Γιατί η Ελληνική Γλώσσα είναι η σημαντικότερη στον κόσμο. Μοναδικό Ιστορικό Φαινόμενο Πολιτισμού
Του Δημοσθένη Βασιλούδη
Εισαγωγική σημείωση διαχειριστή "Αντίλογου Χανίων":
Εξαιρετικό κείμενο, συμφωνώ σε όλα τα άλλα, διαφωνώ όμως στον αριθμό υποτιθέμενων ετών σταδιακής δόμησης και διαρκούς εξέλιξης της Γλώσσας. Το κείμενο αναφέρει:
"Έχει μια προφορική παράδοση τουλάχιστον 4.000 ετών"
-Όμως τα έτη εξέλιξης της ελληνικής γώσσας από μερικές εκατοντάδες βασικές αρχικές λέξεις άκλιτες σε εκατοντάδες χιλιάδες διαρκώς εξελισσόμενες και μεταμορφούμενες εν μέρει, με κλίσεις, σύνταξη κλπ, είναι πολύ περισσότερα, ίσως πολύ πάνω από 10.000, αφού είναι λογικά αδύνατο η τέλεια γλώσσα των επών της Ιλιάδας και Οδύσσειας να αριθμούσε, όταν -γύρω στο 800 πΧ- τα συνέθετε ο Όμηρος, μόλις 1.000-1.200 έτη ύπαρξης, δηλαδή μόλις ...15-30 χρονικές περίοδους από παππούδες και γιαγιάδες σε εγγόνια!
Και δεν το λέω μόνο για την Ελληνική. Το ίδιο ακριβώς θεωρώ ότι ισχύει κατάλογική συνεπαγωγή και για τη μοναδική άλλη πανάρχαια και θαυμάσιας εξέλιξης και απόδοσης εννοιών, ομιλούμενη από 1,5 δισεκατομμύριο ανθρώπους γλώσσα, την κινεζική.
Κώστας Σ. Ντουντουλάκης
Δημοσθένης Βασιλούδης
Ανάμεσα στις 2.700 γλώσσες που υπάρχουν αυτήν την στιγμή στον κόσμο, τα ελληνικά ξεχωρίζουν για την μακροβιότερη, μοναδική και διαρκή εξέλιξή τους.
Αν αναλογιστούμε και την επιρροή που άσκησε —τόσο ως προς τη διαμόρφωση όσο και ως προς το περιεχόμενο— τόσο στις ευρωπαϊκές όσο και σε άλλες γλώσσες, η ελληνική είναι, χωρίς υπερβολή, ίσως η σημαντικότερη γλώσσα στον κόσμο.
Το «λογισμικό» της γλώσσας υπάρχει στα ανθρώπινα όντα για να εξυπηρετεί το «λογισμικό» του νου. Επομένως, κάθε αγώνας για τις γλώσσες μας είναι τελικά αγώνας για τη σκέψη μας και κάθε εθνική γλώσσα έχει εξ ορισμού αξία και δεν αποτελεί απλώς ένα εργαλείο. Εάν περιπλανηθούμε στα βάθη της ιστορίας των γλωσσών μας και προσπαθήσουμε να επενδύσουμε στη σωστή χρήση τους, ουσιαστικά συμβάλλουμε στην όξυνση της κριτικής μας ικανότητας.
Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας διαχρονικά. Ιστορικές γραφές που απεικονίζουν την ελληνική γλώσσα: (από πάνω αριστερά) Μυκηναϊκή Γραμμική Β, Κυπριακή συλλαβή, Αρχαίο Ελληνικό Αλφάβητο, Ελληνιστική Κοινή, Μεσαιωνικά Ελληνικά, Νέα Ελληνικά. Credit: Δημοσθένης Βασιλούδης / GreekReporter
Μοναδικό Ιστορικό & Σύγχρονο Φαινόμενο Πολιτισμού
Ο ελληνικός πολιτισμός διέπρεψε, διατήρησε και διαδόθηκε ως πολιτισμός του γραπτού λόγου και των εξαιρετικά σημαντικών γραπτών κειμένων που γέννησε. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, πρέπει να σεβαστούμε αυτή τη συγκεκριμένη γλώσσα, να αναγνωρίσουμε την αξία της και να κατανοήσουμε την ιστορία της.
- Όπως είπε κάποτε ο διάσημος Έλληνας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης στην γεμάτη ουσία και νόημα διάλεξή του στη βράβευσή του με το Νόμπελ:
- «Αδιάκοπα, στη διάρκεια των είκοσι πέντε αυτών αιώνων, η ποίηση έχει γραφτεί στα ελληνικά κι όλα αυτά που έχει συλλέξει στο πέρασμα των αιώνων είναι που καθιστούν αυτό το φορτίο πολύτιμο και την κληρονομιά που αφήνει πολύ μεγάλη».
Χάρτης της Ελληνικής Γλώσσας
Η ελληνική γλώσσα κατέχει μια ιδιαίτερη θέση ανάμεσα στις, πάνω από επτά χιλιάδες, γλώσσες του κόσμου, από τις οποίες, σημειωτέον, μόνο είκοσι τρεις χρησιμοποιούνται από το ήμισυ κι άνω του παγκόσμιου πληθυσμού. Από αυτές τις χιλιάδες γλώσσες, όμως, η ελληνική παραμένει μια γλώσσα με υψηλή επικοινωνιακή εμβέλεια και κύρος.
- Έχει μια προφορική παράδοση τουλάχιστον 4.000 ετών και μια γραπτή παράδοση 3.500 ετών, γεγονός που την καθιστά μοναδικό παράδειγμα μιας γλώσσας με αδιάσπαστη ιστορική συνέχεια και με τέτοια δομική και λεξιλογική συνοχή που επιτρέπει στους ειδικούς να μιλούν για μια αδιαίρετη ελληνική γλώσσα από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Ως γνωστόν, τα ελληνικά αποτελούν μοναδικό παράδειγμα για τους γλωσσολόγους ως προς τη μελέτη της εξέλιξης μιας φυσικής γλώσσας, που έχει την αφετηρία της στα βάθη των αιώνων.
Αυτό την καθιστά την αρχαιότερη ζωντανή γλώσσα στον κόσμο, με ομοιογενή ανάπτυξη ακόμη και σε σύγκριση με εξαιρετικές περιπτώσεις γλωσσών όπως η κινεζική, η οποία επιβίωσε μόνο ως φιλολογική γλώσσα και η σανσκριτική, η οποία επέζησε κι εξυπηρέτησε πολύ εξειδικευμένους σκοπούς, όπως είναι οι θρησκευτικοί λόγοι.
Είναι αλήθεια ότι όλες οι γλώσσες των λαών ως συστήματα επικοινωνίας έχουν ίση αξία, αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι ορισμένες γλώσσες, που έχουν υποστεί το βάρος της εξέλιξης του ανθρώπινου πολιτισμού, έχουν βιώσει μια τριβή που τις διαφοροποιεί από τις υπόλοιπες.
Αυτό συμβαίνει και με την ελληνική γλώσσα, αφού βρισκόταν σε μία διαρκή και πλήρη εξέλιξη για περισσότερους από τριάντα αιώνες, όπως την έκφραση λεπτών εννοιών φιλοσοφίας και επιστήμης, εννοιών πολιτικού λόγου και κρατικών θεσμών, περίπλοκων εννοιών ευαγγελικού λόγου και θεολογίας, καθώς και βαθυστόχαστων εννοιών αρχαίου δράματος, πεζογραφίας και ποίησης.
Δεν είναι τυχαίο ότι η διεθνής επιστημονική γλώσσα σήμερα στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στις ρίζες, τις λέξεις και τα παράγωγα της Ελληνικής γλώσσας για τη διατύπωση της ορολογίας σε διάφορους τομείς της επιστήμης.
Οι ίδιοι οι Έλληνες ήταν οι πρώτοι που μελέτησαν την ελληνική γλώσσα, η ανάλυση της οποίας έγινε, μέσω των Λατινικών ( τη βάση της ανάλυσης όλων των μεταγενέστερων γλωσσών). Οι αρχαίοι Ινδοί γραμματικοί μπορεί να ήταν προγενέστεροι της συγγραφής της πρώτης γραμματικής (Aṣṭādhyāyī), αλλά η γραμματική του Pāṇini δεν έγινε παγκοσμίως γνωστή πριν από τον 19ο αιώνα και, επομένως, δεν επηρέασε τη γενική ανάπτυξη της γλωσσολογίας στη Δύση.
Η ύψιστη ποιότητα της ελληνικής γλώσσας πιστοποιείται ποικιλοτρόπως.
Καταρχήν η ελληνική γλώσσα έχει απόλυτη συντακτική «ευελιξία», μεγαλύτερη από κάθε άλλη γλώσσα.
Δεν είναι απλώς σημειωτική, αλλά είναι εννοιολογική.
Η ελληνική, ειδικότερα, έχει μια μοναδική συνιστώσα, που είναι το «γεφύρωμα» της απόστασης μεταξύ του σημαίνοντος (τα φωνήματα της λέξης) και του σημαινόμενου (η έννοια της λέξης) και η οποία δεν παρατηρείται σε άλλες γλώσσες. Η ελληνική κατέχει επίσης την περιβόητη «μαθηματική δομή» στον τρόπο σύνθεσης των λέξεων.
Γενικά Χαρακτηριστικά της Ελληνικής Γλώσσας
Η ελληνική είναι μία ανεξάρτητη γλώσσα της ευρύτερης ινδοευρωπαϊκής οικογένειας που προέρχεται από την Ελλάδα, την Κύπρο, τη νότια Ιταλία, την Αλβανία κι άλλες περιοχές των Βαλκανίων, τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Μεσόγειο. Έχει τη μεγαλύτερη τεκμηριωμένη ιστορία από οποιαδήποτε άλλη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα κι έχει μία ιστορία τουλάχιστον 3.400 χρόνια γραπτών έργων. Η ελληνική γλώσσα είναι λοιπόν ένας ανεξάρτητος κλάδος της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας, δηλαδή συνιστά μια δική της «οντότητα». Στην ουσία, θεωρείται μια μάλλον συντηρητική ινδοευρωπαϊκή γλώσσα.
Το σύστημα γραφής της είναι το ελληνικό αλφάβητο, το οποίο χρησιμοποιείται εδώ και περίπου 2.800 χρόνια. Παλαιότερα, η ελληνική καταγραφόταν σε συλλαβικά συστήματα γραφής, όπως η μυκηναϊκή Γραμμική Β και η κυπριακή συλλαβική. Το αλφάβητο προέκυψε από τη φοινικική γραφή και ήταν, με τη σειρά του, η βάση για τα λατινικά, κυριλλικά, αρμενικά, κοπτικά και γοτθικά συστήματα γραφής μεταξύ πολλών άλλων.
Πήλινη πλάκα Γραμμικής Β γραφής από το Μυκηναϊκό Ανάκτορο της Πύλου, η παλαιότερη γνωστή ελληνική γραφή. Το κείμενο αποκρυπτογραφήθηκε μετά από έρευνα πολλών μελετητών, αλλά κυρίως του Micheal Ventris και της Alice Kober. Credit: Sharon Molerus
Η παλαιότερη γραπτή μαρτυρία που έχουμε στα χέρια μας είναι μια πήλινη πλάκα Γραμμικής Β που βρέθηκε στη Μεσσηνία και χρονολογείται μεταξύ του 1450 και του 1350 π.Χ., καθιστώντας την ελληνική την αρχαιότερη καταγεγραμμένη ζωντανή γλώσσα στον κόσμο. Μεταξύ των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, η ημερομηνία της παλαιότερου γραπτού μνημείου μπορεί να συσχετιστεί μόνο με τις, χαμένες στο βάθος του χρόνου πλέον, γλώσσες της Ανατολίας.
Στην αρχαιότητα, τα ελληνικά ήταν μακράν η πιο ευρέως ομιλούμενη lingua franca στον μεσογειακό κόσμο. Τελικά έγινε η επίσημη γλώσσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας κι εξελίχθηκε στη λεγόμενη Μεσαιωνική Ελληνική. Στη σύγχρονη μορφή της, η ελληνική είναι η επίσημη γλώσσα της Ελλάδας και της Κύπρου και μία από τις είκοσι τέσσερις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ομιλείται από τουλάχιστον 13,5 εκατομμύρια ανθρώπους σήμερα, τόσο στα ελληνικά κράτη όσο και σε πολλές άλλες χώρες, όπου κατοικεί η ελληνική διασπορά.
Ιστορικές Περίοδοι της Ελληνικής Γλώσσας
Πρωτο-ελληνική γλώσσα
Τα πρωτο-ελληνικά κατατάσσονται ως ο μη καταγεγραμμένος, αλλά υποθετικά τελευταίος πρόγονος όλων των γνωστών διαλέκτων της ελληνικής. Ένα από τα μεγαλύτερα αρχαιολογικά προβλήματα είναι αυτό της «αρχικής προέλευσης των Ελλήνων». Ωστόσο, αυτό που πρέπει να απασχολεί τη σύγχρονη έρευνα δεν πρέπει να είναι το πότε πρωτοεμφανίστηκαν οι Έλληνες, αλλά το πότε διαμορφώθηκε η ελληνική γλώσσα. Είναι μια γλώσσα που πρέπει να θεωρηθεί κριτήριο αντικειμενικής και διαχρονικής συγκρότησης των ανθρώπινων ομάδων.
Έτσι, είναι φρόνιμο να μιλάμε για αρχαία πρωτο-ελληνική γλώσσα, μόνο μετά τη διαμόρφωσή της ως αναγνωρίσιμη, ξεχωριστή ομάδα της ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας. Στην περίπτωση των πρωτο-Ελλήνων, αντί να συζητούμε και να αναζητούμε την «άφιξη» μιας εθνότητας, θα ήταν προτιμότερο να δούμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διαμορφώθηκε η συγκεκριμένη γλώσσα τους.
Η περίοδος της πρώτης καταγραφής της ελληνικής γλώσσας (Μυκηναϊκή, 15ος αιώνας π.Χ.) δεν πρέπει να θεωρηθεί ως η περίοδος της γλωσσικής διχοτόμησής της, ούτε της πρώτης «εμφάνισής» της στην Ελλάδα. Τα χρονολογικά «παράθυρα» που έχουν θεωρούνται ως υποψήφια για την «είσοδο» της ελληνικής γλώσσας στην ηπειρωτική Ελλάδα (Μέση Εποχή του Χαλκού, 3η χιλιετία π.Χ., Νεολιθική περίοδος) φαίνεται να αποδομούνται σταδιακά χάρη στα αρχαιολογικά στοιχεία συνέχειας/ασυνέχειας του προϊστορικού εποικισμού της ελληνικής χερσονήσου. Σήμερα, μπορούμε με ασφάλεια να υποθέσουμε ότι η ελληνική γλώσσα εντοπίζεται από ένα γραπτό μνημείο που έχει τις ρίζες του πολύ παλαιότερα και βαθύτερα μέσα στο χρόνο.
Επιπλέον, τα τελευταία ευρήματα υποδηλώνουν ότι η χρονική κλίμακα του γλωσσικού προβλήματος IE αυξάνεται τώρα θεαματικά. Υπάρχουν πολύ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις σε αρχαιολογική (κι όχι μόνο) βάση για το γλωσσικό σκηνικό της Παλαιολιθικής Εποχής, μια χρονολογική περίοδο που φαίνεται να αποτελεί μια πρώτη πολιτιστική και γλωσσική ενότητα στην Ευρώπη, κυρίως κατά τη διάρκεια ιδιαίτερα της Ανώτερης Παλαιολιθικής εποχής.
Μυκηναϊκά ελληνικά
Τα μυκηναϊκά ελληνικά είναι η αρχαιότερη βεβαιωμένη μορφή της ελληνικής γλώσσας, που χρονολογείται από τον 16ο έως τον 12ο αιώνα π.Χ., πριν από την υποτιθέμενη «Δωρική εισβολή», που προηγουμένως αναφερόταν ως το απόλυτο τέρμα, ad quem, για την εισαγωγή της ελληνικής γλώσσας από τα βόρεια εδάφη. Η γλώσσα πήρε το όνομά της από τις Μυκήνες, ένα από τα σημαντικότερα κέντρα της μυκηναϊκής Ελλάδας και σώζεται σε επιγραφές που φέρουν τη Γραμμική Β πάνω σε πήλινες πινακίδες που βρέθηκαν στην Κρήτη, την Πελοπόννησο και άλλα μέρη της νότιας Ελλάδας. Τα κείμενα σε αυτές τις πινακίδες είναι λογιστικά και διοικητικά έγγραφα και περιλαμβάνουν κυρίως λίστες και καταλόγους.
Οι ειδικοί θεωρούν ότι το μυκηναϊκό πρότυπο διατηρεί ορισμένα αρχαϊκά πρωτο-ϊνδοευρωπαϊκά και πρωτο-ελληνικά χαρακτηριστικά που δεν υπάρχουν στα μεταγενέστερα ιστορικά αρχαία ελληνικά. Ενώ η μυκηναϊκή διάλεκτος φαίνεται σχετικά ομοιόμορφη σε όλα τα κέντρα, όπου παρατηρείται και παρά τις διαφορετικές χρονικές περιόδους χρήσης της, ωστόσο υπάρχουν και μερικά ίχνη διαλεκτικών παραλλαγών. Η αμερόληπτη μελέτη των πινακίδων οδήγησε πολλούς στην άποψη ότι τα μυκηναϊκά ελληνικά είναι ομοιόμορφα όχι επειδή αντικατοπτρίζουν τη γλωσσική πραγματικότητα της εποχής τους αλλά, αντίθετα, επειδή δεν το κάνουν.
Αυτή η περίεργη υπερ-τοπική και πιθανώς διαχρονική ομοιογένεια της γλωσσικής μορφής των μυκηναϊκών πινακίδων (Μυκηναϊκή Κοινή) υποδηλώνει ότι έχουμε να κάνουμε με ένα υπερ-τοπικά κοινό τεχνητό ιδίωμα διοικητικής χρήσης των αρχείων των ανακτόρων και της άρχουσας αριστοκρατίας. Αυτό είναι που ο Ελβετός ελληνιστής Ernst Risch αποκάλεσε «κανονικό Μυκηναϊκό».
Από την άλλη πλευρά, η «ειδική Μυκηναϊκή» αντιπροσώπευε κάποια τοπική δημοτική διάλεκτο (ή διαλέκτους) των συγκεκριμένων γραφέων που παρήγαγαν τις πινακίδες. Όταν η «μυκηναϊκή κοινή» έπεσε σε αχρηστία μετά την πτώση των ανακτόρων, επειδή η γραφή δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί πλέον, οι υποκείμενες διάλεκτοι συνέχισαν να αναπτύσσονται με το δικό τους ρυθμό.
Το ενδιαφέρον είναι ότι η γλώσσα των πινακίδων, αποτελώντας ένα ιδιαίτερο, αρχαϊκό γλωσσικό ιδίωμα, μαρτυρεί την ύπαρξη, κατά τη μυκηναϊκή περίοδο, ενός στοιχείου χαρακτηριστικού των γλωσσών, οι οποίες, ήδη από εκείνη την εποχή, είχαν μία μακρά ιστορία. Αυτό το καθοριστικό χαρακτηριστικό θα αποτελούσε αργότερα τη βάση του αρχαϊσμού.
Ενώ η χρήση της μυκηναϊκής ελληνικής μπορεί να έπαψε με την πτώση των μυκηναϊκών ανακτόρων, κάποια ίχνη της συναντώνται σε μεταγενέστερες ελληνικές διαλέκτους. Συγκεκριμένα, η Αρκαδοκυπριακή Ελληνική πιστεύεται ότι μάλλον θυμίζει τη μυκηναϊκή ελληνική. Η Αρκαδοκυπριακή ήταν μια αρχαία ελληνική διάλεκτος που τη χρησιμοποιούσαν στην περιοχή της Αρκαδίας (κεντρική Πελοπόννησος) και στη συνέχεια στην Κύπρο, ίσως λόγω των μεταναστεύσεων που έγιναν κατά τη λεγόμενη Κατάρρευση της Εποχής του Χαλκού.
Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι η μυκηναϊκή μορφή της ελληνικής γλώσσας δεν περιέχει στοιχεία της δωρικής διαλέκτου, αλλά επίσης δεν ταυτίζεται πλήρως με καμία από τις άλλες διαλέκτους της ιστορικής περιόδου, όπως τις ξέρουμε.
Αρχαία ελληνικά
Τα αρχαία ελληνικά είναι η γλώσσα των «Σκοτεινών Χρόνων» και της Αρχαϊκής και Κλασικής περιόδου του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού (1200-300 π.Χ.). Ακολουθεί αμέσως μετά την κατάρρευση των μυκηναϊκού πολιτισμού. Ενώ η τυποποιημένη μυκηναϊκή γλώσσα δεν χρησιμοποιείτο πλέον, οι συγκεκριμένες τοπικές διάλεκτοι που αντανακλούσαν την τοπική δημοτική ομιλία συνεχίστηκαν, δημιουργώντας τελικά τις διάφορες μεταγενέστερες ελληνικές διαλέκτους.
Τα αρχαία ελληνικά ήταν η γλώσσα των ομηρικών ποιημάτων, της φιλοσοφίας, του δράματος και της ιστορίας. Μετά τα πρώτα δείγματα αρχαίας ελληνικής γραφής με τη χρήση της Γραμμικής Β, το ελληνικό αλφάβητο τυποποιήθηκε γύρω στον 8ο αιώνα π.Χ.
Πρωτοελληνικό αλφάβητο ζωγραφισμένο στο σώμα αττικού μελανόμορφου κυπέλλου.
Στην αρχή της ιστορικής περιόδου, οι Έλληνες δεν μιλούσαν όλοι με τον ίδιο τρόπο. Όπως τα τοπικά αλφάβητα διέφεραν, έτσι και η αρχαία ελληνική γλώσσα διέφερε από τόπο σε τόπο. Οι κύριες διάλεκτοι ήταν η Αττική και η Ιωνική, η Αιολική, η Αρκαδοκυπριακή και η Δωρική, πολλές από αυτές με αρκετές υπο-διαλέκτους (όπως τα Μακεδονικά Ελληνικά). Ορισμένες διάλεκτοι τις συναντάμε σε τυποποιημένες λογοτεχνικές μορφές που χρησιμοποιούνται στη λογοτεχνία, ενώ τις άλλες τις συναντούμε μόνο σε επιγραφές.
Αυτός ο μεγάλος διαλεκτικός κατακερματισμός της αρχαίας ελληνικής γλώσσας οφειλόταν στη γεωγραφία, με τους ορεινούς όγκους και τους κλειστούς οικισμούς, τη διασπορά των πολυάριθμων ελληνικών φυλών και την αρχική απομόνωση και πολιτική αυτονομία των πρώτων οικιστικών κέντρων. Αυτό που είναι σημαντικό, ωστόσο, είναι ότι οι κοινωνικοί και πνευματικοί παράγοντες που θα μπορούσαν να ευνοήσουν την οριστική διάσπαση και τη δημιουργία δευτερευουσών γλωσσών δεν προέκυψαν ποτέ στην περίπτωση της ελληνικής γλώσσας, όπως συνέβη για παράδειγμα με τα Λατινικά.
Αντίθετα, οι συνεχείς μετακινήσεις, οι οικονομικές δραστηριότητες, η ανάμειξη των φυλών στις αποικίες, οι συγκρούσεις με «βαρβάρους» και η σύμπραξη διαφορετικών συμμαχιών συνέβαλαν στην ανάπτυξη μιας κοινής συνείδησης ως προς την καταγωγή, τη θρησκεία, τους μύθους και τις παραδόσεις, καθώς και την ενότητα της γλώσσας.
Ένα επιπλέον σημαντικό φαινόμενο στην ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας είναι το γεγονός ότι η διαλεκτική της πολυμορφία κατά την κλασική εποχή αντικατοπτρίζεται βαθιά σε ολόκληρη την τροχιά της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Οι διάλεκτοι επηρεάζουν καθοριστικά και ολοκληρωτικά τον αρχαίο ποιητικό και πεζό λόγο. Αυτό σημαίνει ότι κάθε λογοτεχνικό έργο γεννήθηκε, διαμορφώθηκε και αναπτύχθηκε στενά συνδεδεμένο με μια συγκεκριμένη διάλεκτο, τη διάλεκτο της ελληνικής φυλής που, λόγω της ιδιαίτερης ιδιοσυγκρασίας και των διαφόρων κοινωνικο-οικονομικών παραγόντων, δημιούργησε για πρώτη φορά το συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος.
Μια άλλη ιδιαιτερότητα της ελληνικής γραφής στις αρχές της αρχαϊκής περιόδου, η οποία συναντάται και σε παλαιότερους πολιτισμούς, είναι το λεγόμενο «Βουστροφηδόν» ύφος γραφής.
Σε αυτό το ύφος, οι γραμμές γραφής εναλλάξ αντιστρέφονται με γράμματα επίσης γραμμένα σε ανάποδο στυλ «καθρέφτη», σε αντίθεση με το σύγχρονο στυλ γραφής μας, όπου οι γραμμές ξεκινούν πάντα από την ίδια πλευρά, δηλαδή την αριστερή.
Το Boustrophedon είναι ένα στυλ γραφής στο οποίο εναλλάξ οι γραμμές γραφής αντιστρέφονται με γράμματα επίσης γραμμένα αντίστροφα, σε στυλ καθρέφτη.
Ο αρχικός τύπος προέρχεται από τον αρχαιοελληνικό όρο «βουστροφηδόν», συνθετικό του βοῦς (βόδι) και του «στροφή» (στροφή)—δηλαδή, «όπως το βόδι γυρίζει [κατά το όργωμα]». Εμφανίζεται κυρίως σε αρχαία χειρόγραφα κι άλλες επιγραφές. Ήταν ένας συνηθισμένος τρόπος γραφής σε πέτρα στην αρχαία Ελλάδα, ο οποίος γινόταν ολοένα και λιγότερο δημοφιλής σε όλη την κλασική περίοδο. Σύμφωνα με τον Έλληνα γραμματικό Αρποκρατίωνα, οι νόμοι του Σόλωνα γράφτηκαν σε βουστροφηδόνιο στυλ.
Ελληνιστική Ελληνική (Κοινή)
Η ελληνιστική ελληνική εξελίχθηκε με την εξάπλωση του ελληνικού στρατού μετά τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. Αποτελούμενη από τη διάλεκτο της Αθήνας, της πνευματικής πρωτεύουσας της εποχής, η συγχώνευση της ιωνικής με την αττική διάλεκτο είχε ως αποτέλεσμα την πρώτη κοινή ελληνική διάλεκτο. Γνωστή και ως Αλεξανδρινή διάλεκτος, Βιβλική ή Ελληνική «Κοινή», σύντομα έγινε lingua franca σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο και την Εγγύς Ανατολή, ομιλούμενη από τα Βαλκάνια μέχρι την Αίγυπτο και από τη Μεγάλη Ελλάδα μέχρι τις παρυφές της Ινδίας.
Η έννοια της Κοινής προέρχεται από τον ελληνικό όρο για την «κοινή διάλεκτο» (ελληνικά: «ἡ κοινὴ διάλεκτος). Βασικά μνημεία της ελληνιστικής Κοινής είναι οι επιγραφές και τα διάφορα λογοτεχνικά κι άλλα κείμενα που έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα. Ωστόσο, για αυτήν την περίοδο, υπάρχουν κι άλλες σημαντικά, νέα μνημεία. Πρόκειται για αναρίθμητες επιστολές ή έγγραφα σε παπύρους που βρέθηκαν στην Αίγυπτο. Αναφέρονται σε κάθε είδους δημόσια ή ιδιωτική δραστηριότητα πολιτών, προερχόμενοι από οποιαδήποτε κοινωνική ή επαγγελματική τάξη, καθώς και σε γραπτά από φιλόλογους και γραμματικούς.
Η Κοινή είναι επίσης η γλώσσα της Χριστιανικής Καινής Διαθήκης, των Εβδομήκοντα (της ελληνικής μετάφρασης της Εβραϊκής Βίβλου του 3ου αιώνα π.Χ.) και των περισσότερων πρωτοχριστιανικών θεολογικών κειμένων από τους Πατέρες της Εκκλησίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η Κοινή Ελληνική είναι επίσης γνωστή ως «Βιβλική», «Καινή Διαθήκη», «εκκλησιαστική» ή «πατερική» ελληνική και χρησιμοποιήθηκε ως η γλώσσα των λειτουργιών και των ακολουθιών της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Ο Πάπυρος 46 είναι ένα από τα παλαιότερα χειρόγραφα της Καινής Διαθήκης που έχουν διασωθεί, γραμμένα στα ελληνικά πάνω σε πάπυρο με πιθανότερη χρονολογία μεταξύ 175 και 225. Credit: Public Domain
Ως η κυρίαρχη γλώσσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εξελίχθηκε περαιτέρω στη Μεσαιωνική Ελληνική, η οποία στη συνέχεια έγινε η Νεοελληνική.
Μεσαιωνική ελληνική
Τα μεσαιωνικά ελληνικά (επίσης γνωστά ως μεσο-ελληνικά, βυζαντινά ή ρωμαϊκά) είναι το στάδιο εκείνο της ελληνικής γλώσσας που τοποθετείται μεταξύ του τέλους της κλασικής αρχαιότητας από τον 5ο έως τον 6ο αιώνα και το τέλος του Μεσαίωνα, που συμβατικά χρονολογείται με την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς Τούρκους το 1453.
Κατά την πρώιμη μεσαιωνική χρονική περίοδο, από τον 4ο έως τον 11ο αιώνα, τα στοιχεία για την εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας είναι ελάχιστα. Οι βυζαντινοί λόγιοι προσκολλημένοι στην παράδοση των Πατέρων της Εκκλησίας γράφουν σε μια αρχαϊκή γλώσσα που απεικονίζει μια προοδευτική ακατανοησία στη σύνταξη. Αυτή είναι ίσως η μόνη εξέλιξη αυτή τη δεδομένη στιγμή.
Ωστόσο, σε ορισμένα λαϊκά κείμενα παρατηρούμε την προφορική, φυσική και ευθύγραμμη γλώσσα να εξομαλύνεται και να απλοποιείται φωνητικά και μορφο-συντακτικά ακόμη περισσότερο από την Ελληνιστική κοινή, ενώ σημαντική είναι η επίδραση των Λατινικών στο λεξιλόγιο.
Η Ελληνική γλώσσα, σε αντίθεση με τα Λατινικά, συνεχίζει την πορεία της ως το γλωσσικό όργανο της μεγάλης ελληνόφωνης αυτοκρατορίας. Ο ρόλος της ελληνικής γλώσσας ως γλωσσικού οργάνου της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας υποστηρίχθηκε από έντονα συναισθήματα στενής συνέχειας με το παρελθόν.
Επειδή η ελληνόφωνη κεντρική εξουσία και η Εκκλησία υιοθέτησαν αυτήν την αρχαϊκή μορφή της ελληνικής ως επίσημο όργανο έκφρασης, δημιούργησαν μια γλωσσική πολιτική συνέχειας και την αίσθηση ότι η γλώσσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν μία και ίδια με τη γλώσσα που υπήρχε και στο παρελθόν. Με άλλα λόγια, φαινόταν ότι δεν είχε αλλάξει.
Ένα βυζαντινό πλοίο που χρησιμοποιεί την ελληνική φωτιά. Στην κορυφή, ελληνικό αλφάβητο σε μεσαιωνική-βυζαντινή μορφή.
Ήδη από την ελληνιστική περίοδο, υπήρχε μια τάση προς μια συνθήκη «διγλωσσίας» (μια κατάσταση κατά την οποία δύο διάλεκτοι ή γλώσσες χρησιμοποιούνται σε αρκετά μεγάλο ποσοστό και οι δύο από μια ενιαία γλωσσική κοινότητα) μεταξύ της Αττικής λογοτεχνικής γλώσσας και της συνεχώς αναπτυσσόμενης Κοινής. Μέχρι την ύστερη αρχαιότητα, το χάσμα αυτό ήταν αδύνατο να αγνοηθεί. Στη βυζαντινή εποχή, η γραπτή ελληνική φανερωνόταν υπό διάφορες μορφές, που στο σύνολό τους ήταν συνειδητά αρχαϊκά σε σύγκριση με τη σύγχρονη ομιλούμενη δημοτική γλώσσα.
Παρά τα μεγάλα κενά στις πληροφορίες που έχουμε για τις προφορικές μορφές της γλώσσας μέχρι τον 12ο αιώνα, το πιθανότερο είναι ότι η νεοελληνική γλώσσα διαμορφώθηκε σε αυτή τη χρονική περίοδο. Στους τελευταίους αιώνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, (Ύστερη περίοδος, 12ος έως 15ος αι.), οι σχετικές πηγές δείχνουν ότι η νεοελληνική γλώσσα διαμορφώθηκε σχεδόν με μικρές διαφορές από το σύγχρονο, κοινό, προφορικό ιδίωμα. Ταυτόχρονα, συνεχίζουν να υπάρχουν νέες διαλεκτικές παραλλαγές.
Νέα Ελληνικά
Την περίοδο της Τουρκοκρατίας, η Νέα Ελληνική γλώσσα αναπτύχθηκε πλήρως, ενώ παράλληλα ξεχώρισαν διάλεκτοι και ιδιώματα. Αιτία αυτού ήταν η απόσχιση διαφόρων ελληνόφωνων περιοχών του Βυζαντινού Κράτους, ήδη από τον 13ο αιώνα, και η διαφορετική τους πορεία κάτω από διάφορους κατακτητές (Φράγκους, Ενετούς, Τούρκους) καθώς και η απομόνωση, η πτώση του βιοτικού επιπέδου και η έλλειψη της ελληνικής παιδείας, κατά τους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας.
Στις αρχές του 19ου αιώνα, ξεκίνησε μια διαδικασία αντικατάστασης πολλών τουρκικών λέξεων, καθώς κι απόδοσης νεολογισμών του δυτικού πολιτισμού στον υλικοτεχνικό και πνευματικό χώρο. Ταυτόχρονα, προέκυψε διαμάχη για τη μορφή της γλώσσας του αναγεννημένου ελληνικού έθνους μετά την ίδρυση του νέου Ελληνικού Κράτους. Έγινε επίσης συζήτηση για τη μορφή της επίσημης γλώσσας. Στα νέα ελληνικά, η προφορά της γλώσσας άλλαξε, αλλά ο τρόπος γραφής παρέμεινε ίδιος.
Η προφορική και, κατά συνέπεια, και γραπτή κοινή νεοελληνική γλώσσα έχει ως βάση της τα χαρακτηριστικά των ιδιωμάτων της Πελοποννήσου, της Στερεάς Ελλάδας, της Αίγινας και της παλιάς Αθήνας, των πρώτων δηλαδή τόπων που συνέθεσαν το νέο κράτος.
Νεοελληνικό Αλφάβητο (Κεφάλαια και Μικρά γράμματα)
Οι περισσότεροι μελετητές θεωρούσαν την προφορική κοινή γλώσσα του λαού ανεπαρκή και υποστήριζαν την επιστροφή τους σε πιο αρχαϊκές μορφές της ελληνικής, ενώ άλλοι πίστευαν στην καλλιέργεια και ανάπτυξη της λαϊκής γλώσσας (Δημοτική). Ο Αδαμάντιος Κοραής πρότεινε τον εξαγνισμό και τον εξωραϊσμό της λαϊκής γλώσσας και έτσι έγινε ο εμπνευστής της «Καθαρεύουσας», της πρώτης επίσημης γλώσσας του κράτους.
Η Καθαρεύουσα, η οποία πλησιάζει τον αρχαϊσμό, απομακρύνθηκε από τη φυσική γλώσσα, δημιουργώντας έτσι το «Ελληνογλωσσικό ζήτημα», που ταλαιπώρησε την ελληνική εκπαίδευση μέχρι το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα.
Με τη διάσπαση του βυζαντινού κράτους, στην αλλαγή της πρώτης χιλιετίας, κάποιες πιο «απομονωμένες» διάλεκτοι, όπως της Μαριούπολης, που ομιλείται στην Κριμαία, η Ποντιακή, που ομιλείται κατά μήκος της ακτής της Μαύρης Θάλασσας της Μικράς Ασίας, και η Καππαδοκική, που ομιλείται στην κεντρική Μικρά Ασία, άρχισαν να αποκλίνουν. Τα Griko (Κάτω-ιταλικά), γλώσσα που ομιλείται στη Νότια Ιταλία, και τα Τσακώνικα, που ομιλούνται στην Πελοπόννησο, συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται ως και σήμερα και είναι διάλεκτοι παλαιότερης προέλευσης.
Η Κυπριακή ελληνική είχε ήδη λογοτεχνική μορφή στον ύστερο Μεσαίωνα και χρησιμοποιήθηκε στις Ασσίζες της Κύπρου και στα χρονικά του Λεοντίου Μαχαιρά και του Γεωργίου Μπουστρωνίου.
Με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους και τη συνεχή διάδοση της νέας κοινής γλώσσας άρχισε η προοδευτική αποδυνάμωση των διαφόρων διαλέκτων.
Από τις πόλεις, που λειτουργούσαν ως διοικητικά, πολιτικά και πνευματικά κέντρα, η κοινή γλώσσα εξαπλώθηκε στην περιφέρεια, όπου κυριαρχούσαν τα διάφορα ιδιώματα και οι διάλεκτοι.
ΠΗΓΗ: GreekReporter (Δημοσθένης Βασιλούδης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου