Ή πώς ο Ρωμαίος Imperator Ceasar Constantinus και ο Ευσέβιος Καισαρείας κατασκεύασαν τον εξουσιαστικό χριστιανικό μύθο
 


«Κόσμον τόνδε, τὸν αὐτὸν ἁπάντων, οὔτε τις θεῶν
οὔτε ἀνθρώπων ἐποίησεν, ἀλλ᾽ ἦν ἀεὶ καὶ ἔστιν καὶ ἔσται πῦρ
ἀείζωον ἁπτόμενον μέτρα καὶ ἀποσβεννύμενον μέτρα».

Ηράκλειτος [2]
 
«Είναι πράξη αρετής να εξαπατάς και να ψεύδεσαι,
όταν με τέτοια μέσα μπορεί να προωθηθεί το
συμφέρον της Εκκλησίας».
Ευσέβιος, Επίσκοπος Καισαρείας [3]
 
Υπάρχει μια αδιαμφισβήτητη ιστορική μαρτυρία που αναγκαστικά γίνεται αποδεκτή και από τα ιερατεία του χριστιανισμού, σύμφωνα με την οποία

 «τα παλιότερα σωζόμενα χειρόγραφα της Καινής Διαθήκης, είναι αλήθεια, δεν χρονολογούνται πέρα από τα μέσα του 4ου αιώνα μ.Χ.»[4]. 

Αυτή η ιστορική πραγματικότητα αποκαλύπτει ότι οι όποιες μεταχρονολογημένες προσπάθειες του ιουδαίο-χριστιανισμού, αλλά και μερίδας της ρωμαϊκής συγκλήτου, κατά τους δυό-τρεις πρώτους αιώνες να καταστεί θρησκεία της αυτοκρατορίας σκόνταψαν στην άρνηση της Ρώμης να αποδεχτεί την εβραϊκή μυθολογία της Παλαιάς Διαθήκης.

Κι αυτό γιατί η Ρώμη διεκδικούσε να είναι αυτή, και όχι η Ιερουσαλήμ, το κέντρο της θρησκείας και η έδρα του θεού, όπως ήταν το κέντρο της εξουσίας και η έδρα του αυτοκράτορα. Γι’ αυτό

  «η αληθινή ιστορία του χριστιανισμού κρύφτηκε σε μια από τις μεγαλύτερες μαύρες τρύπες της ιστορίας. Υπάρχει, ωστόσο, ένας λόγος για τον οποίο δεν υπήρχε Καινή Διαθήκη μέχρι τον 4ο αιώνα, κι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι δεν είχε γραφτεί μέχρι τότε, και εδώ έχουμε βρει αποδείξεις για μια από τις μεγαλύτερες διαστρεβλώσεις όλων των εποχών. Ήταν ο Βρετανός-γεννημένος Φλάβιος Κωνσταντίνος (αρχικά Custennyn ή Custennin) (272-337) ο οποίος επέβαλε τη σύνταξη των κειμένων που σήμερα ονομάζονται Καινή Διαθήκη. […] Το κυριότερο πρόβλημα του Κωνσταντίνου ήταν η ανεξέλεγκτη σύγκρουση μεταξύ των εκπροσώπων των διαφόρων Εκκλησιών που πίστευαν σε πολλούς θεούς. […] Η πλειονότητα των σύγχρονων χριστιανών συγγραφέων αποσιωπούν την αλήθεια για την ανάπτυξη της θρησκείας τους με σκοπό να αποκρύψουν τις προσπάθειες του Κωνσταντίνου να τιθασεύσει τον επαίσχυντο χαρακτήρα των επισκόπων, τους οποίους τώρα αποκαλούν ‘Πατέρες της Εκκλησίας’»[5].

Αυτή η ιστορική πραγματικότητα ακυρώνει, ως κατασκευασμένες και ψευδείς, όλες τις πληροφορίες και τους σχετικούς μύθους περί ιστορικότητας Χριστού και ύπαρξης του χριστιανισμού από τον 1ο αιώνα και μας προσγειώνει στην πραγματικότητα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 4ου αιώνα, όταν αυτοκράτορας ήταν ο παγανιστής και αυτοπροβαλλόμενος ως θεός Ήλιος, Imperator Caesar Flavius Clavdius Valerius Aurelius Constantinus Augustus[6]. 

Ο Κωνσταντίνος διατηρούσε το αξίωμα του pontifex maximus της κύριας θεότητας του ρωμαϊκού κράτους, του Δία, που αποτελούσε το ανώτατο αξίωμα της αυτοκρατορικής θρησκείας, αλλά για να διατηρήσει τον θρόνο του ακολούθησε το παράδειγμα του μυθικού Σαούλ και αλλαξοπίστησε, ισχυριζόμενος, σύμφωνα με το βιογράφο του, τον Επίσκοπο Καισαρείας Ευσέβιο[7], ότι είδε ‘θαύμα στον ουρανό’ λίγο πριν τη γνωστή μάχη στη γέφυρα της Μουλβίας, έξω από την Ρώμη τον Οκτώβριο του 312 της νέας χρονολογίας.

Προσποιήθηκε, όπως προφανώς τον συμβούλεψαν οι σύμβουλοί του, ότι είδε όραμα με τον σταυρό και την «εν τούτω νίκα» εντολή του υποτιθέμενου αληθινού θεού και, από διώκτης των δούλων-χριστιανών που επαναστατούσαν εναντίον του, έγινε προστάτης τους. Χάραξε μάλιστα τον σταυρό στις ασπίδες τους, 
*σημ. Αντίλογου:Τ
ι "χριστιανός!" Τόσο "πιστός" στο "εάν τις σε ραπίσει...στρέψον αυτώ και την άλλη παρειά" και στο "ευκολώτερον εστί κάμηλος δι οπής ραφίδος εισελθείν ή πλούσιος (πόσο μάλλον αιμοσταγής αρχομανής αυτοκράτορας!!!) εν τη βασιλεία των ουρανών"!!!
για να τους κερδίσει ως στρατιώτες εναντίον των στρατευμάτων του συναυτοκράτορός του Μαξεντίου, τον οποίο και νίκησε και μπήκε θριαμβευτής στη Ρώμη.

Μέχρι την ίδρυση, από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, της Κωνσταντινούπολης και τη μεταφορά της έδρας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σ’ αυτήν, στη ‘Νέα Ρώμη’, υπήρχε στην αυτοκρατορία ένας ολόκληρος γαλαξίας συγκροτημένων θρησκευτικών δογμάτων, Εκκλησιών και αιρέσεων, που ζούσαν παρασιτικά σε βάρος των φτωχών, φοβισμένων και αγράμματων ανθρώπων και αλληλοσπαράσσονταν μεταξύ τους, όχι τόσο για δογματικούς λόγους, όσο για το «σε ποιον ανήκουν οι ναοί και οι περί τους ναούς τίτλοι και τα αγροτεμάχια»[8], με αποτέλεσμα την αδυναμία της κεντρικής διοίκησης να επιβάλλει με ενιαίο τρόπο την πολιτική της στους υποταγμένους λαούς πολλών διαφορετικών θρησκευμάτων και εθνοτήτων[9].

Για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος, ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να λύσει οριστικά το πρόβλημα της πολυθεΐας-πολυθρησκείας και γι’ αυτό συγκάλεσε, το 325, την Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο[10] στη Νίκαια της Βηθυνίας[11], στην οποία φέρεται και να προήδρευσε σε μερικές αρχικές συνεδριάσεις, με την ιδιότητα του ...«υπό του Θεού καθιστάμενος επίσκοπος των εκτός αν είην»[12] και εκφώνησε τον εναρκτήριο λόγο που του είχε γράψει ο Ευσέβιος[13].

 Μέχρι το συνέδριο της Νίκαιας, η ρωμαϊκή αριστοκρατία λάτρευε δυο Έλληνες θεούς, τον Απόλλωνα και τον Δία, αλλά ο λαός λάτρευε ως θεό τον Ιούλιο Καίσαρα[14] και τον θεό Ήλιο, τον Μίθρα.
Κάποια γεύση για το πνεύμα που κυριάρχησε σ’ αυτήν τη Σύνοδο μας δίνει ο ίδιος Ευσέβιος, ο επίσκοπος Καισαρείας της Παλαιστίνης, ο οποίος ονομάζεται και Ευσέβιος ο Παμφίλου[15], έμπιστος και όργανο του Κωνσταντίνου, γνωστός και ως ‘Πατέρας της εκκλησιαστικής ιστορίας’, όταν διακηρύσσει ότι:

«Είναι πράξη αρετής να εξαπατάς και να ψεύδεσαι, όταν με τέτοια μέσα μπορεί να προωθηθεί το συμφέρον της Εκκλησίας»[16], 

δηλαδή της εξουσίας.

Ας θυμηθούμε πως το ίδιο φέρεται ότι διακήρυττε και ο Παύλος(σημ. Αντίλογου: όλως τυχαίως "μεταστραφείς μετά από ...όραμα Κυρίου" κι αυτός, από διώκτης των πρώτων "απροσάρμοστων" χριστιανών και λιθοβολητής του Στέφανου,  σε θεμελιωτή του νέου, αυτοκρατορικού "χριστιανισμού"!!!!)

οπότε το ερώτημα ποιος δημιούργησε το μύθο και τους πρωταγωνιστές του βρίσκει την απάντησή του.

Σύμφωνα με τον από πεποίθηση ψεύτη συγγραφέα του πεντάτομου έργου με τίτλο Εκκλησιαστική Ιστορία Ευσέβιο Καισάρειας, στη Σύνοδο έλαβαν μέρος 250, ενώ κατά τον Ευστάθιο Αντιοχείας έλαβαν μέρος ‘περίπου 270’ και κατά τον Αθανάσιο Αλεξανδρείας 318[17], αριθμός που γίνεται αποδεκτός από τους μεταγενέστερους ιστορικούς. Οι συνοδικοί ήταν εκπρόσωποι από όλα τα θρησκευτικά δόγματα, Εκκλησίες και αιρέσεις[18]. Αντικείμενο της Συνόδου ήταν η επεξεργασία δύο χιλιάδων διακοσίων τριάντα ένα (2 231) θρησκευτικών κειμένων που είχαν φέρει μαζί τους οι σύνεδροι και αναφέρονταν σε θρύλους για θεούς, σωτήρες, μεσσίες και προφήτες, μεταξύ των οποίων οι κυριότεροι ήταν οι: Δίας, Μίθρας, Καίσαρας, Θορ, Μίνωας, Κρόνος, Ρα, Όσιρις, Ίσις, Απόλλωνας, Άρης, Αθηνά, Ταύρος, Ποσειδώνας, Ήφαιστος, Άτις, Ίντρα, Ερμής, Εκάτη, Βάαλ, Ηρακλής, Άδωνης, Διόνυσος, Ήσους, και Κρίσνα[19].

Η ουσιαστική Σύνοδος διήρκεσε δύο μήνες, αλλά δεν υπήρξε συμφωνία για ένα νέο θρησκευτικό δόγμα και για ένα νέο θεό που θα είχαν στοιχεία από όλα τα δόγματα και θα ικανοποιούσαν όλες τις αντιμαχόμενες παρατάξεις. Οπότε κατέφυγαν στην επιλογή θεού με τη μέθοδο της ψηφοφορίας, η οποία κράτησε 17 μήνες χωρίς αποτέλεσμα. Όταν επέστρεψε ο Κωνσταντίνος, «είχαν επιτέλους επικρατήσει πέντε ονόματα: Kαίσαρας (Ceasar), Kρίσνα (Krishna), Mίθρας (Mithra), Ώρος (Horus) και Δίας (Zeus)»[20]. Για όσους πασχίζουν να θεωρούν τη Σύνοδο της Νικαίας ως Σύνοδο των ‘Πατέρων του χριστιανισμού’ αξίζει να προσέξουν πως κανένας από τους συνέδρους δεν πρότεινε ούτε τον Γιαχβέ ούτε τον Χριστό για θεό της νέας θρησκείας, ενώ αντίθετα προτάθηκε σχεδόν ολόκληρο το δωδεκάθεο του Ολύμπου, πράγμα ενδεικτικό για το θρησκευτικό χάος της εποχής εκείνης, όπου οι εννιά στους δέκα κατοίκους ήσαν αγράμματοι.

Για την αντιμετώπιση της δυστοκίας της Συνόδου να καταλήξει σε κάποιο όνομα θεού, αναγκάστηκε να παρέμβει ο ίδιος ο αυτοκράτορας και να υποδείξει στη Σύνοδο να επιλέξει ένα όνομα που θα ικανοποιεί τόσο τους λαούς της Δύσης όσο και αυτούς της Ανατολής. Αλλά και μετά από την αυτοκρατορική υπόδειξη η Σύνοδος με δυσκολία και με ισχνή πλειοψηφία, με ψήφους 161 έναντι 157, κατάληξε στην επιλογή του ονόματος του θεού της νέας ενιαίας θρησκείας, του Ήσους Κρίσνα (Hesus Krisna), που σταδιακά εξελίχτηκε σε Ήσους Κράιστ (Hesus Christ), Τζέσους Κράιστ (Jesus Christ), που στα ελληνικά αποδόθηκε ως Ιησούς Χριστός[21].

Μετά από αυτήν την εξέλιξη που δυο παλιοί παγανιστικοί θεοί μετατρέπονται στον ένα και μοναδικό θεό, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος φέρεται να είπε στον Ευσέβιο:

«Μελέτησε αυτά τα βιβλία και κράτα από αυτά ό,τι είναι καλό. Αλλά ό,τι είναι κακό, πέτα το. Ό,τι είναι καλό σ’ ένα βιβλίο, ένωσέ το με ό,τι είναι καλό στο άλλο βιβλίο. Κι αυτό που θα προκύψει θα πρέπει να ονομαστεί το Βιβλίο όλων των Βιβλίων. Και θα πρέπει να γίνει το δόγμα των υπηκόων μου, το οποίο θα εισηγηθώ σε όλο το έθνος και έτσι θα σταματήσει κάθε πόλεμος για θρησκευτικούς σκοπούς»[22]. 

Ο Ευσέβιος, με τη βοήθεια προφανώς μεγάλου επιτελείου θεολόγων και θεολογούντων γραφιάδων, μελέτησε, έκοψε, έραψε και ένωσε τους θρύλους και τους μύθους όλων των θρησκευτικών δογμάτων του κόσμου που είχαν φέρει μαζί τους οι αξιωματούχοι των δογμάτων. Αντλώντας τις πληροφορίες από τα χειρόγραφα των επισκόπων και ανακατεύοντας ανατολικές και δυτικές παραδόσεις, πέτυχε να διαμορφώσει μια θρησκεία γύρω από έναν Μεσσία και Υιό Θεού, που θα ήταν η θρησκεία ολόκληρης της αυτοκρατορίας. Ο Ευσέβιος, λόγω της καταγωγής του, έβαλε τον Ιησού, που ταίριαζε ηχητικά το όνομά του με τον Ήσους, και τον συνέδεσε και με την Παλαιά Διαθήκη, ως υιό του Γιαχβέ και απόγονο του Δαβίδ. Τα περισσότερα στοιχεία για τη ζωή τού νέου θεού τα πήρε από τον Μίθρα. 

Στη συνέχεια, ανέθεσε σε αντιγραφείς να φτιάξουν πενήντα πολυτελή αντίγραφα γραμμένα σε περγαμηνές για να είναι ευανάγνωστα και να μεταφέρονται εύκολα. Αυτά αποτέλεσαν τις «Νέες Διαθήκες»[23],
την πρώτη ιστορικά ονομασία της Καινής Διαθήκης, και με βάση αυτό το βιβλίο, δηλαδή τα ‘ευαγγέλια’, άρχισαν να γράφονται στους επόμενους αιώνες καινούργιοι συμπληρωματικοί μύθοι[24]. 

Αμέσως μετά ο Κωνσταντίνος, για να καταστρέψει τις πραγματικές πληροφορίες για το πώς κατασκευάστηκε ο μύθος του χριστιανισμού και να προσδώσει σ’ αυτό το εγχείρημα τον αναγκαίο για θρησκεία μυστικισμό, διέταξε να καούν όλα τα προγενέστερα χειρόγραφα των πρεσβυτέρων και τα πρακτικά του Συνεδρίου και ανακοίνωσε ότι, όποιος ανακαλυφθεί να κρύβει προγενέστερα γραπτά, θα αποκεφαλιστεί[25]. 

Ο ισχυρισμός ότι ο μονοκράτορας Κωνσταντίνος μυήθηκε τάχα στον χριστιανισμό και ότι νομιμοποίησε τον χριστιανισμό επειδή πίστευε στον θεό και στον Χριστό και όχι στο συμφέρον του θρόνου του, αξιολογείται από σύγχρονους ιστορικούς και θεολόγους ως κατασκευασμένος και αστήρικτος θρύλος και «επειδή είναι αντίθετος προς τα ιστορικά γεγονότα, θα πρέπει να διαγραφεί από τη βιβλιογραφία μας για πάντα»[26].

Βέβαια, ο ‘ελέω στρατού’, τώρα πια και ‘ελέω θεού’ αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ενεργούσε με γνώμονα το αποκλειστικό προσωπικό, αρχομανές εξουσιαστικό του συμφέρον, αλλά οι δυο κρίσιμες αποφάσεις του, η μια να μεταφέρει την έδρα της αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στη γεωπολιτικά κρίσιμη για τη διατήρηση της ενότητάς της θέση της Κωνσταντινούπολης, και η άλλη να κατασκευάσει ένα ενιαίο θρησκευτικό δόγμα και να το επιβάλλει ως κρατική θρησκεία και ως οργανωμένη ‘Εκκλησία του Χριστού’ αποδείχτηκαν μεγάλης στρατηγικής σημασίας. Γιατί αυτές οι δυο αποφάσεις του άλλαξαν τον ρου της ιστορίας και καθόρισαν την εκτροπή της πορείας της ανθρωπότητας από την εξελισσόμενη κοινωνική-οικουμενική πραγματικότητα και επιστήμη στην απολυταρχική μεταφυσική ψευδαίσθηση του Μεσαίωνα και στη στατική θρησκεία στήριγμα του συστήματος της Μοναρχίας, της φεουδαρχικής, και αργότερα της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας. 

Η ταύτιση της νέας θρησκείας με το κράτος και την κοσμική εξουσία προσέδωσε στον χριστιανισμό κύρος και δύναμη επιβολής και συνεπώς χαρακτηριστικά σκοταδιστικής[27], απολυταρχικής, εξουσιαστικής[28] και κατακτητικής ιδεολογίας, η οποία πρώτα-πρώτα κατάστρεψε την κοινοκτημοσύνη και την κοινοβιακή ζωή των (γι αυτό καταδιωχθέντων άγρια από αυτοκράτορες και τον ίδιο τον "απόστολο των εθνών" Παύλο ‘πρωτοχριστιανών’, βάζοντας στη θέση της την υποκριτική φιλανθρωπία της φεουδαρχικής μπουρζουαζίας και των Εκκλησιών και στήριξε με όλες τις δυνάμεις της τη λεηλασία των δουλοπάροικων και των κατακτημένων λαών από τους φεουδάρχες και τις μοναρχίες. 

Στη συνέχεια, και όσο δυνάμωνε ο έλεγχός της πάνω στην κεντρική εξουσία, μετακινείται σταδιακά προς τη νέα πηγή πλούτου, τον ανερχόμενο καπιταλισμό, με τον οποίο και συμμαχεί αναλαμβάνοντας ρόλο προπαγανδιστή της ιδεολογίας της υποταγής στην εκάστοτε κοσμική εξουσία, μέσω της υποταγής στο συμβολικό της φετίχ, στον θεό, και στους κατά τόπους υποτιθέμενους εκπροσώπους του.

Βέβαια, όλα αυτά, που συντελούνται υποδόρια στο κοινωνικό σώμα, δεν είναι τυχαία ή μεταφυσικά. Αντίθετα, αποτελούν καρπό του σταδιακού μετασχηματισμού των οικονομικών δομών που συντελούνται στους κόλπους του φεουδαρχικού συστήματος, οι οποίες μετακινούν την παραγωγή από το χωράφι-φέουδο στο εργαστήριο–εργοστάσιο και συνεπώς μετακινούν τον πλούτο από τον μπουρζουά φεουδάρχη στον έμπορο, στον τραπεζίτη και στον αστό παραγωγό, δηλαδή στις συντεχνίες και στην αγορά των πόλεων και των μεγάλων εμπορικών δικτύων που άρχισαν να διαμορφώνονται και ως εμποροκρατία να ζητούν μερίδιο εξουσίας και μετασχηματισμό της οικονομίας στη μορφή του καπιταλισμού με βάση τη βιομηχανία.

Είναι, δηλαδή, οι καινούργιες υλικοτεχνικές συνθήκες, οι καινούργιες σχέσεις παραγωγής, οι αυξημένες ανάγκες και δυνατότητες που επιβάλλουν νέες κοινωνικές αρχιτεκτονικές και γεννάνε νέες ιδεολογίες, νέα εθνικά και ταξικά οράματα και νέες περιπέτειες της ανθρωπότητας μαζί με τα νέα μυαλά που θα τις εκφράσουν[29], θεωρητικά και πολιτικά.

Σ’ αυτήν την αντίληψη της μετακινούμενης εξουσίας, από το ιερατείο και το μονάρχη βασιλιά της φεουδαρχίας, προς τον σκληρό πυρήνα της ανερχόμενης κεφαλαιοκρατικής αστικής τάξης, προσαρμόζεται σταδιακά, αν και με διαφορετικούς ρυθμούς, το χριστιανικό ιερατείο και γι’ αυτό είτε ως ιουδαίο-ραβινισμός, είτε ως ρωμαιοκαθολικός παπισμός είτε ως ορθόδοξος πατριαρχισμός, βρίσκονται σε διαρκή εμφύλιο πόλεμο όχι τόσο για προσχηματικούς δογματικούς, όσο για εθνικούς, οικονομικούς και εξουσιαστικούς λόγους. Στο πλαίσιο αυτής της μετεξέλιξης συντελέστηκαν σχίσματα, συγκρούσεις, κατακτητικοί πόλεμοι, και οι ανταγωνιζόμενες σαν κακές συννυφάδες ‘Εκκλησίες του Χριστού’ εξελίχτηκαν στις πιο βάρβαρες τυραννίες που είχε γνωρίσει μέχρι τότε η ανθρωπότητα βασανίζοντας, καίγοντας και εκτελώντας όποιον αμφισβητούσε το δόγμα, ή ακόμα και αν τολμούσε να εκφράσει κάποια κοινωνική ευαισθησία ή να διαβάσει τις γραφές με διαφορετικό τρόπο από ό,τι τις διάβαζε ο εκάστοτε ραβίνος, καρδινάλιος ή επίσκοπος[30].

Πυκνό σκοτάδι σκέπασε ολόκληρη την Ευρώπη για χίλια περίπου χρόνια, μέχρι που οι καινούργιες ανάγκες και οι καινούργιες δυνατότητες οδήγησαν στην ανακάλυψη των περισωθέντων πνευματικών θησαυρών και έργων της αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας και ιδιαίτερα των προσωκρατικών φυσικών φιλοσόφων και του Αριστοτέλη που έδωσαν ώθηση στις φυσικές επιστήμες, στην ιατρική και στη φιλοσοφία με επίκεντρο τη φυσική και κοινωνική πραγματικότητα και τον άνθρωπο. Η Αναγέννηση και ο Διαφωτισμός που ακολούθησαν έδειξαν ότι η θρησκευτική σκοταδιστική στασιμότητα οδηγεί στην άβυσσο της παρακμής, σε αντίθεση με την πρόοδο των επιστημών που οδηγεί σ’ ένα δυναμικά εξελισσόμενο καινούργιο κόσμο. Αυτή η προοπτική διευκόλυνε τις καινούργιες εξελίξεις, οι οποίες άνοιξαν τους ορίζοντες της επιστήμης, της τεχνολογίας και του πολιτισμού που φέρνουν καινούργια και πρωτοποριακή γνώση στα άτομα, στις κοινωνίες και στην ανθρωπότητα, με αποτέλεσμα τον σταδιακό περιορισμό της επίδρασης της θρησκείας στην καθημερινότητά μας. 

Από τότε η ανθρωπότητα πορεύεται με γρηγορότερους ρυθμούς, και παρά τις τραυματικές εμπειρίες της τους τελευταίους αιώνες, ατενίζει με αισιοδοξία νέους ορίζοντες, οραματίζεται και σμιλεύει αθόρυβα και ανεπαίσθητα ένα καλύτερο μέλλον, παρά τα εμπόδια που βάζει σ’ αυτόν τον αγώνα ο σκληρός πυρήνας του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου με σκοπό τη διαιώνιση της καπιταλιστικής βαρβαρότητας...


_______________________

[1] Για μια εκτενέστερη ανάλυση βλέπε, Λάμπος Κώστας, Θεός και Κεφάλαιο. Δοκίμιο για τη σχέση μεταξύ θρησκείας και εξουσίας, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΟΥΚΚΙΔΑ, Αθήνα 2016, 2η έκδοση.

[2] Ηράκλειτος ο Εφέσιος ήταν Έλληνας προσωκρατικός φιλόσοφος που έζησε τον 6ο με 5ο αιώνα παλαιάς χρονολογίας στην Έφεσο της Μικράς Ασίας. Θεωρείται από τους βασικούς θεμελιωτές της υλιστικής-φυσικής φιλοσοφίας.

[3] Ο Ευσέβιος Καισαρείας (265-340), ο λεγόμενος και ‘πατέρας της εκκλησιαστικής ιστορίας’, είναι ο πρώτος που, με εντολή και για λογαριασμό του μονοκράτορα Κωνσταντίνου, συναρμολόγησε σε ‘ενιαία ιστορία’ όλους τους σκόρπιους ιουδαιο-μεσσιανικούς χριστιανικούς μύθους, κάποιες από τις ανατολίτικες φιλοσοφίες, τις νεοπλατωνικές θεωρίες και πολλές από τις αρχαίες παγανιστικές δοξασίες και κατασκεύασε τον χριστιανισμό, ως νέα ενιαία ιδεολογία της κοσμοκράτειρας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

[4] Catholic Encyclopedia, Farley Copyright, 1911, vol. vi, p. 656-7, παρατίθεται στο: Bushby Tony, The forged Origins of New Testament (Η πλαστογραφημένη προέλευση της Καινής Διαθήκης), Nexus Magazine, Αυστραλία, March 2007, σ. 53.

[5] Bushby Tony, The forged Origins…, ό. π., σ. 53-54.

[6] Ο οποίος "άγιος Κωνσταντίνος", όπως είναι γνωστό, έγινε αυτοκράτορας με στρατιωτικό πραξικόπημα του πατέρα του, δολοφόνησε όσους υποπτευόταν ως πιθανούς διεκδικητές του θρόνου, ακόμα και τον πεθερό του, τον κουνιάδο του, τη γυναίκα του, τον γιο του, τον γαμπρό του και τον ανεψιό του. Ο ίδιος βαπτίστηκε χριστιανός λίγες μόνο ημέρες πριν τον θάνατό του το 337.

[7] Ευσέβιος Καισαρείας, Βίος Μεγάλου Κωνσταντίνου, Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2012.

[8] Μεταληνός Γ. Δ., Κωνσταντίνος ο Μέγας και η ιστορική αλήθεια, https://www.impantokratoros.gr/megas_konstantinos_sykofanties.el.aspx

[9] Βλ. αναλυτικά, Κορδάτος Γιάννης, Μεγάλη ιστορία της Ελλάδας, εκδ. 20ός αιώνας, Αθήνα 1960, τόμοι 13, εδώ τόμος 7ος, σ. 58 κ. ε.

[10] Ως Οικουμενική αναγνωρίσθηκε, μετά από εκατό και πλέον χρόνια, από τη Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο στην Έφεσο το 431.

[11] Davis R.H.C., Ιστορία της Μεσαιωνικής Ευρώπης, Κριτική, Αθήνα 2011, 3η έκδ., αναθεωρημένη από τον R.I. Moore.

[12] Που σημαίνει «θα μπορούσα να είμαι εξωτερικός επίσκοπος υπό τον Θεό». Μεταληνός Δ. Γεώργιος, Εκκλησία και Πολιτεία στην Ορθόδοξη Παράδοση, Αρμός, Αθήνα 2000, σ. 23.

[13] Catholic Encyclopedia, ό.π., vol. v, ό. π., σ. 619-620.

[14] Ο Καίσαρ είχε θεοποιηθεί από τη Ρωμαϊκή Σύγκλητο μετά τον θάνατό του (15 Μαρτίου 44 π.Χ.) και στη συνέχεια λατρευόταν ως ο Θεός Julius, ‘αυτός που σπέρνει τον σπόρο’, δηλαδή ήταν ένας φαλλικός θεός.

[15] Ο Eυσέβιος Καισάρειας (263-340) ήταν επίσκοπος της πόλης Καισάρειας στην Παλαιστίνη, φανατικός οπαδός της διδασκαλίας του Ωριγένη, είχε ασπασθεί την αίρεση του Aρειανισμού, η οποία όμως απορρίφτηκε στη Σύνοδο της Νικαίας. Ως ένας από τους πιστούς θρησκευτικούς συμβούλους του αυτοκράτορα, πειθάρχησε στη βούλησή του και ήταν αυτός που κατάφερε, μέσω της ανάθεσης από τον αυτοκράτορα να συνθέσει τις απόψεις των συνέδρων και των θρησκευτικών μύθων, να επενδύσει τις αποφάσεις της Συνόδου με το γνωστό σ’ αυτόν ιουδαιο-χριστιανικό δόγμα.

[16] Επίσκοπος Ευσέβιος (260-339), παρατίθεται στο: Bushby Tony, The Bible Fraud, Pacific Blue Group 2001 (Οι χρονολογίες γέννησης και θανάτου του διαφέρουν από πηγή σε πηγή).

[17] «…ένα ασυνάρτητο τσούρμο ηλιθίων, όπως επίσκοποι, ιερείς, διάκονοι, υποδιάκονοι, στενοί συνεργάτες, μάγοι και εξορκιστές συγκεντρώθηκαν για να συζητήσουν και να αποφασίσουν πάνω σε ένα ενιαίο σύστημα πεποιθήσεων που θα περιλάμβανε μόνο ένα Θεό», αναφέρεται στο: Catholic Encyclopedia, ό.π.

[18] «Ο κλήρος στη σύνοδο της Νίκαιας βρισκόταν υπό το καθεστώς του διαβόλου […] ήταν ένα σώμα ασυνάρτητων ηλιθίων […] και η σύνοδος προστάτευε τις πιο ποταπές αχρειότητες». Watson Richard, An Apology for Christianity, 1776. «Εκτός από τον Κωνσταντίνο και τον έμπιστό του Ευσέβιο, δεν υπήρχαν εκεί παρά αγράμματα, ασήμαντα πλάσματα, που δεν καταλάβαιναν τίποτα». Bishop J. W. Sergerus, Secrets of the Christian Fathers, 1685, παρατίθεται στο: Bushby Tony, The forged Origins…, ό.π.

[19] Παρατίθεται στο: Bushby Tony, The forged Origins…, ό.π., σ. 55.

[20] Ευσέβιος, Εκκλησιαστική Ιστορία 3, 325, παρατίθεται στο: Bushby Tony, The forged Origins…, σ. 55.

[21] Παρατίθεται στο: Bushby Tony, The forged Origins…, ό.π., σ. 55. Βλ. επίσης σε αποσπασματική απόδοση στα ελληνικά, Αθηναίος Γιώργος, Η Αληθινή Ιστορία του Ιησού Χριστού και του Χριστιανισμού, https://filostratos.pblogs.gr/2012/08/h-alhthinh-istoria-toy-ihsoy-hristo…

[22] God’s Book of Eskra, ch. x1viii, par. 31, παρατίθεται στο: Bushby Tony, The forged Origins…, ό.π., σ. 55.

[23] Η οποία σε κάθε μετάφραση ή επανέκδοσή της εκακοποιείτο ανάλογα με τις αντιλήψεις, τις σκοπιμότητες και τις ιδιοτροπίες της εκάστοτε εξουσίας, του εκάστοτε μεταφραστή, επισκόπου, πάπα και βασιλιά, με αποτέλεσμα η τρέχουσα μορφή της να διαφέρει πολύ από την αρχική γραφή του μύθου, βλ. σχετικά στο: Bushby Tony, The Bible Fraud, Pacific Blue Group 2001.

[24] Η Έβδομη Σύνοδος, που λέγεται και Δεύτερη της Νίκαιας και έγινε το 786-787 πάλι στη Νίκαια, κατήγγειλε την Πρώτη Σύνοδο της Νίκαιας ως «μια σύνοδο ανόητων και τρελών και ζήτησε να ακυρωθούν οι αποφάσεις που εκδόθηκαν από άνδρες με ταραγμένους εγκεφάλους», Bushby Tony, The forged Origins…, ό.π.

[25] «Τα πρακτικά της Νίκαιας μυστηριωδώς απουσιάζουν από τους κανόνες», Catholic Encyclopedia, Farley ed., vol iii, ό. π., σελ..160.

[26] Catholic Encyclopedia, ό.π., vol. iii, ό. π., σελ 299 κ.ε.

[27] Μόλις έγινε επίσημη θρησκεία του κράτους ο χριστιανισμός εξαφάνισε όλα τα βιβλία των ‘αιρετικών’, πλαστογράφησε τα δικά του αρχικά κείμενα που ήταν ολοφάνερα κακοκατασκευασμένα και «έπνιξε τη φωνή κάθε ελεύθερου στοχαστή που δεν συμφωνούσε με το δόγμα της Εκκλησίας και αντιγνωμούσε με τις επίσημες πια χριστιανικές παραδόσεις. Το ίδιο έγινε και στον Μεσαίωνα. Και τότε πνίγηκε στο αίμα κάθε απόπειρα να ερευνηθούν οι γραφές με το φως της λογικής και της επιστήμης, και η φωτιά και το σίδηρο ήταν η τιμωρία για εκείνους που τολμούσαν να κηρύξουν το ‘ερευνάτε τις Γραφές’». Κορδάτος Γιάνης, Ιησούς Χριστός…, ό.π., τόμ. 1ος, σ. 9.

[28] Ο πάπας Γελάσιος Α΄ (από το 492 μέχρι το 496) έθεσε θέμα σχέσεων Εκκλησίας-κράτους, δηλαδή σχέσεις μεταξύ του Πάπα και του αυτοκράτορα, και ποιος πρέπει να έχει τα πρωτεία. Κατά τον Γελάσιο, ο χριστιανισμός δεν περιορίζεται στην κάλυψη των θρησκευτικών αναγκών και μόνον, αλλά κατευθύνει τα βήματα του ανθρώπου και στον ηθικό και στον πολιτικό βίο. Ο χριστιανισμός αφορά στο σύνολο του βίου, κι όχι σ’ ένα τμήμα του. Τίθεται, συνεπώς, το ερώτημα: ποιος κυβερνά το πλήρωμα της Εκκλησίας, ο αυτοκράτορας ή ο Πάπας; Ποιος αποφαίνεται για τα δόγματα της πίστεως; Ποιος μεριμνά για τον τρόπο ζωής του χριστιανικού κοινωνικού σώματος, καθώς και για τις αξίες που δι’ αυτού του τρόπου θα ενσαρκώσει και θα υπηρετήσει; Έτσι άρχισε ο Μεσαίωνας και ο σκοτεινός θρίαμβος του παπισμού και της λεγόμενης ορθοδοξίας στο όνομα ενός σκοτεινού μύθου και του ανύπαρκτου ιδρυτή του χριστιανισμού.

[29] Βλ. σχετικά Tuma Elias, Ευρωπαϊκή οικονομική ιστορία, Gutenberg, Αθήνα 1971, 2 τόμοι. Βλ. επίσης Ντόμπ Μόρις, Θεωρίες της αξίας και της διανομής, Gutenberg, Αθήνα 1976, 3η έκδ. Βλ. ακόμα Rima, Ingrid Hane Ιστορία της οικονομικής ανάλυσης, Gutenberg, Αθήνα 1978. Και τέλος, Roll Eric, Ιστορία της οικονομικής σκέψης, Παπαζήσης, Αθήνα χ.χ.

[30] «Αποκεφαλισμός. Κάψιμο στην πυρά. Απαγχονισμός. Στραγγαλισμός. Καταποντισμός (ράψιμο των καταδικασμένων σε σάκους γεμάτους φίδια και ρίξιμό τους σε ποταμό ή θάλασσα. Λιθοβολισμός. Ψήσιμο στη θράκα. Εκδορά. Θανάτωση σε βραστό νερό, λάδι ή πίσσα. Ανάποδη σταύρωση. Παλούκωμα. Κάψιμο με πυρωμένα σίδερα. Φαρμάκωμα. Ευνουχισμός. Τύφλωση. Ακρωτηριασμός. Ρινοτομή. Δουλεία. Ισόβια καταναγκαστικά έργα στα μεταλλεία και για τους τυχερούς ισόβιος εγκλεισμός σε μοναστήρι». Διεξοδικά για τη σχέση της εξουσίας με τα βασανιστήρια στην ιστορία και ιδιαίτερα κατά τον Μεσαίωνα,  βλ. Σιμόπουλος Κυριάκος, Βασανιστήρια και εξουσία, Στάχυ, Αθήνα 2003.