Ο πατέρας μου, Λάζαρος Χ. Ουσταμπασίδης, γεννήθηκε το 1914 στη γραφική, παραθαλάσσια Φάτσα του Πόντου.
Ήταν το όγδοο και τελευταίο παιδί στην οικογένειά του και ζούσε όμορφα και ανέμελα παιδικά χρόνια με τους δικούς του. Τότε το ελληνικό στοιχείο συνυπήρχε ειρηνικά με τους συντοπίτες Τούρκους, μέχρι τα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα τα οποία οδήγησαν στους διωγμούς των Ποντίων.
Ήδη από την πρώτη περίοδο των διωγμών, ο πατέρας του Χαράλαμπος και ο μεγάλος αδελφός του Άριστος αφανίστηκαν στα τάγματα εργασίας, οπότε η οικογένεια αναγκάστηκε, όπως και πολλοί άλλοι, να πάρει το δρόμο της προσφυγιάς.
Αρχικά, ήρθαν στη Θεσσαλονίκη, όπου τα παιδιά δούλευαν όπως μπορούσαν –ο πατέρας μου ήταν κουλουροπώλης– για να επιβιώσουν. Κατόπιν μετακινήθηκαν στην Κατερίνη και τελικά εγκαταστάθηκαν οριστικά στον Τρίλοφο Πιερίας, όπου έγινε διανομή κλήρων στους πρόσφυγες.
Έχοντας χάσει από νωρίς τη μητέρα του και μεγαλώνοντας με τις μεγαλύτερες αδελφές του, ο Λάζαρος ολοκλήρωσε τη βασική εκπαίδευση στην Κατερίνη, ενώ από μικρός είχε διαπιστώσει την αγάπη του στο σχέδιο τόσο, που αποφάσισε, όπως μου έλεγε αργότερα, ότι «μόνο με αυτό» ήθελε να ασχοληθεί στη ζωή του.
Έτσι, παρά τη φτώχεια και τις αντίξοες συνθήκες προετοιμάστηκε με σχολαστικότητα και θάρρος κι έδωσε εξετάσεις στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα όπου πέρασε και συνέχισε χωρίς πρόβλημα τις σπουδές του, έχοντας εξαίρετους εικαστικούς για δασκάλους, όπως ο Παρθένης και ο Κεφαλληνός.
Όμως, οι καιροί επιφύλασσαν νέες αντιξοότητες: Πόλεμος του ’40, Γερμανική Κατοχή, πείνα. Ο Λάζαρος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα και να επιστρέψει στη Μακεδονία, όπου και έλαβε ενεργά μέρος στην Εθνική Αντίσταση και στον πατριωτικό Τύπο της εποχής.
Στο μεταξύ, άλλη μια συμφορά βρήκε την οικογένειά του: συνελήφθη στον Τρίλοφο και εκτελέστηκε μαζί με άλλα δώδεκα παλικάρια ο αδελφός του Σταύρος μετά από προδοσία. Ο ίδιος γλίτωσε από τύχη, καθώς το βράδυ της σύλληψης απουσίαζε από το χωριό.
Μετά την απελευθέρωση επέστρεψε στην Αθήνα και ολοκλήρωσε τις σπουδές του παίρνοντας μάλιστα υποτροφία για το Παρίσι, όπου όμως λόγω διαφόρων δυσκολιών δεν πήγε ποτέ.
Μετά από πολλές δυσκολίες –λόγω φρονημάτων– εργάστηκε ως καθηγητής στην τεχνική εκπαίδευση στην Κοζάνη. Τον καιρό εκείνο, γνώρισε την Ειρήνη Ι. Λεμπιδάκη στο Λιτόχωρο Πιερίας, όπου εκείνη εργαζόταν ως δασκάλα, και παντρεύτηκαν. Στη Θεσσαλονίκη γεννήθηκα κι εγώ.
Αρχικά, ήρθαν στη Θεσσαλονίκη, όπου τα παιδιά δούλευαν όπως μπορούσαν –ο πατέρας μου ήταν κουλουροπώλης– για να επιβιώσουν. Κατόπιν μετακινήθηκαν στην Κατερίνη και τελικά εγκαταστάθηκαν οριστικά στον Τρίλοφο Πιερίας, όπου έγινε διανομή κλήρων στους πρόσφυγες.
Έχοντας χάσει από νωρίς τη μητέρα του και μεγαλώνοντας με τις μεγαλύτερες αδελφές του, ο Λάζαρος ολοκλήρωσε τη βασική εκπαίδευση στην Κατερίνη, ενώ από μικρός είχε διαπιστώσει την αγάπη του στο σχέδιο τόσο, που αποφάσισε, όπως μου έλεγε αργότερα, ότι «μόνο με αυτό» ήθελε να ασχοληθεί στη ζωή του.
Έτσι, παρά τη φτώχεια και τις αντίξοες συνθήκες προετοιμάστηκε με σχολαστικότητα και θάρρος κι έδωσε εξετάσεις στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα όπου πέρασε και συνέχισε χωρίς πρόβλημα τις σπουδές του, έχοντας εξαίρετους εικαστικούς για δασκάλους, όπως ο Παρθένης και ο Κεφαλληνός.
Όμως, οι καιροί επιφύλασσαν νέες αντιξοότητες: Πόλεμος του ’40, Γερμανική Κατοχή, πείνα. Ο Λάζαρος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα και να επιστρέψει στη Μακεδονία, όπου και έλαβε ενεργά μέρος στην Εθνική Αντίσταση και στον πατριωτικό Τύπο της εποχής.
Στο μεταξύ, άλλη μια συμφορά βρήκε την οικογένειά του: συνελήφθη στον Τρίλοφο και εκτελέστηκε μαζί με άλλα δώδεκα παλικάρια ο αδελφός του Σταύρος μετά από προδοσία. Ο ίδιος γλίτωσε από τύχη, καθώς το βράδυ της σύλληψης απουσίαζε από το χωριό.
Μετά την απελευθέρωση επέστρεψε στην Αθήνα και ολοκλήρωσε τις σπουδές του παίρνοντας μάλιστα υποτροφία για το Παρίσι, όπου όμως λόγω διαφόρων δυσκολιών δεν πήγε ποτέ.
Μετά από πολλές δυσκολίες –λόγω φρονημάτων– εργάστηκε ως καθηγητής στην τεχνική εκπαίδευση στην Κοζάνη. Τον καιρό εκείνο, γνώρισε την Ειρήνη Ι. Λεμπιδάκη στο Λιτόχωρο Πιερίας, όπου εκείνη εργαζόταν ως δασκάλα, και παντρεύτηκαν. Στη Θεσσαλονίκη γεννήθηκα κι εγώ.
Λίγο αργότερα μετακομίσαμε στο Ηράκλειο Κρήτης, όπου ο πατέρας μου κλήθηκε να διδάξει το μάθημα των Καλλιτεχνικών στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου, θέση που κατείχε έως το 1980, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε.
Στην Κρήτη, γνώρισε και αγάπησε το χωριό της μητέρας μου, το Βραχάσι Μεραμπέλου, όπου ανελλιπώς μεταβαίναμε στις καλοκαιρινές διακοπές, καθώς και το παραθαλάσσιο γραφικότατο Σίσι, όπου κάναμε τα μπάνια μας μένοντας σ’ ένα διαμορφωμένο παλιό μαγατζέ[1] της γιαγιάς μου, μόνο με τα απολύτως στοιχειώδη και χωρίς τρεχούμενο νερό.
Στην Κρήτη, γνώρισε και αγάπησε το χωριό της μητέρας μου, το Βραχάσι Μεραμπέλου, όπου ανελλιπώς μεταβαίναμε στις καλοκαιρινές διακοπές, καθώς και το παραθαλάσσιο γραφικότατο Σίσι, όπου κάναμε τα μπάνια μας μένοντας σ’ ένα διαμορφωμένο παλιό μαγατζέ[1] της γιαγιάς μου, μόνο με τα απολύτως στοιχειώδη και χωρίς τρεχούμενο νερό.
Κι όμως! Δε μας έλειπε τίποτα: η φύση, η ανεμελιά, η ηρεμία, η μικρή αλλά καλή παρέα έκαναν τα θαύματά τους.
Κάθε καλοκαίρι οι ίδιοι λιγοστοί άνθρωποι και το φυσικό, ανόθευτο τοπίο, πηγή έμπνευσης για όλους.
Ο πατέρας μου συνήθιζε να απομονώνεται και να γράφει καθισμένος στη ρίζα μιας αμυγδαλιάς πίσω απ’ το «Χαυγούδι»[2] στο Σίσι, ενώ στο Βραχάσι, στο πατρικό της μητέρας μου διατηρούσε ένα μικρό ατελιέ όπου ζωγράφιζε καθημερινά.
Την περιοχή Βραχασίου τη θεωρούσε οικεία, γνώριζε αρκετούς χωριανούς με τους οποίους διατηρούσε καλές σχέσεις, ενώ ήταν επιστήθιος φίλος με τον επίσης διανοούμενο, ποιητή, ευγενή άνθρωπο Βαγγέλη Διαλυνά.
Ο ίδιος, εκτός από καθηγητής στην Παιδαγωγική Ακαδημία όπου διατηρούσε πάντα άριστες σχέσεις με τους συναδέλφους του, αλλά κυρίως με τους σπουδαστές, ήταν ένας βαθύτατα σκεπτόμενος άνθρωπος, τρυφερός, ευαίσθητος όχι μόνο απέναντι στον άμεσο περίγυρό του αλλά και στα προβλήματα του κόσμου όλου.
Ο ίδιος, εκτός από καθηγητής στην Παιδαγωγική Ακαδημία όπου διατηρούσε πάντα άριστες σχέσεις με τους συναδέλφους του, αλλά κυρίως με τους σπουδαστές, ήταν ένας βαθύτατα σκεπτόμενος άνθρωπος, τρυφερός, ευαίσθητος όχι μόνο απέναντι στον άμεσο περίγυρό του αλλά και στα προβλήματα του κόσμου όλου.
Αυτό εξάλλου φαίνεται όχι μόνο στα γραπτά του, αλλά και στα θέματα της ζωγραφικής του, όπου εκτός από πρόσωπα, τοπία, νεκρές φύσεις, μυθολογικά θέματα και άλλα, απεικονίζει το ανθρώπινο δράμα: Πόλεμος, Κατοχή, Αντίσταση, Βιετνάμ, Αφρική-Πείνα, Χιροσίμα και τόσα άλλα.
Ως ζωγράφος έκανε ατομικές εκθέσεις στην Αθήνα και την Κρήτη και έλαβε μέρος σε Πανελλήνιες εκθέσεις με επαινετικά σχόλια. Επίσης δημοσίευσε μια σειρά λευκωμάτων με σχέδιο και χρώμα.
α) δύο βιβλία με σύντομα δοκίμια-σκέψεις πάνω σε κοινωνικά ζητήματα και πρόσωπα από την Ελλάδα και απ’ όλο τον κόσμο,
β) πέντε ποιητικές συλλογές.
Τιμήθηκε με το βραβείο Ελλήνων λογοτεχνών για το Πλίνθοι και κέραμοι, και με το βραβείο Ιπεκτσί για το λεύκωμα Τα ανήλικα της Ειρήνης. Τα βιβλία του τα εξέδωσε με το ψευδώνυμο Άριστος Χ. Σταύρου προς τιμήν του αδικοχαμένου πατέρα και των δύο αδελφών του.
Πέθανε τον Απρίλη του 1998, έχοντας προλάβει να χαρεί τα δύο από τα τρία εγγόνια του.
Γενικά έζησε μια γεμάτη ζωή και έφυγε ευχαριστημένος, αγωνιζόμενος πάντα με τον τρόπο του για έναν καλύτερο κόσμο.
Γενικά έζησε μια γεμάτη ζωή και έφυγε ευχαριστημένος, αγωνιζόμενος πάντα με τον τρόπο του για έναν καλύτερο κόσμο.
Διακρινόταν από μια σπάνια οξυδέρκεια και πραγματική ευγένεια που τον έκανε να μπορεί να επικοινωνεί, ξέροντας πάντα με ποιον είχε να κάνει, με όλους και να είναι ιδιαίτερα αγαπητός.
Αυτός και η μητέρα μου άφησαν ένα δυσαναπλήρωτο κενό για μας.
Κυριακή Λ. Ουσταμπασίδου
[1] Μαγατζές: αποθήκη γεωργικών προϊόντων.
[2] «Χαυγούδι»: τοποθεσία στα νότια του λιμανιού του Σισίου.
Αυτός και η μητέρα μου άφησαν ένα δυσαναπλήρωτο κενό για μας.
Κυριακή Λ. Ουσταμπασίδου
[1] Μαγατζές: αποθήκη γεωργικών προϊόντων.
[2] «Χαυγούδι»: τοποθεσία στα νότια του λιμανιού του Σισίου.
6
Με πολλή συγκίνηση διάβασα το κείμενο, Κούλα μου! Γνώρισα πολλές άγνωστες πτυχές της ζωής του και το θεωρώ κέρδος. Πραγματικά ήταν ένας άνθρωπος που απέπνεε ευγένεια εσωτερική και τρυφερότητα. Δεν είναι τυχαίο που όλοι εμείς οι σπουδαστές του στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου τον θυμόμαστε με αγάπη! Να είσαι καλά, φίλη μου! Σ' ευχαριστώ για την ανάρτηση!
ΑπάντησηΑπό το 1971- 1973 ήμουν σπουδαστής στην Ακαδημία Ηρακλείου και είχα την τύχη να έχω δάσκαλό μου τον κ. Ουσταμπασίδη Λάζαρο. Ήταν ένας ευγενέστατος δάσκαλος με ευγένεια και σεβαστός όχι μόνο στους συναδέλφους του αλλά και στους σπουδαστές του. Ήταν μειλίχιος, άοκνος εργάτης της τέχνης του και καλός συνεργάτης μας! Θα τον θυμάμαι για την ηρεμία και καλοσύνη με την οποία αντιμετώπιζε τις αταξίες της ηλικίας μας! Θα τον θυμάμαι για πάντα και για τη φράση του που την επαναλάμβανε πολλές φορές: <>, εννοώντας ,όπως κατάλαβα αργότερα, τους χουντικούς!
ΑπάντησηΘεωρώ τον εαυτό μου και τους συμφοιτητές μου στην Π.Α.Η., τυχερούς που γνωρίσαμε το Λάζαρό μας στη δύση της ακαδημαϊκής του καριέρας!!!Τον θυμάμαι πάντα με συγκίνηση!!!
ΑπάντησηΗταν και σε μενα καθηγητης στη Παιδαγωγικη Ακαδημια. Ηταν πραγματι ενας ευγενης και καλλιεργημενος ανθρωπος Καλα να ειστε παιδια να τον θυμαστε
ΑπάντησηΑείζωε Δάσκλέ μου Λάζαρε Ουσταμπασίδη ,όταν σβήσω από την ζωή τότε μόνον ίσως δεν θα λέω το όνομά σου Δύο χρόνια 1960/1962 ,ως σπουδαστής Π.Α. Ηρακλείου σε γνώρισα Μειλίχιος,τρυφερός, ευαίσθητος, ηθικός, τίμιος, αλλά προ πάντων με γεμάτη ψυχή αείζωε ΔΑΣΚΑΛΕ μου από ενσυναίσθηση,και ψυχική ταύτιση όλων εκείνων που ΄βρισκόταν σε δύσκολες στιγμές της ζωής. Η αγάπη σου , η καλοσύνη σου , το καλοπροαίρετο του ήπιου χαρακτήρα σου η άδολη καρδιά σου και η συμπόνια σου προς τον συνάνθρωπο έχουν μείνει χαραγμένα την ψυχή μου . Οι δυο μας σκεφτήκαμε αφού σταθήκαμε στην εξώπορτα της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ηρακλείου ,επί της οδού Ακαδημίας και μου είπες : Εγώ θα κατασκευάσω την καλλιτεχνική γραφή ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ κι εσύ θα φροντίσεις για την τοποθέτησή της . Έτσι και έγινε και σήμερα τα έργα των χειρών σου, ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ ΜΟΥ ΔΑΣΚΑΛΕ, κοσμούν το ακίνητο όπου στεγάζονται σχολεία της στοιχειώδους Εκπ/σης. Δεν είναι μόνον αυτό που μας έδεσε σαν πατέρα με παιδί αλλά και πολλά άλλα ,που θα τα περιγράψω αργότερα . Η μνήμη σου στη σκέψη και στην καρδιά μου .