Η πορεία προς την Ενωση της Κρήτης με την Ελλάδα
Οι τελευταίοι κρίσιμοι σταθμοί
H Κρήτη αγωνίσθηκε για την ελευθερία της περισσότερο από κάθε άλλο κομμάτι του Ελληνισμού. Την 1η Δεκεμβρίου 1913 οι μακροί και σκληροί αγώνες της δικαιώθηκαν, ελευθερώθηκε και έγινε Ελλάδα. Στη μακριά νύχτα που μεσολάβησε ξένοι κατακτητές ασέλγησαν, ατελείωτους αιώνες, στο κορμί της και τα κρητικά νιάτα προσφέρθηκαν ολοκαύτωμα σε αμέτρητες επαναστάσεις που συγκλόνισαν τους θρόνους των κατακτητών. Με αφορμή τη σημερινή επέτειο της Ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα, στο κείμενο που ακολουθεί επιχειρείται μια σύντομη αναφορά στις τελευταίες κρίσιμες φάσεις του Κρητικού ζητήματος μέχρι την τελική δικαίωση.
1. Η Σύμβαση της Χαλέπας (1878): Ένα εύθραυστο καθεστώς
Η Κρήτη υπήρξε μια από τις πλέον εγκαταλελειμμένες και κακοδιοικούμενες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τις επαναστάσεις διαδέχονταν ένα όργιο διώξεων και καταστροφών και «φιλελεύθερες» παραχωρήσεις εκ μέρους του Σουλτάνου, οι οποίες στην πραγματικότητα δεν εφαρμόζονταν ποτέ. Κλασικό παράδειγμα ήταν ο «Οργανικός Νόμος» του 1868 με περιορισμένες μεταρρυθμίσεις στην εκπροσώπηση της χριστιανικής πλειοψηφίας, που δεν απαντούσαν στις βασικές διεκδικήσεις των κατοίκων.
Την επόμενη διεθνή συγκυρία, για νέα κρητική επανάσταση, πυροδότησε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1877-1878. Το Συνέδριο του Βερολίνου που συνήλθε Ιούνιο – Ιούλιο του 1878 επέφερε σημαντικές αλλαγές στον χάρτη των Βαλκανίων. Δεν έκανε όμως δεκτή την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, ούτε δέχθηκε την παραχώρηση αυτονομίας στο νησί. Περιορίστηκε σε ένα σχέδιο περιορισμένης αυτοδιοίκησης της χριστιανικής πλειοψηφίας. Επακολούθησαν σκληρές διαπραγματεύσεις που κατέληξαν τον Οκτώβριο του 1878 στη Σύμβαση της Χαλέπας. Οι κυριότερες διατάξεις της ήταν:
α) Ο Γενικός Διοικητής της Κρήτης μπορούσε στο εξής να είναι και Χριστιανός, β) αυξημένη εκπροσώπηση των χριστιανών στη Γενική Συνέλευση, γ) αναγνώριση της ελληνικής ως επίσημης γλώσσας των δικαστηρίων και της Γενικής Συνέλευσης, δ) ίδρυση Κρητικής Χωροφυλακής, ε) οι χριστιανοί είχαν πλέον δικαίωμα ίδρυσης κομμάτων, φιλολογικών συλλόγων και έκδοσης εφημερίδων. Ήταν ένα θετικό βήμα προς την κατεύθυνση της ημιαυτονομίας, που απέφυγε όμως να θίξει κατεστημένες αντιλήψεις και βαθιά ριζωμένα συμφέροντα.
Οι πρώτοι που αντιτάχθηκαν στο νέο καθεστώς ήταν οι μουσουλμάνοι μπέηδες, που ανησυχούσαν μήπως χάσουν την ανεξέλεγκτη κυριαρχία τους και τα προνόμιά τους. Οι μεταρρυθμίσεις που επιβλήθηκαν με τη Σύμβαση της Χαλέπας έφεραν κοντά τους μπέηδες με αντιδραστικές ή συντηρητικές δυνάμεις του χριστιανικού στοιχείου αποβλέποντας, από κοινού, στον έλεγχο του τουρκικού δημοσίου και στην κατάληψη των θέσεων στη γραφειοκρατία της Γενικής Διοίκησης της Κρήτης. Ήταν η παράταξη των Συντηρητικών (Καραβανάδων), που κυριάρχησε για δέκα και πλέον χρόνια στην πολιτική ζωή της Κρήτης, έχοντας απέναντί της το Κόμμα των Φιλελευθέρων (Ξυπόλητους) που εκπροσωπούσαν τα ανανεωτικά και εκσυγχρονιστικά ρεύματα της κρητικής κοινωνίας. Ήταν η νέα μορφωμένη τάξη, στους κόλπους της περιλάμβανε ακόμη και αγάδες, που τα συμφέροντά τους δεν συνέπιπταν με αυτά των μπέηδων.
2. Το πραξικόπημα του 1889
Επί δέκα χρόνια οι φιλελεύθεροι διεκδικούσαν τη διενέργεια ανόθευτων εκλογών, την καθιέρωση προσόντων στις προσλήψεις και την επιβολή αξιοκρατίας στις δημόσιες θέσεις. Ο νέος Γενικός Διοικητής Κρήτης Σαρτίνσκυ πασάς αποφάσισε να αντιταχθεί στο διεφθαρμένο καθεστώς των Συντηρητικών προχωρώντας σε απολύσεις των υπαλλήλων που σε ποσοστό 3/5 είχαν διορισθεί από αυτούς. Στις εκλογές που διενεργήθηκαν τον Απρίλιο του 1889 οι Φιλελεύθεροι κατήγαγαν συντριπτική νίκη. Οι συντηρητικοί δεν θέλησαν να αποδεχθούν την ήττα τους και στη συνεδρίαση του νομοθετικού σώματος της 6ης Μάϊου κατέθεσαν ψήφισμα, με το οποίο ζητούσαν την άμεση κήρυξη της Ένωσης με την Ελλάδα και κάλεσαν τους οπαδούς τους σε ένοπλες συναθροίσεις στα βουνά. Στην πραγματικότητα το κίνητρό τους ήταν η απομάκρυνση του Πολωνικής καταγωγής Σαρτίνσκυ, ο οποίος προχωρούσε σε απολύσεις της στρατιάς των υπαλλήλων, που είχαν μάλιστα διορισθεί σε θέσεις με ανύπαρκτο αντικείμενο.
Ήταν ένα κίνημα που έσερνε την ιδέα της Ένωσης στον «βόρβορο των κομματικών παθών, χρησιμεύουσα ως αντιπολιτευτικόν απλώς όργανον», όπως αναφέρει ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος στο ιδιόγραφο κείμενό του για το πραξικόπημα του 1889. Ο Βενιζέλος, που είχε εκλεγεί βουλευτής με τους Φιλελεύθερους, αντιλήφθηκε αμέσως τους κινδύνους από το δημαγωγικό αυτό διάβημα και έσπευσε να το αποδοκιμάσει. Ο κομματικός αγώνας και τα «φλεγμονούντα πολιτικά πάθη», έγραψε, ωθούσαν την Κρήτη και πάλι σε έναν πρόωρο επαναστατικό αγώνα, από τον οποίο κινδύνευε να εξέλθει εξασθενημένη, ανίκανη να αγωνιστεί για την ένωση την κατάλληλη ώρα. Ο νεαρός βουλευτής πίστευε ότι επρόκειτο για ένα πραξικόπημα με αντεθνικούς, εν τέλει, στόχους και ότι η αντιδραστική μερίδα οδηγούσε την Κρήτη στο βάραθρο, ενώ παράλληλα επεδίωκε να εκθέσει στην κοινή γνώμη το Κόμμα των Φιλελευθέρων κατηγορώντας το ως δήθεν αντίθετο προς την ένωση.
Ο πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης στην Αθήνα καταδίκασε αμέσως το πραξικόπημα ως αντεθνικό τονίζοντας ότι δεν επρόκειτο να σύρει τη χώρα πίσω από τυχοδιωκτικά κινήματα μόνο και μόνο για να αποφύγει τις κατηγορίες της αντιπολίτευσης ότι προδίδει την Κρήτη. Ο μεγάλος εκείνος πολιτικός πίστευε ότι η κρητική ηγεσία όφειλε να πειθαρχεί στα κελεύσματα της ελληνικής κυβέρνησης, διότι η αλυτρωτική πολιτική έπρεπε να είναι ενιαία και να εκπορεύεται από την Αθήνα. Στο μεταξύ στην ελληνική πρωτεύουσα επικρατούσε πολεμικό κλίμα και ο αρχηγός της αντιπολίτευσης Θεόδωρος Δηλιγιάννης κατηγορούσε τον Τρικούπη ότι ξεπουλούσε την Κρήτη, ενώ ταυτόχρονα υποκινούσε διαδηλώσεις που κατέληγαν σε αιματηρές συγκρούσεις με την αστυνομία. Παράλληλα ο αντιπολιτευόμενος Τύπος εξαπέλυσε οχετό ύβρεων και συκοφαντιών κατά του Μεσολογγίτη πολιτικού αποκαλώντας τον «Εγγλέζο», όργανο δηλαδή των Άγγλων. Φυσικά ο Τρικούπης αρνήθηκε να υποκύψει στις πολεμικές κραυγές του πεζοδρομίου, των εφημερίδων και της αντιπολίτευσης. Ενώπιον της Βουλής ήταν κατηγορηματικός: η Ελλάδα ήταν στρατιωτικά ανέτοιμη για έναν πόλεμο με την Τουρκία και συνεπώς το Κρητικό ζήτημα δεν μπορούσε να αποκοπεί από το γενικότερο πρόβλημα του υπόδουλου ελληνισμού. Και τόνισε: «έχομεν την απαίτησιν [οι Κρήτες] να υποτάσσωνται εις την γνώμην ημών». Ήταν μια πολιτική ξεκάθαρη απέναντι στις λαϊκές χίμαιρες, τη δημαγωγική αντιπολίτευση και στην καταστροφική τακτική της ανεύθυνης ηγεσίας των Χανίων.
Οι Συντηρητικοί στην Κρήτη όχι μόνο αψήφησαν τις συμβουλές και τις οδηγίες της κυβέρνησης της Αθήνας και του ελληνικού προξενείου στα Χανιά, αλλά έφτασαν στο σημείο να αποκηρύξουν την ελληνική κυβέρνηση και να αναζητήσουν στήριγμα στο ρωσικό προξενείο στα Χανιά, ανακηρύσσοντας τη Ρωσία προστάτιδα της Κρήτης. Η συνέχεια υπήρξε οδυνηρή. Η Κρήτη πλήρωσε με αίμα, τρομοκρατία, διωγμούς και καταστροφές το επιπόλαιο και δημαγωγικό κίνημα των Συντηρητικών. Το οθωμανικό καθεστώς έστειλε ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις, που χωρίς σοβαρή αντίσταση κατέστειλαν το κίνημα. Ταυτόχρονα επέβαλε τον στρατιωτικό νόμο και βρήκε μια ανέλπιστη ευκαιρία να αφαιρέσει τα προνόμια που είχε παραχωρήσει με τη Σύμβαση της Χαλέπας. Οι ανθρώπινες απώλειες και οι υλικές καταστροφές ήταν μεγάλες και έφεραν σε απόγνωση τον Κρητικό λαό. Η απογοήτευση και η πτώση του ηθικού οδήγησε αρκετούς Κρητικούς να αναζητήσουν ασφάλεια στη βρετανική προστασία. Άρχισε και πάλι να κερδίζει έδαφος η ιδέα η Κρήτη να γίνει βρετανικό προτεκτοράτο, προοπτική που προωθούσε ο Βρετανός πρόξενος στα Χανιά καθώς και ο αγγλικός Τύπος.
3. Η Μεταπολιτευτική Επανάσταση (1895 – 1896)
Στο μεταξύ η οθωμανική κυριαρχία είχε επιβληθεί πλήρως και η Κρήτη είχε ξαναγυρίσει σε σκοτεινά χρόνια. Το κλίμα ήταν βαρύ και γινόταν βαρύτερο με την επιβολή ενός βάναυσου αστυνομικού κράτους, που περιόριζε στο ελάχιστο τις ελευθερίες του λαού. Η αδυναμία της Ελλάδας να επέμβει και η αδιαφορία των Μεγάλων Δυνάμεων έδιναν στην Πύλη πλήρη ελευθερία κινήσεων.
Στην αρχή της δεκαετίας του 1890, η κατάσταση στην Κρήτη καθημερινά χειροτέρευε. Οι συγκρούσεις, οι δολοφονίες και οι συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας απλώνονταν σαν απειλητικό νέφος στο νησί.
Ως διέξοδο από το αφόρητο αυτό καθεστώς τρομοκρατίας, πολιτικοί παράγοντες της Κρήτης και μερικοί νέοι άνθρωποι άρχισαν να καλλιεργούν τη μεταπολιτευτική ιδέα. Τη δημιουργία δηλαδή στην Κρήτη μιας αυτόνομης ή ημιαυτόνομης πολιτείας, καθώς οι συνθήκες της εποχής δεν επέτρεπαν διεκδίκηση της ένωσης. Οι πρωτεργάτες ίδρυσαν μυστική αδελφότητα και άρχισαν να οργανώνονται.
Στο πρόσωπο του Σφακιανού Μανούσου Κούνδουρου η αδελφότητα βρήκε τον αρχηγό που αναζητούσε. Ήταν τότε πρωτοδίκης στον Βάμο, την πρωτεύουσα του Νομού Σφακίων. Στον ίδιο τόπο ήταν εγκατεστημένοι ορισμένοι νέοι δικηγόροι και γιατροί, που ήταν μέλη της αδελφότητας. Στα μέσα του 1895 τα μέλη της αδελφότητας ήλθαν σε επαφή με τον Κούνδουρο και αποφάσισαν να θέσουν σε εφαρμογή το πρόγραμμά τους.
Στις 3 Σεπτεμβρίου στην περιοχή Κλήμα Αλικάμπου έγινε η πρώτη μεγάλη ένοπλη συνάθροιση των μεταπολιτευτικών. Πρόεδρος εξελέγη ο Κούνδουρος και οι συγκεντρωμένοι υπέγραψαν υπόμνημα προς τις Μεγάλες Δυνάμεις και την ελληνική κυβέρνηση. Για τους στόχους τους ο Ελευθέριος Πρεβελάκης τονίζει:
«Η επανάσταση αυτή είχε χαρακτήρα συντηρητικό γιατί, μολονότι διεκδικούσε για τους Χριστιανούς της Κρήτης περισσότερα προνόμια από όσα τους έδινε η Σύμβαση της Χαλέπας, είχε θέσει για σκοπό της τη μεταπολίτευση, δηλαδή ένα είδος μερικής αυτονομίας, και όχι την ένωση με την Ελλάδα. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι πρωτεργάτες της επανάστασης δεν ήθελαν την ένωση. Η πείρα όμως των προηγούμενων επαναστάσεων τους έπειθε ότι η ένωση ήταν απραγματοποίητη χωρίς να μεσολαβήση κάποιο ενδιάμεσο καθεστώς».
Οι πρώτες επιτυχίες των Μεταπολιτευτικών
Τον Νοέμβριο του 1895 οι μεταπολιτευτικοί στους Κάμπους Κυδωνίας επιτυγχάνουν την πρώτη νίκη τους. Στο τέλος του ίδιου μήνα ήλθε να προστεθεί νέα νίκη στην Κεφάλα Αλικάμπου, κοντά στις Βρύσες. Τον Μάρτιο του 1896 η τουρκική κυβέρνηση, στην προσπάθειά της να διαλύσει την Μεταπολιτευτική Επιτροπή, προσφέρει γενική αμνηστία. Η ελληνική κυβέρνηση, που φοβόταν ένα νέο 1889, αγωνίζεται παράλληλα για τη διάλυση της Επιτροπής.
Η Επιτροπή, όμως, ανυποχώρητη στις πιέσεις, συνέχιζε τον αγώνα της. Είχε αποφασίσει να περάσει στην επίθεση. Προανάκρουσμα την νέας της τακτικής στάθηκε η διήμερη σύγκρουσή της με τον τουρκικό στρατό στην Επισκοπή Ρεθύμνου (31 Μαρτίου – 1 Απριλίου 1896). Η ήττα στην Επισκοπή θορύβησε τους Τούρκους. Για αυτό έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιό τους να κυκλώσουν τους επαναστάτες στην επαρχία Αγίου Βασιλείου, όπου αυτοί είχαν αποσυρθεί. Η απόπειρα όμως της τουρκικής διοίκησης για μια ακόμα φορά απέτυχε. Τον Απρίλιο του 1896 στα Σελλιά Αγίου Βασιλείου οι επαναστάτες συγκρούστηκαν με τον τουρκικό στρατό και πέτυχαν μια ακόμα νίκη. Οι νέες επιτυχίες της Μεταπολιτευτικής Επιτροπής έδωσαν αυτοπεποίθηση στους επαναστάτες και παράλληλα προκάλεσαν αμηχανία στην Αθήνα. Ο Έλληνας υπουργός των Εξωτερικών Αλέξανδρος Σκουζές ζητά από τον πρόξενο της Ελλάδας στα Χανιά να κάνει κάθε προσπάθεια για να διαλύσει την Επιτροπή. Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως παρενέβη επίσης και ζήτησε την παύση του αγώνα.
Για να πείσουν τους μεταπολιτευτικούς να καταθέσουν τα όπλα, οι επίσκοποι Κυδωνίας και Αποκορώνου Νικηφόρος Ζαχαριάδης και Κισάμου και Σελίνου Δωρόθεος Κλωνάρης μετέβησαν στις 3 Μαΐου στο Νίππος Αποκορώνου, όπου ήταν συγκεντρωμένη μεγάλη δύναμη από επαναστάτες. Στο χωριό αυτό οι δύο επίσκοποι, μεταφέροντας επιθυμία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Άνθιμου, ζήτησαν την εγκατάλειψη του επαναστατικού αγώνα διότι διαφορετικά η τουρκική κυβέρνηση δεν θα παραχωρούσε ελευθερίες και δεν θα συγκαλούσε την Κρητική Βουλή. Η αντίδραση του πλήθους των οπλοφόρων ήταν βιαιότατη. Οι δύο επίσκοποι πέρασαν δύσκολες στιγμές. Εκ μέρους της Επιτροπής τούς ζητήθηκε να παύσουν να αναμιγνύονται στην πολιτική και εν τέλει τους απέπεμψαν με σκαιό τρόπο. Τελικά η παρέμβαση των επισκόπων είχε τα αντίθετα αποτελέσματα και οδήγησε αμέσως στην πολιορκία του Βάμου.
Η πολιορκία του Βάμου
Οι επαναστάτες, για να δείξουν την αγανάκτησή τους, άρχισαν την ίδια μέρα να ανταλλάσσουν πυροβολισμούς με την τουρκική φρουρά του Βάμου, η πολιορκία του οποίου είχε, όπως βεβαιώνει ο Κούνδουρος, «προ πολλού αποφασισθή».
Στις 5 Μαΐου οι θέσεις των επαναστατών ενισχύονται με εκατοντάδες οπλίτες από τις επαρχίες Αποκορώνου, Σφακίων, Κυδωνίας, Αγ. Βασιλείου και Ρεθύμνου. Η πολιορκία γίνεται ακόμα πιο αφόρητη για τους Τούρκους όταν ο παπα-Μαλέκος και ο Καλογερής καταλαμβάνουν το αρτοποιείο του τουρκικού στρατού με αποτέλεσμα οι πολιορκημένοι να αντιμετωπίζουν πλέον το φάσμα της πείνας. Στις 11 Μαΐου οι πολιορκητές που είχαν περικυκλώσει το Διοικητήριο έφθαναν τους 1.500. Στην κορύφωση της πολιορκίας οι επαναστάτες ανήλθαν σε 4.000 άνδρες, από τους οποίους 2.000 ήταν Αποκορωνιώτες, 700 Κυδωνιάτες και οι υπόλοιποι Σφακιανοί, Ρεθεμνιώτες και λιγότεροι από άλλες περιοχές. Οι αποκλεισμένοι στο διοικητήριο και στους πύργους Τούρκοι ήταν 1.400, ενώ 3.500 στρατιώτες και 300 Τουρκοκρητικοί κτυπούσαν τους επαναστάτες με εφόδους ξεκινώντας από τις Καλύβες.
Στις 12 Μαΐου, σε αντιπερισπασμό της πολιορκίας του Βάμου, οι μουσουλμάνοι εξαπολύουν δολοφονικές επιθέσεις κατά του ανυπεράσπιστου χριστιανικού πληθυσμού της πόλης των Χανίων.
Ο απολογισμός στις 12 Μαΐου μέσα στα Χανιά ήταν: Χριστιανοί 16 νεκροί και 7 τραυματίες· Μουσουλμάνοι 4 νεκροί και 3 τραυματίες.
Στο μεταξύ ο Σουλτάνος, παρά τις αντιδράσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, διορίζει τον Αβδουλάχ Πασά ως νέο Διοικητή Κρήτης και μεταφέρει στρατεύματα από το Κόσοβο, τη Σμύρνη και τη Θεσσαλονίκη. Ο Αβδουλάχ, για να σώσει από βέβαιη ταπείνωση την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τους πολιορκούμενους Τούρκους, εκστρατεύει στον Βάμο με στρατό 3.500 ανδρών.
Οι συγκρούσεις απλώθηκαν σε ολόκληρο τον Βάμο και έλαβαν φονικές διαστάσεις. Ιδιαίτερα πολύνεκρες ήταν οι μάχες σώμα με σώμα, στον δρόμο Βάμος-Χανιά κατά την υποχώρηση του στρατού. Στα Μαμουνιανά διεξήχθη η τελευταία μάχη της πολιορκίας. Στη μάχη αυτή έλαβαν μέρος και επίλεκτα τμήματα του τουρκικού στρατού από τη Μικρά Ασία. Εκεί οι Τούρκοι έχασαν τους μισούς από τους 204 νεκρούς που είχαν συνολικά στην πολιορκία του Βάμου.
Οι Τούρκοι κατά την υποχώρησή τους πυρπόλησαν τον Βάμο, τον Τσιβαρά και τα Ντουλιανά. Από τα 300 σπίτια του Βάμου έμειναν είκοσι και αυτά μισοκατεστραμμένα. Το κακό συμπληρώθηκε από τους χριστιανούς, οι οποίοι παρέδωσαν στις φλόγες τους πύργους, το διοικητήριο και τα δικαστήρια, τα οποία αποτεφρώθηκαν εντελώς. Ήταν η δεύτερη φορά μέσα σε λίγα χρόνια που ο Βάμος καταστρεφόταν ολοσχερώς. Η πολιορκία του Βάμου είχε τεράστια απήχηση στην Ελλάδα και το εξωτερικό και συνέβαλε σημαντικά στην επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων στην Κρήτη.
Η μάχη της Αλμυρίδας
Η τελευταία απόπειρα των Τούρκων να συντρίψουν την Επανάσταση έγινε στην Αλμυρίδα, όπου βρισκόταν ο όρμος από τον οποίο επικοινωνούσαν οι επαναστάτες, μέσω Ακρωτηρίου, με τα Χανιά. Μεταξύ 1ης και 4ης Ιουλίου στην Αλμυρίδα διεξήχθη η φονικότερη μάχη της Επαναστάσεως. Ήταν συνδυασμός ναυτικών, επίγειων και νυχτερινών επιχειρήσεων. Οι Τούρκοι παρέταξαν 4.500 στρατό και οι επαναστάτες 2.500.
Η μάχη πάντως κρίθηκε χάρη στη θυελλώδη επέλαση του καπετάν Γιάννη Καλογερή, ο οποίος έφθασε από τους Κάμπους Κυδωνίας στον τόπο της μάχης με πολλούς οπλίτες σε μόλις 40 λεπτά. Η νίκη στην Αλμυρίδα σήμανε και την οριστική απελευθέρωση των επαρχιών Αποκορώνου, Αγ. Βασιλείου και Σφακίων. Ο Νομός Σφακίων δηλαδή απελευθερώθηκε δύο ολόκληρα χρόνια νωρίτερα από την υπόλοιπη Κρήτη.
Η πολιορκία του Βάμου, η ήττα στην Αλμυρίδα και τα γεγονότα στην Κυδωνία, την Κίσαμο και την πεδιάδα Ηρακλείου είχαν φέρει σε δύσκολη θέση τον Σουλτάνο. Ακόμα, η διεθνής κατακραυγή για τις σφαγές των Αρμενίων επέτειναν το αρνητικό κλίμα για την Υψηλή Πύλη, που, κάτω από τις πιέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, δέχθηκε να παραχωρήσει νέο πολίτευμα στην Κρήτη. Οι διατάξεις του ήταν πολύ ευνοϊκότερες από αυτές της Σύμβασης της Χαλέπας. Συγκεκριμένα ο Οργανικός Νόμος του Αυγούστου 1896 προέβλεπε:
• διορισμό χριστιανού διοικητή από τον Σουλτάνο με την έγκριση των Μεγάλων Δυνάμεων,
• συμμετοχή χριστιανών στη διοίκηση σε αναλογία 2/3,
• σύγκληση Συνελεύσεως κάθε δύο χρόνια,
• έγκριση του προϋπολογισμού και των νόμων από τη Συνέλευση,
• αναδιοργάνωση της Χωροφυλακής και των Δικαστηρίων από ξένους οργανωτές.
Ήταν μια σημαντική επιτυχία των επαναστατών που ασφαλώς άλλαζε τις ισορροπίες στην Κρήτη.
4. Η απελευθερωτική Επανάσταση του 1897
Η Πύλη είχε αποδεχθεί το νέο πολίτευμα της Κρήτης. Δεν ήταν όμως διατεθειμένη να το εφαρμόσει. Η κακή πίστη της οθωμανικής κυβέρνησης και οι αντιδράσεις των μουσουλμάνων της Κρήτης εκδηλώθηκαν εξαρχής και είχαν ως στόχο τη ματαίωση των αλλαγών που είχαν συμφωνηθεί να γίνουν στην Κρήτη. Οι πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη διαμαρτυρήθηκαν έντονα στον Σουλτάνο απαιτώντας την άμεση εφαρμογή του νέου Οργανισμού της Κρήτης. Όμως οι εντολές από την Κωνσταντινούπολη προς τη στρατιωτική ηγεσία και τους επιφανείς μουσουλμάνους του νησιού δεν προμήνυαν τίποτε άλλο, παρά την εξαπόλυση μιας νέας θύελλας, με στόχο τη βαθιά ρήξη με το χριστιανικό στοιχείο και την οριστική ματαίωση των μεταρρυθμίσεων.
Από το φθινόπωρο του 1896 η κατάσταση στην Κρήτη είχε αρχίσει και πάλι να επιδεινώνεται. Η τουρκική αντίδραση εκδηλώθηκε με τρομοκρατικές επιδρομές και φόνους. Οι μουσουλμάνοι με τη βοήθεια του στρατού χτυπούσαν στις πόλεις και οι χριστιανοί απαντούσαν στην ύπαιθρο. Η κορύφωση όμως της τραγωδίας συντελείται στα Χανιά όπου στις 23 Ιανουαρίου 1897 μια μεγάλη πυρκαγιά κατακαίει τη χριστιανική συνοικία, ενώ χριστιανοί δολοφονούνται ανυπεράσπιστοι. Από τα Χανιά, ο Γάλλος πρόξενος ενημέρωνε την κυβέρνησή του ότι αυτές οι φρικιαστικές σκηνές ήταν αποτέλεσμα της συμφωνίας μεταξύ της οθωμανικής κυβέρνησης και των μουσουλμάνων της Κρήτης, που επιδίωκαν από κοινού να εμποδίσουν την εφαρμογή των αλλαγών, τις οποίες είχαν επιβάλει οι Μεγάλες Δυνάμεις.
Οι ειδήσεις για τις σφαγές στην Κρήτη προκάλεσαν εξέγερση της κοινής γνώμης στην Αθήνα και στις 24 Ιανουαρίου χιλιάδες οργισμένοι διαδηλωτές κατέκλυσαν τους δρόμους της Αθήνας και περικύκλωσαν τη Βουλή. Ενώπιον της Εθνικής αντιπροσωπείας ο πρωθυπουργός Θεόδωρος Δηλιγιάννης επέλεξε τον ρόλο του ειρηνοποιού, αναθέτοντας την προστασία της Κρήτης στις ξένες Δυνάμεις. Ήταν ο ίδιος δημαγωγός που το 1889 ξεσήκωνε την Αθήνα με διαδηλώσεις κατά του Χαριλάου Τρικούπη. Τώρα είχε έρθει η ώρα να πληρώσει τον ακραίο λαϊκισμό του. Κάτω από τις αφόρητες πιέσεις μιας ανερμάτιστης αντιπολίτευσης και της έξαλλης κοινής γνώμης, αποφάσισε από κοινού με τον Βασιλιά Γεώργιο Α΄ να επέμβει η Ελλάδα στην Κρήτη. Η απόφαση είχε όλα τα στοιχεία της προχειρότητας, της έλειψε η μυστικότητα και καθυστέρησε να εκτελεσθεί, με αποτέλεσμα οι Μεγάλες Δυνάμεις να προλάβουν να αποβιβάσουν ισχυρές δυνάμεις στα Χανιά για να επιβάλουν ειρήνευση στο νησί. Έτσι, όταν ο συνταγματάρχης Τιμολέων Βάσσος με ένα σύνταγμα αποβιβάστηκε στο Κολυμπάρι ήταν πλέον αργά. Οι Μεγάλες Δυνάμεις με διακοίνωσή τους του απαγόρευσαν να προσεγγίσει τα Χανιά σε απόσταση μικρότερη των 6 χιλιομέτρων.
Η επανάσταση απλώνεται σε ολόκληρη την Κρήτη
Όμως η νέα επανάσταση άρχισε να λαμβάνει διαστάσεις και σκληρές μάχες διεξάγονταν σε ολόκληρη την Κρήτη. Στις Αρχάνες Ηρακλείου, στο Ρέθυμνο, το Λασίθι και στις επαρχίες του νομού Χανίων Κυδωνία, Κίσσαμο και Σέλινο. Επίκεντρο της όμως ήταν το Ακρωτήρι. Εκεί «γεννιέται» ο επαναστάτης Βενιζέλος, ο οποίος σταδιακά γίνεται ένας εκ των ηγετών. Ανάμεσα στους απότομους πέτρινους όγκους του, η επανάσταση με τον Καγιαλέ ύψωσε την ελληνική σημαία, με το βλέμμα προς την πόλη των Χανίων και το λιμάνι της Σούδας, όπου καιροφυλακτούσαν ο τουρκικός στρατός και οι στόλοι των Μεγάλων Δυνάμεων. Ο καταιγισμός των οβίδων που έριξαν τα τεράστια ευρωπαϊκά θωρηκτά εναντίον των επαναστατών στις 9 Φεβρουαρίου 1897 στην πραγματικότητα ήταν ένα «αντι-Ναβαρίνο», που όμως, αντί να κάμψει τη θύελλα της επανάστασης, την όπλισε με πνευματική και ηθική ορμή. Ο Βενιζέλος, εκφράζοντας αυτό το ανυπότακτο πνεύμα, σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μέτρων από τις τουρκικές προφυλακές, πολιορκημένος, συνέτασσε πάνω σε ένα κιβώτιο με σφαίρες έντονες διακοινώσεις, απορρίπτοντας τα τελεσίγραφα των ναυάρχων: διακήρυσσε ότι οι επαναστάτες δεν ήταν διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν τις θέσεις που είχαν κερδηθεί με αίμα και αγώνες. Ακόμα και μετά την επαίσχυντη ήττα της Ελλάδας στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, που ουσιαστικά άφησε μετέωρη την κρητική επανάσταση, οι Κρητικοί δεν κατέθεσαν τα όπλα. Μέσα από επαναστατικές συνελεύσεις δεν επέτρεψαν να τελματωθεί ο αγώνας, υποχρεώνοντας την Ευρώπη να αναθεωρήσει τη στάση της απέναντι στην τραγωδία του κρητικού λαού.
Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος
Στο μεταξύ, τον Απρίλιο του 1897, ξέσπασε Ελληνοτουρκικός Πόλεμος. Στην πραγματικότητα αυτό που έκανε αναπόφευκτο τον πόλεμο δεν ήταν το Κρητικό Ζήτημα αλλά η διαβόητη Εθνική Εταιρεία. Η λεγόμενη Αόρατη Αρχή που είχε κατορθώσει να τρομοκρατεί την κυβέρνηση και τα ανάκτορα, να εξωθεί τον λαό σε φιλοπόλεμες διαδηλώσεις και να παρασύρει την αντιπολίτευση σε λαϊκιστικές κορώνες και σε έναν ανένδοτο αγώνα που οδηγούσε σε καταστροφικό πόλεμο.
Μέσα σε σύντομο χρόνο η Εθνική Εταιρεία γιγαντώθηκε εντάσσοντας στα μέλη της, κυρίως, αξιωματικούς του στρατού ξηράς, υψηλόβαθμους δημόσιους υπαλλήλους και καθηγητές Πανεπιστημίου. Χαρακτηριστική της έπαρσης που επικρατούσε στον χώρο της Εταιρείας είναι μια εγγραφή στο ημερολόγιο του Ιωάννου Μεταξά, ο οποίος ήταν μέλος της: «Την εξωτερική πολιτική την διευθύνουμε τώρα εμείς». Στην πραγματικότητα η παρακυβέρνηση της Εθνικής Εταιρείας εξέφραζε μια απέραντη πολιτική σύγχυση, με απειλές προς όλες τις κατευθύνσεις και κατηγορίες περί εθνικής μειοδοσίας, συνθήματα δηλαδή που καλλιεργούσαν τα ταπεινά ένστικτα της ελληνικής κοινωνίας.
Όπως τονίζει ο Γιάννης Γιανουλόπουλος, η Εθνική Εταιρεία «έβλεπε την Κρήτη ως πολύτιμο αντιπερισπασμό για την προετοιμαζόμενη εισβολή Ελλήνων ανταρτών στη Μακεδονία».
Έτσι τη νύχτα της 27ης Μαρτίου 1897 αντάρτες της Εθνικής Εταιρείας εισβάλλουν στα οθωμανικά εδάφη, χωρίς προηγουμένως η Ελλάδα να κηρύξει πόλεμο κατά της Τουρκίας και στις 6 Απριλίου ο πρωθυπουργός Δηλιγιάννης στη Βουλή εν μέσω πανηγυρισμών υπέκυπτε στη λαϊκή απαίτηση και στα κελεύσματα της Εθνικής Εταιρείας κηρύσσοντας πόλεμο κατά της Τουρκίας. Η Ελλάδα ξεκινούσε έναν πόλεμο εντελώς απροετοίμαστη. Από τους 85.000 εφέδρους που παρουσιάστηκαν στην επιστράτευση, μόνο 22.000 κατέστη δυνατό να ντυθούν και να εφοδιαστούν πλήρως. Τη δεύτερη κιόλας μέρα του πολέμου, ολόκληρη η οροθετική γραμμή είχε πέσει στα χέρια των Τούρκων. Οι ελληνικές δυνάμεις βρίσκονταν σε ασύντακτη υποχώρηση, η οποία σε λίγες μέρες επρόκειτο να μεταβληθεί σε άτακτη φυγή και αμαχητί παράδοση της Λάρισας και άλλων πόλεων. Η ανικανότητα της στρατιωτικής ηγεσίας υπήρξε σε τέτοιο βαθμό κραυγαλέα, ώστε ο αρχιστράτηγος – διάδοχος Κωνσταντίνος με το επιτελείο του παρακολουθούσαν αμέριμνοι την ακολουθία του Επιταφίου Θρήνου τη στιγμή που άρχισε να εγκαταλείπεται η Λάρισα στον τουρκικό στρατό.
Οι ικεσίες στον ύψιστο του αρχιστρατήγου και του επιτελείου δεν στάθηκαν αρκετές να ανακόψουν την τουρκική προέλαση προς την Αθήνα. Το έργο αυτό ανέλαβαν οι Μεγάλες Δυνάμεις που με την παρέμβασή τους στον σουλτάνο απέτρεψαν την ολοκληρωτική καταστροφή της χώρας. Στο μεταξύ, κάτω από τις πιέσεις της Εθνικής Εταιρείας, η ελληνική κυβέρνηση είχε απορρίψει την προσφορά των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων για αυτονομία της Κρήτης. Έτσι, με αυτό τον πόλεμο η Ελλάδα άνοιγε ένα νέο μέτωπο, που αναπόφευκτα τοποθετούσε το Κρητικό ζήτημα σε δεύτερη μοίρα. Η Αθήνα τώρα ήταν υποχρεωμένη να προσφύγει στις καλές υπηρεσίες των ξένων για να πάρει πίσω τα εδάφη και τις πόλεις που είχε χάσει στη Θεσσαλία.
Αιματηρό όργιο στο Ηράκλειο – Επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων
Η τελευταία πράξη της απελευθερωτικής επανάστασης συντελέσθηκε στο Ηράκλειο στις 25 Αυγούστου 1898 όταν ο μουσουλμανικός όχλος, καθοδηγούμενος πάλι από την Κωνσταντινούπολη, εξαπέλυσε μια αιματηρή τρομοκρατία κατά των κατοίκων της πόλης. Μεταξύ των εκατοντάδων νεκρών ήταν και 17 Άγγλοι στρατιώτες. Αυτό σήμανε το τέλος της τουρκικής κυριαρχίας στην Κρήτη. Μετά από τελεσίγραφο των Μεγάλων Δυνάμεων ο Σουλτάνος υποχρεώθηκε να αποσύρει τον τουρκικό στρατό από ολόκληρο το νησί. Τον Δεκέμβριο του 1898 ο πρίγκιπας Γεώργιος αφίχθηκε στη Σούδα αναλαμβάνοντας, κατ’ εντολή των Δυνάμεων, τα καθήκοντα του ύπατου αρμοστή Κρήτης. Έτσι άρχιζε η περίοδος της Κρητικής Πολιτείας.
Ασφαλώς η Επανάσταση του 1897 παραπέμπει σε μια δύσκολη και ηρωική εποχή, που τα γεγονότα και οι πρωταγωνιστές της σημάδεψαν την ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Ταυτόχρονα όμως προσφέρεται και ως ιστορικό παράδειγμα μεγάλης ιστορικής σημασίας. Ιδιαίτερα όσον αφορά στην επιλογή της αυτονομίας, ως ενδιάμεσο στάδιο προς την Ένωση. Μια επιλογή με βαθιά εθνική προοπτική, η οποία ελήφθη από μια φωτισμένη κρητική ηγεσία που έμελλε να δικαιωθεί μετά τις νίκες στους Βαλκανικούς Πολέμους. Δυστυχώς στη διαχείριση του Κυπριακού, πολλά χρόνια αργότερα, δεν επιδείχθηκε η ίδια φρόνηση και διορατικότητα που απαιτούσαν οι περιστάσεις. Οπωσδήποτε για να κατανοήσει κανείς την κυπριακή τραγωδία θα πρέπει να μελετήσει με προσοχή τις περιπέτειες του Κρητικού ζητήματος κατά τον 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα.
5. Από το Θέρισο στους Βαλκανικούς Πολέμους
Στο Θέρισο το 1905 ο Βενιζέλος από εθνικός γίνεται πολιτικός επαναστάτης. Με εντυπωσιακή δεξιοτεχνία επιβάλλει τις πολιτικές του αξίες, συνδυάζοντας την κατοχύρωση της λαϊκής κυριαρχίας και των πολιτικών ελευθεριών με τους εθνικούς στόχους. Ξεσηκώνεται εναντίον του απολυταρχικού συστήματος εξουσίας του πρίγκιπα Γεωργίου, διεκδικεί την προστασία των πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, καλώντας τον λαό να επαναστατήσει. Ταυτόχρονα, καθιερώνεται ως ηγέτης της προοδευτικής μερίδας του νησιού, γίνεται εκφραστής ενός πολιτικού ρεύματος με ριζοσπαστικές αρχές και φιλελεύθερη ιδεολογία και δίνει αποφασιστική ώθηση στους ενωτικούς πόθους του κρητικού λαού. Έτσι, ύστερα από την επιτυχία της επανάστασης στο Θέρισο απομακρύνθηκε ο ύπατος αρμοστής και οι Προστάτιδες Δυνάμεις με τη διακοίνωσή τους της 10ης Ιουλίου 1906 καθόρισαν το νέο καθεστώς της Κρήτης, το οποίο προέβλεπε: α) συγκρότηση Πολιτοφυλακής από Έλληνες αξιωματικούς, β) αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων από την Κρήτη μετά την αποκατάσταση της τάξης, γ) ψήφιση φιλελεύθερου Συντάγματος και ε) αναγνώριση δικαιώματος στον βασιλιά της Ελλάδας να ορίζει τον ύπατο αρμοστή Κρήτης. Στην ουσία η Ελλάδα είχε καταστεί κυρίαρχη στη μεγαλόνησο. Απέμενε μόνο μια ευνοϊκή διεθνής συγκυρία για την ολοκλήρωση της διαδρομής και την πραγματοποίηση της Ένωσης.
Μετά την άνοδο του Βενιζέλου στην εξουσία το 1910, η Μεγάλη Ιδέα παύει να είναι πυροτέχνημα και ρομαντική εθνική φαντασίωση, ξεφεύγει από την ομφαλοσκόπηση και εντάσσεται σε ένα γενικότερο διεθνές πλαίσιο αναζήτησης συμμαχιών για την αντιμετώπιση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τα αλύτρωτα εδάφη που διεκδικούσε η χώρα δεν βρίσκονταν απλώς υπό τουρκική κατοχή, αλλά, όπως είχε αποδείξει λίγα χρόνια νωρίτερα ο Μακεδονικός Αγώνας, επιδίωκαν να τα κερδίσουν τα αναδυόμενα δυναμικά κράτη των Βαλκανίων (Βουλγαρία και Σερβία), ενώ εξακολουθούσαν να βρίσκονται στο στόχαστρο των ιμπεριαλιστικών φιλοδοξιών ισχυρών Ευρωπαϊκών Δυνάμεων. Οι στιγμές ήταν κρίσιμες και οι αποφάσεις που θα λαμβάνονταν επρόκειτο να καθορίσουν την τύχη των επερχόμενων γενιών. Τη φοβική πολιτική μιας Ελλάδας τοποθετημένης στο περιθώριο της διεθνούς κοινότητας αντικατέστησε η επαναστατική ορμή του Βενιζέλου – μια ορμή που γνώριζε πώς να υπηρετήσει γόνιμα ευρύτερους και μακροπρόθεσμους στόχους. Έτσι, δεν δίστασε, την άνοιξη του 1912, να απαγορεύσει την είσοδο των Κρητών βουλευτών στο ελληνικό Κοινοβούλιο, αψηφώντας τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης, ακόμα και ορισμένων υπουργών του. Έσωσε έτσι τη χώρα από μια πρόωρη πολεμική εμπλοκή και συντριβή, καταδεικνύοντας ότι οι πόλεμοι δεν κερδίζονται χωρίς συμμάχους. Σε επίπεδο υψηλής στρατηγικής, η ελληνική εξωτερική πολιτική έδωσε τότε ένα μάθημα για τη σημασία των συσχετισμών στις διεθνείς σχέσεις.
Η συγκρότηση συμμαχίας των βαλκανικών λαών, που μέχρι πρότινος αλληλομισούνταν θανάσιμα, αποτέλεσε το επόμενο βήμα. Ήταν ένα τεράστιο πολιτικό επίτευγμα, το οποίο στρεφόταν εναντίον της Τουρκίας και ουσιαστικά αμφισβητούσε τον ρόλο των Μεγάλων Δυνάμεων στον βαλκανικό χώρο. Αν στη βαλκανική συμμαχία η Βουλγαρία είχε αποφασιστικό λόγο, ο πραγματικός αρχιτέκτονάς της υπήρξε ο Βενιζέλος.
Έτσι, η Ελλάδα, στο τέλος των δύο νικηφόρων Βαλκανικών Πολέμων, φαινόταν να έχει λύσει τα δεσμά της, αποτινάσσοντας την ασφυκτική κηδεμονία των ισχυρών. Στην επικράτειά της είχαν ενσωματωθεί πλέον η Μακεδονία, η Ήπειρος, τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και η ελληνική σημαία κυμάτιζε περήφανη στον Φιρκά.
Αντί επιλόγου
Ασφαλώς η απελευθέρωση της Κρήτης από τον τουρκικό ζυγό και η ένωσή της με την Ελλάδα θα πρέπει πρώτιστα να αποδοθεί στους αμέτρητους αγωνιστές, που έδωσαν το αίμα τους για την πατρίδα μας. Όμως ο καταλύτης των εξελίξεων υπήρξε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος αναδεικνύεται σε κύριο πρωταγωνιστή των εξελίξεων στην Κρήτη και στην Ελλάδα στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού.
Η ένωσή της με την Ελλάδα έχει χαρακτήρα οριστικό και αμετάκλητο, δεν είναι ένωση με… ημερομηνία λήξεως. Σε καμία από τις διεθνείς συνθήκες με τις οποίες ρυθμίζεται οριστικά το Κρητικό ζήτημα δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά ότι η ένωση υπόκειται σε οποιονδήποτε χρονικό περιορισμό, ούτε σε ενδεχόμενο επανεξέτασης της ενσωμάτωσης της Κρήτης στον εθνικό κορμό σε 100, 200 ή… χίλια χρόνια.
Το ίδιο, άλλωστε, ισχύει για τη Μακεδονία, την Ήπειρο, τα νησιά του Αιγαίου και τη Θράκη, που ενσωματώθηκαν στον εθνικό κορμό με τις προαναφερόμενες ή μεταγενέστερες συνθήκες.
Οι συνθήκες αυτές ήταν, σύμφωνα με τον Βενιζέλο, «η τελευταία λέξη επί του Κρητικού ζητήματος», καθώς με αυτές εξέλιπε κάθε ίχνος τουρκικής επικυριαρχίας και η Κρήτη ενσωματώθηκε για πάντα στον εθνικό κορμό, μαζί με εκατομμύρια Μακεδόνες, Ηπειρώτες, νησιώτες και αργότερα τους Θράκες. Αυτό όμως που δεν πρέπει να λησμονούμε ποτέ είναι ότι οι πρόγονοί μας και ο Βενιζέλος μάς παρέδωσαν για πρώτη φορά στην ιστορία του Ελληνισμού ένα τόσο ομοιογενές και ισχυρό κράτος.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
• Στέλλα Αλιγιζάκη, Μεταπολιτευτική Επανάσταση, Κοινωφελές Ίδρυμα «Αγία Σοφία», 1996
• Γιάννης Γιανουλόπουλος, Η ευγενής μας τύφλωσις, Βιβλιόραμα, Αθήνα 1999
• Θεοχάρης Δετοράκης, «Η Τουρκοκρατία της Κρήτης» στον συλλογικό τόμο Κρήτη: Ιστορία και Πολιτισμός, επιμ. Ν. Μ. Παναγιωτάκη, Ηράκλειο, Σύνδεσμος ΤΕΔΚ Κρήτης, 1987
• Κοινωφελές Ίδρυμα «Αγία Σοφία» – εφ. «Χανιώτικα Νέα», Επανάσταση 1897. Η Κρήτη στις φλόγες, συλλογικός τόμος, Χανιά 1997-1998
• Κρήτη–Ελλάδα 1913-2013, 100 χρόνια Ένωση, Χανιά, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» – εφ. «Χανιώτικα Νέα», 2013
• Γιώργος Λιμαντζάκης, Το Κρητικό Ζήτημα, 1868-1913: από τα πεδία των μαχών στη διεθνή διπλωματία, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» – Δήμος Αποκορώνου – Κοινωφελές Ίδρυμα «Αγία Σοφία», Χανιά 2020
• Χαράλαμπος Μπουρνάζος, άρθρα που δημοσιεύθηκαν στα Χανιώτικα Νέα, 13-14/10/1989, 18/3/1992, 10-16/10/2000
• Νικόλαος Εμμ. Παπαδάκης (Παπαδής), «Ελευθέριος Βενιζέλος, ο άνθρωπος, ο ηγέτης. Βιογραφία», Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» – Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», (α΄ έκδοση: 2017, β΄ έκδοση: 2018), Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» – εφ. «Η Καθημερινή» (2020)
• Νικόλαος Πετρουλάκης, «Η Μάχη της Αλμυρίδας», Ελλωτία, τόμος 6, Χανιά 1997
• Ελευθέριος Πρεβελάκης, «Η πολιορκία του Βάμου και οι διπλωματικές της συνέπειες (Μάιος 1896)», Κρητικά Χρονικά, τόμος 1Α, 1957
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου