και οι περισσότερες πληροφορίες που υπάρχουν, προέρχονται από την Οπουντία Λοκρίδα. Δεν έχουν βρεθεί νομίσματα των Οπουντίων Λοκρών που να είναι αρχαιότερα του 400 π.Χ.. Μετά την Ανταλκίδειο ειρήνη το 386 π.Χ., ο Οπούς έκοψε νομίσματα που έφεραν το όνομα της πόλης, κάτι που επιτράπηκε και σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας. Τα λοκρικά νομίσματα ήταν φτιαγμένα στο πρότυπο των νομισμάτων της Αίγινας. Μετά την μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ., ο Οπούς μάλλον προκάλεσε τη δυσαρέσκεια του Φιλίππου Β’ όπως και η Θήβα. Από τον Οπούντα μεταφέρθηκε το δικαίωμα για την έκδοση αργυρών νομισμάτων σε όλους τους Λοκρούς, όπως είχε γίνει και από τη Θήβα σε όλους τους Βοιωτούς. Τα νομίσματα των Λοκρών μετά από τη μάχη εκείνη, έμοιαζαν με τα παλαιότερα, αλλά αντί για την επιγραφή ΟΠΟΝΤΙΩΝ είχαν τις επιγραφές ΛΟΚΡΩΝ ΥΠΟΚ, ΛΟΚΡ, ΛΟ ή ΛΟΚΡ ΕΠΙΚΝΑ.
Κατά την Μακεδονική κατάκτηση, περίπου από το 300 π.Χ., πιθανόν να μην κόβονταν νομίσματα στην Λοκρίδα. Την περίοδο της Αιτωλικής Συμπολιτείας (279 – 168 π.Χ.), το Θρόνιο, πόλη των Οπουντίων και οι Άμφισσα, Οιάνθεια και Ποτιδάνεια των Εσπέριων[11], έκοβαν χάλκινα νομίσματα με αιτωλικές μορφές. Όταν ο Φλαμίνινος έδωσε την ελευθερία στις ελληνικές πόλεις το 197 π.Χ., ο Οπούς άρχισε να κόβει νομίσματα με παλιές μορφές στα οποία χαραζόταν η λέξη ΟΠΟΥΝΤΙΩΝ αντί ΟΠΟΝΤΙΩΝ. Η κοπή σταμάτησε το 146 π.Χ.. Αλλά και κατά τη ρωμαϊκή κατάκτηση επανήλθε η κοπή νομισμάτων στον Οπούντα για μικρή περίοδο, σε μερικά από τα οποία απεικονίζονται οι κεφαλές του Άδη και της Περσεφόνης από τη μια πλευρά, ενώ στην άλλη κάποιος πολεμιστής.
Γενικότερα, κάποιες μορφές που απεικονίζονται στα νομίσματα της Λοκρίδας είναι ο Αίας ο Λοκρός, ο Ερμής, ο Απόλλων, η Αθηνά, ο Κένταυρος καθώς και διάφορα σύμβολα και σχέδια όπως αστέρια, αμπέλια, αγριογούρουνα, πανοπλίες και αμφορείς. Κάποιες επιγραφές νομισμάτων που παραπέμπουν στις πόλεις που τα έκοβαν είναι ΑΜΦΙΣΣΕΩΝ, ΟΙΑΝΘΕΩΝ, ΟΠΟΝ, ΣΚΑΡΦΕΩΝ, ΘΡΟΝΙΕΩΝ.

Αποικίες

Ήπειρος

Ομάδα λοκρών από το Θρόνιο, μαζί με Άβαντες από την Εύβοια, ίδρυσαν στην Βόρεια Ήπειρο τις πόλεις Ωρικό και Θρόνιο.[12]

Κέα

Η Κέα ήταν αποικία των Λοκρών της Ναυπάκτου. Το όνομα του νησιού προέρχεται από τον ήρωα Κέω, επικεφαλής των Λοκρών που αποίκησαν το μέρος, ο οποίος καταγόταν από την Ναύπακτο.

Στην Ελληνική Μυθολογία οι Λαπίθες αναφέρονται ως μυθολογικά όντα ίδιας καταγωγής με τους Κενταύρους από τους οποίους και χωρίσθηκαν μεταγενέστερα από τους ποιητές αποδίδοντάς τους ανθρώπινη μορφή και παρουσία ως αρχαίου πραγματικού λαού, πολεμικού και ανδρειωμένου που αφού εξεδίωξαν τους Περραιβούς από τη Θεσσαλία εγκαταστάθηκαν στην παρά τις όχθες του Πηνειού πεδιάδα. Μπορεί όμως να πρόκειται και για αρχαιότατου λαού εγκατεστημένου από την αρχή εκεί που πολεμώντας κατά των διαφόρων κάθε φορά εισβολέων τελικά εξοντώθηκε από τους Δωριείς.
Οι αποδεχόμενοι τους Λαπίθες ως μυθικά όντα παράγουν το όνομά τους από το λαπιστής (= αλαζών) και το ρήμα λαπίζω (= συρίζω), από την ίδια ρίζα λαπ επίσης και το ρήμα αλαπάζω (=καταστρέφω, διαρπάζω) αλλά και το ουσιαστικό λαίλαπα (λαίλαψ). Επειδή όμως και η ρίζα λαπ είναι σχετική με τη ραπ = αρπ πολλοί σχετίζουν το όνομα με τις Άρπυιες, δηλαδή τους βίαιους ανέμους, και κάθε βίαια μετεωρολογικά φαινόμενα, δαίμονες των καταιγίδων, που η ποιητική φαντασία τους μετέβαλε βαθμηδόν σε γενναίους πολεμιστές, ενάρετους και φιλόξενους σε αντίθεση με τους Κενταύρους. Στους αναφερόμενους μύθους κατά τον Διόδωρο τον Σικελιώτη, γενάρχης των Λαπίθων φέρεται ο Λαπίθης, γιος του Απόλλωνα και της νύμφης Στίλβης, ο δε γιος αυτού Φόρβας βασίλευσε στην Ηλεία όπως και οι γιοί αυτού Αιγεύς και Άκτωρ. Η εκτίμηση των αρχαίων προς τους Λαπίθες φαίνεται μάλλον μεγάλη αφού επιφανείς ήρωες συνδέθηκαν με τους διασημότερους εξ αυτών, όπως για παράδειγμα ο Θησέας που τους βοήθησε στη μάχη τους κατά των Κενταύρων, επειδή στο γάμο του Πειρίθου με την Ιπποδάμεια οι Κένταυροι πρόσβαλαν τις γυναίκες των Λαπιθών. Σημαντικότεροι των Λαπιθών αναφέρονται ο Κόρωνος και ο γιος του Λεοντεύς, ο γιος του Πειρίθου Πολυποίτης οι οποίοι ως ηγήτορες 40 πλοίων συμμετείχαν στον πόλεμο της Τροίας οι από την Άργισσα, τη Γυρτώνη, την Όρθη, την Ηλώνη και Ουλουσώνα καταγόμενοι Λαπίθες.
Οι Κουρήτες ήταν αρχαιότατος λαός της δυτικής Ελλάδας και συγκεκριμένα της Αιτωλοακαρνανίας που συγγένευε με τους Καλυδωνίους.
Αναφέρονται από τον Όμηρο ως διεκδικητές της Καλυδωνίας από τους Αιτωλούς. Το όνομά τους ετυμολογείται κατά τους μεν από το Κούριο όρος της Αιτωλίας, κατά τους δε από το γεγονός ότι «έκειραν» (κούρευαν) το μπροστινό μέρος της κόμης τους σε αντίθεση με τους Ακαρνάνες γείτονές τους που τη διατηρούσαν άθικτη.
Πάντως κατά τον Στράβωνα οι Κουρήτες ήταν οι πρώτοι κάτοικοι της Αιτωλίας και προέρχονταν είτε από την Εύβοια ή από την Κρήτη.
Οι Θεσσαλοί ήταν αρχαίος λαός με πιθανή κοιτίδα την περιοχή της Θεσπρωτίας[1]. Κατά τον 11ο αιώνα π.Χ. μετακινήθηκαν στην περιοχή της σημερινής Θεσσαλίας στην οποία έδωσαν το όνομά τους. Κατά την εγκατάστασή τους στην Θεσσαλία υπέταξαν ή εκτόπισαν τους προγενέστερους λαούς που ήταν εγκατεστημένοι εκεί. Οι παλαιότεροι κάτοικοι της Θεσσαλίας, οι Αιολείς, οι Βοιωτοί, οι Αινιάνες κ.α. μετακινήθηκαν ανατολικά ή νότια ιδρύοντας νέα κράτη και αποικίες. Οι Αιολείς εγκαταστάθηκαν στα νησιά του βορείου Αιγαίου και στα βόρεια παράλια της Μικράς Ασίας απέναντι από την Λέσβο και την Χίο, οι Βοιωτοί εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Βοιωτίας ενώ οι Αινιάνες στον κάμπο του Σπερχειού.

Τα Θεσσαλικά κράτη

Οι Θεσσαλοί μετά την εγκατάστασή τους στην περιοχή του Θεσσαλικού κάμπου χωρίστηκαν σε τέσσερα κράτη, την Πελασγιώτιδα, την Εστιαιώτιδα, την Θεσσαλιώτιδα και την Φθιώτιδα (ή Αχαΐα Φθιώτιδα). Σε καιρό πολέμου εξέλεγαν έναν αρχηγό ανάμεσα στους τέσσερις βασιλείς που ονομαζόταν Ταγός. Στο μεγαλύτερο διάστημα της θεσσαλικής ιστορίας ο Ταγός προερχόταν από την αριστοκρατική οικογένεια των Αλευάδων της Λάρισας. Οι Θεσσαλοί σταδιακά κυριάρχησαν πάνω στα γειτονικά κράτη των παλαιότερων λαών της Θεσσαλίας, των Μαγνητών, των Περραιβών, των Αινιανών, των Μαλιέων, των Οιταίων και των ορεινών Δολόπων. Η Θεσσαλία τότε απλωνόταν σε μία περιοχή από τον Όλυμπο, μέχρι την Οίτη.

Αρχαϊκή Περίοδος

Κατά την Αρχαϊκή περίοδο η Θεσσαλία απέκτησε μεγάλη δύναμη. Μαζί με άλλες έντεκα φυλές οι Θεσσαλοί ίδρυσαν την Δελφική Αμφικτυονία. Ελέγχοντας όμως σταδιακά τις πέντε από τις έντεκα φυλές απέκτησαν την μεγαλύτερη δύναμη στο αμφικτυονικό συνέδριο. Πρώτη πολιτική παρέμβαση των Θεσσαλών στην νότια Ελλάδα ήταν στον Α’ ιερό πόλεμο (601-591 π.Χ.), όταν επενέβησαν εναντίων των πόλεων Κρίσσας και Κίρρας που εκμεταλλεύονταν τους προσκυνητές του μαντείου των Δελφών. Οι Θεσσαλοί με συμμάχους την Αθήνα και την Σικυώνα κατέστρεψαν την Κίρρα και ανέλαβαν τον έλεγχο του μαντείου των Δελφών. Παράλληλα υποδούλωσαν τους Φωκείς που είχαν βοηθήσει στον ιερό πόλεμο τους Κρισσαίους. Τα επόμενα χρόνια απέκτησαν βλέψεις προς την Βοιωτία αλλά ηττήθηκαν και το 571 εγκατέλειψαν και την Φωκίδα. Επόμενη απόπειρα να επεκταθούν προς τον νότο απέτυχε καθώς ηττήθηκαν από τους Βοιωτούς στην μάχη του Κερρησού και από τους Φωκείς στην μάχη της Υάμπολης και περιορίστηκαν στην περιοχή της Θεσσαλίας.

Περσικοί πόλεμοι

Στους Περσικούς πολέμους οι Θεσσαλοί συμμάχησαν με τους Πέρσες. Σε αυτή την απόφαση στράφηκαν μετά το συνέδρειο του Ισθμού, όταν οι υπόλοιπες Ελληνικές πόλεις απέρριψαν το σχέδιο των Θεσσαλών να αντισταθούν στα Τέμπη. Το Θεσσαλικό ιππικό πάντως κατά την μάχη των Πλαταιών κράτησε ουδέτερη στάση, γεγονός που βοήθησε τον ελληνικό στρατό.

Επόμενα χρόνια

Τα επόμενα χρόνια η Θεσσαλία εξασθένησε. Μετά την ήττα των Περσών έγιναν σύμμαχοι των Αθηναίων στάση που κράτησαν μέχρι τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Διατήρησαν την δύναμή τους όμως στην Δελφική Αμφικτυονία η οποία εξακολουθούσε να υπάρχει. Η Θεσσαλία απέκτησε δύναμη όταν έγινε ταγός ο τύραννος των Φερών Ιάσονας. Ο Ιάσονας κυριάρχησε σε όλη την Θεσσαλία. Απέβλεπε στην ένωση όλων των Ελλήνων και σε κοινή εκστρατεία κατά των Περσών. Η περίοδος αυτή ήταν σύντομη καθώς ο Ιάσονας δολοφονήθηκε μετά από δέκα χρόνια στην εξουσία. Οι διάδοχοί του δεν κατάφεραν να διατηρηθούν στην εξουσία. Ακολούθησαν εμφύλιες συγκρούσεις και τελικά η Θεσσαλία υποτάχθηκε στους Μακεδόνες του Φιλίππου.

Οι τέχνες των Θεσσαλών

Η κύρια ασχολία των Θεσσαλών ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία, συγκεκριμένα η εκτροφή αλόγων. Εκτός αυτού ήταν επιτήδειοι έμποροι και επιδέξιοι τεχνίτες σε πολλά επαγγέλματα. Οι Θεσσαλοί διατηρούσαν εμπορικές σχέσεις και έκαναν εξαγωγή σιτηρών και οίνου δικής τους παραγωγής. Στην κτηνοτροφία, μικρό ρόλο έπαιζε η εκτροφή του προβάτου, κτηνοτροφική τέχνη που εισήγαγαν από την Μικρά Ασία. Φημισμένοι ήταν όμως για την αρτοποιιτική τους τέχνη, ιδίως για το θεσσαλικό ψωμί. Οι Θεσσαλοί ήταν επίσης δεξιοτέχνες επιπλοποιοί. Οι πολυθρόνες από την Θεσσαλία πρέπει να ήταν δείγματα καλαισθησίας για την εποχή τους. Αν και δεν σώζονται λεπτομερείς περιγραφές περί της κατασκευής τους, πιθανώς να είχαν φανταχτερά χρώματα και να ήταν πολύ μαλακά και αναπαυτικά έπιπλα. Γενικά οι Θεσσαλοί φημίζονταν στην αρχαία Ελλάδα για την αρχοντιά και την καλοπέραση. Οι λεξικογράφοι αναφέρουν τα θεσσαλικά παπούτσια, δείγμα ότι υπήρχε και υποδηματοποιία. Στις παραλιακές περιοχές γινόταν παρασκευή πορφύρας. Στην Μελίβοια ήταν εγκατεστημένες βιοτεχνίες βαφής υφασμάτων.

Οι Θεσπρωτοί ήταν αρχαίο ελληνικό φύλλο εγκατεστημένο στην περιοχή της Ηπείρου, ήταν ένα από τα κύρια ελληνικά φύλλα της περιοχής μαζί με τους Μολοσσούς και τους Χάονες. Ο Όμηρος αναφέρεται συχνά στην Θεσπρωτία (την γη δηλαδή των Θεσπρωτών) , οι οποία είχε φιλικές σχέσεις με την Ιθάκη και το Δουλίχι. Στα βορειοδυτικά των Θεσπρωτών γειτνίαζαν με τους Χάονες και στα ανατολικά με τους Μολοσσούς. Οι Ιλλυριοί βρίσκονταν στα βόρεια σύνορα τους. Οι Θεσπρωτοί ανήκαν στο Κοινό των Ηπειρωτών, μέχρι την στιγμή που υποτάχθηκαν από τους Ρωμαίους μαζί με την υπόλοιπη Ήπειρο.
Οι Ηδωνοί και Ήδωνες ή Ηδώνες ήταν αρχαίος λαός της Θράκης που ονομάστηκε από τον Ηδωνό, γιο του Άρη και της κόρης του ΝέστουΚαλλιρρόης. Κατοικούσαν αρχικά στην Ηδωνίδα της Δυτικής Θράκης κοντά στον κάτω ρου του Νέστου. Επί Φίλιππου Β’ της Μακεδονίαςεγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία, μεταξύ των ποταμών Νέστου και Στρυμόνα ανατολικά της λίμνης Κερκυνίτιδος. Πρωτεύουσα τους ήταν η Μὐρκινος.[1]Κυριότερες πόλεις εκτός από την Μύρκινο ήταν η Αμφίπολη η Ηιών, οι Φίλιπποι, η Φάγρη, η Γαληψός, η Γάζωρος και η Απολλωνία
Οι Δωριείς ήταν ελληνικό φύλο, ένα από τα τέσσερα της αρχαιότητας, το οποίο καταγόταν σύμφωνα με τις γραπτές παραδόσεις από την οροσειρά της Πίνδου. Κατά την παλαιά παραδοσιακή θεωρία και κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, οι Δωριείς κατέβηκαν στη νότια Ελλάδα περίπου τον 12ο π.Χ. αιώνα και κατέλυσαν τον Μυκηναϊκό πολιτισμό, καθώς διέθεταν όπλα από σίδηρο, που ήταν ανώτερα από τα χάλκινα των Μυκηναίων. Νεώτερες όμως μελέτες συνδυάζουν την έλλειψη αρχαιολογικών ευρημάτων που να συνηγορούν σε μια τέτοια βίαιη εισβολή και γλωσσολογικών στοιχείων από την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β, και αμφισβητούν έντονα την εκδοχή αυτή. Η μετακίνησή τους αυτή, που είναι γνωστή ως “Κάθοδος των Δωριέων“, παραμένει μέχρι σήμερα ένα από τα σκοτεινότερα σημεία της ελληνικής ιστορίας.

Καταγωγή και ιστορία

Οι Δωριείς ήταν μαζί με τους Ίωνες, τους Αιολείς και τους Αχαιούς, τα τέσσερα μεγάλα ελληνικά φύλα, τα οποία εξαπλώθηκαν στην Ελλάδα σε διαφορετικές περιόδους κατά τη διάρκεια της 2ης χιλιετίας π.Χ. και διαμόρφωσαν το ελληνικό έθνος.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, όταν βασίλευε ο Δευκαλίων, οι Δωριείς κατοικούσαν στην Φθιώτιδα. Από εκεί, ενώ βασιλιάς τους ήταν ο Δώρος, από τον οποίο πήραν και το όνομά τους, πήγαν στις πλαγιές της Όσσας και του Ολύμπου, στην περιοχή που ονομαζόταν Ιστιαιώτις. Οι Κάδμειοι τους ανάγκασαν να εγκαταλείψουν την περιοχή αυτή και να εγκατασταθούν στην Πίνδο, σε μια περιοχή που εκτείνεται από την περιφέρεια ΚαστοριάςΓρεβενών έως και την επαρχία Μετσόβου, όπου ονομάστηκαν Μακεδνοί.
Από εκεί ξεκίνησε η λεγόμενη “Κάθοδος των Δωριέων” στα τέλη του 12ου αιώνα π.Χ., μέσω του περάσματος της Δεσκάτης, που αποτέλεσε ιστορικό γεγονός μεγάλης σπουδαιότητας, και είχε το χαρακτήρα εγκατάστασης ενός λαού σε πιο εύφορα και προσοδοφόρα εδάφη. Αυτή η εσωτερική μετανάστευση των Δωριέων αποτέλεσε τμήμα της γενικότερης προσπάθειας των δυτικών φυλετικών ομάδων να κατακτήσουν νέες περιοχές. Οι ακριβείς συνθήκες της μετακίνησής τους προς νότον παραμένουν άγνωστες. Οι Δωριείς αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τους τόπους εγκατάστασής τους, καθώς είτε δέχτηκαν την πίεση άλλων φυλετικών ομάδων, είτε οι διαθέσιμοι φυσικοί πόροι δεν επαρκούσαν.
Ενώ παλαιότερα εικάζοταν ότι η εξάπλωση των Δωριέων ήταν το κυριότερο αίτιο κατάρρευσης του μυκηναϊκού κόσμου, οι ιστορικοί σήμερα τείνουν στην αντίθετη εκδοχή, ότι η κατάρρευση του μυκηναϊκού κόσμου των Αχαιών αποτέλεσε το κυριότερο αίτιο της γρήγορης εξάπλωσης του δωρικού στοιχείου. Συγκεκριμένα, υποστηρίζεται η άποψη ότι ότι οι Δωριείς ήταν ένα ελληνικό ποιμενικό και πρωτόγονο σχετικά φύλο που κατοικούσε στις ορεινές περιοχές της Ελλάδας, και το οποίο μετά τη διάλυση του μυκηναϊκού κόσμου κατέλαβε πεδινές περιοχές.
Από την Πίνδο και συγκεκριμένα από την περιοχή Λάκμου – Βοΐου, οι Δωριείς εγκαταστάθηκαν στην Δωρίδα, στην περιοχή της σημερινής Φωκίδας. Εκεί ίδρυσαν την Δωρική Τετράπολη, την μητρόπολη των δωρικών φύλων. Πολιτιστικά κατώτεροι των Αχαιών αλλά στρατιωτικά ισχυρότεροι, εφόσον, όπως προαναφέρθηκε, κατείχαν σιδερένια όπλα, πέρασαν στην Πελοπόννησο από τα παράλια της Κεντρικής Ελλάδας, την οποία εποφθαλμιούσαν για τα εύφορα εδάφη της και διαχωρίστηκαν: μία ομάδα, της οποίας πιθανότερο είναι η πλειοψηφία της να ήταν Υλλείς, αν κρίνουμε από τα αγάλματα του Ύλλου που υπήρχαν στα Μέγαρα, στην Κόρινθο και στο Άργος, κατέλαβε την ιωνική περιοχή της Αργολίδας και Κυνουρίας, μία δεύτερη κατέλαβε την κοιλάδα του Ευρώτα και η τελευταία τη Στενύκλαρο στο μεσσηνιακό κάμπο, ενώ μια σημαντική ομάδα Δωριέων παρέμεινε στην Δωρίδα. Αυτή η εισβολή προκάλεσε μεγάλα προσφυγικά κύματα των παλαιότερων κατοίκων, Αχαιών κυρίως και Αρκάδων δευτερευόντως. Εκπληκτικό είναι το γεγονός της πλήρους επικράτησης του δωρικού γλωσσικού ιδιώματος σε μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου, παρ’ όλη τη μακρά πολιτιστική πορεία του τόπου αυτού.
Ακολούθησε ένα κύμα μετανάστευσης των Δωριέων στα νησιά του Αιγαίου και τα μικρασιατικά παράλια. Περιοχές όπως τα Κύθηρα, η Κρήτη, η Μήλος, η Θήρα, η Ρόδος και η Κως, καθώς και τα απέναντι μικρασιατικά παράλια, περιήλθαν στον δωρικό έλεγχο. Οι Δωριείς επιχείρησαν επίσης να καταλάβουν την Αττική, χωρίς όμως επιτυχία. Κατά το δεύτερο ελληνικό αποικισμό, μαζί με τις άλλες ελληνικές δυνάμεις, οι Δωριείς δημιούργησαν αποικίες στη Μεγάλη Ελλάδα, δηλαδή τη νότια Ιταλία και Σικελία, όπως τις Συρακούσες, καθώς και στα στενά του Βοσπόρου.
Μεταξύ πρώτου και δεύτερου αποικισμού, εκδηλώθηκε εκτεταμένη κορινθιακή προσπάθεια αποικισμού της δυτικής Ελλάδας, με μεγάλη επιτυχία, αφού οι Κορίνθιοι έθεσαν υπό τον έλεγχό τους αρκετές από αυτές τις περιοχές.
Γενικά, η εποχή της “Καθόδου των Δωριέων”, που επέφερε μεγάλες αλλοιώσεις στον πολιτικό χάρτη της Ελλάδας και επέδρασε καθοριστικά στην ιστορική της πορεία, ονομάζεται “Ελληνικός Μεσαίωνας”, επειδή ελάχιστα γνωρίζουμε γι’ αυτόν και παλαιότερα πιστευόταν ότι αποτελούσε μια εποχή βίαιης διακοπής της πολιτιστικής δημιουργίας

Μυθολογία

Πέρα από τις μαρτυρίες των ιστορικών, υπάρχει και το αντίστοιχο μυθολογικό πλαίσιο. Οι Δωριείς κατάγονταν από τον Δώρο, γιο του Έλληνα, ο οποίος είχε υπό την εξουσία του την ηπειρωτική Ελλάδα. Σε αυτούς κατέφυγαν οι απόγονοι του Ηρακλή, μετά το θάνατο του Ύλλου και τον διωγμό τους από την Πελοπόννησο. Ακόμη, αναφέρεται ότι, όταν οι Ηρακλείδες έφθασαν στον Αιγιμιό, βασιλιά των Δωριέων, ο Ύλλος ζούσε. Ο Αιγιμιός υιοθέτησε τον Ύλλο και μαζί με τους δυο γιους του, Πάμφυλο και Δυμάνα, τον έκανε συγκληρονόμο στο ένα τρίτο του βασιλείου του. Διωγμένοι από τα γειτονικά φύλα οι Δωριείς κατέφυγαν, μετά από πολλές μετακινήσεις, στη Δωρίδα και από εκεί στην Πελοπόννησο. Τη χώρα τη μοίρασαν οι δισέγγονοι του Ύλλου, Τήμενος, Κρεσφόντης και Αριστόδημος, μαζί με τους Πάμφυλο και Δυμάνα. Την κατάκτηση της Πελοποννήσου και την κυριαρχία τους στους αχαϊκούς πληθυσμούς, οι Δωριείς την ερμήνευσαν με το μύθο της “επανόδου των Ηρακλειδών”, δηλαδή την επιστροφή των απογόνων του Ηρακλή στην αρχαία τους κοιτίδα.
Δωρική διάλεκτος
Οι Δωριείς μιλούσαν μια δική τους διάλεκτο της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας, την Δωρική διάλεκτο. Κυριότερη διαφορά της από την Ιωνική-Αττικήδιάλεκτο, ήταν η διατήρηση του ινδοευρωπαϊκού ‘α’ αντί του ‘η’. Η Δωρική μιλιόταν στην Πελοπόννησο, την Κρήτη, τα νησιά του νοτίου Αιγαίου, στα νοτιοδυτικά παράλια της Μικράς Ασίας καθώς και στην Δωρίδα, ενώ οι Βορειοδυτικές διάλεκτοι που άλλοι τις θεωρούν στενά συγγενείς με την Δωρική ενώ άλλοι δεν τις ξεχωρίζουν από αυτή, ομιλούνταν στην δυτική Στερεά Ελλάδα και στην βορειοδυτική Πελοπόννησο. Απόγονος της δωρικής γλώσσας θεωρείται η σημερινή Τσακώνικη, η οποία χρησιμοποιείται στην περιοχή της νότιας επαρχίας Κυνουρίας του σημερινού νομού Αρκαδίας της Πελοποννήσου, από τις ανατολικές πλαγιές του Πάρνωνα μέχρι τον Αργολικό κόλπο . Οι ομιλητές φέρονται ως απόγονοι των αρχαίων ελεύθερων Λακώνων, που μέχρι σήμερα διασώζουν πολλά από τα ήθη και έθιμά τους, μαζί και τη γλώσσα τους και αριθμούν περίπου οχτώ χιλιάδες άτομα. Οι περιοχές που ομιλείται είναι οι κωμοπόλεις του Τυρού,του Λεωνιδίου και η ευρύτερη περιοχή. Το όνομα των Δωριέων είναι τυπικό εθνικό σε -εύς (Δωριεύς) που παράγεται από ένα τοπωνύμιο Δωρι-. Δηλώνει λοιπόν τους κατοίκους της Δωρίδας.
Δωρικός ρυθμός
Ο δωρικός και ο ιωνικός ρυθμός συναποτελούσαν στους αρχαϊκούς χρόνους τους δύο βασικούς αρχιτεκτονικούς ρυθμούς, ενώ από το συνδυασμό τους προέκυψε ο κορινθιακός. Γνωστές αρχαϊκές κατασκευές δωρικού ρυθμού είναι τα Προπύλαια στην είσοδο του Ιερού Βράχου της Ακρόπολης, διάφοροι ναοί στην κυρίως Ελλάδα, καθώς και ένα πλήθος ναών και άλλων οικοδομημάτων στη Σικελία και την Κάτω Ιταλία.
Βασικό στοιχείο του δωρικού ρυθμού είναι ο κίονας, ο οποίος στηρίζεται χωρίς βάση στο ανώτερο μέρος του κρηπιδώματος. Αποτελείται από σπονδύλους και εξωτερικά φέρει αβαθείς ραβδώσεις που καταλήγουν σε οξείες ράχες. Ο δωρικός κίονας αποτελείται από τον κυρίως κίονα, τον εχίνο και τον άβακα. Πάνω από τον άβακα βρίσκεται το επιστύλιο, οι κανόνες, οι μετώπες, τα τρίγλυφα, οι πρόμοχθοι, το τύμπανο, το γείσο, το αέτωμα, η σίμη και το ακρωτήριο.
Εθνολογική σύνθεση
Οι ιστορικοί Δωριείς ήταν χωρισμένοι σε τρεις φυλές που ονομάζονταν: Υλλείς, Δυμάνες, Πάμφυλοι. Οι επώνυμοι ήρωες των Δυμάνων και Παμφύλων θεωρούνταν ως γιοι του Αιγιμιού που είχε οδηγήσει τους Δωριείς στη Δωρίδα. Ο ήρωας των Υλλέων, Ύλλος, ήταν γιος του Ηρακλή, που απέκτησε δικαιώματα στο ένα τρίτο του κράτους του Αιγιμιού, βοηθώντας τον εναντίον των Λαπιθών. Οι τρεις φυλές διατήρησαν το χωρισμό τους ακόμη κι όταν διασπάστηκαν αργότερα στα κράτη της ΣπάρτηςΆργουςΚορίνθουΜεσσηνίας και Μεγάρων.
Δύο ακόμη γεωγραφικές και πολιτιστικές ενότητες συνδέονται με τους Δωριείς. Πρόκειται για την Ήπειρο και τη Μακεδονία. Η Ήπειρος έμεινε στην αφάνεια μέχρι τους ελληνιστικούς χρόνους. Κατοικήθηκε από δωρικά φύλα, που δεν είχαν εξελιχθεί πολιτιστικά και δεν ακολούθησαν την ανάπτυξη των άλλων πόλεων της νότιας Ελλάδας, σημαντικότερα από τα οποία ήταν οι Μολοσσοί και οι Θεσπρωτοί. Το έντονο ορεινό ανάγλυφο της Ηπείρου επέδρασε καθοριστικά στη γλώσσα και τις συνήθειες των Ηπειρωτών. Γι’ αυτό και θεωρήθηκε ότι έχουν ιλλυρική καταγωγή. Το ιδίωμα όμως της αρχαίας Ηπείρου φαίνεται να ήταν το δωρικό, με επιδράσεις από την ιλλυρική γλώσσα.
Οι δε Μακεδνοί θεωρούνταν ως οι απώτεροι πρόγονοι των υπόλοιπων Δωριέων, καθώς στην αρχική τους κοιτίδα στα όρη του Λάκμου ήταν γνωστοί με αυτό το όνομα, αργότερα όμως η λέξη Δωριείς συμπεριέλαβε στους κόλπους της και τους Μακεδνούς. Αυτό συνέβη μετά την απόσπαση ενός τμήματος από τους Μακεδνούς και την εγκατάστασή του στη Δωρίδα. Οι υπόλοιποι διατήρησαν την ονομασία τους και μετακινήθηκαν βορειότερα, στη Μακεδονία, όπου έγιναν γνωστοί ως Μακεδόνες. Στην πορεία αυτή, άλλο ένα τμήμα αποσπάστηκε για να ακολουθήσει τη δική του πορεία προς τη Μαγνησία.
Αναφορικά με τη σχέση Δωριέων και Μακεδόνων, πολλές πόλεις της Μακεδονίας και της νότιας Ελλάδας έχουν κοινό όνομα λόγω κοινής καταγωγής των κατοίκων της. Για παράδειγμα, η Γόρτυνα στην Κρήτη με τη Γόρτυνα του Αξιού ποταμού και το Άργος με το Άργος Ορεστικό. Ο Μέγας Αλέξανδρος, μάλιστα, επικαλέστηκε ότι είναι Αργείος για να πάρει μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες, στοιχείο που συμβάλλει στην αναγνώριση της δωρικής καταγωγής των Μακεδνών.
Οι Έλληνες, ως γνωστόν, είναι απόγονοι του Έλληνος, που είχε απογόνους το Δώρο, τον Αίολο και τον Ξούθο, πατέρα του Ίωνος και του Αχαιού. Αυτοί ήταν αντίστοιχα οι ήρωες των Δωριέων, Αιολέων, Ιώνων και Αχαιών. Επομένως οι Μακεδόνες ανήκουν σε μια από αυτές τις ομάδες, κι επειδή αποδείχθηκε ότι δε συγγενεύουν άμεσα με τους Αιολείς και τους Ίωνες αλλά και επιπλέον τα στοιχεία συνηγορούν υπέρ της δωρικής τους καταγωγής, το ορθότερο θα ήταν να τους κατατάξουμε στους Δωριείς. Ακόμη, ο Ηρόδοτος ισχυρίζεται ότι οι Μακεδνοί αποτελούσαν τμήμα των Δωριέων. Δεν αποκλείεται, επίσης, η συσχέτιση των Μακεδνών και Ηπειρωτών με τους Έλληνες της βορειοδυτικής διαλεκτικής ομάδας, αν και τα υπάρχοντα δεδομένα είναι ελάχιστα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, οι Μακεδνοί και οι Ηπειρώτες ανήκουν στη δυτική ελληνική διαλεκτική ομάδα.
Παρ’ όλα αυτά θα πρέπει να τονιστεί ότι η σύνδεση μεταξύ Δωριέων και Μακεδνών αναφέρεται κυρίως στη φυλετική τους σχέση και λιγότερο στη γλωσσική, αφού η μακρόχρονη γεωγραφική απομόνωση της Μακεδονίας αποτέλεσε τροχοπέδη για τη γλωσσική εξέλιξη της Μακεδονικής διαλέκτου.
Φυλετική ταξινόμηση
Οι Δωριείς μπορούν γενικά να ταξινομηθούν στις πέντε φυλές που προαναφέρθηκαν, δηλαδή στους Υλλείς, Δυμάνες, Παμφύλους, Μακεδνούς και Ηπειρώτες. Οι πέντε αυτές φυλές περιλαμβάνουν διάφορα φύλα που εντοπίζονται στο γεωγραφικό χώρο της ηπειρωτικής Ελλάδας, της δυτικής Μικράς Ασίας και των στενών του Βοσπόρου, καθώς και στην κεντρική Μεσόγειο, από τη νότια Ιταλία και Σικελία μέχρι τις ακτές της σημερινής Λιβύης.
Ταξινόμηση των Δωριέων
Βόρειοι
Νότιοι
Μακεδνοί
Ηπειρώτες
Υλλείς
Πάμφυλοι
Δυμάνες
Ορέστες
Μακεδόνες
Ελιμιώτες
Μάγνητες
Άβαντες
Αφείδαντες
Χάονες
Βυλλίονες
Δέξαροι
Παραυαίοι
Θεσπρωτοί
Κασσωπαίοι
Μολοσσοί
Σελλοί
Τυμφαίοι
Παρωραίοι
Αίθικες
Τάλαρες
Αθαμάνες
Αμφιλόχοι
Αργείοι
Κορίνθιοι
Μεγαρείς
Ρόδιοι
Κώοι
Αλικαρνασσείς
Λευκάδιοι
Άμβρακες
Κερκυραίοι
Συρακόσιοι
Γελώοι
Ακραγαντίνοι
Σελινούντιοι
Σπαρτιάτες
Κρήτες
Θηραίοι
Κυρηναίοι
Κνίδιοι
Ταραντίνοι
Μεσσήνιοι


Οι Δόλοπες ήταν αρχαίο ελληνικό φύλο εγκατεστημένο γύρω από την οροσειρά των Αγράφων στην κεντρική Ελλάδα. Η περιοχή εγκατάστασης τους ονομαζόταν Δολοπία και περιλάμβανε μία σημαντική έκταση με κέντρο το βόρειο τμήμα του σημερινού νομού Ευρυτανίας. Κύρια πόλη τους ήταν η Κτημένη, που βρισκόταν στην θέση του σημερινού χωριού Κτημένη
Οι Δόλοπες ήταν συγγενικό φύλο των Αιτωλών με τους οποίους συνόρευαν στα νότια. Παρακλάδι τους ήταν οι Δρύοπες οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι λίγο νοτιότερα, στην περιοχή της μετέπειτα Δωρίδας και διασκορπίστηκαν μετά την κάθοδο των Δωριέων. Άλλα συγγενικά φύλα των Δολόπων με τα οποία είχαν κοινή ιστορία ήταν οι Αγραίοι, οι Απεραντοί και οι Αθαμάνες οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι στα βόρεια του σημερινού νομού Αιτωλοακαρνανίας. Συχνά αναφέρονται και αυτοί ως Δόλοπες.

Ιστορία

Οι Δόλοπες φαίνεται πως μέχρι τον 6ο αιώνα π.Χ παρέμεναν αυτόνομοι. Ανήκαν στην Δελφική Αμφικτυονία και εκπροσωπούνταν στο αμφικτυονικό συνέδρειο με δύο ψήφους. Από τον 6ο αιώνα βρίσκονταν για μεγάλες περιόδους κάτω από την εξουσία των ισχυρότερων γειτόνων τους, αρχικά των Θεσσαλών και αργότερα των Αιτωλών. Το 374 π.χ. υποτάχτηκαν στον τύραννο των Φερρών Ιάσονα. Τα χρόνια που ακολούθησαν υποτάχτηκαν στους Μακεδόνες και την συνέχεια έγιναν μέρος της Αιτωλικής Συμπολιτείας μέχρι την Ρωμαϊκή κατάκτηση το 168 π.Χ. Όπως αναφέρει ο Παυσανίας οι Δόλοπες είχαν εξαφανιστεί ως λαός κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ.
Οι Δίοι ήταν αρχαίο θρακικό φύλο που κατοικούσε στην περιοχή της σημερινής Ροδόπης.
Πανάρχαιο πελασγικό φύλο, παρακλάδι των Οδρυσών, που θεωρούνταν ότι κατάγονταν από τον Δία για αυτό και ονομάζονταν και Δίοι. Δίοι είχαν ιδρύσει αποικίες δίνοντας σε όλες το όνομα Δίον, γνωστότερη είναι το Δίον Πιερίας. Δίοι πήραν μέρος στον Τρωικό πόλεμο και στην εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Οι Δίγεροι ήταν θρακική φυλή. Ο Πλίνιος αναφερόμενος στα θρακικά φύλα του Αίμου, προσθέτει ότι οι Δενθελήτες και οι Μαίδοι βρίσκονταν επί της δεξιάς όχθης του Στρυμόνα μέχρι των Βισαλτών, οι Δίγηροι επί της αριστερής όχθης μαζί με πολλές φυλές, οι οποίες ανήκαν στους Βησσούς και εκτείνονταν μέχρι του Νέστου
Οι Δέρρωνες ἠταν λαός της αρχαίας Μακεδονίας οι οποίοι αναφέρονται από τον Ηρόδοτος ως Δερσαίοι,[1] και τον Θουκυδίδη ότι κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου 431-404 π.Χ. κατίσχυσαν των γειτόνων τους Σιθωνών. Αναφέρονται επίσης και απο μεταγενέστερους συγγραφείς, όπως από τον Φιλοστέφανο και τον Διονύσιο τον περιηγητή.[2] Η αυτοτέλειά τους σήμερα πιστοποιείται και από την κοπή των νομισμάτων, όπως το σωζόμενο αργυρόν δωδεκάδραχμον με την επιγραφή ΔΕΡΟΝΙΚΟΝ (500-480 π.Χ). Οι παραστάσεις κορινθιακών κρανών υποδηλώνουν είτε την καταγωγή τους είτε τη διατήρηση και ανάπτυξη των εμπορικών τους σχέσεων με τους Κορινθίους.[εκκρεμεί παραπομπή] Ο Λύκειος (προσωνυμία του Απόλλωνα) και ο Ευεργέτης είναι δυο βασιλείς που απεικονίζονται στα νομίσματά τους. Για τον τόπο διαμονής τους υπάρχουν δύο θεωρίες. Η πρώτη τους τοποθετεί στην περιοχή της σημερινής ΠΓΔΜ[3]. Η δεύτερη τους τοποθετεί στη Χαλκιδική καθώς, κατά τους γλωσσολόγους, η γραφή των νομισμάτων τους χαρακτηρίζεται ως ιδιαίτερη ελληνική γραφή των Χαλκιδέων.
Η Βοττιαία ήταν η τρίτη κατά σειρά περιοχή που ενσωματώθηκε στο Μακεδονικό βασίλειο. Η ονομασία της οφείλεται στους αρχαίους κατοίκους της, τους Βοττιαίους, οι οποίοι αναγκάστηκαν μετά τη μακεδονική κατάκτησή της να μεταναστεύσουν στη Χαλκιδική, στα περίχωρα της Ολύνθου,[1] στην περιοχή που ονομάστηκε Βοττική[2]. Κατά τη διάρκεια των δυναστικών έριδων μετά τον θάνατο του Αμύντα Γ΄ το 369 π.Χ. οι Βοττιαίοι με τους Ολύνθιους κατέλαβαν την πρωτεύουσα Πέλλα και την γύρω περιοχή και προσέφεραν άσυλο στους διεκδικητές του μακεδονικού θρόνου, ετεροθαλείς αδελφούς του Φιλίππου, Αρριδαίο και Μενέλαο. Τον Αύγουστο του 348 ο Φίλιππος Β΄ κατέλαβε την Όλυνθο και την κατέστρεψε ολοκληρωτικά. Ούτε ο Μέγας Αλέξανδρος δεν ενέδωσε αργότερα στις παρακλήσεις του Αριστοτέλη για την ανοικοδόμηση της Ολύνθου
Βοιωτοί ονομάζονταν οι κάτοικοι της αρχαίας Βοιωτίας. Η Βοιωτία συνόρευε με τους Αθηναίους στον νότο, με τους Ευβοείς στα ανατολικά και με τους Φωκείς και τους Λοκρούς στα βόρεια. Αποτελούταν από πολυάριθμες πόλεις οι οποίες συνδέθηκαν σταδιακά σε μία συμπολιτεία που ονομάστηκε Κοινό των Βοιωτών.

Καταγωγή

Αν και οι Βοιωτοί συνδέθηκαν πολιτικά, διέφεραν στην καταγωγή. Στον χώρο της Βοιωτίας είχαν εγκατασταθεί τρία διαφορετικά φύλα, οι Καδμείοι, οι Μινύες και οι Βοιωτοί που έδωσαν και το όνομα τους στην περιοχή. Οι Μινύες ήταν εγκατεστημένοι κυρίως στην περιοχή του Ορχομενού και θεωρείται ότι προέρχονταν από την περιοχή της Θεσσαλίας. Από την περιοχή της Θεσσαλίας προέρχονταν και οι Βοιωτοί, οι οποίοι μιλούσαν την αιολική διάλεκτο(κατά μία άλλη άποψη οι Βοιωτοί προέρχονταν από την περιοχή του όρους Βόιο της Δυτικής Μακεδονίας[1]), ενώ οι Καδμείοι που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Θήβας, συνδέονται μυθολογικά με τους Φοίνικες.

Ιστορία

Ο Όμηρος αναφέρει πως οι Βοιωτοί συμμετείχαν στον Τρωικό πόλεμο ενωμένοι σε ομοσπονδία. Τα πρώτα χρόνια υπήρχε μεγάλος ανταγωνισμός μεταξύ των Καδμείων και των Μινύων που οδηγούσε συχνά σε σύγκρουση τον Ορχομενό και την Θήβα. Σταδιακά στον χώρο της Βοιωτίας κυριάρχησε η Θήβα και το 550 π.Χ. περίπου, οι πόλεις της Βοιωτίας ενώθηκαν σε μία ομοσπονδία που ονομάστηκε Κοινό των Βοιωτών. Οι Βοιωτοί εκπροσωπούνταν στο Αμφικτυονικό συνέδριο των Δελφών με δύο ψήφους.

Η περίοδος μέχρι τον πελοποννησιακό πόλεμο

Το 506 π.Χ. οι Θηβαίοι επιχείρησαν να επιβάλλουν την κυριαρχία τους στις Πλαταιές τις οποίες υπερασπίστηκαν οι Αθηναίοι με αποτέλεσμα η πόλη να διατηρήσει την ανεξαρτησία της.[2] Οι Πλαταιείς τότε αποχώρησαν από το Κοινό των Βοιωτών και έγιναν σύμμαχοι των Αθηναίων. Την ίδια χρονιά οι Αθηναίοι απέσπασαν από τους Βοιωτούς την περιοχή του Ωρωπού που εντάχθηκε πλέον στην Αττική. Στην μάχη του Μαραθώνα οι Πλαταιείς βοήθησαν τους Αθηναίους. Κατά την διάρκεια της εκστρατείας του Ξέρξη οι Βοιωτοί συμμάχησαν με τους Πέρσες με εξαίρεση τους Πλαταιείς που ήταν σύμμαχοι των Αθηναίων και τους Θεσπιείς που διαφοροποιήθηκαν. Στην μάχη των Θερμοπυλών έπεσαν μαζί με τους Σπαρτιάτες και 700 Θεσπιείες ενώ στη μάχη των Πλαταιών πολέμισαν με τους Έλληνες 1800 Θεσπιείς. Οι Πλαταιές και οι Θεσπιές καταστράφηκαν από τους Πέρσες κατά το πέρασμά τους από την Βοιωτία. Επίσης καταστράφηκε και η Αλίαρτος όπως αναφέρει ο Παυσανίας.[3] Αντίθετα η Θήβα συμμαχισε με τους Πέρσες με αποτέλεσμα μετά το τέλος των Περσικών πολέμων οι Έλληνες σύμμαχοι αφαίρεσαν από την Θήβα την ηγεμονική θέση που κατείχε στο Κοινό των Βοιωτών[4].
Μετά τους Περσικούς πολέμους η Βοιωτία ελεγχόταν από την Αθήνα. Το 457 π.Χ. όμως προσέγγισε την περιοχή η Σπάρτη που ανησυχούσε για την μεγάλη ενίσχυση της Αθήνας. Οι Σπαρτιάτες υποχρέωσαν όλες τις Βοιωτικές πόλεις να δεχτούν την ηγεμονία της Θήβας. Οι Αθηναίοι τότε εκστράτευσαν εναντίον των Βοιωτών και συγκρούστηκαν με αυτούς στην Τανάγρα το 457 π.Χ. Στην μάχη της Τανάγρας επικράτησαν οι Βοιωτοί και οι Σπαρτιάτες σύμμαχοί τους. Λίγους μήνες μετά όμως οι Αθηναίοι επανήλθαν και νίκησαν τους αντιπάλους τους στα Οινόφυτα.[5] Η Βοιωτία πέρασε για ένα μικρό διάστημα στον έλεγχο της Αθήνας μέχρι το 447 π.Χ. όποτε οι Αθηναίοι ηττήθηκαν από τους Θηβαίους στην μάχη της Κορώνειας.[6]

Πορεία προς την Θηβαϊκή ηγεμονία

Κατά την διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου οι Βοιωτοί τάχτηκαν στο πλευρό της Πελοποννησιακής συμμαχίας με εξαίρεση τις Πλαταιές, τις οποίες πολιόρκησαν οι θηβαίοι οι οποίοι κατά την πρώτη πολιορκία δεν κατάφεραν να κατελάβουν την πόλη.[7]. Την πόλη πολιόρκησαν δύο χρόνια μετά οι Σπαρτιάτες οι οποίοι την κατέλαβαν μετά από δύο χρόνια πολιορκίας, το 427 π.Χ. Οι Πλαταιείς εγκατέλειψαν την πόλη τους και κατέφυγαν στην Αττική.[8][9] Οι Βοιωτοί με στρατηγό τον Παγώνδα νίκησαν τους Αθηναίους στην μάχη του Δηλίου, το 424 π.Χ. αποτρέποντας τους Αθηναίους να κατελάβουν την περιοχή.[10] Με την λήξη του Πελοποννησιακού πολέμου οι Βοιωτοί δεν έμειναν ικανοποιημένοι από την ηγεμονική πολιτική που ακολούθησε η Σπάρτη και εντάχθηκαν στον αντισπαρτιατικό συνασπισμό που σχηματίστηκε αργότερα και οδήγησε στον Κορινθιακό πόλεμο. Κατά την διάρκεια αυτού του πολέμου οι Βοιωτοί νίκησαν τους Σπαρτιάτες στην μάχη της Αλιάρτου, το 395 π.Χ. Ένα έτος μετά όμως ηττήθηκαν από αυτούς στην μάχη της Κορώνειας. Ο πόλεμος τερματίστηκε το 386 π.Χ. με την Ανταλκίδειο ειρήνη με την οποία οι θηβαίοι υποχρεώθηκαν να παραιτηθούν από την ηγεμονία της Βοιωτίας. Οι Θηβαίοι στο μεταξύ ανέκτησαν την ηγεμονία της Βοιωτίας. Απέμεναν να δεχτούν την Θηβαϊκή ηγεμονία οι Θεσπιές και ο Ορχομενός. Το 375 π.Χ. οι Θηβαίοι εισέβαλαν στον Ορχομενό τον οποίο υπερασπίστηκαν οι Σπαρτιάτες. Οι δύο στρατοί συγκρούστηκαν στην γειτονική πόλη Τεγύρα και στην μάχη που ακολούθησε οι Θηβαίοι επικράτησαν. Επικεφαλής των Θηβαίων σε αυτή την μάχη ήταν ο Πελοπίδας. Το 372 π.Χ. κατέλαβαν για μία ακόμα φορά τις Πλαταιές και την επόμενη χρονιά τις Θεσπιές ολοκληρώνοντας την ανάκτηση της ηγεμονίας τους σε ολόκληρη την Βοιωτία.

Η Θηβαϊκή ηγεμονία και το τέλος της

Οι κινήσεις αυτές των Θηβαίων όμως οδήγησαν σε δημιούργία συνασπισμού εναντίον της που αποτελούταν από τους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες. Οι Σπαρτιάτες με επικεφαλής τον Κλεόμβροτο βάδισαν εναντίον της Θήβας και οι δύο αντίπαλοι συγκρούστηκαν στα Λεύκτρα. Στην μάχη των Λεύκτρων οι Θηβαίοι που είχαν επικεφαλής τον Επαμεινώνδα νίκησαν τους Σπαρτιάτες εγκαθιδρύοντας την Θηβαϊκή ηγεμονία στον Ελλαδικό χώρο. Η μάχη της Μαντίνειας λίγα χρόνια μετά, το 362 π.Χ. κατέληξε σε συμφωνία ειρήνης μεταξύ των αντιπάλων και διατήρηση της διαμορφωμένης μέχρι τότε κατάστασης. Το 356 π.Χ. οι Βοιωτοί συμμετείχαν στον τρίτο ιερό πόλεμο εναντίον των γειτόνων τους Φωκέων ο οποίος έληξε το 346 π.Χ., μετά την ανάμειξη σε αυτόν των Μακεδόνων. Οι Μακεδόνες ενεπλάκησαν και στον τέταρτο ιερό πόλεμο που ξέσπασε το 340 π.Χ. Η ανάμειξή τους στα κοινά της νότιας Ελλάδας ανησύχησε τους υπόλοιπους Έλληνες που συγκρότησαν μία μεγάλη συμμαχία εναντίον τους. Οι αντίπαλοι συνασπισμοί συγκρούστηκαν στην Χαιρώνεια το 338 π.Χ. με τους Μακεδόνες να επικρατούν. Η μάχη αυτή έθεσε τέρμα στην περίοδο της Θηβαϊκής ηγεμονίας και η Θήβα όπως και οι υπόλοιπες Βοιωτικές πόλεις πέρασαν κάτω από τον έλεγχο των Μακεδόνων. Μετά τον θάνατο του Φιλίππου η Θήβα επαναστάστησε με αποτέλεσμα να εκστρατεύεσει εναντίον της ο Μέγας Αλέξανδρος ο οποίος κατέστρεψε την πόλη (335 π.Χ.) Την πόλη ανοικοδόμησε πάλι ο Μακεδόνας βασιλιάς Κάσσανδρος το 316 π.Χ. Η Βοιωτία περίπου το 245 π.Χ. εντάχθηκε στην Αιτωλική Συμπολιτεία και μετά την υποταγή της στους Ρωμαίους έγινε μέρος του Ρωμαϊκού κόσμου. Κατά την διάρκεια του Πρώτου Μιθριδατικού πολέμου, το 87 π.Χ. η περιοχή λεηλατήθηκε από τον Ρωμαίο στρατηγό Σύλλα και πέρασε οριστικά στον έλεγχο της Ρώμης
Οι Βοιωτικές πόλεις
Ο Όμηρος στον κατάλογο των Νεών αναφέρει συνολικά 29 Βοιωτικές πόλεις που συμμετείχαν στην Τρωική εκστρατεία. Αυτές ήταν οι: ΥρίηΑυλίδαΣχοίνοςΣκώλοςΕτεωνόςΘεσπείαΓραία (Τανάγρα), ΜυκαλησσόςΆρμαΕιλέσιονΕρυθραίΕλεώνΎληΠετεώνΜεδεώνΩκαλέηΚώπαιΕύτρησιςΘίσβηΚορώνιαΑλίαρτοςΠλάταιαΓλίσαςΥποθήβαιΟγχηστόςΆρνη (Χαιρώνεια), Μίδεια (Λεβάδεια), Νίσα και Ανθηδών. Επίσης αναφέρει δύο πόλεις των Μινύων, τον Ορχομενό και την πόλη Ασπληδών[11].
Κατά τους ιστορικούς χρόνους την Βοιωτία την αποτελούσαν μικρά κρατίδια με κέντρο μία ισχυρή πόλη της περιοχής. Όλα τα βοιωτικά κρατίδια και οι ανεξάρτητες πόλεις συνδέονταν με μία συμμαχία που ονομαζόταν κοινό των Βοιωτών. Οι εκπρόσωποι των πόλεων της Βοιωτίας στο κοινό ονομάζονταν Βοιωτάρχες. Οι Βοιωτάρχες ασκούσαν την στρατιωτική εξουσία σε περίοδο πολέμου. Κάθε πόλη εξέλεγε έναν βοιωτάρχη με εξαίρεση την Θήβα που εξέλεγε δύο.
Ισχυρότερο κρατίδιο ήταν η Θηβαΐδα που είχε κέντρο την Θήβα και περιλάμβανε τις πόλεις που βρίσκονταν γύρω από τον Θηβαϊκό κάμπο και ανατολικότερα στην περιοχή γύρω από την λίμνη Υλίκη και στις ακτές του Βόρειου Ευβοϊκού κόλπου. Πόλεις που άνηκαν στην επικράτεια της Θήβας ήταν ο Γλίσαντας, ο Τευμησσός, η Ύλη, ο Σχοίνος και για μεγάλα διαστήματα το Ακραίφνιο (Ακραιφία) η Λάρυμνα, και Ανθηδώνα. Νότια της Θήβας βρισκόταν η Ταναγραία με κέντρο την Τανάγρα η οποία περιλάμβανε τις πόλεις ΆρμαΜυκαλησσόςΕλεών ενώ διατηρούσε και δύο επίνεια στις ακτές του Νότιου Ευβοϊκού κόλπου, την Αυλίδα και το Δήλιο. Μέχρι τα τέλη του 6ου αιώνα στην Ταναγραία άνηκε και Ωρωπός. Στην περιοχή βόρεια του Κιθαιρώνα απλωνόταν η Πλαταιίδα με κύρια πόλη τις Πλαταιές και επίσης τις μικρότερες πόλεις ΣκώλοςΕτεωνός και Ερυθρές. Βόρεια των Πλαταιών ήταν η περιοχή της Θεσπιακής με κύρια πόλη τις Θεσπιές. Σ’ ατή άνηκαν επίσης οι γειτονικές πόλεις ΆσκρηΝίσαΘίσβηΛεύκτρα και τα δύο επίνεια Τίφα (ή Σίφες) και Κρεύσις. Άλλο σημαντικό βοιωτικό κρατίδιο ήταν το κρατίδιο του Ορχομενού στα βόρεια που περιλάμβανε τις κοντινές πόλεις ΎηττοΌλμωνεςΚύρτωνεςΤεγύρα και Ασπληδόνα. Άλλα μικρότερα κρατίδια της Βοιωτίας ήταν η Κορώνεια που περιλάμβανε και τις Αλαλκομενές, η Αλίαρτοςπου περιλάμβανε την ογχηστό, τον Μεδεώνα και την Ωκαλέα και οι ανεξάρτητες πόλεις ΛεβάδειαΧαιρώνεια και Κώπες[12]. Στην Βοιωτία άνηκε επίσης η πόλη Κορσιαί στον Κορινθιακό.
Οι τέχνες των Βοιωτών
Η περιοχή που κατοικούσαν ήταν πλούσια σε φυσικά πλούτη. Ασχολούντο με την γεωργία, αλλά κύρια απασχόλησή τους ήταν η μεταλλουργία και βυρσοδεψία. Οι λίγες πηγές που έχουμε ανέρχονται στην μυθική εποχή και αναφέρουν, ότι τα ορεινά εδάφη της Βοιωτίας ήταν πλούσια σε ορυκτό σίδηρο, που πήρε το όνομά του από τους μυθικούς Άωνες[13] και έδωσε το όνομα στα περίφημα όπλα τους.[14] Σύμφωνα με την μυθολογία ο Αθάμας, γιος του βασιλιά των Μινύων είχε το παρώνυμο Χαλκός και θεωρείται ότι κατασκεύασε την πρώτη ασπίδα,[15] γιαυτό και η ασπίδα έγινε το έμβλημα της Βοιωτίας και το συναντάμε στα αρχαία νομίσματα της Βοιωτίας. Γνωστή είναι και η ασπίδα του Αίαντα που του είχε κατασκευάσει ο Τύχιος[16][17] Εκτός από την ασπίδα, γνωστό είναι και το Κράνος των Βοιωτών.[18]
Στους μετέπειτα χρόνους η τέχνη της μεταλλουργίας όπως φαίνεται ξέπεσε, αφού δεν έχουμε άλλες αναφορές. Αντίθετα, άνθιζε η αγγειοπλαστική, αφού ο Βακχυλίδης αναφέρει ότι οι πανέμορφοι Βιωτικοί σκύφοι ήταν ξακουστοί.[19] Επίσης την εποχή του Αριστοφάνη η Βοιωτία φημίζεται για την αγγειοπλαστικής της τέχνη, ενώ και στους μεταχριστιανικούς αιώνες συναντάμε πήλινα οικιακά σκεύη.
Στην Θήβα θεωρείται ότι ανακαλύφτηκε το κάρο.[20] το οποίο εννοείται μάλλον επαινετικά για την κατασκευή περίτεχνων αρμάτων μάχης, τα οποία παινεύει και ο Πίνδαρος.
Ο Τζέτζης καταγράφει ότι οι Θηβαίοι είχαν και σημαντική υφαντουργία.
Οι αρτοποιοί της Θήβας και η Τεγέας φημίζονταν για τα νόστιμα γλυκίσματα τους, καθώς και οι γιατροί και αρωματοποιοί της Χαιρώνειας για τα ιαματικά και καλλυντικά προϊόντα τους.
Οι κάτοικοι στις όχθες της λίμνης της Κωπαΐδας και του Ευρίπου ποταμού ζούσαν από την αλιεία, την σπογγαλιεία και την παραγωγή πορφύρας.
Η πολεμική τέχνη των Βοιωτών
Οι κάτοικοι της Βοιωτίας ήταν φημισμένοι για τις ασπίδες και τα κράνη τους. Ο Θουκυδίδης μας αναφέρει άλλη μια πληροφορία για την πολεμική τέχνη των Βοιωτών. Το 424 π.Χ. στην μάχη του Δηλίου χρησιμοποίησαν την φωτιά ως επιθετικό όπλο. Χρησιμοποίησαν έναν ξύλινο σωλήνα που στο ένα άκρο του ήταν ενισχυμένος με μεταλλικό στόμιο. Στο άκρο αυτό ήταν προσαρμοσμένο ένα βαρέλι με φλεγόμενη πίσσα και θειάφι. Στο άλλο άκρο ήταν τοποθετημένη μια τεράστια φυσούνα, που φύσαγε τον αέρα διαμέσου του σωλήνα και του βαρελιού και δημιουργούσε μια μεγάλη ριπή φλόγας
Οι Αχαιοί ήταν κατά τους ιστορικούς χρόνους της αρχαίας Ελλάδας η μία από τις τέσσερις φυλές (ΑχαιοίΊωνεςΑιολείς και Δωριείς) του αρχαίου ελλαδικού χώρου που αποτέλεσαν το πρώιμο ελληνικό έθνος. Επρόκειτο στην ουσία για ένα δυναμικό αιολικό φύλο, που με τη δύναμη των όπλων επικράτησε στην Ελλάδα της Μυκηναϊκής εποχής.
Ιστορία
Οι Αχαιοί ξεκίνησαν πιθανότατα, όπως και τα υπόλοιπα Αιολικά φύλα από την περιοχή της Βορειοδυτικής Μακεδονίας και συγκεκριμένα από την Πελαγονία, και τοποθετήθηκαν αρχικά στη νοτιοανατολική Θεσσαλία. Μετά την κάθοδο όμως άλλων αιολικών φύλων στην περιοχή αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν νοτιότερα. Ως αποτέλεσμα διεσπάρησαν στην ανατολική Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο. Ο έλεγχος μιας τόσο μεγάλης περιοχής πραγματοποιούνταν από τα διάφορα κέντρα, ανακτορικά ή μη, στα οποία περιλαμβάνονταν: η Ιωλκός στη Θεσσαλία, ο Ορχομενός, οι Θήβες, η Χαλκίδα, ο Γλας και η Αθήνα στη Στερεά Ελλάδα, οι Μυκήνες, η Τίρυνθα, το Μενελάιον, η Πύλος και η Κυπαρισσία στην Πελοπόννησο.
Η οικονομική και εμπορική δραστηριότητα των Αχαιών άρχισε από πολύ νωρίς και τα μυκηναϊκά (ή αχαϊκά) προϊόντα έφθασαν ως τα παράλια της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου. Ταυτόχρονα, οι Αχαιοί εξαπλώνονταν στην ηπειρωτική Ελλάδα και πολλαπλασίαζαν τους οικισμούς τους στα νησιά του Αιγαίου, ενώ δημιούργησαν ορισμένες αποικίες και στην Κάτω Ιταλία και Σικελία.
Στην Κρήτη συνάντησαν το μινωικό πολιτισμό, που τους επηρέασε βαθιά και συνετέλεσε στην κατασκευή και την αρχιτεκτονική των μυκηναϊκών ανακτόρων των Μυκηνών, Τίρυνθας και των υπολοίπων. Τις πρώτες αψιμαχίες Μινωιτών και Αχαιών διαδέχτηκε γρήγορα η συμφιλίωση και η ειρηνική συνύπαρξη.
Με αυτόν τον τρόπο οι Αχαιοί διαδέχτηκαν τους Μινωίτες ως ναυτική δύναμη στην ανατολική Μεσόγειο. Το αχαϊκό κράτος, που λειτουργούσε με ομοσπονδιακό σύστημα, αναγνωρίστηκε ως ισάξιο από την Αίγυπτο και τη Χιττιτική αυτοκρατορία. Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός εξελίσσονταν συνεχώς και έφτανε σε ανώτερα επίπεδα, ενώ οι θέσεις των Αχαιών στο Αιγαίο παγιώνονταν.
Αυτή την περίοδο κάποια μυκηναϊκά κέντρα, αφού εξασφάλισαν τον έλεγχο των πλησιέστερων προς αυτά ανακτόρων, διεκδίκησαν την πρωτοκαθεδρία. Συγκεκριμένα, οι Μυκήνες στην Πελοπόννησο και οι Θήβες στη Στερεά Ελλάδα. Οι Επτά επί Θήβας μαρτυρούν για αυτό το γεγονός, που οδήγησε στην πλήρη καταστροφή και την οριστική εγκατάλειψη του ανακτόρου των Θηβών. Αμέσως μετά καταστρέφεται και το ανακτορικό συγκρότημα του Γλα. Έτσι, οι Μυκήνες καθιερώθηκαν ως το σημαντικότερο κέντρο του μυκηναϊκού κόσμου.
Επόμενος στόχος των Αχαιών, που βρίσκονταν ήδη στο απόγειο της ακμής τους, ήταν η εκμετάλλευση των γεωργικών και αλιευτικών προϊόντων της περιοχής του Ευξείνου Πόντου. Τροχοπέδη στα σχέδιά τους αποτελούσε το μικρό αλλά ισχυρό κράτος της Τροίας. Αμέσως άρχισαν οι προπαρασκευές για τον Τρωικό Πόλεμο, με την αχαϊκή πολεμική μηχανή να περιγράφεται από τον Νηών Κατάλογο. Οι Αχαιοί συμμάχησαν επίσης με τη Χιττιτική αυτοκρατορία.
Χιλιάδες στρατιώτες, επιβιβασμένοι σε 1186 πλοία αναχωρούν από όλα τα μυκηναϊκά κέντρα για την Τροία. Οι Τρώες προετοιμάζονται από τη δική τους πλευρά και συνάπτουν λεόντεια συμμαχία με όλους τους λαούς της δυτικής Μικράς Ασίας και τους Θράκες. Ο δεκαετής Τρωικός Πόλεμος έληξε με αχαϊκή νίκη, καταστροφή της Τροίας και σφαγή των Τρώων. Οι Αχαιοί είχαν καταφέρει να επικρατήσουν αλλά ο στρατός τους και επομένως το ανθρώπινο δυναμικό είχε αποδεκατιστεί και κουραστεί.
Ακολούθησε η επιδρομή των ‘λαών της θάλασσας‘, με τους οποίους οι Τρώες είχαν φυλετικές σχέσεις. Αυτοί κατέστρεψαν τα μυκηναϊκά ανάκτορα και διέλυσαν τη αχαϊκή-χιττιτική συμμαχία. Θα μπορούσε να υποτεθεί ότι αυτό αποτέλεσε ένα είδος αντιποίνων για τον αφανισμό των ομοεθνών τους, των Τρώων.
Λίγα μόλις χρόνια μετά από αυτά τα συμβάντα, συνέβη η Κάθοδος των Δωριέων, που κατέστρεψε τελείως το μυκηναϊκό κόσμο. Οι αλλεπάλληλες εισβολές δωρικών ομάδων προκάλεσαν ομαδική φυγή των Αχαιών προς το Αιγαίο, την Κρήτη, την Κύπρο και τη Μικρά Ασία, ακόμη και τηΜέση Ανατολή. Παρ’ όλα αυτά, κάποιοι Αχαιοί παρέμειναν, και αγωνίστηκαν εναντίον των Δωριέων, ιδιαίτερα στη νότια Πελοπόννησο.
Μετά το διασκορπισμό του αχαϊκού λαού και την ανεπανόρθωτη καταστροφή του μυκηναϊκού πολιτισμού οι Αχαιοί δε διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην ιστορία.
Ένα τμήμα τους διέφυγε στη βόρεια Πελοπόννησο, στην Αιγιάλεια, απ’ όπου εξεδίωξε τους παλαιότερους Ίωνες, οι οποίοι κατέφυγαν στην Αττική. Από τότε η περιοχή πήρε το όνομα των Αχαιών, που διατηρεί ως σήμερα, αν και κατακτήθηκε από ένα δυτικό φύλο αργότερα, που επέβαλε την κυριαρχία του και τη γλώσσα του, δε γνωρίζουμε όμως το όνομά του, γιατί πήρε αυτό των Αχαιών.
Γλώσσα
Οι Αχαιοί μιλούσαν την αιολική διάλεκτο, η οποία εξελίχθηκε από τη βορειοανατολική παραλλαγή της κεντρικής (ή ανατολικής) διαλέκτου. Η αχαϊκή διάλεκτος προέκυψε από την επίδραση της αρκαδικής στην αιολική κατά τα μυκηναϊκά χρόνια.
Στα ομηρικά έπη αυτό το όνομα των Αχαιών χρησιμοποιείται για να δηλώσει όλους τους Έλληνες. Η χρήση του ονόματος με στενότερο περιεχόμενο είναι η κυριολεκτική και όχι η γενική και καταχρηστική. Σύμφωνα με τις αρχαιολογικές ενδείξεις, οι καθ’ αυτό Αχαιοί ήταν αρχικά εγκατεστημένοι στη νότια Θεσσαλία, κυρίως στην περιοχή της Φθιώτιδος, ενώ αργότερα μετανάστευσαν νοτιότερα στην Πελοπόννησο. Έτσι, η διάδοση των Αχαιών καλύπτει ένα μέρος από την έκταση του αρκαδοκυπριακού διαλεκτικού τομέα αλλά οι Αχαιοί δεν ήταν φορείς της αρκαδοκυπριακής διαλέκτου. Οι αρχαίες παραδόσεις αλλά και οι λατρείες των Αχαιών ανάγουν την καταγωγή τους στη Θεσσαλία, όπου διαμορφώθηκε η αιολική και όχι η αρκαδοκυπριακή διάλεκτος. Επομένως, η ταύτιση των Αχαιών με τους Αρκαδοκυπρίους δεν έχει νόημα, αφού και η μυκηναϊκή διάλεκτος προήλθε από την αιολική.
Πολιτισμός
Οι Αχαιοί ήταν η ελληνική ομάδα που δημιούργησε το θαυμαστό μυκηναϊκό πολιτισμό, πρώτη εκδήλωση του ελληνικού πνεύματος. Στη δημιουργία αυτού του πολιτισμού συνέβαλε και ο παλιότερος μινωικός. Το όνομά του το αντλεί από τις Μυκήνες, το σπουδαιότερο αχαϊκό κέντρο. Εκτός των Μυκηνών, κέντρα αυτού του πολιτισμού αποτελούσαν και η Πύλος, η Τίρυνθα, η Αθήνα, η Θήβα, ο Γλας, η Ιωλκός κ.α. Ο μυκηναϊκός πολιτισμός εξαπλώθηκε ακόμη περισσότερο, ιδίως προς τα ανατολικά, στα νησιά του Αιγαίου και την Κύπρο.
Οι Αρκάδες ήταν αρχαίο Ελληνικό φύλο εγκατεστημένο στην ορεινή Πελοπόννησο. Θεωρείται το αρχαιότερο ελληνικό φύλο που εγκαταστάθηκε στον Ελλαδικό χώρο. Ήταν πιθανόν συγγενικό φύλο των πρωτοελλήνων τους οποίους οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν ως Πελασγούς. Την αρχαιότητα των Αρκάδων μαρτυρούν και οι αρχαίοι μύθοι, όπως ο μύθος του Αρκάδα, ο μύθος του Λυκάονα κ.α. Με την κάθοδο των υπολοίπων ελληνικών φύλων, κυρίως των Δωριέων, οι Αρκάδες περιορίστηκαν στην καρδιά της Πελοποννήσου. Η χώρα τους περιλάμβανε τις ορεινές περιοχές του Μαινάλου, των Αροανίων, της Κυλλήνης, του Λύκαιου, του Αρτεμισίου και την βόρεια πλευρά του Πάρνωνα.

Ιστορία των Αρκάδων

Μετά την κάθοδο των Δωριέων στην Πελοπόννησο, οι Αρκάδες περιορίστηκαν στην ορεινή ενδοχώρα της Πελοποννήσου. Σταδιακά συνδέθηκαν σε μία χαλαρή συνομοσπονδία που περιλάμβανε όλες τις αρκαδικές πόλεις και ονομάστηκε κοινό των Αρκάδων. Οι Αρκάδες αντιμετώπισαν με επιτυχία τον 7ο αιώνα π.Χ. την απειλή της Σπάρτης και κατάφεραν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους. Συμμετείχαν στους Περσικούς πολέμους στο πλευρό των υπολοίπων Ελλήνων στέλνοντας στρατό και στις Θερμοπύλες και στις Πλαταιές. Στον Πελοποννησιακό πόλεμο οι Αρκάδες συμμάχησαν με την Σπάρτηκαι την Κόρινθο. Τα επόμενα χρόνια την περίοδο της ηγεμονίας της Θήβας, ο Θηβαίος στρατηγός Επαμεινώνδας ενίσχυσε την Αρκαδική ομοσπονδία με σκοπό οι Αρκάδες να αποτελέσουν έναν αντίπαλο πόλο στη γειτονική Σπάρτη. Τότε ίδρυσε την Μεγαλόπολη που αποτέλεσε την νέα τους πρωτεύουσα. Τους επόμενους αιώνες η Αρκαδία εξασθένησε. Αρχικά υποτάχθηκε στους Μακεδόνες του Κάσσανδρου και αργότερα εντάχθηκε στην Αχαϊκή Συμπολιτεία
Οι Αιολείς ήταν κατά τους ιστορικούς χρόνους της αρχαίας Ελλάδας η μία από τις τέσσερις φυλές (ΑχαιοίΊωνεςΑιολείς και Δωριείς) του αρχαίου ελλαδικού χώρου. Επρόκειτο για λαό που αρχικά ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία και στη συνέχεια αποίκισε στα έναντι παράλια του Αιγαίου.

Ιστορία

Οι Αιολείς εντοπίζονται στη Λέσβο, την Τένεδο και τα απέναντι μικρασιατικά παράλια. Ωστόσο η Λέσβος αποικίσθηκε από Έλληνες μόνο μετά το τέλος της Μυκηναϊκής Εποχής και τα μικρασιατικά παράλια ακόμη αργότερα. Οι παραδόσεις για τον αποικισμό των Αιολέων στη Μ. Ασία αναφέρουν ως μητροπολιτικές χώρες διάφορες περιοχές της Θεσσαλίας, της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Επιπλέον, στις ίδιες περιοχές παρατηρούνται διαλεκτικά φαινόμενα που δηλώνουν αιολικό υπόστρωμα.
Αρχική κοιτίδα των Αιολέων ήταν η δυτική Μακεδονία και συγκεκριμένα οι ορεινές περιοχές στα βόρεια του Αλιάκμονα, καθώς και η κοιλάδα της Πελαγονίας. Από εκεί μετακινήθηκαν νότια στη Θεσσαλία, την οποία κατέλαβαν ολόκληρη. Ακολούθησαν κύματα μετανάστευσης προς τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου και προς τη νότια Ελλάδα, που οφείλονταν στην επέλαση των Θεσσαλών. Παρ’ όλα αυτά σημαντικοί αιολικοί πληθυσμοί παρέμειναν στις εστίες τους και αποτέλεσαν το κύριο διαλεκτικό υπόβαθρο της θεσσαλικής και της βοιωτικής διαλέκτου.
Στα νέα εδάφη που εγκαταστάθηκαν ανέπτυξαν σε μεγάλο βαθμό τον πολιτισμό τους και απέκτησαν φήμη μεταξύ των υπόλοιπων Ελλήνων. Η Αιολική Γη παρέμεινε αναλλοίωτη για χιλιάδες χρόνια.

Γλώσσα

Οι Αιολείς μιλούσαν την αιολική διάλεκτο, η οποία εξελίχθηκε από τη βορειοανατολική παραλλαγή της κεντρικής (ή ανατολικής) διαλέκτου. Η άλλη παραλλαγή της κεντρικής ήταν η αρκαδοκυπριακή. Και οι δύο διατήρησαν πολλά από τα χαρακτηριστικά της μητρικής διαλέκτου. Η πρωτο-αιολική θα εξελιχθεί στην αιολική διάλεκτο που θα καλύψει όλη σχεδόν τη Θεσσαλία και στη συνέχεια θα εξαπλωθεί και στα νησιά του βορείου Αιγαίου, καθώς και στα απέναντι μικρασιατικά παράλια. Από την επίδραση της αρκαδικής στην αιολική θα διαμορφωθεί η αχαϊκή διάλεκτος των μυκηναϊκών χρόνων.
Η διάλεκτος που μιλούσαν οι Θεσσαλοί, δυτικό φύλο προερχόμενο από τη Θεσπρωτία, ήταν ένα μίγμα δυτικών και αιολικών στοιχείων, ενώ μετά την κατάκτηση της Θεσσαλίας οι αλληλεπιδράσεις αυξήθηκαν. Οι Βοιωτοί και οι Αθαμάνες, δυτικά φύλα επίσης, παίρνουν κι αυτοί θέση διαλεκτολογικά ενδιάμεση της αιολικής και της δυτικής. Γι’ αυτό δεν μπορούν να θεωρηθούν τμήμα των Αιολέων.

Τα αιολικά φύλα

Τα πρωτοαιολικά φύλα εμφανίζονται γύρω στο 2000-1900 π.Χ., οπότε έχει ολοκληρωθεί η κάθοδος του κύριου κορμού των Ελλήνων στις περιοχές της Ηπείρου, της δυτικής Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. Τα φύλα αυτά κατέλαβαν τη Θεσσαλία και εκεί διαμόρφωσαν την αιολική διάλεκτο. Αργότερα, προωθήθηκαν νοτιότερα, διαδίδοντας τη διάλεκτο και τις λατρείες τους.
Το πιο σημαντικό από τα φύλα αυτής της ομάδας είναι εκείνο που έμεινε στην ιστορία με το όνομα Αχαιοί. Οι Αχαιοί διασκορπίστηκαν σε πάρα πολλές περιοχές της Ελλάδας, γεγονός που μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι αποτελούσαν μειοψηφία στις περισσότερες από αυτές. Ταυτόχρονα, τμήματά τους αποίκησαν τα διάφορα νησιά του Αιγαίου, τα απέναντι μικρασιατικά παράλια και την Κύπρο. Ένα άλλο αιολικό φύλο, του οποίου η ιστορική πορεία συνδέεται με το χώρο της βορειοδυτικής Πελοποννήσου, είναι οι Επειοί, που τελικά υποτάχθηκαν στους Ηλείους.
Βορειότερα, οι Αιολείς της Θεσσαλίας αποτελούνταν από μεγάλο αριθμό φύλων. Τα φύλα αυτά είναι γνωστά με τα ονόματα ΛαπίθεςΦλεγύεςΜινύεςΠερραιβοίΑινιάνεςΜυρμιδόνεςΦθίοιΔόλοπεςΈλληνεςΑιολείς (φύλα που έδωσαν τα ονόματά τους στους Έλληνες και τους Αιολείς αντίστοιχα), ΜαλιείςΟιταίοι και Κένταυροι (πρόκειται μάλλον για λαό που υπήρξε στο παρελθόν και μυθοποιήθηκε από τους εχθρούς του Λαπίθες μετά την εξόντωσή του). Μερικά από τα αιολικά φύλα της Θεσσαλίας προωθήθηκαν νοτιότερα ή μετανάστευσαν στα απέναντι μικρασιατικά παράλια λόγω της εισβολής Βοιωτών και Θεσσαλών στη Θεσσαλία.

Πολιτισμός

Η συμβολή των Αιολέων στην ανάπτυξη της επικής και της λυρικής ποίησης ήταν πολύ μεγάλη. Πολλοί μάλιστα αποδίδουν στα αιολικά έπη την πατρότητα του διδακτικού έπους, αφού ο Ησίοδος, δημιουργός αυτού του είδους, καταγόταν από την αιολική Κύμη.
Ο Αλκαίος και η Σαπφώ, κύριοι εκπρόσωποι της μελικής ποίησης, είναι ενδεικτικό της μουσικής ανάπτυξης της αιολικής Λέσβου των αρχαϊκών χρόνων. Αιολική καταγωγή είχε και ο πρόγονος της αττικής τραγωδίας, διθυραμβοποιός Αρίων.
Συνέβαλαν, επίσης, στην αρχιτεκτονική, χάρη στον τύπο του αιολικού κιονόκρανου, με κύριο χαρακτηριστικό τους διπλούς έλικες, που αποτέλεσε τη βάση για την ανάπτυξη του ιωνικού.
Από τον 5ο αιώνα π.Χ. και μετά όμως το αιολικό στοιχείο συνεχώς υποχωρεί. Η πνευματική και καλλιτεχνική ανάπτυξη της Αιολίδας δε θα διαρκέσει για πολύ ακόμη, αφού η ίδια η κοσμοθεωρία που υπάρχει μέσα στην αιολική ποίηση ευνόησε την τάση για προσήλωση στις αισθητικές και αισθησιακές απολαύσεις της ζωής.
Οι Αινιάνες ήταν αρχαίο ελληνικό φύλο εγκατεστημένο στην δυτική πλευρά της κοιλάδας του Σπερχειού. Μοιράζονταν την κοιλάδα του Σπερχειού με τους Μαλιείς οι οποίοι κατείχαν την ανατολική πλευρά της κοιλάδας. Βόρεια συνόρευαν με τους Δόλοπες και νότια με τους Οιταίους με τους οποίους βρίσκονταν συχνά σε συμμαχία. Οι Αινιάνες προέρχονταν από την περιοχή της Θεσσαλίας απ’ όπου εκτοπίστηκαν τον 11ο αιώνα π.Χ. από τους Θεσσαλούς και εγκαταστάθηκαν νοτιότερα στην κοιλάδα του Σπερχειού. Η κύρια πόλη τους ήταν η Υπάτη, χτισμένη στους πρόποδες της Οίτης.
Οι Αινιάνες συμμετείχαν στο Αμφικτυονικό συνέδρειο των Δελφών με δύο ψήφους. Στα τέλη του 7ου αιώνα ήταν στενοί σύμμαχοι των Θεσσαλών. Στους Περσικούς πολέμους οι Αινιάνες κράτησαν κοινή στάση με τους Θεσσαλούς και δεν πρόβαλλαν αντίσταση στους Πέρσες. Στον Λαμιακό πόλεμο φαίνεται να συμμετείχαν στην ομοσπονδία των Ελληνικών πόλεων κατά των Μακεδόνων.
Οι Άβαντες ήταν ένας προϊστορικός ελληνικός λαός, σύμφωνα και με τους νεότερους ερευνητές όπως ο Γερμανός Βάλκαινερ, ο Γάλλος Ντεζαρτέν κ.ά., που μελετούν την προϊστορική εθνολογική ενότητα πολλών και διάφόρων «φύλων» του τότε ελληνικού κόσμου. Θεωρούν την έννοια «φύλο» ως ομάδα ανθρώπων που πολλές μαζί συγκροτούσαν ίδια «φυλή».
Το φυλετικό αυτό όνομα «Άβαντες» έφεραν οι αρχαιότατοι κάτοικοι της Εύβοιας[1], καταγόμενοι από την Φωκίδα της Θράκης[2] απ΄ όπου ήλθαν με τον βασιλιά τους Άβαντα, εξ ου και η ονομασία τους, που αφού διασκορπίστηκαν στη Πελοπόννησο και στη συνέχεια στη Φωκίδα, ίδρυσαν εκεί τη πόλη Άβαι και στη συνέχεια μετοίκησαν στην Εύβοια όπου και εγκαταστάθηκαν οριστικά. Από τότε η Εύβοια ήταν γνωστή ως «Αβαντιάς» ή «Αβαντίς», («Αβαντίδα»). Σύμφωνα με τους μύθους, πρόγονη των Αβάντων ήταν η νύμφη Άβα, η οποία αφού ενώθηκε με τον Ποσειδώνα, γέννησε τον Εργίσκο, ήρωα της Θράκης, ιδρυτή της πόλης Εργίσκης, της σημερινής Τσατάλζας.
Στην αρχή εγκαταστάθηκαν στις εκβολές του ποταμού Ασωπού. Επειδή όμως οι Άβαντες ήταν ένας φιλοπόλεμος λαός[3] που μάχονταν «εκ του συστάδην»[4], επεκτάθηκαν στο νησί και κατοικούσαν κυρίως γύρω από την Ερέτρια και την Χαλκίδα. Ήταν γνωστοί στον αρχαίο κόσμο επειδή ξύριζαν το μπροστινό μέρος του κεφαλιού και άφηναν αλογοουρά στο πίσω μέρος, προκειμένου να μη μπορούν να τους πιάσουν από τα μαλλιά οι αντίπαλοί τους, ενώ η πολεμική τους ικανότητα ήταν ευρύτατα αναγνωρισμένη.
Περίπου την 2η χιλιετία π.Χ. επεκτάθηκαν στην Αττική, την Ιωνία και σε μερικά νησιά του Αιγαίου. Τα ίχνη τους χάνονται την περίοδο μετά τον Τρωικός Πόλεμος μερικοί επιστήμονες όμως υποστηρίζουν ότι μετοίκησαν εκείνη την εποχή στην Θεσπρωτία χωρίς να μπορεί να αποδειχτεί αδιαμφισβήτητα.
Αναφέρονται από τον Όμηρο, τον Παυσανία, τον Στράβωνα και άλλους.




Δεν υπάρχουν σχόλια: